Έχει επισημανθεί κατά κόρον από τους αναλυτές και τον τύπο, ότι «όλα τα λεφτά» για την Ελλάδα, ανήμερα της εθνικής μας επετείου, δεν ήταν τόσο η συμφωνία της Συνόδου Κορυφής που είχε τη σφραγίδα της καγκελαρίου Ανγκέλας Μέρκελ, όσο η απόφαση του Ζαν Κλοντ Τρισέ να συνεχίσει να αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών, ανεξαρτήτως της αξιολόγησης της πιστοληπτικής μας ικανότητας.
Σε δεκάδες δημοσιεύματα και αναλύσεις από το βράδυ της Πέμπτης ως την Κυριακή τεκμηριώθηκε επαρκώς, ότι με την απόφαση αυτή εκτονώθηκε ένα μεγάλο μέρος της πίεσης από τα ελληνικά ομόλογα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και ότι υπήρξε ο καταλύτης για την υποχώρηση του spread κατά 20 ως 40 μονάδες το τελευταίο διήμερο. Αυτό διευκολύνει αφάνταστα την ελληνική κυβέρνηση «να τα καταφέρει μόνη της», δηλαδή να καλύψει από την αγορά τις δανειακές της ανάγκες.
Προκαλεί λοιπόν απορία το γεγονός, ότι τα ελληνικά ΜΜΕ αντιπαρήλθαν μια εξήγηση για το πως η ΕΚΤ έλαβε μια τόσο σημαντική για τη χώρα μας απόφαση. Μόνο η ΝΔ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά αυτή την εξέλιξη, διεκδικώντας την πατρότητα της ιδέας. Η Ρηγίλλης διέρρεε την περασμένη Πέμπτη ότι ο Αντώνης Σαμαράς ζήτησε μια παρέμβαση της ΕΚΤ σε αυτήν την κατεύθυνση σε συνεδρίαση ομάδας υπουργών Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στις Βρυξέλλες, στις 16 Μαρτίου.
Βεβαίως, αυτά είναι ενδεικτικά της επικοινωνιακής απόγνωσης της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Διαύλους επικοινωνίας με την ηγεσία της ΕΚΤ ο κ. Σαμαράς δεν έχει, αφού στη διάρκεια της θητείας του στην ευρωβουλή η αγαπημένη του ενασχόληση ήταν οι επιθέσεις στον Τρισέ. Την πατρότητα της ιδέας δεν μπορεί να την διεκδικήσει ούτε στο εσωτερικό του κόμματος του. Ο πρώτος που δήλωσε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να επανεξετάσει τους κανόνες της αναφορικά με το τι είδους ομόλογα δέχεται ως ενέχυρο για να χορηγεί ρευστότητα, ήταν ο Γιώργος Αλογοσκούφης στο newstime.gr, στις 6 Φεβρουαρίου.
Δεν είναι πιο πιστευτή η ερμηνεία που έδωσε γνωστός τηλεοπτικός σχολιαστής, ότι ο Τρισέ πήρε αυτήν την απόφαση επειδή του το ζήτησε ο Σαρκοζί. Αυτή η ερμηνεία αγνοεί, πως αυτού του είδους οι αποφάσεις στην ΕΚΤ χρειάζονται όχι απλώς την συμφωνία στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας αλλά και εκείνη του Διοικητικού Συμβούλιου, στο οποίο συμμετέχουν και οι 16 Κεντρικοί Τραπεζίτες. Και το γεγονός αυτό αποδυναμώνει την ερμηνεία μερίδας του οικονομικού ρεπορτάζ, ότι λειτούργησε καταλυτικά ο Έλληνας αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουκάς Παπαδήμος. Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσει κανείς, ότι πρώτος ο κ. Παπαδήμος, στις αρχές Ιανουαρίου, τόνισε ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να αλλάξει τους κανόνες για να βοηθήσει την Ελλάδα.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Στην αφετηρία αυτής της ιστορίας στέκεται η κατάρρευση της Lehman Brothers, το Σεπτέμβρη του 2008 και η διεθνής κρίση. Ως τότε η ΕΚΤ αποδεχόταν ως εγγύηση για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών κρατικά ομόλογα με αξιολόγηση Α- και πάνω, κάτι αυτονόητο για τα ομόλογα της Ευρωζώνης. Οι πρώτες συνέπειες της διεθνούς κρίσης όμως ήταν ότι «στέγνωσε» η διατραπεζική αγορά, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη «φούσκωσαν» τα ελλείμματα τους για να διατηρήσουν την οικονομία σε κίνηση, κάτι που προκάλεσε αμφιβολίες για την πιστοληπτική τους ικανότητα. Για να διευκολύνει τις τράπεζες, η ΕΚΤ αποφάσισε κατ’ εξαίρεση από τους ισχύοντες κανόνες ότι θα αποδέχεται ως εγγύηση ομόλογα με χαμηλότερη βαθμολογία ΒΒΒ ως εγγύηση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 18. Δεκεμβρίου του 2009, η Κεντρική Τράπεζα έκρινε ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Αποφάσισε λοιπόν, ότι αυτό το ειδικό μέτρο για την τόνωση της ρευστότητας θα έληγε στο τέλος του 2010, με επαναφορά του πρότερου καθεστώτος σε ισχύ.
Η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου του 2009 είναι στα πλαίσια όσων θα περίμενε κανείς από μια Κεντρική Τράπεζα που αντιλαμβάνεται ως κύρια αποστολή της την συγκράτηση του πληθωρισμού: Η επαναφορά των αυστηρότερων κανόνων στην αξιολόγηση των χρεογράφων που κατατίθενται ως εγγυήσεις για τη χορήγηση ρευστότητας περιορίζει τον όγκο τους και άρα τη συνολική ρευστότητα του συστήματος. Η απόφαση της 25ης Μαρτίου δεν ήταν όμως αυτονόητη, το αντίθετο μάλιστα. Μάλιστα, με αφορμή την «ελληνική κρίση» ο Ζαν Κλοντ Τρισέ είχε ερωτηθεί αν θα κάνει κάτι τέτοιο στις 14 Ιανουαρίου και ήταν κατηγορηματικός: «Δεν θα αλλάξουμε τους κανόνες σχετικά με τις εγγυήσεις για χάρη καμιάς ευρωπαϊκής χώρας».
Γιατί λοιπόν το έκανε τελικά; Να υπενθυμίσουμε ότι το Δεκέμβρη του 2009 άρχισαν οι υποβαθμίσεις της Ελλάδας και ότι σε δύο από τις τρεις αξιολογήσεις η Ελλάδα είχε πέσει κάτω από το A-. Μόνον η Moody’s την διατηρούσε σε αυτά τα επίπεδα. Η ΕΚΤ έγινε όμηρος ενός και μόνον οίκου αξιολόγησης. Αν η Moody’s μας υποβάθμιζε, η ΕΚΤ σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες δεν θα έπρεπε να αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση μετά το 2010. Αυτή η ομηρεία είχε θεωρηθεί απαράδεκτη από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, και το είπε δημόσια ο αυστριακός Κεντρικός Τραπεζίτης Έβαλντ Νοβότνυ στις 2. Μαρτίου. Πέρα από αυτό πάντως η ΕΚΤ κινδύνευε να βρεθεί στην δυσάρεστη θέση, να μην μπορεί να λειτουργεί πια ως ο δανειστής της τελευταίας προσφυγής για τις Τράπεζες μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Τις ελληνικές.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι ενώ το ελληνικό αδιέξοδο διαφαινόταν ήδη πριν από τα Χριστούγεννα του 2008, (με την υποβάθμιση των Standard & Poors) η ΕΚΤ δεν έδειξε, να θέλει να αλλάξει τους κανόνες ως τις αρχές Μαρτίου. Ως τότε το δόγμα της παρέμενε η δήλωση Τρισέ της 14ης Ιανουαρίου. Τι συνέβη λοιπόν, που την έκανε να αναθεωρήσει τη στάση της;
Το νέο στοιχείο, στη συζήτηση για την «ελληνική κρίση» το Μάρτη είναι το ΔΝΤ και το βάζουν ταυτόχρονα δύο πλευρές. Η ελληνική κυβέρνηση, που δεν αποκλείει ότι θα προσφύγει εκεί για δανεισμό, αν δεν υπάρξει ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης. Και η Γερμανίδα Καγκελάριος Ανγκέλα Μέρκελ που θέλει να έχει το ΔΝΤ ουσιαστική συμμετοχή και ενεργό ρόλο σε αυτό. Είναι γνωστό ότι η ΕΚΤ υποδέχτηκε πολύ αρνητικά το ενδεχόμενο ανάμειξης του ΔΝΤ στα πράγματα του ευρώ, όπως άλλωστε όλοι οι ευρωπαϊκοί υπερεθνικοί θεσμοί. Στην περίπτωση της όμως δεν ενοχλούσε μόνο η ομολογία αδυναμίας της Ευρωζώνης να ανταπεξέλθει στα του Οίκου της ούτε η ανησυχία, ότι ένας εξωευρωπαϊκός θεσμός θα μπορεί να επηρεάζει την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Είχε οικονομικούς λόγους, που συνδέονται με την αποστολή της ως φύλακα της σταθερότητας των τιμών, για να απορρίπτει κάτι τέτοιο.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από τη δεκαετία του 50 αποτελεί πάγια αντίληψη της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, της Bundesbank (η οποία υπήρξε το πρότυπο της ΕΚΤ) ότι το ΔΝΤ μπορεί να συμβάλλει μόνον στην προσωρινή κάλυψη των συναλλαγματικών αναγκών μιας χώρας και όχι να χρηματοδοτεί διαρθρωτικά ελλείμματα, που δεν συνδέονται με συναλλαγματικές ανάγκες. Το δημοσιονομικό ατόπημα για την γερμανική σκέψη είναι ότι επειδή τα διαθέσιμα του ΔΝΤ απαρτίζονται από καταθέσεις Κεντρικών Τραπεζών ότι έτσι εμμέσως, οι κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν χώρες κάτι που παρακάμπτει τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Επιπλέον - και ίσως αυτό να ήταν το πιο σημαντικό – στη Bundesbank θεωρούν ότι η όποια χρηματοδότηση μιας χώρας της Ευρωζώνης από το ΔΝΤ θα αυξήσει τη συνολική νομισματική κυκλοφορία της Ευρωζώνης με έναν τρόπο έξω από τον έλεγχο της ΕΚΤ. Την αντιλαμβάνονται σαν την άρση ενός φραγμού, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει (αν επαναληφθεί και σε άλλες χώρες) ανεξέλεγκτη αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας και πληθωριστικές πιέσεις.
Όλα αυτά επαναλαμβάνονται με αφορμή τη συζήτηση για χρηματοδότηση της Ελλάδας από το ΔΝΤ στο μηνιαίο Bulletin της Bundesbank που κυκλοφόρησε στις 22. Μαρτίου. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι ο πρώτος ευρωπαίος Κεντρικός Τραπεζίτης που τάχθηκε δημόσια υπέρ της αλλαγής των κανόνων για τις εγγυήσεις ήταν ο επικεφαλής της Bundesbank Άξελ Βέμπερ, στις 9 Μαρτίου, προτείνοντας μάλιστα μια ειδική διαβάθμιση των εγγυήσεων ώστε ομόλογα με χαμηλότερη βαθμολογία να γίνονται αποδεκτά ως εγγυήσεις με δυσμενέστερους όρους αναχρηματοδότησης. Είναι σαφές ότι ο πανίσχυρος Βέμπερ, που φέρεται και ως ένας από τους επικρατέστερους διαδόχους του Τρισέ, ήθελε να αποτρέψει την διαφαινόμενη ανάμιξη του ΔΝΤ στη δανειοδότηση μιας χώρας της Ευρωζώνης. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, το γενικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έλαβε την απόφαση να αντιταχθεί στην ανάμειξη του ΔΝΤ σε ένα σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας. Δηλαδή να τσακωθεί με τη Γερμανία.
Η απόφαση Τρισέ είχε σαφή πολιτική αιχμή. Ήθελε να ακυρώσει στην πράξη αυτό που πρότεινε η κ. Μέρκελ, καθιστώντας το σχέδιο της αχρείαστο. Δεν είναι σύμπτωση, ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ περίμενε να ακούσει πρώτα την καγκελάριο να εκθέτει επίσημα το σχέδιο της στο γερμανικό κοινοβούλιο την Πέμπτη το πρωί, για να ανακοινώσει μερικές ώρες μετά, και πάντως πριν από την επίτευξη συμφωνίας στη Σύνοδο Κορυφής τη δική του απόφαση. Έτσι όμως ένας γάλλος τραπεζίτης εμφανίζεται ως ο συνεχιστής μιας καθαρά γερμανικής παράδοσης, που ήθελε τον επικεφαλής της Bundesbank να αντιπαρατίθεται με τον εκάστοτε καγκελάριο, τον Οτμαρ Έμμινγκερ με τον Χέλμουτ Σμιτ, του Καρλ Όττο Πελ με τον Χέλμουτ Κολ. Η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας είναι μια πρωτίστως πολιτική υπόθεση. Στις 25 Μαρτίου, χάρις στην απόφαση Τρισέ, η ΕΚΤ πήρε το βάφτισμα του πυρός.
Σε δεκάδες δημοσιεύματα και αναλύσεις από το βράδυ της Πέμπτης ως την Κυριακή τεκμηριώθηκε επαρκώς, ότι με την απόφαση αυτή εκτονώθηκε ένα μεγάλο μέρος της πίεσης από τα ελληνικά ομόλογα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και ότι υπήρξε ο καταλύτης για την υποχώρηση του spread κατά 20 ως 40 μονάδες το τελευταίο διήμερο. Αυτό διευκολύνει αφάνταστα την ελληνική κυβέρνηση «να τα καταφέρει μόνη της», δηλαδή να καλύψει από την αγορά τις δανειακές της ανάγκες.
Προκαλεί λοιπόν απορία το γεγονός, ότι τα ελληνικά ΜΜΕ αντιπαρήλθαν μια εξήγηση για το πως η ΕΚΤ έλαβε μια τόσο σημαντική για τη χώρα μας απόφαση. Μόνο η ΝΔ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά αυτή την εξέλιξη, διεκδικώντας την πατρότητα της ιδέας. Η Ρηγίλλης διέρρεε την περασμένη Πέμπτη ότι ο Αντώνης Σαμαράς ζήτησε μια παρέμβαση της ΕΚΤ σε αυτήν την κατεύθυνση σε συνεδρίαση ομάδας υπουργών Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στις Βρυξέλλες, στις 16 Μαρτίου.
Βεβαίως, αυτά είναι ενδεικτικά της επικοινωνιακής απόγνωσης της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Διαύλους επικοινωνίας με την ηγεσία της ΕΚΤ ο κ. Σαμαράς δεν έχει, αφού στη διάρκεια της θητείας του στην ευρωβουλή η αγαπημένη του ενασχόληση ήταν οι επιθέσεις στον Τρισέ. Την πατρότητα της ιδέας δεν μπορεί να την διεκδικήσει ούτε στο εσωτερικό του κόμματος του. Ο πρώτος που δήλωσε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να επανεξετάσει τους κανόνες της αναφορικά με το τι είδους ομόλογα δέχεται ως ενέχυρο για να χορηγεί ρευστότητα, ήταν ο Γιώργος Αλογοσκούφης στο newstime.gr, στις 6 Φεβρουαρίου.
Δεν είναι πιο πιστευτή η ερμηνεία που έδωσε γνωστός τηλεοπτικός σχολιαστής, ότι ο Τρισέ πήρε αυτήν την απόφαση επειδή του το ζήτησε ο Σαρκοζί. Αυτή η ερμηνεία αγνοεί, πως αυτού του είδους οι αποφάσεις στην ΕΚΤ χρειάζονται όχι απλώς την συμφωνία στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας αλλά και εκείνη του Διοικητικού Συμβούλιου, στο οποίο συμμετέχουν και οι 16 Κεντρικοί Τραπεζίτες. Και το γεγονός αυτό αποδυναμώνει την ερμηνεία μερίδας του οικονομικού ρεπορτάζ, ότι λειτούργησε καταλυτικά ο Έλληνας αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουκάς Παπαδήμος. Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσει κανείς, ότι πρώτος ο κ. Παπαδήμος, στις αρχές Ιανουαρίου, τόνισε ότι η ΕΚΤ δεν πρόκειται να αλλάξει τους κανόνες για να βοηθήσει την Ελλάδα.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Στην αφετηρία αυτής της ιστορίας στέκεται η κατάρρευση της Lehman Brothers, το Σεπτέμβρη του 2008 και η διεθνής κρίση. Ως τότε η ΕΚΤ αποδεχόταν ως εγγύηση για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών κρατικά ομόλογα με αξιολόγηση Α- και πάνω, κάτι αυτονόητο για τα ομόλογα της Ευρωζώνης. Οι πρώτες συνέπειες της διεθνούς κρίσης όμως ήταν ότι «στέγνωσε» η διατραπεζική αγορά, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη «φούσκωσαν» τα ελλείμματα τους για να διατηρήσουν την οικονομία σε κίνηση, κάτι που προκάλεσε αμφιβολίες για την πιστοληπτική τους ικανότητα. Για να διευκολύνει τις τράπεζες, η ΕΚΤ αποφάσισε κατ’ εξαίρεση από τους ισχύοντες κανόνες ότι θα αποδέχεται ως εγγύηση ομόλογα με χαμηλότερη βαθμολογία ΒΒΒ ως εγγύηση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 18. Δεκεμβρίου του 2009, η Κεντρική Τράπεζα έκρινε ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Αποφάσισε λοιπόν, ότι αυτό το ειδικό μέτρο για την τόνωση της ρευστότητας θα έληγε στο τέλος του 2010, με επαναφορά του πρότερου καθεστώτος σε ισχύ.
Η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου του 2009 είναι στα πλαίσια όσων θα περίμενε κανείς από μια Κεντρική Τράπεζα που αντιλαμβάνεται ως κύρια αποστολή της την συγκράτηση του πληθωρισμού: Η επαναφορά των αυστηρότερων κανόνων στην αξιολόγηση των χρεογράφων που κατατίθενται ως εγγυήσεις για τη χορήγηση ρευστότητας περιορίζει τον όγκο τους και άρα τη συνολική ρευστότητα του συστήματος. Η απόφαση της 25ης Μαρτίου δεν ήταν όμως αυτονόητη, το αντίθετο μάλιστα. Μάλιστα, με αφορμή την «ελληνική κρίση» ο Ζαν Κλοντ Τρισέ είχε ερωτηθεί αν θα κάνει κάτι τέτοιο στις 14 Ιανουαρίου και ήταν κατηγορηματικός: «Δεν θα αλλάξουμε τους κανόνες σχετικά με τις εγγυήσεις για χάρη καμιάς ευρωπαϊκής χώρας».
Γιατί λοιπόν το έκανε τελικά; Να υπενθυμίσουμε ότι το Δεκέμβρη του 2009 άρχισαν οι υποβαθμίσεις της Ελλάδας και ότι σε δύο από τις τρεις αξιολογήσεις η Ελλάδα είχε πέσει κάτω από το A-. Μόνον η Moody’s την διατηρούσε σε αυτά τα επίπεδα. Η ΕΚΤ έγινε όμηρος ενός και μόνον οίκου αξιολόγησης. Αν η Moody’s μας υποβάθμιζε, η ΕΚΤ σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες δεν θα έπρεπε να αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση μετά το 2010. Αυτή η ομηρεία είχε θεωρηθεί απαράδεκτη από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, και το είπε δημόσια ο αυστριακός Κεντρικός Τραπεζίτης Έβαλντ Νοβότνυ στις 2. Μαρτίου. Πέρα από αυτό πάντως η ΕΚΤ κινδύνευε να βρεθεί στην δυσάρεστη θέση, να μην μπορεί να λειτουργεί πια ως ο δανειστής της τελευταίας προσφυγής για τις Τράπεζες μιας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Τις ελληνικές.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι ενώ το ελληνικό αδιέξοδο διαφαινόταν ήδη πριν από τα Χριστούγεννα του 2008, (με την υποβάθμιση των Standard & Poors) η ΕΚΤ δεν έδειξε, να θέλει να αλλάξει τους κανόνες ως τις αρχές Μαρτίου. Ως τότε το δόγμα της παρέμενε η δήλωση Τρισέ της 14ης Ιανουαρίου. Τι συνέβη λοιπόν, που την έκανε να αναθεωρήσει τη στάση της;
Το νέο στοιχείο, στη συζήτηση για την «ελληνική κρίση» το Μάρτη είναι το ΔΝΤ και το βάζουν ταυτόχρονα δύο πλευρές. Η ελληνική κυβέρνηση, που δεν αποκλείει ότι θα προσφύγει εκεί για δανεισμό, αν δεν υπάρξει ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης. Και η Γερμανίδα Καγκελάριος Ανγκέλα Μέρκελ που θέλει να έχει το ΔΝΤ ουσιαστική συμμετοχή και ενεργό ρόλο σε αυτό. Είναι γνωστό ότι η ΕΚΤ υποδέχτηκε πολύ αρνητικά το ενδεχόμενο ανάμειξης του ΔΝΤ στα πράγματα του ευρώ, όπως άλλωστε όλοι οι ευρωπαϊκοί υπερεθνικοί θεσμοί. Στην περίπτωση της όμως δεν ενοχλούσε μόνο η ομολογία αδυναμίας της Ευρωζώνης να ανταπεξέλθει στα του Οίκου της ούτε η ανησυχία, ότι ένας εξωευρωπαϊκός θεσμός θα μπορεί να επηρεάζει την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Είχε οικονομικούς λόγους, που συνδέονται με την αποστολή της ως φύλακα της σταθερότητας των τιμών, για να απορρίπτει κάτι τέτοιο.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από τη δεκαετία του 50 αποτελεί πάγια αντίληψη της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, της Bundesbank (η οποία υπήρξε το πρότυπο της ΕΚΤ) ότι το ΔΝΤ μπορεί να συμβάλλει μόνον στην προσωρινή κάλυψη των συναλλαγματικών αναγκών μιας χώρας και όχι να χρηματοδοτεί διαρθρωτικά ελλείμματα, που δεν συνδέονται με συναλλαγματικές ανάγκες. Το δημοσιονομικό ατόπημα για την γερμανική σκέψη είναι ότι επειδή τα διαθέσιμα του ΔΝΤ απαρτίζονται από καταθέσεις Κεντρικών Τραπεζών ότι έτσι εμμέσως, οι κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν χώρες κάτι που παρακάμπτει τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Επιπλέον - και ίσως αυτό να ήταν το πιο σημαντικό – στη Bundesbank θεωρούν ότι η όποια χρηματοδότηση μιας χώρας της Ευρωζώνης από το ΔΝΤ θα αυξήσει τη συνολική νομισματική κυκλοφορία της Ευρωζώνης με έναν τρόπο έξω από τον έλεγχο της ΕΚΤ. Την αντιλαμβάνονται σαν την άρση ενός φραγμού, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει (αν επαναληφθεί και σε άλλες χώρες) ανεξέλεγκτη αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας και πληθωριστικές πιέσεις.
Όλα αυτά επαναλαμβάνονται με αφορμή τη συζήτηση για χρηματοδότηση της Ελλάδας από το ΔΝΤ στο μηνιαίο Bulletin της Bundesbank που κυκλοφόρησε στις 22. Μαρτίου. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι ο πρώτος ευρωπαίος Κεντρικός Τραπεζίτης που τάχθηκε δημόσια υπέρ της αλλαγής των κανόνων για τις εγγυήσεις ήταν ο επικεφαλής της Bundesbank Άξελ Βέμπερ, στις 9 Μαρτίου, προτείνοντας μάλιστα μια ειδική διαβάθμιση των εγγυήσεων ώστε ομόλογα με χαμηλότερη βαθμολογία να γίνονται αποδεκτά ως εγγυήσεις με δυσμενέστερους όρους αναχρηματοδότησης. Είναι σαφές ότι ο πανίσχυρος Βέμπερ, που φέρεται και ως ένας από τους επικρατέστερους διαδόχους του Τρισέ, ήθελε να αποτρέψει την διαφαινόμενη ανάμιξη του ΔΝΤ στη δανειοδότηση μιας χώρας της Ευρωζώνης. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, το γενικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έλαβε την απόφαση να αντιταχθεί στην ανάμειξη του ΔΝΤ σε ένα σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας. Δηλαδή να τσακωθεί με τη Γερμανία.
Η απόφαση Τρισέ είχε σαφή πολιτική αιχμή. Ήθελε να ακυρώσει στην πράξη αυτό που πρότεινε η κ. Μέρκελ, καθιστώντας το σχέδιο της αχρείαστο. Δεν είναι σύμπτωση, ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ περίμενε να ακούσει πρώτα την καγκελάριο να εκθέτει επίσημα το σχέδιο της στο γερμανικό κοινοβούλιο την Πέμπτη το πρωί, για να ανακοινώσει μερικές ώρες μετά, και πάντως πριν από την επίτευξη συμφωνίας στη Σύνοδο Κορυφής τη δική του απόφαση. Έτσι όμως ένας γάλλος τραπεζίτης εμφανίζεται ως ο συνεχιστής μιας καθαρά γερμανικής παράδοσης, που ήθελε τον επικεφαλής της Bundesbank να αντιπαρατίθεται με τον εκάστοτε καγκελάριο, τον Οτμαρ Έμμινγκερ με τον Χέλμουτ Σμιτ, του Καρλ Όττο Πελ με τον Χέλμουτ Κολ. Η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας είναι μια πρωτίστως πολιτική υπόθεση. Στις 25 Μαρτίου, χάρις στην απόφαση Τρισέ, η ΕΚΤ πήρε το βάφτισμα του πυρός.
Δημοσίευση σχολίου