Ενώ ως χώρα αντιμετωπίζουμε την παρούσα περίοδο την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας η οποία επιδιώκει την επιβολή του δικαίου του ισχυρού και σε αυτή τη βάση την αναδιαμόρφωση του περιφερειακού περιβάλλοντος προς το συμφέρον της γείτονος, ταυτόχρονα παρουσιάζουμε… ελλειμματική συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα, συνολικά ως κοινωνία, επιδεικνύουμε αδυναμία κατανόησης σε όλες τις διαστάσεις του ενός κομβικού δεδομένου που επανατοποθετεί σε νέα βάση τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό εθνικής ισχύος.
Για πρώτη φορά τα τελευταία 50 χρόνια το διακύβευμα του ανταγωνισμού είναι πάρα πολύ συγκεκριμένο: η κατοχή και νομή πλουτοπαραγωγικών πόρων, που σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις και ενδείξεις είναι εξαιρετικά σημαντικής οικονομικής αξίας.
Για αυτό ακριβώς τον λόγο θα πρέπει να θεωρούμε ως βέβαιο ότι η Τουρκία θα υιοθετήσει ακραίες συμπεριφορές και πράξεις, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα προσδοκώμενα οφέλη της σε βάρος φυσικά της χώρας μας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη βάση της ανωτέρω διαπίστωσης, το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε ως κράτος αλλά και ατομικά ως πολίτες είναι απλό και ωμό: Μέχρις ποιου ορίου είμαστε διατεθειμένοι να φθάσουμε ώστε να εξασφαλίσουμε τους εν λόγω πλουτοπαραγωγικούς πόρους που ουδείς πλην Τουρκίας αμφισβητεί την ελληνικότητά τους; Και σε συνέχεια αυτού, επιπλέον σημαντικά ερωτήματα:
Πόσο «ρίσκο» είμαστε διατεθειμένοι να αναλάβουμε και πόσο κόστος -εφόσον απαιτηθεί- να καταβάλλουμε; Δηλαδή, τι και πόσα είμαστε διατιθέμενοι να θυσιάσουμε / πληρώσουμε για να υπερασπίσουμε τη νομή και κατοχή των πλουτοπαραγωγικών πόρων; Είμαστε αποφασισμένοι να φθάσουμε ως τα άκρα αν απαιτηθεί;
Παράλληλα, θα πρέπει εντελώς ψυχρά και με συνυπολογισμό πλειάδας παραμέτρων να προχωρήσουμε σε ολοκληρωμένη αξιολόγηση της σχέσης κόστους προς όφελος. Για να το διατυπώσουμε εξαιρετικά απλά:
Καθιστά το εκτιμώμενο / αναμενόμενο όφελος από την κατοχή και αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση (με ό,τι αυτή μπορεί να συνεπάγεται σε ατομικό, κοινωνικό και συλλογικό – εθνικό επίπεδο) αποδεκτή επιλογή, ή θα ήταν ενδεχομένως αποδοτικότερη κάποιου είδους συμφωνία συμβιβασμού (συνεκμετάλλευση);
Αν στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος η απάντηση είναι θετική, τότε θα πρέπει άμεσα να αρχίσει συστηματική διαδικασία ενίσχυσης των μέσων και των δυνατοτήτων που απαιτούνται για την επιβολή επί του ανταγωνιστή / αντιπάλου.
Αν πάλι η απάντηση είναι θετική στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, θα πρέπει επίσης να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν οι αναγκαίες πολιτικές. Διότι θα τεθεί ερώτημα αναφορικά με το περιεχόμενο της συνεκμετάλλευσης, εκτός αν εκ προοιμίου θεωρεί κανείς ότι η “λύση” περιγράφεται από το 50-50.
Εξυπακούεται ότι οι απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα (εξ αντικειμένου δύσκολα) θα καθορίσουν την εθνική στρατηγική και τους εθνικούς αντικειμενικούς σκοπούς και κατά συνέπεια θα αποτελέσουν την πυξίδα που θα μας καθοδηγήσει στα επόμενα βήματα.
Όσο αποφεύγουμε να δώσουμε σαφείς απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα, θα πελαγοδρομούμε αντιδρώντας -σπασμωδικά- στις καταστάσεις που θα συναντάμε, ενώ ταυτόχρονα θα αναλώνουμε πολύτιμους πόρους (ανθρώπινους, οικονομικούς, κ.λπ.), χωρίς να υπηρετούμε καθορισμένους εθνικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Είναι κάτι δυσνόητο;
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου