Του PATRICK HAIMZADEH*
Εάν και το τέλος του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι ενισχύει την ορμή των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, και ιδιαιτέρως στη Συρία, πολλά απομένει να γίνουν έως ότου εδραιωθεί η ειρήνη. Το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο, που υπόσχεται εκλογές, πρέπει να ξηλώσει έναν προς έναν τους στυλοβάτες του καθεστώτος και να μάθει να συνεργάζεται με τις φυλές -κυρίως με τις δυτικές, οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη. Επειτα από τις εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου, που σε μερικές μόλις εβδομάδες οδήγησαν δύο τυράννους σε φυγή, πολλοί παρατηρητές θέλησαν να πιστέψουν ότι την ίδια σύντομη έκβαση θα είχε και η λιβυκή εξέγερση της 17ης Φεβρουαρίου 2011.
Οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί είχαν μικρή αποτελεσματικότητα στον πόλεμο εναντίον του Καντάφι. Οι μάχες σώμα με σώμα έκαναν τη διαφορά και κυρίως η αλλαγή στη στάση των φυλάρχων που άδειασαν τον κάποτε ισχυρό λίβυο ηγέτη.
Μπροστά στις εικόνες των εξεγερμένων μαχητών της Κυρηναϊκής (1), που σκαρφαλωμένοι στα αγροτικά τους ξεχύνονταν στην έρημο κατευθυνόμενοι προς δυσμάς, δεν μπορούσαμε παρά να αισθανθούμε συγκίνηση στη θέα του ενθουσιασμού και του θάρρους που επιδείκνυαν, καθώς διαβεβαίωναν υπερήφανα ότι μπορούσαν να «απελευθερώσουν» την Τρίπολη μέσα σε δύο ημέρες.
Κι όμως, ύστερα από έξι και πλέον μήνες εμφυλίου πολέμου κι έπειτα από οκτώ χιλιάδες ρίψεις βομβών από το ΝΑΤΟ, τα μέτωπα της Μπρέγκα και της Μισράτα εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, ενώ οι αποφασιστικές, από στρατιωτικής πλευράς, ενέργειες που οδήγησαν στην πτώση της Τρίπολης μέσα σε μερικές μέρες δεν είχαν γίνει από τους προαναφερθέντες πληθυσμούς της ανατολικής Λιβύης, αλλά κυρίως από τους πληθυσμούς ορισμένων πόλεων στα δυτικά, τους οποίους καθοδηγούσε μία μεγάλη αραβική φυλή, οι Ζιντάν από τα όρη Νεφούσα, που βρίσκονται στα δυτικά της Λιβύης (Τζαμπάλ Νεφούσα).
Για να κατανοήσει κανείς τον εμφύλιο πόλεμο και τις τεράστιες προκλήσεις τής μετά τον Καντάφι εποχής, πρέπει να επανέλθει στις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το υφιστάμενο εδώ και σαράντα δύο χρόνια καθεστώς. Το σύστημα εξουσίας της λαϊκής Τζαμαχιρίας -όπου Τζαμαχιρία εστί «το κράτος των μαζών»- αντλούσε νομιμότητα από τρεις πηγές: την επαναστατική, τη στρατιωτική και τη φυλετική. Οι τρεις αυτοί μοχλοί, που επέτρεψαν τη διατήρηση της μακροβιότητας του καθεστώτος, εξακολούθησαν να λειτουργούν, αν και υποβαθμισμένοι πια, στη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών.
Η ΤΖΑΜΑΧΙΡΙΑ
Πρώτος εκ των μοχλών, οι επαναστατικές επιτροπές, που δεν απείχαν πολύ από τα κόμματα Μπάαθ του Ιράκ επί Σαντάμ Χουσέιν ή της Συρίας των Αλ Ασαντ. Παρούσες στους κόλπους όλων των κρατικών δομών αλλά και των μεγάλων επιχειρήσεων, οι επαναστατικές επιτροπές όφειλαν να εγγυώνται το δόγμα της Τζαμαχιρίας και της κινητοποίησης των μαζών, στο πρότυπο των Ερυθροφρουρών της Κίνας ή των Φρουρών της Επανάστασης στο Ιράν. Περί τις τριάντα χιλιάδες τα μέλη τους, αλληλοϋποστηρίζονταν και απολάμβαναν προαγωγές και υλικά οφέλη. Τα μέλη τέτοιων επαναστατικών επιτροπών παρενέβησαν στη Βεγγάζη για να αποτρέψουν την πρώτη διαδήλωση στις 15 Φεβρουαρίου 2011, πράγμα που δυο μέρες αργότερα οδήγησε στην απαρχή της εξέγερσης. Οι επαναστατικές επιτροπές στηρίζονταν σε διάφορες πολιτοφυλακές διάσπαρτες σε ολόκληρη τη χώρα, υπό τη γενική ονομασία «επαναστατικές φρουρές». Οπλισμένοι, και επεμβαίνοντας με πολιτικά, οι άνδρες αυτοί έπαιξαν αποτρεπτικό, αν όχι κατασταλτικό, ρόλο μέχρι την επιτυχή έκβαση της εξέγερσης.
Δεύτερος μοχλός, οι πραιτωριανές φρουρές, οι οποίες ήταν ταγμένες στην προστασία του συνταγματάρχη Καντάφι και της οικογένειάς του. Πριν από την εξέγερση υπολογίζεται ότι αριθμούσαν περί τους δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες, μοιρασμένους σε τρία μεγάλα τάγματα, ονομαζόμενα «ασφαλείας» (ένα από αυτά ήταν και το τάγμα της Βεγγάζης, που, παρ' όλο που υπέστη πλήγμα από τις πρώτες κιόλας ημέρες, πολλοί από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του αναδιπλώθηκαν στην Τριπολίτιδα), καθώς και τρεις μεικτές ταξιαρχίες. Τα μέλη των μονάδων αυτών στρατολογούνταν κατά κύριο λόγο από τις δύο μεγάλες φυλές της κεντρικής και της νότιας Λιβύης, που φημίζονται για την πίστη τους στο καθεστώς, από την Καντάφα και τη Μαγκαρίχα. Τους παρέχονταν διάφορα προνόμια, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (αμάξια, ταξίδια στο εξωτερικό). Οι εν λόγω μονάδες πολέμησαν για σχεδόν έξι μήνες και στα τρία μέτωπα (Μπρέγκα, Μισράτα και Τζαμπάλ Νεφούσα), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επενέβησαν και στις πόλεις της Τριπολίτιδας (Ζαουίγια, Σαβράτα και Ζουάρα) για να περιορίσουν τις απαρχές της εξέγερσης το Φεβρουάριο και το Μάρτιο. Ο τελευταίος γιος του συνταγματάρχη Καντάφι, Χάμις, διοικούσε μία από τις τρεις ταξιαρχίες, εκείνη που βρισκόταν στο μέτωπο της Μισράτα, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός του, Μουατασίμ, φέρεται ως επικεφαλής μιας άλλης.
Τέλος, το αίσθημα της ένταξης σε μια φυλή θα παραμείνει καθοριστικό δεδομένο. Στα πρώτα χρόνια της επαναστατικής Λιβύης, από το 1969 έως το 1975, η εξουσία δεν αναφέρεται στις φυλές. Το 1975, όμως, η Πράσινη Βίβλος τις επαναφέρει στο προσκήνιο, αφιερώνοντάς τους ένα ολόκληρο κεφάλαιο (2). Στη συνέχεια θα αποτελέσουν αναπόσπαστο στοιχείο του πελατειακού συστήματος, στην καρδιά του καθεστώτος. Εξασφαλίζουν τη διανομή της πετρελαϊκής προσόδου, φροντίζοντας να γίνονται σεβαστές οι ισορροπίες μεταξύ φυλών και περιοχών κατά τρόπον ώστε να μην απειλούνται η κοινωνική ειρήνη ή ακόμη και η ίδια η ενότητα της χώρας. Χωρίς να έχει μονολιθική ή πυραμιδοειδή δομή, η λιβυκή φυλή εν καιρώ ειρήνης προσομοιάζει με ένα ευέλικτο δίκτυο αλληλεγγύης που επιτρέπει την πρόσβαση σε πόρους ή σε πόστα, και ανέχεται προσωπικές και συλλογικές στρατηγικές. Ανάλογα με το αν κάποιο μέλος της πρόσκειται στον πρίγκιπα ή έχει έρθει σε ρήξη μαζί του, το να ανήκει κανείς σε μία φυλή άλλοτε παρέχει οφέλη κι άλλοτε, αντίθετα, έχει δυσμενείς επιπτώσεις. Ετσι, οι κάτοικοι της Μισράτα (3) -οι μεγάλες οικογένειες της πόλης, έστω κι αν δεν συγκροτούν φυλή με τη στενή έννοια του όρου (4)- υπήρξαν προστατευόμενοι του Μουαμάρ Καντάφι έως το 1975. Κατόπιν, εξαιτίας προσωπικών και ιδεολογικών διαφορών με τον συνταγματάρχη Ομάρ αλ-Μεσίσι, έναν από τους πρώιμους συντρόφους του που καταγόταν από εκεί, ο ηγέτης έσπασε τη συμμαχία του μαζί τους για να στραφεί προς τους ιστορικούς τους αντιπάλους, τους Ουαρφάλα, οι οποίοι κατάγονται από το Μπάνι Ουαλίντ. Εκτοτε, οι κάτοικοι της Μισράτα απομακρύνθηκαν από οποιαδήποτε ευαίσθητα καθήκοντα (πραιτωριανή φρουρά, δυνάμεις ασφαλείας) και αρκέστηκαν σε τεχνοκρατικές θέσεις εργασίας.
ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΕΪΧΗΣ
Σε καιρό πολέμου οι φυλές μπορεί να καταστούν εξαιρετικά αποτελεσματικό όργανο κινητοποίησης, ιδίως στην ύπαιθρο αλλά και στις πόλεις, όπου οι πληθυσμοί που κατάγονται από την ίδια περιοχή συγκεντρώνονται ανά συνοικία. Κι εκεί ακόμη διαιρούνται σε δεκάδες υπο-ομάδες που διαθέτουν κάθε μία από έναν σεΐχη. Ετσι εξηγείται γιατί στην αρχή της διένεξης είδαμε αμφότερα τα στρατόπεδα να επικαλούνται όρκους πίστης που είχαν λάβει από διαφορετικούς σεΐχηδες της ίδιας φυλής. Για παράδειγμα, ορισμένα μέλη της φυλής Καντάφα που διέμεναν στη Βεγγάζη, έδωσαν πίστη στο Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο (CNT/ΕΜΣ), αν και απέφυγαν να στρατευθούν στο πλευρό του. Κατά συνέπεια, οι κατάλογοι που παρουσιάστηκαν στον τύπο, με φυλές που συμμάχησαν με το ΕΜΣ ή με τον Καντάφι, δεν έχουν μεγάλη αξία.
Στην κεντρική, τη δυτική και τη νότια Λιβύη τόσο οι αγροτικές περιοχές όσο και οι πόλεις, οι οποίες στην πλειονότητά τους κατοικούνταν από μέλη μεγάλων φυλών που ήταν βαθιά αναμεμειγμένες στο σύστημα Καντάφι, δεν αντέδρασαν ιδιαίτερα. Ορισμένες τροφοδοτούσαν το καθεστώς με πολεμιστές και εθνοφρουρούς. Αυτό συνέβη κυρίως στις περιοχές του Μπάνι Ουαλίντ, προπύργιο της φυλής Ουαρφάλα, της Ταρούνα, προπύργιο της σημαντικής φυλετικής ομοσπονδίας των Ταρούνα, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το μισό του πληθυσμού της Τρίπολης, στη Σύρτη, προπύργιο των Καντάφα, στη Φεζάν, κέντρο των πληθυσμών Καντάφα, Μαγκαρίχα, Χασαούνα και Τουαρέγκ (που από παλιά στρατολογούσε και μισθοδοτούσε το εν λόγω καθεστώς εξουσίας). Το ίδιο συνέβη και στην πόλη Ταούργκα, που οι κάτοικοί της ανέκαθεν εκδήλωναν κάποια καχυποψία έναντι εκείνων της Μισράτα, ή ακόμη και στην Γκανταμές, μία πόλη όαση στα δυτικά της Λιβύης, στα σύνορα με την Αλγερία, όπου ο πολυάριθμος πληθυσμός Τζαράμνα παρέμεινε πιστός στο καθεστώς Καντάφι.
Κάποιες άλλες περιοχές, αν και ευνοϊκά διακείμενες προς το καθεστώς, φρόντισαν να παραμείνουν ουδέτερες ώσπου να δουν προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα: οι πόλεις της Μίζντα, προπύργιο των Μασασίγια και των Αουλάντ Μπου Σαΐφ και οι οάσεις Αλ Ουζεϊλάτ, Ουαντάν, Χαν, Σούκνα και Ζλίτεν, που οι κάτοικοί τους, οι Αουλαντ Σαΐχ, δεν εμπιστεύονται όσους κατοικούν στη Μισράτα.
ΟΙ ΖΙΝΤΑΝ
Ετσι, από χωριό σε χωριό απαντώνται διαφοροποιημένες στρατηγικές, οι οποίες εξηγούνται αν ληφθούν υπόψη ανταγωνισμοί που ορισμένες φορές ανάγονται στην ιταλική αποικιοκρατία, όπως, για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ζιντάν και των μεγάλων ιστορικών τους αντιπάλων, των Μασασίγια. Μέλη των δύο αυτών φυλών συμβίωναν αρμονικά πριν από την εξέγερση στην πόλη της Μίζντα, αν και οι γάμοι μεταξύ τους αποκλείονταν. Οταν η πόλη Ζιντάν προσχώρησε στην επανάσταση, οι Ζιντάν της Μίζντα ακολούθησαν τους συντρόφους τους στην εξέγερση, προσέχοντας να μην επιτεθούν ποτέ στη Μίζντα, όπου οι Μασασίγια είχαν παραμείνει ουδέτεροι, εν αντιθέσει προς εκείνους άλλων χωριών που στο μεταξύ προσχώρησαν στις γραμμές των κανταφικών. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Αυτό που πρέπει κανείς να συγκρατήσει είναι ότι οι παραδοσιακοί μηχανισμοί διαπραγμάτευσης επέτρεψαν να περιοριστεί κάπως η βία και να αποφευχθούν καταστάσεις μη αναστρέψιμες, οι οποίες θα καθιστούσαν δυσκολότερη την ανοικοδόμηση μιας εθνικής κοινότητας στο τέλος της σύρραξης.
Οσον αφορά την πρωτεύουσα Τρίπολη, η απουσία γενικευμένης εξέγερσης έως ότου φτάσουν οι δυνάμεις από τις «απελευθερωμένες» πόλεις της Τριπολίτιδας εξηγείται από δύο παράγοντες: Αφενός, από το ειδικό βάρος του αστυνομικού και κατασταλτικού μηχανισμού και, αφετέρου, από την ίδια την κοινωνιολογική σύνθεση της πόλης. Σε αντίθεση με τη Βεγγάζη, όπου η συνοχή των μεγάλων φυλών της Κυρηναϊκής (τις οποίες συνέδεε η ίδια αντίθεση προς την εξουσία), επέτρεψε την ενότητα της δράσης, η Τρίπολη απαρτίζεται κατά το ένα ήμισυ από πληθυσμούς μεγάλων φυλών που όμως προέρχονται από τις περιοχές του Μπάνι Ουαλίντ, της Ταρούνα και της Φεζάν και η μοίρα τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοίρα του καθεστώτος Καντάφι, και κατά το άλλο από πληθυσμούς μικρών φυλών ή από αστούς, ομάδες που λίγες πιθανότητες έχουν να μετατραπούν σε θύλακες κινητοποίησης και αγώνα.
Η επί πέντε μήνες προαναγγελλόμενη, από τους εκπροσώπους τύπου του ΕΜΣ και του ΝΑΤΟ, «τακτική διάσπαση» στα μέτωπα της Μπρέγκα και της Μισράτα επιτελέστηκε τελικά από την ισχυρή αραβική φυλή των Ζιντάν, που στις αρχές του περασμένου Μαΐου δεν αριθμούσε παρά τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Ενα από τα κλειδιά της επιτυχίας της υπήρξε η ικανότητα που επέδειξε να ενσωματώσει τη λιβυκή παράδοση της υπερίσχυσης του τοπικού στοιχείου έναντι του περιφερειακού και του περιφερειακού έναντι του εθνικού, σύμφωνα με την οποία ο αγώνας για την απελευθέρωση μίας πόλης ή περιοχής εναπόκειται σε όσους κατάγονται από αυτήν. Ετσι οι Ζιντάν, αιχμή του δόρατος και βασικός άξονας της εξέγερσης στα δυτικά, μερίμνησαν για τη στρατολόγηση, το σχηματισμό και τον εξοπλισμό των προερχόμενων από τις προς απελευθέρωση πόλεις ταγμάτων (από τη Ζαουίγια, τη Σουρμάν και την Γκαριάν), τα οποία στη συνέχεια διεξήγαγαν ταυτόχρονα τις επιθέσεις εναντίον και των τριών αυτών πόλεων.
ΟΙ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΙ
Αν και οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ και οι γάλλοι και βρετανοί αξιωματούχοι δεν έπαυσαν να χαιρετίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των βομβαρδισμών τους, ούτε η διαρκώς εξαγγελλόμενη επέλαση στα μέτωπα της Μπρέγκα και της Μισράτα ούτε η διακήρυξη της κατάρρευσης του καθεστώτος ή η είδηση για ισοπέδωση των κατοικιών του συνταγματάρχη Καντάφι, χάρη στους βομβαρδισμούς στρατηγικών στόχων στην Τρίπολη, διαδραμάτισαν καθοριστικό για την εξέλιξη του πολέμου ρόλο.
Η εξισορρόπηση προς τα δυτικά της στρατιωτικής πραγματικότητας μίας εξέγερσης η οποία είχε πρώτα επικρατήσει στα ανατολικά, θέτει το ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας του ΕΜΣ, το οποίο επί του παρόντος δεν δείχνει να ενσωματώνει στους κόλπους του τους ταγούς της νικηφόρας τούτης εξέγερσης. Εάν το ΕΜΣ επιθυμεί να συνεχίσει να καυχιέται για τον τίτλο του «νόμιμου αντιπροσώπου» του λιβυκού λαού, που πρώιμα έσπευσαν να του απονείμουν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τότε πρέπει πολύ σύντομα να παραχωρήσει στους δυτικούς αντάρτες μία θέση αντίστοιχη του ουσιαστικού ρόλου που διαδραμάτισαν στην τελική νίκη, ειδάλλως κινδυνεύει να δει τη δημιουργία αυτόνομων θυλάκων.
Η άλλη πρόκληση θα είναι η ενσωμάτωση στα μελλοντικά αντιπροσωπευτικά του όργανα των περιοχών εκείνων που επί μακρόν υποστήριζαν το καθεστώς (όπως οι περιοχές της Σύρτης, της Ταρούνα, του Μπάνι Ουαλίντ, της Σέμπα, του Γκατ και της Γκανταμές). Το ΕΜΣ πρέπει λοιπόν να παράσχει εγγυήσεις στους προαναφερθέντες πληθυσμούς, καθώς και στους στρατιωτικούς αξιωματούχους και τα μέλη των επαναστατικών επιτροπών που συμβιβάστηκαν λιγότερο. Αντίθετα, αν οι αντάρτες, ενισχυμένοι από τη στρατιωτική τους νίκη, επιδιώξουν να επιβάλουν τη θέλησή τους με τα όπλα σε φυλές που διαθέτουν εδαφική ισχύ, ο πόλεμος μπορεί να παραταθεί.
Για να ξεπεραστεί κάτι παρόμοιο, οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης και διαπραγμάτευσης των βεδουίνων οφείλουν να παίξουν ουσιώδη ρόλο. Διότι ακόμη κι αν ορισμένες φυλές υποστήριξαν για καιρό τον Καντάφι, τίποτε δεν είναι πάγιο στη βεδουινική παράδοση, όπου ο πραγματισμός και το συμφέρον της ομάδας υπερισχύουν συνήθως του κώδικα τιμής, που τόσο συχνά εξαίρουν στις ωραιοποιημένες περιγραφές των κοινωνιών αυτών οι Δυτικοί. Θα είναι προς το γενικότερο συμφέρον να ξαναρχίσουν σύντομα οι εξαγωγές πετρελαίου και να διανεμηθούν τα έσοδα κατά τρόπο διαφανή και ισότιμο μεταξύ των περιοχών -κάτι που θα μπορούσε να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο, υπό τον όρο το νέο καθεστώς να μεριμνήσει ώστε να δοθεί στις περιοχές και τις πόλεις σημαντικός βαθμός αυτονομίας στη διαχείριση των υποθέσεών τους.
Η έξοδος από τον εμφύλιο πόλεμο θα αποτελέσει πρόκληση για μία χώρα όπου τα όπλα κυκλοφορούν ελεύθερα και η οποία δεν διαθέτει καμία πολιτική κουλτούρα, ενώ ο τοπικισμός εξακολουθεί να υπερισχύει του εθνικού συμφέροντος.
(1) ΣτΜ: Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Λιβύης, μία από τις τρεις ενότητες-επαρχίες που συγκροτούν τη χώρα (οι άλλες δύο είναι η Τριπολίτιδα και η Φεζάν). Οφείλει το όνομά της στην Κυρήνη (η πιο σημαντική πόλη της Κυρηναϊκής), την οποία ίδρυσαν το 631 π.Χ. δωριείς άποικοι από τη Θήρα. Το δημοκρατικό της πολίτευμα, που απέκτησε περί τα 440 π.Χ., αναφέρεται από τον Αριστοτέλη ως πρότυπο μεταξύ των πολιτευμάτων της εποχής του. Εκεί γεννήθηκε ο Ερατοσθένης, ενώ διασώζεται ακόμη και σήμερα μνημειακή περιοχή με μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
(2) Πρβλ. την αραβική έκδοση του Παγκόσμιου Κέντρου Μελετών και Ερευνών για την Πράσινη Βίβλο, Τρίπολη, 1999.
(3) Οι κάτοικοι της Μισράτα πήραν τα όπλα εναντίον του καθεστώτος αμέσως μετά τους κατοίκους της Κυρηναϊκής. Υπάρχει μεγάλη κοινωνιολογική και ιστορική εγγύτητα μεταξύ των κατοίκων της Μισράτας και της Βεγγάζης, καθώς θεωρείται ότι το ήμισυ του πληθυσμού της τελευταίους είναι απόγονοι μεταναστών που κατάγονταν από τη Μισράτα.
(4) Ως «φυλή» νοείται κάθε ομάδα που διαθέτει επώνυμο πρόγονο και της οποίας τα μέλη έχουν συγγένεια εκ πατρός.
* Γάλλος πρώην διπλωμάτης στην Τρίπολη (2001-2004), συγγραφέας του βιβλίου «Στην καρδιά της Λιβύης του Καντάφι», Εκδόσεις Jean-Claude Lattes, Παρίσι, 2011.
Δημοσίευμα της Le Monde Diplomatique που παρουσίασε η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου