Γιώργος Σκαφιδάς
Οι ηγέτες της G20 συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα (9 – 10 Σεπτεμβρίου) στο Νέο Δελχί, με οικοδεσπότη τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν προφανώς δεν ήταν εκεί (εκπροσωπήθηκε από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκεί Λαβρόφ), αν και η Ινδία δεν είναι μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου το οποίο έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης κατά του Ρώσου προέδρου, όπερ σημαίνει ότι εκείνος θα μπορούσε θεωρητικώς να μεταβεί στο Νέο Δελχί χωρίς να κινδυνέψει να συλληφθεί, όπως θα κινδύνευε για παράδειγμα εάν πήγαινε στη – συμμετέχουσα στο ΔΠΔ – Νότια Αφρική όπου διεξήχθη τον Αύγουστο η Σύνοδος Κορυφής των BRICS.
Η απουσία, ωστόσο, που προκάλεσε αίσθηση φέτος ήταν εκείνη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ (εκπροσωπήθηκε από τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Τσιανγκ) ο οποίος χάνει για πρώτη φορά στα χρονικά Σύνοδο Κορυφής της G20.
Γιατί; Πολλοί αναλυτές υποστήριξαν, στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την απουσία του Σι, ότι το Πεκίνο ίσως να επέλεξε, κατά αυτόν τον τρόπο, δια της απουσίας δηλαδή του Κινέζου ηγέτη, να «σνομπάρει» διπλωματικά την αναδυόμενη Ινδία. Κίνα και Ινδία «συγκρούονται» άλλωστε στη διεθνή σκηνή, με φόντο αντικρουόμενες διεκδικήσεις, ανταγωνιστικές τάσεις και αλληλεπικαλυπτόμενες σφαίρες επιρροής κυρίως στον επονομαζόμενο Παγκόσμιο Νότο, γεγονός το οποίο θα πρέπει να θυμούνται όσοι σπεύδουν να αντιμετωπίσουν ως ραγδαία αναδυόμενη την ομάδα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) εν όψει της συμμετοχής σε αυτήν νέων χωρών (Ιράν, Αργεντινή, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Αιθιοπία πρόκειται να ενταχθούν στους BRICS τον ερχόμενο Ιανουάριο, όπως ανακοινώθηκε).
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις διεθνώς «τρέχουν» και οι συνομαδώσεις αναδιαμορφώνονται.
Αντιπροσωπεία Ισραηλινών επισκέφθηκε πρόσφατα το Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας (για να πάρει μέρος σε συνάντηση της UNESCO από την οποία όμως το Ισραήλ έχει αποχωρήσει: με άλλα λόγια, όταν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, τότε όλα γίνονται…)· ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν βρέθηκε προ ημερών στο Βιετνάμ· και ο Βορειοκορεάτης ηγέτης Κιμ Γιονγκ Ουν επρόκειτο να συναντηθεί με τον Πούτιν στην ανατολική Ρωσία.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον πυκνών επαφών, ρευστότητας και ανακατατάξεων, η Σύνοδος Κορυφής της G20 εξέδωσε διακήρυξη, μια διακήρυξη που δεν άρεσε καθόλου στο Κίεβο επειδή δεν καταδικάζει κατηγορηματικά – και ονομαστικά – τη Ρωσία του Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία […] υπογραμμίσαμε ότι όλα τα κράτη πρέπει να ενεργούν με τρόπο συνεπή με τους Σκοπούς και με τις Αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στο σύνολό του. Σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όλα τα κράτη πρέπει να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία ή πολιτική ανεξαρτησία οποιουδήποτε κράτους. Η χρήση ή η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων είναι απαράδεκτη», διαβάζουμε στη σχετική διακήρυξη των ηγετών της G20 που είναι όντως πολύ διαφορετική, για παράδειγμα, από το κοινό ανακοινωθέν που είχε δώσει στη δημοσιότητα η G7 κατά τη δική της Σύνοδο Κορυφής στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας τον περασμένο Μάιο, ένα ανακοινωθέν το οποίο αποκήρυσσε ανοιχτά και απερίφραστα τον επιθετικό και παράνομο πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία παίρνοντας θέση στο πλευρό του Κιέβου («We are taking concrete steps to support Ukraine for as long as it takes in the face of Russia’s illegal war of aggression»).
«Η G20 δεν είναι απαραίτητα ο χώρος που θα μπορούσε κάποιος να περιμένει την επίτευξη διπλωματικής προόδου στο θέμα του πολέμου στην Ουκρανία», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, υποστηρίζοντας ότι η διακήρυξη της G20 δεν συνιστά διπλωματική νίκη για τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια προφανώς να υποβαθμίσει το θέμα.
«Η κοινό ανακοινωθέν της G20 αντανακλά έντονες διαφορές σχετικά με την Ουκρανία και την αυξανόμενη επιρροή του Παγκόσμιου Νότου», σημειώνει ωστόσο στη δική του ανάλυση το πρακτορείο Associated Press.
Αυτή «η σύνοδος της G20 ήταν η πρώτη του πολυπολικού κόσμου. Οι δυτικοί ηγέτες δεν κάνουν πια κουμάντο», σημειώνει σε δική του ανάλυση ο βρετανικός ιστοχώρος Unherd, ενώ ήδη από τη Σύνοδο Κορυφής των BRICS τον περασμένο Αύγουστο στο Γιοχάνεσμπουργκ και έπειτα, έχουν πληθύνει διεθνώς τα δημοσιεύματα που μιλούν για την «αποδολαριοποίηση» (dedollarization) της παγκόσμιας οικονομίας και τις αλλαγές που έρχονται στις διεθνείς ισορροπίες μέσα από την ανάδυση και την ισχυροποίηση του Παγκοσμίου Νότου (Global South).
Εάν όμως ισχύουν αυτές οι αναλύσεις και οι δυτικοί δεν κάνουν πια κουμάντο, τότε ποιος κάνει;
Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Τζον Αϊκενμπερι, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Princeton, υπογραμμίζει, με άρθρο του στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Foreign Policy, ότι η ομάδα η οποία αποκτά πια, από τη σκοπιά της Δύσης, σημαντικότερο ρόλο ως «power player» στη διεθνή σκηνή είναι εκείνη της G7 (Βρετανία, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, ΗΠΑ + ΕΕ) η τελευταία Σύνοδος Κορυφής της οποίας πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο στην Ιαπωνία, με τη συμμετοχή όχι μόνο των άμεσα εμπλεκομένων αλλά και άλλων δημοκρατικών ηγετών από την Ινδία, τη Βραζιλία, την Αυστραλία και τη Νότια Κορέα. Ο Αϊκενμπερι μάλιστα σημειώνει ότι και η G7 θα μπορούσε να μεγαλώσει και να γίνει G10 ή D10 (D από το Democracies), με την ένταξη της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Νότιας Κορέας…
Δημοσίευση σχολίου