Του Περικλή Ζορζοβίλη
Η αναγκαστική, λόγω των σοβαρών κατηγοριών που του απαγγέλθηκαν, παραίτηση του γερουσιαστή Μενέντεζ από την προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ και η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη χορήγηση «εξοπλιστικού» δανείου στην Πολωνία, επιβάλλουν την εκ βάθρων επανεξέταση αντιλήψεων που παίζουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιλήψεις που σχετίζονται τόσο με την προώθηση και προβολή των ελληνικών θέσεων στα κέντρα εξουσίας της Ουάσιγκτον, όσο και το πως εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε, προβάλλουμε και εν τέλει «εξαργυρώνουμε» τον ρόλο μας ως «στρατηγικού συμμάχου» των ΗΠΑ, στο πλαίσιο της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ.
Ο Μενέντεζ εκπροσωπούσε μία πολιτική αρχών και μηδενικής ανοχής έναντι των τουρκικών στρατηγικών «εναγκαλισμών» με τη Ρωσία, χωρίς «προσαρμογές» και «εκπτώσεις» και ταυτόχρονα κατείχε ισχυρό θεσμικό ρόλο που του επέτρεπε να προσδώσει υπόσταση σε αυτή την πολιτική. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η παραίτησή του από την προεδρία της Επιτροπής, αποτελεί μεγάλο πλήγμα. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αδρανοποιείται πλήρως το ελληνικό λόμπι, αλλά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εξέλιξη συνεπάγεται σοβαρή απώλεια επιρροής σε θεσμικό επίπεδο.
Τον βαθμό απώλειας ίσως αντανακλά με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η αντίδραση του ίδιου του Ερντογάν που κατέστησε περισσότερο από σαφές ότι θεωρεί την παραίτηση πολύ μεγάλη ευκαιρία. Ο Τούρκος πρόεδρος αφενός εμφανίστηκε να θεωρεί την πώληση νέων και τον εκσυγχρονισμό παλαιότερων μαχητικών F-16 ως πιο εύκολα υλοποιήσιμη και ταυτόχρονα τη συνέδεσε εκ νέου με την κύρωση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την τουρκική εθνοσυνέλευση, εξακολουθώντας την εκβιαστική του τακτική. Η δεύτερη εξέλιξη, καταγράφηκε στις 25 Σεπτεμβρίου, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε τη χορήγηση δανείου ύψους 2 δισ. δολαρίων ΗΠΑ στην Πολωνία, «έναν σταθερό σύμμαχο των ΗΠΑ» που η ασφάλειά του «είναι ζωτικής σημασίας για τη συλλογική άμυνα της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ».
Το δάνειο, που παρέχεται στο πλαίσιο του μηχανισμού στρατιωτικής χρηματοδότησης εξωτερικού (FMF: Foreign Military Financing), θα υποβοηθήσει την επιτάχυνση του αμυντικού εκσυγχρονισμού της Πολωνίας, μέσω της χρηματοδότησης επειγουσών προμηθειών αμυντικών ειδών και υπηρεσιών από την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ. Οι όροι χορήγησης του δανείου (επιτόκιο, διάρκεια, τρόπος αποπληρωμής) δεν έγιναν γνωστοί με μόνη εξαίρεση την παροχή από την κυβέρνηση των ΗΠΑ έως και 60 εκατ. δολαρίων σε πιστώσεις FMF για τη μείωση του επιτοκίου χρηματοδότησης του δανείου.
Η αναγκαστική, λόγω των σοβαρών κατηγοριών που του απαγγέλθηκαν, παραίτηση του γερουσιαστή Μενέντεζ από την προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ και η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη χορήγηση «εξοπλιστικού» δανείου στην Πολωνία, επιβάλλουν την εκ βάθρων επανεξέταση αντιλήψεων που παίζουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση και άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αντιλήψεις που σχετίζονται τόσο με την προώθηση και προβολή των ελληνικών θέσεων στα κέντρα εξουσίας της Ουάσιγκτον, όσο και το πως εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε, προβάλλουμε και εν τέλει «εξαργυρώνουμε» τον ρόλο μας ως «στρατηγικού συμμάχου» των ΗΠΑ, στο πλαίσιο της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ.
Ο Μενέντεζ εκπροσωπούσε μία πολιτική αρχών και μηδενικής ανοχής έναντι των τουρκικών στρατηγικών «εναγκαλισμών» με τη Ρωσία, χωρίς «προσαρμογές» και «εκπτώσεις» και ταυτόχρονα κατείχε ισχυρό θεσμικό ρόλο που του επέτρεπε να προσδώσει υπόσταση σε αυτή την πολιτική. Πέραν πάσης αμφιβολίας, η παραίτησή του από την προεδρία της Επιτροπής, αποτελεί μεγάλο πλήγμα. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αδρανοποιείται πλήρως το ελληνικό λόμπι, αλλά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εξέλιξη συνεπάγεται σοβαρή απώλεια επιρροής σε θεσμικό επίπεδο.
Τον βαθμό απώλειας ίσως αντανακλά με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η αντίδραση του ίδιου του Ερντογάν που κατέστησε περισσότερο από σαφές ότι θεωρεί την παραίτηση πολύ μεγάλη ευκαιρία. Ο Τούρκος πρόεδρος αφενός εμφανίστηκε να θεωρεί την πώληση νέων και τον εκσυγχρονισμό παλαιότερων μαχητικών F-16 ως πιο εύκολα υλοποιήσιμη και ταυτόχρονα τη συνέδεσε εκ νέου με την κύρωση της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ από την τουρκική εθνοσυνέλευση, εξακολουθώντας την εκβιαστική του τακτική. Η δεύτερη εξέλιξη, καταγράφηκε στις 25 Σεπτεμβρίου, όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε τη χορήγηση δανείου ύψους 2 δισ. δολαρίων ΗΠΑ στην Πολωνία, «έναν σταθερό σύμμαχο των ΗΠΑ» που η ασφάλειά του «είναι ζωτικής σημασίας για τη συλλογική άμυνα της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ».
Το δάνειο, που παρέχεται στο πλαίσιο του μηχανισμού στρατιωτικής χρηματοδότησης εξωτερικού (FMF: Foreign Military Financing), θα υποβοηθήσει την επιτάχυνση του αμυντικού εκσυγχρονισμού της Πολωνίας, μέσω της χρηματοδότησης επειγουσών προμηθειών αμυντικών ειδών και υπηρεσιών από την αμυντική βιομηχανία των ΗΠΑ. Οι όροι χορήγησης του δανείου (επιτόκιο, διάρκεια, τρόπος αποπληρωμής) δεν έγιναν γνωστοί με μόνη εξαίρεση την παροχή από την κυβέρνηση των ΗΠΑ έως και 60 εκατ. δολαρίων σε πιστώσεις FMF για τη μείωση του επιτοκίου χρηματοδότησης του δανείου.
Στον αντίποδα της Πολωνίας βρίσκεται ένας άλλος, επίσης σταθερός σύμμαχος, η Ελλάδα, που ενώ λεκτικά θεωρείται κεφαλαιώδους σημασίας, ακόμη και για την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, όπως πρόσφατα δήλωσε ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, σε πρακτικό επίπεδο δεν απολαμβάνει της ίδιας ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ουάσιγκτον.
Είναι γεγονός, ότι για την αμερικανική βιομηχανία, η Πολωνία αποτελεί νέο «Ελντοράντο», αλλά και η Ελλάδα δεν αποτελεί αμελητέα ποσότητα. Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση, η χώρα ενισχύει άμεσα τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ καταβάλλοντας σημαντικά ποσά για συστήματα που έχουν ή πρόκειται να παροπλιστούν, όπως τα 40 εκατ. ευρώ για τα υπέργηρα περιπολικά τύπου Island ή, προσεχώς, τα 300 περίπου εκατ. ευρώ για αμφίβια τεθωρακισμένα οχήματα AAV.
Κι όμως, ο εν λόγω σταθερός σύμμαχος, ακόμη περιμένει να αποσταλεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ η επιστολή προσφοράς προς αποδοχή (LOA) για τα μαχητικά F-35 τα οποία θα προμηθευτεί με ίδιους πόρους, ενώ το παρασκήνιο οργιάζει, ότι πλέον το ζήτημα είναι άμεσα συνδεδεμένο με την τύχη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Για να μην προστεθεί και η αμερικανική δυστοκία στην αποδέσμευση σύγχρονων αεροφερόμενων όπλων.
Ή η περίπου δωδεκάμηνη καθυστέρηση των Αμερικανών στην αποστολή της LOA για τον εκσυγχρονισμό των 38 F-16C/-D Block 50, πρόγραμμα εξαιρετικά κρίσιμο για την απόκτηση στόλου 120 μαχητικών (συμπεριλαμβανομένων των 83 F-16V Block 72 Viper) με αναβαθμισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες, εφόσον διαθέτουν τα κατάλληλα όπλα.
Κρίσιμη παράμετρο αποτελούν και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2024, καθώς τυχόν εναλλαγή της εξουσίας είναι πολύ πιθανό να σηματοδοτήσει και σημαντική μεταβολή των ισορροπιών στον τρίγωνο Ουάσιγκτον – Αθήνα – Άγκυρα. Όπως επίσης και η επιστροφή της Τουρκίας στην «οικονομική ορθοδοξία» και η παρά την άσχημη οικονομική της κατάσταση εμμονή στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα καλείται να μεταβάλλει δραστικά την τακτική διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της διμερούς σχέσης. Η υιοθέτηση μίας πιο «διεκδικητικής» τακτικής διαπραγμάτευσης και η επιμονή της ελληνικής πλευράς στη χορήγηση έμπρακτων ανταλλαγμάτων αποτελούν το πιο ασφαλή τρόπο για την «εξαργύρωση» του ρόλου της χώρας αλλά και ρεαλιστικής αποτίμησης της στρατηγικής αξίας της.
Είναι γεγονός, ότι για την αμερικανική βιομηχανία, η Πολωνία αποτελεί νέο «Ελντοράντο», αλλά και η Ελλάδα δεν αποτελεί αμελητέα ποσότητα. Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση, η χώρα ενισχύει άμεσα τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ καταβάλλοντας σημαντικά ποσά για συστήματα που έχουν ή πρόκειται να παροπλιστούν, όπως τα 40 εκατ. ευρώ για τα υπέργηρα περιπολικά τύπου Island ή, προσεχώς, τα 300 περίπου εκατ. ευρώ για αμφίβια τεθωρακισμένα οχήματα AAV.
Κι όμως, ο εν λόγω σταθερός σύμμαχος, ακόμη περιμένει να αποσταλεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ η επιστολή προσφοράς προς αποδοχή (LOA) για τα μαχητικά F-35 τα οποία θα προμηθευτεί με ίδιους πόρους, ενώ το παρασκήνιο οργιάζει, ότι πλέον το ζήτημα είναι άμεσα συνδεδεμένο με την τύχη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Για να μην προστεθεί και η αμερικανική δυστοκία στην αποδέσμευση σύγχρονων αεροφερόμενων όπλων.
Ή η περίπου δωδεκάμηνη καθυστέρηση των Αμερικανών στην αποστολή της LOA για τον εκσυγχρονισμό των 38 F-16C/-D Block 50, πρόγραμμα εξαιρετικά κρίσιμο για την απόκτηση στόλου 120 μαχητικών (συμπεριλαμβανομένων των 83 F-16V Block 72 Viper) με αναβαθμισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες, εφόσον διαθέτουν τα κατάλληλα όπλα.
Κρίσιμη παράμετρο αποτελούν και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2024, καθώς τυχόν εναλλαγή της εξουσίας είναι πολύ πιθανό να σηματοδοτήσει και σημαντική μεταβολή των ισορροπιών στον τρίγωνο Ουάσιγκτον – Αθήνα – Άγκυρα. Όπως επίσης και η επιστροφή της Τουρκίας στην «οικονομική ορθοδοξία» και η παρά την άσχημη οικονομική της κατάσταση εμμονή στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα καλείται να μεταβάλλει δραστικά την τακτική διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της διμερούς σχέσης. Η υιοθέτηση μίας πιο «διεκδικητικής» τακτικής διαπραγμάτευσης και η επιμονή της ελληνικής πλευράς στη χορήγηση έμπρακτων ανταλλαγμάτων αποτελούν το πιο ασφαλή τρόπο για την «εξαργύρωση» του ρόλου της χώρας αλλά και ρεαλιστικής αποτίμησης της στρατηγικής αξίας της.
Δημοσίευση σχολίου