Γιώργος Σκαφιδάς
Πολλοί εντυπωσιάστηκαν όταν άκουσαν, στις 25 Οκτωβρίου, την Τζόρτζια Μελόνι να λέει από το βήμα της ιταλικής βουλής ότι η Ιταλία θα συνεχίσει «να στηρίζει τους γενναίους Ουκρανούς» ενάντια στη ρωσική εισβολή, όχι μόνο επειδή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ένας επιθετικός πόλεμος αλλά και επειδή έτσι οι Αρχές της χώρας υπερασπίζονται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ιταλικό εθνικό συμφέρον.
Σκληρή γραμμή έναντι της Μόσχας
Όσοι είχαν παρακολουθήσει πιο στενά την ιταλική προεκλογική εκστρατεία δεν έπεσαν από τα σύννεφα. Η 45χρονη ηγέτιδα της παράταξης Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) είχε πάρει θέση ενάντια στην «απαράδεκτη» ρωσική «επιθετικότητα» ήδη από τις 24 Φεβρουαρίου. Μετά τις ιταλικές κάλπες της 25ης Σεπτεμβρίου, ως μεγάλη νικήτρια πια των ιταλικών εκλογών, η Μελόνι κατηγόρησε τον Πούτιν για «σοβιετικού τύπου νεο-ιμπεριαλισμό που απειλεί την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου» αποκηρύσσοντας ως «φάρσα» τα δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν «υπό βίαιη στρατιωτική κατοχή» στις ουκρανικές περιοχές του Λουγκάνσκ, του Ντονέτσκ, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια για την προσάρτησή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία. Στις αρχές Οκτωβρίου είχε την πρώτη τηλεφωνική της συνομιλία με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στον οποίο επανέλαβε την ιταλική «πλήρη στήριξη υπέρ της ελευθερίας του ουκρανικού λαού». Αλλά και νωρίτερα φέτος, όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση, η παράταξη Αδέλφια της Ιταλίας είχε επί της ουσίας στηρίξει όλες τις ιταλικές κινήσεις θωράκισης απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα: την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία, την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, την περαιτέρω στρατιωτική θωράκιση των νατοϊκών χωρών με τη συμμετοχή ιταλικών δυνάμεων στο πλαίσιο της ενισχυμένης – προωθημένης παρουσίας του ΝΑΤΟ κ.ά. Υπό το πρίσμα, λοιπόν, όσων έχουν προηγηθεί φέτος, η σκληρή στάση που έχει υιοθετήσει η Μελόνι έναντι της Ρωσίας του Πούτιν δεν θα έπρεπε να εντυπωσιάζει.
Το «φιλορωσικό» παρελθόν
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η γραμμή αυτή της «ρήξης» με τη Μόσχα εντυπωσιάζει εάν τη συγκρίνει κανείς με τη «φιλορωσική» ιταλική πολιτική παράδοση των περασμένων ετών: με τη «φιλία» των κ.κ. Μπερλουσκόνι και Πούτιν, τη «στρατηγική εταιρική σχέση» της ιταλικής Eni με τη ρωσική Gazprom, τη συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και το κόμμα της Ενωμένης Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και – επειδή η προσέγγιση με τη Μόσχα διαπερνούσε τις κομματικές γραμμές στην Ιταλία – με την επίσκεψη του κεντροαριστερού Ματέο Ρέντσι στο Κρεμλίνο το 2015 (έπειτα από τα γεγονότα της Κριμαίας) και τις προωθητικές της ιταλορωσικής συνεργασίας δηλώσεις που είχε κάνει ο Πάολο Τζεντιλόνι το 2017.
Η ιταλική πολιτική σκηνή, και κυρίως η ιταλική δεξιά των κ.κ. Μπερλουσκόνι και Σαλβίνι, είχε αναπτύξει, λοιπόν, αρκετά στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, παίζοντας βέβαια παράλληλα σε πολλά ταμπλό ταυτόχρονα.
Ο 86χρονος Μπερλουσκόνι συνεχίζει, με δηλώσεις του, να μας υπενθυμίζει ανά διαστήματα αυτούς τους δεσμούς, κυρίως όμως μέσα από ένα πρίσμα αυτοπροβολής και προσωπικής αυτοαποθέωσης. Η Τζόρτζια Μελόνι από την άλλη πλευρά ωστόσο, ουδέποτε είχε τις δεσμεύσεις και τους άμεσους δεσμούς που είχαν άλλα κόμματα της ιταλικής δεξιάς με τη Ρωσία. Η ίδια δεν έχει καν συναντήσει τον Πούτιν από κοντά, πράγμα μάλλον ενδεικτικό.
Δεν έχει λόγους να αλλάξει
Επί του παρόντος ωστόσο, καθώς οδεύουμε πια προς το τέλος του 2022, η νέα πρωθυπουργός της Ιταλίας δεν έχει και λόγο να επιδιώξει την αποκατάσταση των δεσμών με τη Ρωσία. Μάλλον το αντίθετο.
Σε εμπορικό επίπεδο, η Ρωσία είχε απορροφήσει το 2021 περίπου το 1,5% των ιταλικών εξαγωγών, ποσοστό αμελητέο μπροστά στο 80% που είχε απορροφήσει η Δύση.
Σε ενεργειακό επίπεδο, η Ρώμη, ακόμη και αν το επιθυμούσε, θα ήταν σχεδόν αδύνατο πια μέσα στις τρέχουσες συνθήκες να διατηρήσει αμείωτες τις ρωσικές ροές υδρογονανθράκων παρακάμπτοντας άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, ενώ παράλληλα ως χώρα η Ιταλία έχει πια μπει και εκείνη σε τροχιά διαφοροποίησης των ενεργειακών της πηγών τροφοδοσίας αλλά και του ενεργειακού της μείγματος με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Σε πολιτικό επίπεδο, για τη Μελόνι είναι σημαντικό να έχει καλές σχέσεις με άλλες συντηρητικές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, όπως είναι για παράδειγμα το κυβερνών πολωνικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη το οποίο είναι όμως «στα μαχαίρια» με τη ρωσική ηγεσία.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, η Ρωσία δεν έχει πείσει για την ικανότητά της επιτύχει τους όποιους στρατιωτικούς της στόχους στο μέτωπο της Ουκρανίας. Οι εν λόγω στόχοι έχουν κατ’ επανάληψη αλλάξει τους περασμένους μήνες, με τις ρωσικές δυνάμεις να μετρούν όχι μόνο επιτυχίες επί του πεδίου αλλά και διόλου ευκαταφρόνητες αποτυχίες υπό το βάρος σημαντικών πληγμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και καιροσκοπικά να το δει κανείς, γιατί να στηρίξει τώρα ανοιχτά μια ηγεσία όπως είναι η ρωσική όταν εκείνη οδηγείται σε πισωγυρίσματα (χάνοντας το Χάρκοβο, τη Χερσώνα κ.ά.);
Αλλά και στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, η κυβέρνηση συνασπισμού υπό τη Μελόνι διαθέτει πια άνετες πλειοψηφίες σε Βουλή και Γερουσία (116 έδρες στη Γερουσία σε σύνολο 200, και 237 έδρες στη Βουλή σε σύνολο 400), πράγμα που της δίνει άνεση κινήσεων.
Οι υπουργοί
Παράλληλα, διαθέτει και μια σειρά από έμπειρους – δυτικά προσανατολισμένους – υπουργούς. Ο (προερχόμενος από την παράταξη Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) νυν υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι έχει πίσω του μακρά ευρωπαϊκή θητεία, καθώς έχει περάσει από κορυφαία πόστα σε Κομισιόν και ευρωβουλή. Αλλά και ο (προερχόμενος από την παράταξη Αδέλφια της Ιταλίας της Μελόνι) νυν υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροσέτο ήταν άλλοτε (2008 – 2011) υφυπουργός Άμυνας με πρωθυπουργό τον Μπερλουσκόνι και έπειτα, επί σειρά ετών, επικεφαλής της ιταλικής ένωσης κατασκευαστών αμυντικού υλικού «Aziende Italiane per l’Aerospazio, la Difesa e la Sicurezza» (AIAD).
Όσο για τα κόμματα του ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού, εκείνα είναι «απλωμένα» στο ευρωκοινοβούλιο, με τα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι να ανήκουν στην ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, τη Λέγκα (πρώην Λέγκα του Βορρά) του Ματέο Σαλβίνι να ανήκει στην ομάδα Ταυτότητας και Δημοκρατίας, και την παράταξη Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να ανήκει στις τάξεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Αναλυτές όπως ο Αλεσάντρο Μαρόνε του Instituto Affari Internazionali (IAI) και ο Ραϊμόντο Λάνζα του Institut français des relations internationales (Ifri) δεν αναμένουν σημαντικές αλλαγές από την Μελόνι στα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας. Ο Λάνζα εκτιμά πως οι κυβερνητικοί εταίροι της 45χρονης θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιχειρήσουν να την υπονομεύσουν εκ των έσω παίζοντας το χαρτί της αποκατάστασης των δεσμών με τη Μόσχα, πλην όμως και ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνοδεύεται από κινδύνους και όρια. Με το 26% που έλαβε στις 25 Σεπτεμβρίου, η Μελόνι ξεχωρίζει ως ο με διαφορά ισχυρότερος πολιτικός πόλος τώρα εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Από την άλλη πλευρά, ο Μπερλουσκόνι είναι πια 86 ετών και ο Σαλβίνι έχει απωλέσει το πολιτικό μομέντουμ που είχε, ενώ αμφότεροι έμειναν στις τελευταίες εκλογές κοντά στο 8%.
Από εκεί πέρα βέβαια, πάρα πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις διεθνώς.
Η αρχή της επικουρικότητας
Σε ενδοευρωπαϊκό επίπεδο, η Μελόνι αναμένεται να «επενδύσει» διαπραγματευτικό κεφάλαιο στην αρχή της Επικουρικότητας όπως εκείνη ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι μας λέει η εν λόγω αρχή; Ότι «η ΕΕ δεν αναλαμβάνει δράση (εκτός από τους τομείς που εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα), παρά μόνο εφόσον η δράση αυτή είναι πιο αποτελεσματική από την αντίστοιχη δράση σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο»… Για την ιστορία πάντως, οι πρώτες επίσημες συναντήσεις που είχε στο εξωτερικό η Μελόνι ως πρωθυπουργός ήταν στις Βρυξέλλες.
Σε ό,τι να κάνει τώρα με το ΝΑΤΟ, ο Κροσέτο υπογράμμισε ότι ο στόχος της αύξησης των ιταλικών αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ παραμένει με ορίζοντα όμως το 2027, ενώ παράλληλα παραμένουν στις θέσεις τους και οι περίπου 8.500 Ιταλοί στρατιώτες που υπηρετούν σήμερα σε αποστολές εκτός των ιταλικών συνόρων: σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή, Αφρική.
Κατά τα λοιπά, ιταλικά αμυντικά έργα και συνεργασίες που «τρέχουν» είτε υπό την ομπρέλα της PESCO (βλ. Ευρωπαϊκή κορβέτα περιπολίας – EPC με τη συμμετοχή και της Ελλάδας κ.ά.), είτε σε συνεργασία με άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ (στο πλαίσιο του προγράμματος συμπαραγωγής των F-35) και το Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. πρόγραμμα ανάπτυξης του μαχητικού Tempest), θα συνεχίσουν βέβαια να «τρέχουν»… με το βλέμμα στραμμένο και στις διεθνείς εξελίξεις που όμως, ως φαίνεται, τρέχουν ακόμη γρηγορότερα.
Δημοσίευση σχολίου