GuidePedia

0


Του ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ*

Συχνά, με αφορμή τη συζήτηση για διάφορα θέματα που αφορούν τις λειτουργίες του κράτους, κυβερνητικοί και άλλοι αξιωματούχοι υποδεικνύουν ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι δικοινοτικό και ότι θα πρέπει να πράττουμε ανάλογα. Είναι γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1960 βασιζόταν στο μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) και στον αυστηρό δικοινοτισμό. Οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τη διευθέτηση αυτή ως άδικη και ως μη λειτουργική. Δεν είναι η ώρα για αξιολόγηση των χειρισμών που έγιναν τότε ή του κατά πόσον στρατηγικά ή/και τακτικά θα ήταν δυνατό να είχαν ακολουθηθεί διαφορετικές προσεγγίσεις. Ούτως ή άλλως, μετά το 1963/4, η Κυπριακή Δημοκρατία λειτούργησε στη βάση του δικαίου της ανάγκης. Αυτό επιβεβαιώθηκε και νομιμοποιήθηκε από το ιστορικό ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τον Μάρτιο του 1964. Τα γεγονότα του 1974 κατέστησαν τη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης ακόμα πιο επιβεβλημένη απ’ ότι ήταν το 1963.

Προφανώς, εφ’ όσον επιδιώκουμε την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας και την ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας θα πρέπει να έχουμε ανάλογη στρατηγική. Σημειώνεται ότι, σωστά, καμία πολιτική δύναμη δεν εισηγείται να εφαρμοσθεί πλήρως το Σύνταγμα του 1960 στις ελεύθερες περιοχές ενώ ταυτόχρονα να υφίσταται η «ΤΔΒΚ» στα κατεχόμενα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και καμιά εξωτερική δύναμη δεν μπορεί να μας επιβάλει μια τέτοια φιλοσοφία. Συνεπώς ενώ είναι σημαντικό να υπάρχουν κινήσεις καλής θελήσεως και οικοδόμησης εμπιστοσύνης με τους Τουρκοκυπρίους οι οποίες να καλλιεργούν την ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη και την αλληλεγγύη, από την άλλη δεν μπορεί να ακολουθείται μια πολιτική δια της οποίας να γίνεται ανεκτό να είναι το βόρειο τμήμα της Κύπρου τουρκικό και η ελεύθερη Κύπρος μικτής ιδιοκτησίας. Παράλληλα, αποτελεί απρονοησία και πολιτική αφέλεια που αγγίζει τα όρια της μωρίας η προσκόλληση σε μια φιλοσοφία εκχώρησης δικαιωμάτων και ωφελημάτων προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα χωρίς υποχρεώσεις.

Πέραν τούτου, είναι ολέθριο να προκρίνεται ο δικοινοτισμός ως βάση για πολιτική δράση στην ελεύθερη Κύπρο. Ούτως ή άλλως ακόμα και στα πλαίσια της λύσης του Κυπριακού, ο δικοινοτισμός δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό στοιχείο. Άλλο είναι να κατανοείται και να αξιολογείται η σημασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και άλλο να λειτουργούν τα πάντα στη βάση του δικοινοτισμού. ‘Οταν θυσιάζονται τα ζωτικά συμφέροντα της πλειοψηφικής κοινότητας στον βωμό του δικοινοτισμού και, πολύ περισσότερο, όταν η ηγεσία της μειοψηφικής κοινότητας ενεργεί με τρόπο υπονομευτικό για την Κυπριακή Δημοκρατία τότε αναπόφευκτα δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα.

Πρέπει επίσης να προβληματισθούμε για το γεγονός ότι σήμερα στην Κύπρο διαβιούν νόμιμα περισσότεροι κοινοτικοί και εργάτες από τρίτες χώρες παρά Τουρκοκύπριοι. Όταν κατανοηθούν αυτά τα δεδομένα είναι δυνατό να αλλάξουν πολλά και σε επίπεδο συμβολισμών και πολιτικής.

Δεν είναι τυχαίο που η τουρκοκυπριακή ηγεσία και η Άγκυρα επικαλούνται το Σύνταγμα του 1960 επιλεκτικά. Εμείς θα πρέπει διαρκώς να υπογραμμίζουμε ότι δεν είναι δυνατό να γίνεται επιλεκτικά η επίκληση του Συντάγματος του 1960. Επιπρόσθετα, δεν νομιμοποιείται η τουρκική φιλοσοφία της «κυριαρχίας στον βορρά και της συνιδιοκτησίας στον νότο». Και ούτε είναι δυνατόν να αποδεχθούν οι Έλληνες της Κύπρου λύση η οποία θα οδηγήσει στην επιδείνωση των υφιστάμενων δεδομένων.

Για να μπορέσουμε να προσβλέπουμε στο μέλλον με αισιοδοξία θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να προστατευθεί η ελεύθερη Κύπρος ως κόρη οφθαλμού και παράλληλα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις τερματισμού της τουρκικής κατοχής και ολοκλήρωσης της ανεξαρτησίας και αποκατάστασης της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό θα έπρεπε να ήταν το νόημα και το μήνυμα της επετείου της 1ης Οκτωβρίου για την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπάρχουν σήμερα νέα δεδομένα που οδηγούν σε ευρύτερες ανακατατάξεις. Στα πλαίσια αυτά η Κύπρος καλείται να εργασθεί συστηματικά για την ενίσχυση της κρατικής της υπόστασης καθώς και για την προώθηση μιας νέας προσέγγισης στο Κυπριακό.



Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων.

ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top