Προσφάτως, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επιφανίου το βιβλίο του αντιστρατήγου ε.α., Φοίβου Κλόκκαρη, ενός εκ των πλέον ειδικών στο κεφαλαιώδες θέμα της ασφάλειας, με τίτλο: «Τουρκική απειλή κατά του Ελληνισμού της Κύπρου». Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη που εκδίδεται σε βιβλίο, η οποία πραγματεύεται εξελικτικά την πιο καθοριστική πτυχή στη βιωσιμότητα μιας λύσης που είναι η ασφάλεια. Σκοπός των έξι κεφαλαίων του βιβλίου είναι:
α) να καταδείξει τους κινδύνους κατά του ελληνισμού της Κύπρου που απορρέουν από την τουρκική στρατηγική στοχοθεσία στο Κυπριακό, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εντεύθεν και
β) να προτείνει την αλλαγή στρατηγικής της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση των επιλογών της στο πιο κρίσιμο θέμα, αυτό της ασφαλείας.
Η σημασία του βιβλίου για την κατανόηση της συγκεκριμένης πτυχής Κυπριακού έγκειται στη βασική αρχή ότι τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και με την πολιτική ασφάλειας που διαμορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για την διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy).
Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μίας χώρας με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους:
α) σταθερότητα,
β) ευημερία και
γ) ασφάλεια.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.
Η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμώθηκε από τον τουρκικό στρατηγικό εξαναγκασμό, μετά την εισβολή. Πιο συγκεκριμένα η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974:
α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ)
β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας) και
γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας).
Μέσα σε αυτό πλαίσιο, η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμωμένη από τον τουρκικό στρατηγικό καταναγκασμό που της δημιούργησε φοβικά σύνδρομα, ακολουθεί πολιτική κατευνασμού, η οποία αναπόφευκτα απέτυχε να αναχαιτίσει την ολοένα αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα και διεκδικητικότητα.
Μετά το 1974, η κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η παρουσία 43.000 Τούρκων στρατιωτών και ο συνεχιζόμενος εποικισμός από τη μια και η έλλειψη στρατηγικής εθνικής ασφαλείας και αποτρεπτικής ισχύος της ελληνικής πλευράς από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων προς όφελος της Τουρκίας, όπως αποδεικνύει εύστοχα ο συγγραφέας.
Μετά τις διαπιστώσεις του ο Φοίβος Κλόκκαρης προχωρεί στις προτάσεις επιλογών και δράσεων οι οποίες εδράζεται στο κλασσικό στρατηγικό αξίωμα της μεγιστοποίησης του κόστους για την Τουρκία, προκειμένου μεσοπρόθεσμα να ανακόψουν την τουρκική επιθετικότητα και μακροπρόθεσμα να συμβάλουν στη δημιουργία συνθηκών για αποδεκτή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δομικού χαρακτήρος πρόταση του συγγραφέως σχετικά με τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς στα πλαίσια της λύσης που θα πρέπει να στοχεύουν σε δύο άξονες:
α) κατάργηση του υφισταμένου συστήματος ασφαλείας, που βασίζεται στις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960 και διατηρούν την Κύπρο υπό καθεστώς κηδεμονίας (επεμβατικά δικαιώματα ξένων χωρών, διατήρηση ξένων στρατευμάτων στο νησί), και
β) αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος ασφαλείας με νέο, το οποίο να διασφαλίζει την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, κυριαρχία, ασφάλεια των πολιτών και προστασία των εθνικών συμφερόντων της Κύπρου.
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω λιγότερο με αυτό που συμπεραίνει ο συγγραφέας ότι επιβάλλεται αναθεώρηση της ελληνικής εθνικής στρατηγικής προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των συντελεστών ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του πλέον αποτελεσματικού μέσου αντιμετώπισης των κινδύνων και υλοποίησης των σκοπών της υψηλής στρατηγικής, που είναι η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η ανάκτηση της κρατικής κυριαρχίας σε όλη της επικράτειας του κυπριακού κράτους.
Xρήστος Ιακώβου, Διευθυντής ΚΥΚΕΜ
α) να καταδείξει τους κινδύνους κατά του ελληνισμού της Κύπρου που απορρέουν από την τουρκική στρατηγική στοχοθεσία στο Κυπριακό, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εντεύθεν και
β) να προτείνει την αλλαγή στρατηγικής της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση των επιλογών της στο πιο κρίσιμο θέμα, αυτό της ασφαλείας.
Η σημασία του βιβλίου για την κατανόηση της συγκεκριμένης πτυχής Κυπριακού έγκειται στη βασική αρχή ότι τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και με την πολιτική ασφάλειας που διαμορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για την διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy).
Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μίας χώρας με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους:
α) σταθερότητα,
β) ευημερία και
γ) ασφάλεια.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.
Η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμώθηκε από τον τουρκικό στρατηγικό εξαναγκασμό, μετά την εισβολή. Πιο συγκεκριμένα η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974:
α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ)
β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας) και
γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας).
Μέσα σε αυτό πλαίσιο, η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμωμένη από τον τουρκικό στρατηγικό καταναγκασμό που της δημιούργησε φοβικά σύνδρομα, ακολουθεί πολιτική κατευνασμού, η οποία αναπόφευκτα απέτυχε να αναχαιτίσει την ολοένα αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα και διεκδικητικότητα.
Μετά το 1974, η κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, η παρουσία 43.000 Τούρκων στρατιωτών και ο συνεχιζόμενος εποικισμός από τη μια και η έλλειψη στρατηγικής εθνικής ασφαλείας και αποτρεπτικής ισχύος της ελληνικής πλευράς από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων προς όφελος της Τουρκίας, όπως αποδεικνύει εύστοχα ο συγγραφέας.
Μετά τις διαπιστώσεις του ο Φοίβος Κλόκκαρης προχωρεί στις προτάσεις επιλογών και δράσεων οι οποίες εδράζεται στο κλασσικό στρατηγικό αξίωμα της μεγιστοποίησης του κόστους για την Τουρκία, προκειμένου μεσοπρόθεσμα να ανακόψουν την τουρκική επιθετικότητα και μακροπρόθεσμα να συμβάλουν στη δημιουργία συνθηκών για αποδεκτή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δομικού χαρακτήρος πρόταση του συγγραφέως σχετικά με τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς στα πλαίσια της λύσης που θα πρέπει να στοχεύουν σε δύο άξονες:
α) κατάργηση του υφισταμένου συστήματος ασφαλείας, που βασίζεται στις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960 και διατηρούν την Κύπρο υπό καθεστώς κηδεμονίας (επεμβατικά δικαιώματα ξένων χωρών, διατήρηση ξένων στρατευμάτων στο νησί), και
β) αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος ασφαλείας με νέο, το οποίο να διασφαλίζει την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα, κυριαρχία, ασφάλεια των πολιτών και προστασία των εθνικών συμφερόντων της Κύπρου.
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω λιγότερο με αυτό που συμπεραίνει ο συγγραφέας ότι επιβάλλεται αναθεώρηση της ελληνικής εθνικής στρατηγικής προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των συντελεστών ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του πλέον αποτελεσματικού μέσου αντιμετώπισης των κινδύνων και υλοποίησης των σκοπών της υψηλής στρατηγικής, που είναι η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η ανάκτηση της κρατικής κυριαρχίας σε όλη της επικράτειας του κυπριακού κράτους.
Xρήστος Ιακώβου, Διευθυντής ΚΥΚΕΜ
Δημοσίευση σχολίου