Τα αποτελέσματα του «στρατηγικού διαλόγου» ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ελλάδα, σύμφωνα με τις διαρροές κυβερνητικών πηγών αλλά και έμπειρων παρατηρητών των τεκταινομένων στην Ουάσιγκτον, είναι εντυπωσιακά. Αυτό προφανώς δεν οφείλεται σε κάποια εντυπωσιακή ικανότητα που επέδειξε η ελληνική διπλωματία, ή μάλλον για να είμαστε πιο ακριβείς, η πολιτική της ηγεσία, αλλά στη γεωπολιτική συγκυρία, η οποία έχει δρομολογήσει εξελίξεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες, ή ακόμα και τη διάθεση απόπειρας επηρεασμού τους, όσον τουλάχιστον αυτές αφορούν τη γενική κατεύθυνση.
Γράφει ο Μιχαήλ Βασιλείου
Οι χαρακτηρισμοί ασφαλώς αφορούν στο συλλογικό επίπεδο της εκπροσώπησης της χώρας. Μπορεί ο Γιώργος Κατρούγκαλος να μη θεωρείται ένα πρόσωπο του πρέποντος για τέτοιες περιστάσεις «εκτοπίσματος» για να σηκώσει το βάρος της διαδικασίας, όμως από μόνο του το γεγονός ότι οι Αμερικανοί «το κατάπιαν», ενώ στην αίθουσα θα μπορούσε – θα όφειλε για την ακρίβεια – να βρίσκεται ο τυπικά έστω υπουργός Εξωτερικών, πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, εξηγεί το ότι οι εξελίξεις είναι εν πολλοίς δρομολογημένες και όλα τα υπόλοιπα έχουν τυπικό χαρακτήρα.
Αυτό το δεδομένο όμως αποτελεί και ευκαιρία για την Ελλάδα. Είναι πολύ αμφίβολο εάν η κυβερνητική αντιπροσωπεία το κατάλαβε και ακόμα πιο αμφίβολο εάν το αξιοποίησε. Εάν έγινε, εξ ορισμού θα πρέπει η κριτική αυτή να ανασκευαστεί. Ακόμα και αν έγινε σε επίπεδο «ιδιωτικής έμπνευσης» και όχι οργανωμένα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ποιο όμως είναι αυτό το οποίο πιθανότατα – βάσει των υφιστάμενων πληροφοριών – δεν αντιληφθήκαμε και δεν αξιοποιήσαμε; Είναι απλό. Το να αποφύγουμε να στηριχτούμε μόνο στα όμορφα λόγια. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες με την ιδιότητα του «άνωθεν» επιδιαιτητή της περιοχής, έχουν την πολυτέλεια να πουν οτιδήποτε και στη συνέχεια να «ρυθμίσουν» τη στάση τους αναλόγως της συμπεριφοράς του κράτους-εταίρου, οι Ελλάδα δεν έχει την ίδια πολυτέλεια…
Η «γεωπολιτική προσαρμογή» που της έχει ζητηθεί είναι σκληρότατη, παρότι είναι δεδομένα μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και το «ανήκουμε στη Δύση» δεν αμφισβητείται, όμως όταν τα βουβάλια συγκρούονται στον βάλτο των Βαλκανίων, μαντέψτε ποιοι θα την πληρώσουν…
Αυτό σημαίνει ότι δε φθάνει μόνο να συζητηθούν ανταλλάγματα, αλλά να λάβουν τη μορφή δεσμευτικής διεθνούς συμφωνίας. Όχι ότι και πάλι μια χώρα σαν τις ΗΠΑ δεν έχει τη δυνατότητα να υπαναχωρήσει εάν κρίνει ότι αυτό επιβάλει το συμφέρον της, όμως άλλο πράγμα είναι να υπάρχει μια έστω απόρρητου περιεχομένου συμφωνία με χειροπιαστά ανταλλάγματα και άλλο υποσχέσεις.
Το ερώτημα είναι απλό: Έθεσε η ελληνική πλευρά την ουσία; Είπε στους Αμερικανούς εταίρους ότι επιθυμεί η συμφωνία αυτή που θα περιλαμβάνει χειροπιαστά ανταλλάγματα θα συνομολογηθεί σε γραπτή μορφή;
Τα δε ανταλλάγματα αυτά, προφανώς θα πρέπει να αφορούν και εγγυήσεις που θα απαντούν σε φλέγοντα ζητήματα ασφαλείας της Ελλάδας. Σε μια περίοδο όπου το φιλότιμο και η ικανότητα δεν επαρκούν για τη διασφάλιση αποτροπής έναντι των κινδύνων.
Μιας αποτροπής που δεν θα περιορίζεται στην απλή εντύπωση και τον φόβο της Τουρκίας ότι οι πιθανότητες να βρουν μπροστά τους τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις εάν κινηθούν στρατιωτικά, θα είναι αυξημένη. Οι ΗΠΑ, οφείλουν να εμπλακούν πιο ενεργά και ορατά στην ασφάλεια ενός βασικού περιφερειακού τους συμμάχου.
Δεν ζήτησε κανείς να εισπράττει μερικά δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βάση, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος για εξοπλισμούς, αφού είναι αντιληπτό ότι εάν το πράξουν οι ΗΠΑ, οι χώρες που θα πλησιάσουν με παρόμοια επιχειρηματολογία, θα είναι πολλές από διάφορες περιφέρειες του πλανήτη και θα προκαλέσουν ισχυρότατο πονοκέφαλο στο Κογκρέσο.
Δεν είναι όμως δυνατόν, στη συγκεκριμένη περιοχή, να υπάρχει τόσο μεγάλη ανισοκατανομή. Μπορεί οι δυο προαναφερθείσες χώρες να αποτελούν «πύλες» ελέγχου της Μέσης Ανατολής, όμως και η Ελλάδα είναι «πύλη» σε μια ακόμα περιοχή στην οποία η κυριαρχία της Δύσης δεν είναι εξασφαλισμένη. Είναι τα Βαλκάνια.
Η Ελλάδα, για να παίξει τον ρόλο που θα επιθυμούσαν ιδανικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα αντιμετωπίσει – τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα – σημαντικές επιπτώσεις στην εξωτερική της πολιτική, αλλά και στην άμυνα. Δεν γίνεται να μην έχεις ενεργό εμπλοκή των αμερικανικών δυνάμεων και ο Πούτιν να έχει μετατρέψει σε μαριονέτα του τον Ερντογάν.
Δεν υπάρχει άνθρωπος στο Κογκρέσο και στο Πεντάγωνο που να μην καταλαβαίνει αυτή την απλή πραγματικότητα. Βασισμένη σε αυτήν, η Ελλάδα μπορεί να διαπραγματευθεί πολλά. Από το πλαίσιο της σχέσης που δεν μπορεί παρά να διατηρεί με τη Μόσχα, μέχρι συγκεκριμένα στρατιωτικά ανταλλάγματα που θα καταστήσουν ενδεχόμενη εκδήλωση στρατιωτικού αναθεωρητισμού, επιχείρηση υψηλού κόστους και αβέβαιου αποτελέσματος.
Ας μην πάμε μακριά… Ακόμα και στο ζήτημα της πίεσης που υφίσταται η Ελλάδα από την Τουρκία στον τομέα του μεταναστευτικού – προσφυγικού, μια απλή παρουσία αμερικανικών πλωτών μέσων σε συγκεκριμένες περιοχές, θα αρκούσε στην παραγωγή δυσανάλογα υψηλού αποτρεπτικού αποτελέσματος.
Αλλά και κάποιες «ταμειακές διευκολύνσεις» από την πλευρά του Κογκρέσου για την υλοποίηση κατεπειγόντων εξοπλιστικών προγραμμάτων τα οποία σε τελική ανάλυση θα ευεργετήσουν και την προστασία όσων οι Αμερικανοί θεωρούν εθνικά τους συμφέροντα, δεν μπορούν να λείπουν από τη συμφωνία, χωρίς να μπορεί κανένας να κατηγορήσει την Ελλάδα για υπερβολές.
Πάμε και σε ένα τελευταίο όμως. Είναι δυνατόν η μοναδική χώρα στον κόσμο που υφίσταται bullying με στόχο να μην ασκήσει το δικαίωμα κήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) να είναι η Ελλάδα; Και μάλιστα σε μια περιοχή όπου δραστηριοποιείται αμερικανικό κολοσσός του τομέα της ενέργειας;
Μια αναγνώριση η οποία δε σημαίνει και πολλά πράγματα, αφού όποιος το επιθυμεί μπορεί να εγείρει τις ενστάσεις του, με το διεθνές δίκαιο να προβλέπει τη διευθέτησή τους;
Γιατί η Ελλάδα πρέπει να παραμένει όμηρος της Τουρκίας η οποία εκβιάζει με σύρραξη και το μόνο που δεν έχει ακόμα αμφισβητήσει είναι αυτή καθαυτή η ανεξαρτησία της και η ιδιότητα του κυρίαρχου κράτους, με την απαίτηση επιστροφής στην υπό ανασύσταση – έστω στα τουρκικά όνειρα – οθωμανική αυτοκρατορία;
Έτσι, λυπούμαστε που το λέμε, αλλά η όποια «στρατηγική συμμαχία» θα είναι κουτσουρεμένη. Για να μην προχωρήσουμε παραπάνω και θυμίσουμε, ότι τα νέα γεωστρατηγικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή επιβάλουν στις Ηνωμένες Πολιτείες να κινηθούν για την αποκατάσταση του μεγάλου σφάλματος του 1974.
Κάνοντάς το αυτό, θα γλιτώσουν πάνω από όλα τους Τουρκοκύπριους από τις «αλυσίδες» του επικίνδυνου και διεφθαρμένου ισλαμιστή Ερντογάν, ο οποίος θέλει να γκρεμίσει όλα όσα αποτελούν περιφερειακούς πυλώνες για τον αμερικανικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό και να ελέγξει την περιοχή, αρπάζοντας ό,τι βρίσκει μπροστά του.
Μπορεί η αμερικανική γραφειοκρατία να αρνείται να αντιληφθεί ότι οι αλλαγές στην Τουρκία έχουν μόνιμα χαρακτηριστικά και πως ακόμα και αν εκλείψει με οποιονδήποτε τρόπο (…) ο επίδοξος «χαλίφης», η κοινωνία θα εξακολουθήσει να αποτελείται κατά τουλάχιστον 50% από επικίνδυνης ισλαμιστικής – εθνικιστικής αντίληψης άτομα, που καταμετρούνται σε δεκάδες εκατομμύρια…
Διαφωνείται αγαπητέ και ικανότατε κύριε πρεσβευτή, Τζέφρι Πάιατ που όπως φαίνεται παίζετε σημαντικό ρόλο και επηρεάζετε τη χάραξη την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή; Scripta manent… γράψτε αυτό που αντιλαμβάνεστε και ας αφήσουμε όλοι μαζί το «wishful thinking» στην άκρη.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου