GuidePedia

0

Του Άρεφ Αλομπέιντ
Ιστορικά, το Ιράν θεωρεί τους Άραβες υπαίτιους για τη διάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας το 636 μ.Χ. H επικράτηση των ιδεών της Ισλαμικής Επανάστασης, το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και οι επεμβάσεις της στις γειτονικές χώρες του Κόλπου, συνθέτουν τους λόγους ανησυχίας του καθεστώτος Σαούντ στη Σαουδική Αραβία, παραδοσιακό αντίπαλο του Ιράν.
Κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας να ανταγωνιστεί, σε περιφερειακό επίπεδο, τα κράτη της Μέσης Ανατολής διαδραματίζει η πρωτοκαθεδρία του ισλαμικού σουνιτικού ουαχαμπισμού ως επίσημο δόγμα. Επιπλέον, η χώρα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην παραγωγή πετρελαίου στον κόσμο, ενώ υπερέχει στρατιωτικά σε σύγκριση με το σύνολο των αραβικών χωρών του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένων του Ιράκ (σήμερα) και της Υεμένης. Τέλος, ο κυρίαρχος ρόλος της χώρας στον Αραβικό Σύνδεσμο, την Ισλαμική Συνδιάσκεψη και το Συμβούλιο Συνεργασίας των χωρών του Κόλπου[2], σε συνδυασμό με τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας από την μοναρχία Σαούντ, ενισχύουν τη δυναμική της.
Το 1998, αναπτύχθηκε ένα θετικό κλίμα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, λόγω της συνεργασίας τους στη χάραξη της πολιτικής του ΟΠΕΚ προκειμένου να αυξήσουν σημαντικά τα εθνικά τους εισοδήματα. Ωστόσο, οι πρόσφατες αποκαλύψεις του Wikileaks, φανερώνουν την ανησυχία του βασιλιά Αμπντάλα της Σαουδικής Αραβίας για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν γενικότερα και το πυρηνικό πρόγραμμα ειδικότερα. Ο βασιλιάς του σαουδαραβικού βασιλείου καλεί τους Αμερικανούς να καταστρέψουν το ιρανικό πρόγραμμα και “να κόψουν το κεφάλι του φιδιού”[3], όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στα διπλωματικά έγγραφα που διέρρευσαν στη δημοσιότητα.
Η νέα εποχή των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο ανησυχεί ιδιαιτέρως τις χώρες του Κόλπου, καθώς εντείνεται ο φόβος της επανάστασης των Σιιτών Αράβων κατά των μοναρχιών τους. Το Ιράν, αν και σχετικά αμήχανο αρχικά, θεωρεί ότι το κύμα των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, με εξαίρεση τη Συρία, είναι η ευκαιρία για να εδραιώσει την περιφερειακή του ηγεμονία. Οι Σαουδάραβες λοιπόν, αντιλαμβανόμενοι τις ιρανικές δυνατότητες για εκμετάλλευση των εξεγέρσεων, πήραν την απόφαση για την αποστολή δυνάμεων στη γειτονική μοναρχία του Μπαχρέιν ως πρώτη γραμμή άμυνας, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι σχέσεις Τεχεράνης – Ριάντ.
Το Μπαχρέιν αποτελεί “το μήλον της έριδος” για την ιρανο-σαουδαραβική διένεξη, με το Ιράν να συμπαρίσταται στη σιιτική αντιπολίτευση από τη μία και τη Σαουδική Αραβία να στηρίζει τη σουνιτική δυναστεία από την άλλη. Η επέμβαση των δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας στο Μπαχρέιν εμπόδισε την Τεχεράνη να εκμεταλλευθεί την εξέγερση για την ανατροπή του καθεστώτος στη χώρα. Επιπλέον, προκάλεσε αναστάτωση στις σιιτικές κοινότητες του Ιράκ, του Λίβανου, του Ιράν και στην περιοχή Αλ Κτέιφ στο ανατολικό τμήμα της Σαουδικής Αραβίας, δίπλα στις πετρελαιοπαραγωγές εγκαταστάσεις.
Η κυβέρνηση του σαουδαραβικού βασιλείου επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη διαμάχη Σουνιτών – Σιιτών για να δείξει την αποφασιστικότητα της στην καταστολή κάθε μορφής εξέγερσης στις χώρες του Κόλπου, με την έγκριση της Ουάσιγκτον[4]. Η διατήρηση του status quo είναι στόχος μείζονος σημασίας για τη δυναστεία της Σαουδικής Αραβίας. Η στρατηγική της τελευταίας απέναντι στην Τεχεράνη επιβάλει στο Ριάντ την ένταξη των ενεργειών του στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας για να έχει την έγκριση, αλλά και την υποστήριξη, όλων των μελών του ως κοινή πολιτική απέναντι στον “ιρανικό κίνδυνο”[5].
Η διένεξη Τεχεράνης – Ριάντ έλαβε νέες γεωπολιτικές διαστάσεις με την καθυστέρηση της απόσυρσης των δυνάμεων των ΗΠΑ από το Ιράκ. Στην ουσία, οι Αμερικανοί θέλησαν να αποφύγουν να καλυφθεί από την Τεχεράνη το κενό που θα προέκυπτε με την αποχώρηση τους από το Ιράκ.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στην περιοχή του Κόλπου φαίνεται να λειτουργούν υπέρ της Σαουδικής Αραβίας. Η απέλαση Ιρανών διπλωματών από το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν με την κατηγορία της κατασκοπείας, η διένεξη μεταξύ Ιράν και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για τη διεκδίκηση της κυριαρχίας επί τριών νησιών και οι ιρανικές επεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών του Κόλπου έσπρωξαν τις τελευταίες[6] κοντά στην κύρια δύναμη της αραβικής χερσονήσου, τη Σαουδική Αραβία. Το Ριάντ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ανταποκριθεί σε αυτό τον ηγεμονικό ρόλο.
Στο Ιράν, η κατάσταση είναι τεταμένη. Ενέργειες όπως η επίθεση Ιρανών διαδηλωτών κατά της πρεσβείας της Σαουδικής Αραβίας, οι εκκλήσεις φιλοκυβερνητικών δημοσιευμάτων για τη δολοφονία προσωπικοτήτων του σαουδαραβικού βασιλείου[7], καθώς και τα αντι-σαουδαραβικά συνθήματα που αναρτήθηκαν στα γήπεδα[8] καταδικάστηκαν ομόφωνα από όλα τα αραβικά κράτη του Συμβουλίου Συνεργασίας, τα οποία απείλησαν να λάβουν μέτρα κατά του Ιράν[9].
Από την άλλη, η παραμονή των δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας στο Μπαχρέιν προκάλεσε την οργή των Ιρανών αξιωματούχων. Οι τελευταίοι δεν δείχνουν να επιθυμούν την εξομάλυνση της κατάστασης με τις γειτονικές αραβικές χώρες, παρά την αντικατάσταση του Υπουργού Εξωτερικών Μνουσαχέρ Μουτακέι από τον Αλί Ακμπάρ Σαλιχί, ειδικού στα αραβικά ζητήματα. Ο Χασάν Φαϊρούζ Αμπαντί, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του ιρανικού στρατού, δήλωσε ότι η περιοχή του Κόλπου ήταν πάντα υπό την άμεση επιρροή του Ιράν και ότι τα κράτη της περιοχής συνωμοτούν για τη δημιουργία μίας νέας δικής τους ταυτότητας εις βάρος της ιρανικής[10]. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν την οργή του συνόλου των αραβικών χωρών του Κόλπου, που τις χαρακτήρισαν εχθρικές και προκλητικές .
Για την αντιμετώπιση του “ιρανικού κινδύνου”, οι χώρες του Κόλπου απηύθυναν πρόσκληση στην Ιορδανία και στο Μαρόκο να ενταχθούν στο Συμβούλιο Συνεργασίας[11], σε μία προσπάθεια αναζήτησης νέων συμμάχων. Παράλληλα, επιδιώκουν την προσέγγιση της Αιγύπτου, χώρας με το μεγαλύτερο πληθυσμό στο αραβικό κόσμο, στηρίζοντας το αιγυπτιακό χρηματιστήριο για πρώτη φορά μετά την εξέγερση[12]. Τέλος, παρά την κατηγορηματική άρνηση της Σαουδικής Αραβίας για την παραχώρηση διαδρόμου στον εναέριο χώρο της στην ισραηλινή αεροπορία, αρκετά είναι τα δημοσιεύματα που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην συνεργασία Ριάντ – Τελ Αβίβ με σκοπό την καταστροφή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, με την συνδρομή της ισραηλινής αεροπορίας.
Συμπέρασμα
Η πολιτική της Τεχεράνης φαίνεται να ανησυχεί το σύνολο των χωρών του Κόλπου. Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία προβληματίζεται ιδιαιτέρως για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Τον προβληματισμό εντείνει η διαφορετική πολιτική του Ριάντ σε περιφερειακό επίπεδο και η παραδοσιακή συμμαχία με τις ΗΠΑ. Εξαιτίας της διένεξης μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, το Συμβούλιο Συνεργασίας των αραβικών χωρών του Κόλπου μετατρέπεται, με την πρόσκληση του προς τα βασίλεια του Μαρόκου και της Ιορδανίας, σε “λέσχη εστεμμένων”. Στην ουσία, το κίνητρο ένταξης της Ιορδανίας και του Μαρόκου στο Συμβούλιο είναι η επιβίωση των καθεστώτων των κρατών μελών του και όχι βέβαια οι οικονομικοί και γεωγραφικοί δεσμοί μεταξύ τους. Εντούτοις, η ενδεχόμενη ένταξη της Ιορδανίας και του Μαρόκου θα δημιουργήσει ένα ισχυρό οικονομικό συνασπισμό της τάξης των $ 1.140.000.000.000[13].
Το πολιτικό καθεστώς του Ιράν από την πλευρά του διαθέτει, παρά το πρόσφατο μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας της νεολαίας, μία υπολογίσιμη κοινωνική βάση που το στηρίζει και του προσδίδει κύρος για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή. Αντιθέτως, το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας στερείται μίας τέτοιας βάσης. Επιπλέον, σε ενδεχόμενη σύρραξη, το Ιράν υπερέχει πληθυσμιακά, υπερβαίνοντας σε πληθυσμό τα 65.000.000 κατοίκους έναντι 17.000.000 της Σαουδικής Αραβίας. Τέλος, η πάλαι ποτέ Περσική Αυτοκρατορία, ως κέντρο του σιιτικού δόγματος, μπορεί να διαδραματίσει αποτελεσματικότερο ρόλο στην εφαρμογή της επεκτατικής της πολιτικής. Η σφαίρα επιρροής του Ιράν εκτείνεται στις σιιτικές κοινότητες του Λιβάνου, της Υεμένης, της Συρίας, του Ιράκ και των περισσοτέρων χωρών του Κόλπου, μεταξύ των οποίων και της περιοχής Αλ Κτέιφ της Σαουδικής Αραβίας[14].
Η Σαουδική Αραβία, με τη σειρά της, ως σουνιτικό κέντρο δεν μπορεί να έχει την ίδια θρησκευτική επιρροή. Στη χώρα επικρατεί η άκρως συντηρητική ουαχαμπική σχολή σκέψης σε σχέση με τις άλλες πιο μετριοπαθείς κι ευρέως διαδεδομένες σχολές σκέψης του σουνιτικού δόγματος. Εντούτοις, η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη θέση της ως πρώτη πετρελαιοπαραγωγική χώρα, με την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά, μειώνοντας την τιμή του προϊόντος και πλήττοντας έτσι την ήδη αδύναμη ιρανική οικονομία.
Παρολαυτά, το ενδεχόμενο ενός πολέμου στην περιοχή του Κόλπου είναι μάλλον απίθανο, καθώς το Ιράν γνωρίζει ότι θα βρει απέναντί του τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η Τεχεράνη όμως μπορεί να στρατολογήσει και να εκπαιδεύσει ομάδες εντός των αραβικών χωρών του Κόλπου, αντίστοιχες με την οργάνωση Χεζμπολάχ στο Λίβανο, για να πετύχει την πολιτική της .
Σήμερα, ο χώρος του αραβο-περσικού κόλπου μετατρέπεται σε πυριτιδαποθήκη εξαιτίας της ανόδου των στρατιωτικών δαπανών. Οι ΗΠΑ, παρά την ύπαρξη του πέμπτου στόλου στις αραβικές όχθες του Κόλπου και των συμφωνιών στο τομέα της άμυνας, εκμεταλλεύονται στο ακέραιο το θέμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και τη “σιιτική βόμβα”, πουλώντας όπλα και τεράστιο στρατιωτικό εξοπλισμό στις χώρες της περιοχής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μόνο η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα ξοδέψουν πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια περίπου.[15
Σε περιφερειακό επίπεδο, η απουσία του Ιράκ δημιούργησε μία ανισορροπία δυνάμεων στον αραβο-περσικό Κόλπο. Η έλλειψη ενός περιφερειακού συστήματος ασφαλείας στην περιοχή δημιούργησε νέα γεωπολιτικά δεδομένα, με την ανάδειξη του Σιίτη Ασίφ Αλί Ζαρντάρι στην προεδρεία του Πακιστάν. Το ενδεχόμενο ενός σιιτικού άξονα μεταξύ Πακιστάν, Ιράν και Ιράκ φοβίζει τη Σαουδική Αραβία που στρέφεται προς την Τουρκία σε αναζήτηση συμμάχου.
Η επίλυση της διένεξης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εποικοδομητικό πολιτικό διάλογο. Πρόκειται για δύο γειτονικές, μουσουλμανικές χώρες που συνδέονται με ιστορικούς και συγγενικούς δεσμούς. Η πρόσφατη ιστορία της περιοχής και ειδικά η έκβαση του πολέμου Ιράν – Ιράκ (1980-1988) απέδειξε ότι η διαμάχη ήταν καταστροφική για όλους τους κατοίκους του αραβο-περσικού Κόλπου με μοναδικό νικητή τη βιομηχανία όπλων.
ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top