H 74χρονη κ. Ερμιόνη, από τη Χειμάρρα δεν σταμάτησε ποτέ να κλαίει τους πεσόντες στο τελευταίο οχυρό. Οι ήρωες γι’ αυτήν έχουν πάντα όνομα
«Ε, μο διάολε, τράβα το δρόμο σου. Εγώ τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω». Η κ. Ερμιόνη Πρίγκου είχε αγριέψει. Ο Αλβανός αστυνομικός την απειλούσε με φυλακή. Εκείνη όμως επέμενε να τιμήσει -με το δικό της τρόπο,
αλλά φανερά πια- τους έξι στρατιώτες που έπεσαν νεκροί δέκα μέτρα από την αυλή της, πριν από 65 χρόνια στα βουνά της Χειμάρρας. Κοριτσάκι τότε, η 74χρονη σήμερα Ερμιόνη θυμάται που έριχνε κι αυτή χώμα για να σκεπάσει τα άψυχα κορμιά των φαντάρων.
«Να, εδώ είναι ο Γιάννης. Ο Ματθαίος με τον Αντρέα είναι από εκεί. Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, ο Πάνος είναι από εδώ». Μεγάλωσε με δύο ομαδικούς τάφους στον κήπο της. Γι’ αυτήν οι ήρωες -έστω και νεκροί- έχουν όνομα και ταυτότητα. Και αν άλλοι τούς έχουν ξεχάσει, αυτή, η Ερμιόνη Πρίγκου, αλλά και ο ξάδερφός της, Δημήτρης, 78 χρόνων (ζούσαν τότε μαζί), δεν έπαψαν ποτέ να τους κλαίνε, να τους μιλάνε, να τους ανάβουν ένα κερί περιμένοντας κάποιος από την Ελλάδα να ενδιαφερθεί για τους δικούς τους νεκρούς ήρωες.
Για τους υπερασπιστές του τελευταίου ελληνικού οχυρού του νοτιοδυτικού μετώπου στη Χειμάρρα, που έπεσαν δίνοντας χρόνο στους άλλους για να οπισθοχωρήσουν με ασφάλεια. «Αχ, τα παιδιά... Παίζανε μαζί μου. Μου φορούσαν τα καπέλα τους. Ολο ζωή. Το έφερε έτσι η μοίρα και δεν με αποχωρίστηκαν ποτέ. Ούτε εγώ. Ούτε κανένας από την οικογένειά μας. Γεράσαμε μαζί με τα παιδιά. Θα ζούσαν άραγε τώρα; Μπορεί. Την αγάπαγαν αυτά τα παιδιά τη ζωή». Η κυρία Ερμιόνη, η οποία ζει στη ρίζα του βουνού Σκουτάρα, περίπου δέκα χιλιόμετρα από τη Χειμάρρα, έζησε από κοντά -σχεδόν από τα δέκα μέτρα...- το έπος του ‘40. Τις μάχες, το αίμα των φαντάρων, το ρόγχο του αξιωματικού τους λίγο πριν πεθάνει, την ώρα που τους άφηνε το πορτοφόλι του. «Πάρτε το», τους είπε, «εμένα εκεί που θα πάω δεν θα μου χρειαστεί». Στο δικό της διάσελο, 30 μέτρα από την αυλή της, η ιστορία είχε χαρές και πανηγύρια, όταν οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν άτακτα. Δάκρυα, για το στρατιώτη που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της από όλμο. Αγωνία, αν θα γύριζαν τα παιδιά ζωντανά όταν έβγαιναν για μάχη. Αν οι όλμοι που έπεφταν κατά δεκάδες τούς κομματιάσουν όλους. Μοιρολόι, για τους έξι τελευταίους υπερασπιστές του νοτιοδυτικού μετώπου, που έπεσαν νεκροί από τα πολυβόλα των Ιταλών. Αλλά και αγανάκτηση, γιατί κανένας δεν ενδιαφέρθηκε «για τα παιδιά αυτά, να τους ξεθάψει να τους πάει στους δικούς τους, να τους θάψουν στον τόπο τους, να νιώσουν το δάκρυ των δικών τους. Εμ, λέτε δεν καταλαβαίνουν οι νεκροί;».
«Εγώ θα πεθάνω και ακόμη... Εμένα ο πατέρας μου πήγε πέντε φορές εξορία από τον Χότζα γιατί δεν τους μαρτύρησε ποτέ πού τους είχαμε θάψει. “Πού είναι θαμμένοι οι Ελληνες;”, τον ρωτούσαν και αυτός τους απαντούσε πως δεν ήξερε. Μια μέρα ένας Αλβανός αστυνομικός τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος γέλασε. “Εγώ”, μας έλεγε, “δεν θα τους προδώσω. Μην τους προδώσετε ούτε εσείς”. Επαιρνε τα ρούχα του και άντε στην εξορία». Η κ. Ερμιόνη ξεσπάει. Εκεί στο χωράφι με τις ελιές, δυο ξύλινοι σταυροί στηριγμένοι με λίγες πέτρες κρύβουν τους ήρωές της. Εψαξε η ίδια. Εψαξε ο ξάδερφός της να βρουν τους συγγενείς των νεκρών, αλλά μάταια. «Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς». Και ευτυχώς, όπως λέει, «βρέθηκαν οι νέοι της Ομόνοιας και έστησαν ένα μνημείο. «Εγώ τους δώρισα το χώρο. Ετσι μου είχε πει ο πατέρας μου. Κάτι είναι κι αυτό. Αλλά δεν είναι κρίμα το ελληνικό κράτος να μην ενδιαφερθεί; Ενας να έρθει ν’ ανάψει ένα καντήλι; Ενα κερί; Και να σκεφτείτε ότι εμένα ήρθαν τώρα οι Αλβανοί και μου έκαναν παρατήρηση γιατί τους άφησα να κάνουν μνημείο στο χωράφι μου. Και εγώ τους είπα: “Ετσι, γιατί αυτό το χωράφι έχει στοιχειώσει από το αίμα τους”. Και ότι είναι δικοί μου οι νεκροί και να πάνε από εκεί που ήρθαν. Και μένα τότε μου είπαν ότι θα με πάνε φυλακή. Και εγώ τους είπα να με πάνε, κάποιος θα βρεθεί να με βγάλει. “Αλλά και να μη με βγάλει κανένας, δεν με νοιάζει. Ο πατέρας μου πήγε πέντε φορές εξορία. Ε, μο διάολε. Τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω”...».
Οι αχλαδιές προστάτευσαν τους τάφους
Ηταν πια Απρίλης του 1941. Η υποχώρηση είχε αρχίσει. Οι Ιταλοί άρχισαν να χτυπούνε από παντού. Ενας ένας οι μαχητές έπεφταν νεκροί. Αλλοι πέντε και ένας ο Αλογογιάννης έξι. «Στο σπίτι γινόταν θρήνος. Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε πλημμυρισμένος στα αίματα. Εδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες. Εσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα μικρά παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί. Ο πατέρας μου αργότερα φύτεψε στους δύο τάφους από μια αχλαδιά. Το χωράφι ανήκε στο συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος όπως θα οργωνόταν να βρούνε τα οστά των παιδιών. Ετσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα». Η κ. Ερμιόνη δεν ξεχνάει την ταφή των στρατιωτών. Αλλά και το μετά. «Σε κάθε γιορτή η μάνα μου νύχτα μεσάνυχτα πήγαινε και άναβε ένα κερί. Δεν έπρεπε να μας δει κανείς. Εμείς όμως πηγαίναμε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την 25η Μαρτίου αλλά και την 28η Οκτωβρίου. Ερχονταν οι Αλβανοί και έψαχναν, αλλά εμείς δεν τους είπαμε τίποτε». Με την πτώση του καθεστώτος του Χότζα, η οικογένεια Πρίγκου τοποθέτησε δύο σταυρούς στους τάφους. Αναψε κεριά. Στάθηκε με ευλάβεια. Παράλληλα, άρχισε να αναζητά τους συγγενείς των νεκρών αλλά και κάποιον υπεύθυνο από την ελληνική πλευρά, για να στηθεί ένα μνημείο και να μεταφερθούν τα οστά στην Ελλάδα. «Μόνοι τους πολέμησαν. Μόνοι τους και τώρα;».
Το μνημείο στήθηκε, τελικά, από τους νέους της Ομόνοιας. Τα οστά όμως εκεί, στο χωράφι. Η κ. Ερμιόνη, παρά τις απειλές των Αλβανών, παραχώρησε μια γωνιά από το χωράφι της για το μνημείο -«ήταν απαίτηση του πατέρα μου»-, στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα των νεκρών: Παναγιώτης Αλογογιάννης, Καμάρι 1917. Ανδρέας Προβατάς, Κέρκυρα. Ματθαίος Λαγός, Δημήτρης Σέλας, Κοντόσταυλο Κορινθίας, Νικόλαος Κτημαδάκης, Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκης (Μοραΐτης).
Σταμάτησαν τα τανκς με κουβέρτες
«“Αέρα, φούσκωστ’ στο μπουτ’”, φώναζαν οι στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη. Σαν να τους ακούω τώρα. Σαν να τους βλέπω να ανεβαίνουν το ύψωμα του Αϊ-Θανάση μέσα στο χιόνι. Εμείς τους βλέπαμε από τα σπίτια. Μας φαίνονταν τότε εμάς ήρωες, ελευθερωτές, θεόρατοι γίγαντες...». Ο κ. Δημοσθένης Κουρεμένος, 81 χρόνων, συνταξιούχος δάσκαλος, ήταν από τα παιδιά που έσπευσαν κρατώντας μια ελληνική σημαία να υποδεχτούν τον ελληνικό στρατό. «Μου φαίνονταν ψηλοί. Μέσα στις χλαίνες τους, αξύριστοι όπως ήταν, είχαν κάτι που μας συνέπαιρνε εμάς τα παιδιά. Μετά ήρθαν οι αξιωματικοί και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μας. Και δίπλα ακριβώς είχαν το πεδινό χειρουργείο. Εφερναν τους τραυματίες και τους αρρώστους με τα ασθενοφόρα. Πρέπει να ήταν λεωφορεία που τα είχε επιτάξει ο στρατός. Οι γιατροί μαγείρευαν και έτρωγαν εδώ. Μας έδιναν και μας και κάναμε μια χαρά... Μετά όμως ήρθαν τα δύσκολα. Εβγαινα πίσω από το σπίτι και τι έβλεπα; Χέρια και πόδια κομμένα που τα έθαβαν σε μια γωνιά. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μα, κάτω δεν το έβαζαν ούτε οι τραυματίες ούτε οι στρατιώτες που είχαν σκορπιστεί σε όλα τα σπίτια. Εκαναν επιθέσεις συνέχεια. Ο λόφος του Αϊ-Θανάση ήταν πολύ σημαντικό σημείο για την πορεία της αντεπίθεσης και οι αξιωματικοί έδιναν συνέχεια διαταγές. Οι στρατιώτες πολεμούσαν και οι γυναίκες του χωριού τούς πήγαιναν πολεμοφόδια φορτωμένα στην πλάτη τους και φαγητό, με πρώτη την Αμαλία Μπίστη. Ε, με τα πολλά το ύψωμα έπεσε. Οι Ιταλοί έφυγαν και εμείς πανηγυρίζαμε πίσω».
Παράλληλα με τον ελληνικό στρατό, και οι Ιταλοί επιχείρησαν να καταλάβουν τους Βουλιαράτες. Μια φορά επιχείρησαν να μπουν στο χωριό με τανκς. Ετρεξαν τότε μερικοί στρατιώτες, κρύφτηκαν πίσω από τα βάτα και μόλις πέρασαν τα τανκς, πέταξαν στο δρόμο κουβέρτες. Μπλέχτηκαν οι κουβέρτες με τις ερπύστριες και τα τανκς ακινητοποιήθηκαν. Αυτή δεν ήταν παρά μία από τις πολλές μικρές μάχες που έδιναν οι στρατιώτες.
Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε
Στους Βουλιαράτες σήμερα υπάρχει το μοναδικό ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο. Εκεί είχαν ταφεί όσοι στρατιώτες πέθαναν στο πεδινό νοσοκομείο, αλλά και όσοι σκοτώθηκαν στις μάχες για την κατάληψη του Αϊ-Θανάση. Ο 70χρονος Γιώργος Πάκος, συνταξιούχος ράφτης πια, φροντίζει να ανάβει ένα καντήλι, να καθαρίζει τους τάφους. «Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε. Εγώ γι’ αυτό προσπαθώ. Αυτό το νεκροταφείο το έσωσε ο θείος μου, Δημήτρης Πάκος. Αυτός ήξερε και τα ονόματα. Και όταν επί Χότζα δόθηκε εντολή να καταστραφούν οι σταυροί, αυτός τους πήρε και τους έθαψε για να μείνουν τα ονόματα. Και τα είχε γράψει αυτά. Ετσι σώθηκαν».
Το θέμα των ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων απασχόλησε αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος την Ελλάδα. Εγιναν προσπάθειες συλλογής των οστών των Ελλήνων στρατιωτών στην Κλεισούρα, την Πρεμετή, το Τεπελένι. Οι δύο πλευρές έχουν έρθει σε συμφωνία, η οποία όμως δεν έχει αρχίσει ακόμη να εφαρμόζεται. Η ελληνική πλευρά εκτιμά πως περίπου 7.000-9.000 είναι οι νεκροί στρατιώτες που δεν έχουν εντοπιστεί...
«Ανατρίχιαζες όταν ηχούσε η σάλπιγγα για τους βομβαρδισμούς»
«Ο Οκτώβρης είχε 28. Στο δρόμο περνούσαν οι Ιταλοί. Αυτοκίνητα, τανκς, κανόνια. Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Βγήκε στην αυλή. “Ε, τους κερατάδες (για τους Ελληνες το έλεγε), να μην τους ρίξουν μια τουφεκιά! Να τους σταματήσουν λίγο”, είπε και μπήκε στο σπίτι. Σε λίγες μέρες που άρχισε η αντεπίθεση, τι χαρά που έκανε! Τραγουδούσε κι αυτός το “κορόιδο Μουσολίνι”, τον... εθνικό ύμνο. Ολοι στο χωριό ζούσαμε μεγάλες στιγμές». Ο 81χρονος Γιάννης Γκίκας στους Ζερβάτες, ένα χωριό που βρέθηκε στο κέντρο των επιχειρήσεων, ήταν από τους νέους που έζησαν τον πόλεμο, τις νίκες του στρατού, τις αγωνίες του. «Θυμάμαι μια μέρα περνούσαν οι δικοί μας και είχαν στη μέση Ιταλούς αιχμαλώτους. Είναι σαν να τους βλέπω τώρα μπροστά μου. Με σκυμμένα κεφάλια, χαμένοι στις χλαίνες τους. Οσο έμεναν οι στρατιώτες εδώ, εμείς τα παιδιά περνούσαμε ζάχαρη. Στην άκρη του χωριού είχε στρατοπεδεύσει το τμήμα οδοποιίας. Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε κάθε μεσημέρι και μας έδιναν φαγητό. Παίρναμε και για το σπίτι. Φασολάδα, ρέγκες, μπακαλιάρο, χαλβά, η καλύτερή μας. Μας έριχναν τα αεροπλάνα συνεχώς και τις περισσότερες ώρες ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας...».
Στις 6 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Δερβιτσάνη, το χωριό όπου τελικά εγκαταστάθηκε και το στρατηγείο. «Μπροστά οι τσολιάδες και πίσω οι άλλοι. Εμείς είχαμε παραταχθεί δεξιά και αριστερά του δρόμου και χειροκροτούσαμε. “Θα νικήσουμε”, φώναζαν οι στρατιώτες. “Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα”. Ηρθαν και οι στρατηγοί. Ο Κοσμάς με τον Δεμέστιχα. Το Γενάρη ήρθε και ο διάδοχος ο Παύλος. Σε ένα σπίτι είχε εγκατασταθεί ο Γεώργιος Ράλλης, αξιωματικός τότε», θυμάται ο 82χρονος Μιχάλης Μάλλιος.
Πολλές οι αερομαχίες πάνω από τη Δερβιτσάνη. «Κάθε φορά που τα ιταλικά αεροπλάνα έρχονταν να βομβαρδίσουν, ηχούσε η σάλπιγγα και εμείς κλεινόμασταν στα σπίτια. Ανατρίχιαζες...». Ο Μάνθος Μπόμπορης, 87 χρόνων, εργαζόταν σε φούρνο στο Αργυρόκαστρο. «Βγάζαμε κουραμάνες για το στρατό. Μια μέρα μια βόμβα έπεσε δίπλα στο φούρνο. Θυμάμαι, έρχονταν τότε οι στρατιώτες και μας ρωτούσαν “πού είναι, ρε παιδιά, οι Ιταλοί;”. Και εμείς χαιρόμασταν...».
Η σάλπιγγα ήχησε και όταν άρχισε η υποχώρηση. «Τότε μας είπαν οι αξιωματικοί να μη βγαίνουμε από τα σπίτια, γιατί αυτοί θα ρίχνουν με όποια όπλα είχαν. Ηταν δύσκολες οι ώρες της υποχώρησης. Ευτυχώς οι Ιταλοί δεν μας πείραξαν», λέει ο 83χρονος Χρήστος Δέδες.
ΠΗΓΗ
«Ε, μο διάολε, τράβα το δρόμο σου. Εγώ τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω». Η κ. Ερμιόνη Πρίγκου είχε αγριέψει. Ο Αλβανός αστυνομικός την απειλούσε με φυλακή. Εκείνη όμως επέμενε να τιμήσει -με το δικό της τρόπο,
αλλά φανερά πια- τους έξι στρατιώτες που έπεσαν νεκροί δέκα μέτρα από την αυλή της, πριν από 65 χρόνια στα βουνά της Χειμάρρας. Κοριτσάκι τότε, η 74χρονη σήμερα Ερμιόνη θυμάται που έριχνε κι αυτή χώμα για να σκεπάσει τα άψυχα κορμιά των φαντάρων.
«Να, εδώ είναι ο Γιάννης. Ο Ματθαίος με τον Αντρέα είναι από εκεί. Μπορεί να κάνω και λάθος. Πάντως, ο Πάνος είναι από εδώ». Μεγάλωσε με δύο ομαδικούς τάφους στον κήπο της. Γι’ αυτήν οι ήρωες -έστω και νεκροί- έχουν όνομα και ταυτότητα. Και αν άλλοι τούς έχουν ξεχάσει, αυτή, η Ερμιόνη Πρίγκου, αλλά και ο ξάδερφός της, Δημήτρης, 78 χρόνων (ζούσαν τότε μαζί), δεν έπαψαν ποτέ να τους κλαίνε, να τους μιλάνε, να τους ανάβουν ένα κερί περιμένοντας κάποιος από την Ελλάδα να ενδιαφερθεί για τους δικούς τους νεκρούς ήρωες.
Για τους υπερασπιστές του τελευταίου ελληνικού οχυρού του νοτιοδυτικού μετώπου στη Χειμάρρα, που έπεσαν δίνοντας χρόνο στους άλλους για να οπισθοχωρήσουν με ασφάλεια. «Αχ, τα παιδιά... Παίζανε μαζί μου. Μου φορούσαν τα καπέλα τους. Ολο ζωή. Το έφερε έτσι η μοίρα και δεν με αποχωρίστηκαν ποτέ. Ούτε εγώ. Ούτε κανένας από την οικογένειά μας. Γεράσαμε μαζί με τα παιδιά. Θα ζούσαν άραγε τώρα; Μπορεί. Την αγάπαγαν αυτά τα παιδιά τη ζωή». Η κυρία Ερμιόνη, η οποία ζει στη ρίζα του βουνού Σκουτάρα, περίπου δέκα χιλιόμετρα από τη Χειμάρρα, έζησε από κοντά -σχεδόν από τα δέκα μέτρα...- το έπος του ‘40. Τις μάχες, το αίμα των φαντάρων, το ρόγχο του αξιωματικού τους λίγο πριν πεθάνει, την ώρα που τους άφηνε το πορτοφόλι του. «Πάρτε το», τους είπε, «εμένα εκεί που θα πάω δεν θα μου χρειαστεί». Στο δικό της διάσελο, 30 μέτρα από την αυλή της, η ιστορία είχε χαρές και πανηγύρια, όταν οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν άτακτα. Δάκρυα, για το στρατιώτη που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της από όλμο. Αγωνία, αν θα γύριζαν τα παιδιά ζωντανά όταν έβγαιναν για μάχη. Αν οι όλμοι που έπεφταν κατά δεκάδες τούς κομματιάσουν όλους. Μοιρολόι, για τους έξι τελευταίους υπερασπιστές του νοτιοδυτικού μετώπου, που έπεσαν νεκροί από τα πολυβόλα των Ιταλών. Αλλά και αγανάκτηση, γιατί κανένας δεν ενδιαφέρθηκε «για τα παιδιά αυτά, να τους ξεθάψει να τους πάει στους δικούς τους, να τους θάψουν στον τόπο τους, να νιώσουν το δάκρυ των δικών τους. Εμ, λέτε δεν καταλαβαίνουν οι νεκροί;».
«Εγώ θα πεθάνω και ακόμη... Εμένα ο πατέρας μου πήγε πέντε φορές εξορία από τον Χότζα γιατί δεν τους μαρτύρησε ποτέ πού τους είχαμε θάψει. “Πού είναι θαμμένοι οι Ελληνες;”, τον ρωτούσαν και αυτός τους απαντούσε πως δεν ήξερε. Μια μέρα ένας Αλβανός αστυνομικός τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος γέλασε. “Εγώ”, μας έλεγε, “δεν θα τους προδώσω. Μην τους προδώσετε ούτε εσείς”. Επαιρνε τα ρούχα του και άντε στην εξορία». Η κ. Ερμιόνη ξεσπάει. Εκεί στο χωράφι με τις ελιές, δυο ξύλινοι σταυροί στηριγμένοι με λίγες πέτρες κρύβουν τους ήρωές της. Εψαξε η ίδια. Εψαξε ο ξάδερφός της να βρουν τους συγγενείς των νεκρών, αλλά μάταια. «Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς». Και ευτυχώς, όπως λέει, «βρέθηκαν οι νέοι της Ομόνοιας και έστησαν ένα μνημείο. «Εγώ τους δώρισα το χώρο. Ετσι μου είχε πει ο πατέρας μου. Κάτι είναι κι αυτό. Αλλά δεν είναι κρίμα το ελληνικό κράτος να μην ενδιαφερθεί; Ενας να έρθει ν’ ανάψει ένα καντήλι; Ενα κερί; Και να σκεφτείτε ότι εμένα ήρθαν τώρα οι Αλβανοί και μου έκαναν παρατήρηση γιατί τους άφησα να κάνουν μνημείο στο χωράφι μου. Και εγώ τους είπα: “Ετσι, γιατί αυτό το χωράφι έχει στοιχειώσει από το αίμα τους”. Και ότι είναι δικοί μου οι νεκροί και να πάνε από εκεί που ήρθαν. Και μένα τότε μου είπαν ότι θα με πάνε φυλακή. Και εγώ τους είπα να με πάνε, κάποιος θα βρεθεί να με βγάλει. “Αλλά και να μη με βγάλει κανένας, δεν με νοιάζει. Ο πατέρας μου πήγε πέντε φορές εξορία. Ε, μο διάολε. Τους νεκρούς μου δεν θα τους προδώσω”...».
Οι αχλαδιές προστάτευσαν τους τάφους
Ηταν πια Απρίλης του 1941. Η υποχώρηση είχε αρχίσει. Οι Ιταλοί άρχισαν να χτυπούνε από παντού. Ενας ένας οι μαχητές έπεφταν νεκροί. Αλλοι πέντε και ένας ο Αλογογιάννης έξι. «Στο σπίτι γινόταν θρήνος. Ο Προβατάς, ένα από τα παιδιά, ζούσε πλημμυρισμένος στα αίματα. Εδωσε το πορτοφόλι στον πατέρα μου, πέθανε κι αυτός. Τους έδεσαν με τις κουβέρτες. Εσκαψαν λίγο στο χωράφι, ίσα ίσα για να τους σκεπάσουν. Εμείς είχαμε απομακρυνθεί μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σαν γυρίσαμε, τους είδαμε τους τάφους. Οι μύτες από τα άρβυλα ξεχώριζαν από το χώμα. Ορμήσαμε κι εμείς τα μικρά παιδιά και αρχίσαμε να τα σκεπάζουμε. Δύο οι τάφοι, έξι οι νεκροί. Ο πατέρας μου αργότερα φύτεψε στους δύο τάφους από μια αχλαδιά. Το χωράφι ανήκε στο συνεταιρισμό και υπήρχε φόβος όπως θα οργωνόταν να βρούνε τα οστά των παιδιών. Ετσι, με τις αχλαδιές λύθηκε το πρόβλημα». Η κ. Ερμιόνη δεν ξεχνάει την ταφή των στρατιωτών. Αλλά και το μετά. «Σε κάθε γιορτή η μάνα μου νύχτα μεσάνυχτα πήγαινε και άναβε ένα κερί. Δεν έπρεπε να μας δει κανείς. Εμείς όμως πηγαίναμε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, την 25η Μαρτίου αλλά και την 28η Οκτωβρίου. Ερχονταν οι Αλβανοί και έψαχναν, αλλά εμείς δεν τους είπαμε τίποτε». Με την πτώση του καθεστώτος του Χότζα, η οικογένεια Πρίγκου τοποθέτησε δύο σταυρούς στους τάφους. Αναψε κεριά. Στάθηκε με ευλάβεια. Παράλληλα, άρχισε να αναζητά τους συγγενείς των νεκρών αλλά και κάποιον υπεύθυνο από την ελληνική πλευρά, για να στηθεί ένα μνημείο και να μεταφερθούν τα οστά στην Ελλάδα. «Μόνοι τους πολέμησαν. Μόνοι τους και τώρα;».
Το μνημείο στήθηκε, τελικά, από τους νέους της Ομόνοιας. Τα οστά όμως εκεί, στο χωράφι. Η κ. Ερμιόνη, παρά τις απειλές των Αλβανών, παραχώρησε μια γωνιά από το χωράφι της για το μνημείο -«ήταν απαίτηση του πατέρα μου»-, στο οποίο χαράχτηκαν τα ονόματα των νεκρών: Παναγιώτης Αλογογιάννης, Καμάρι 1917. Ανδρέας Προβατάς, Κέρκυρα. Ματθαίος Λαγός, Δημήτρης Σέλας, Κοντόσταυλο Κορινθίας, Νικόλαος Κτημαδάκης, Ηράκλειο Κρήτης, Κέρκης (Μοραΐτης).
Σταμάτησαν τα τανκς με κουβέρτες
«“Αέρα, φούσκωστ’ στο μπουτ’”, φώναζαν οι στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη. Σαν να τους ακούω τώρα. Σαν να τους βλέπω να ανεβαίνουν το ύψωμα του Αϊ-Θανάση μέσα στο χιόνι. Εμείς τους βλέπαμε από τα σπίτια. Μας φαίνονταν τότε εμάς ήρωες, ελευθερωτές, θεόρατοι γίγαντες...». Ο κ. Δημοσθένης Κουρεμένος, 81 χρόνων, συνταξιούχος δάσκαλος, ήταν από τα παιδιά που έσπευσαν κρατώντας μια ελληνική σημαία να υποδεχτούν τον ελληνικό στρατό. «Μου φαίνονταν ψηλοί. Μέσα στις χλαίνες τους, αξύριστοι όπως ήταν, είχαν κάτι που μας συνέπαιρνε εμάς τα παιδιά. Μετά ήρθαν οι αξιωματικοί και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μας. Και δίπλα ακριβώς είχαν το πεδινό χειρουργείο. Εφερναν τους τραυματίες και τους αρρώστους με τα ασθενοφόρα. Πρέπει να ήταν λεωφορεία που τα είχε επιτάξει ο στρατός. Οι γιατροί μαγείρευαν και έτρωγαν εδώ. Μας έδιναν και μας και κάναμε μια χαρά... Μετά όμως ήρθαν τα δύσκολα. Εβγαινα πίσω από το σπίτι και τι έβλεπα; Χέρια και πόδια κομμένα που τα έθαβαν σε μια γωνιά. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μα, κάτω δεν το έβαζαν ούτε οι τραυματίες ούτε οι στρατιώτες που είχαν σκορπιστεί σε όλα τα σπίτια. Εκαναν επιθέσεις συνέχεια. Ο λόφος του Αϊ-Θανάση ήταν πολύ σημαντικό σημείο για την πορεία της αντεπίθεσης και οι αξιωματικοί έδιναν συνέχεια διαταγές. Οι στρατιώτες πολεμούσαν και οι γυναίκες του χωριού τούς πήγαιναν πολεμοφόδια φορτωμένα στην πλάτη τους και φαγητό, με πρώτη την Αμαλία Μπίστη. Ε, με τα πολλά το ύψωμα έπεσε. Οι Ιταλοί έφυγαν και εμείς πανηγυρίζαμε πίσω».
Παράλληλα με τον ελληνικό στρατό, και οι Ιταλοί επιχείρησαν να καταλάβουν τους Βουλιαράτες. Μια φορά επιχείρησαν να μπουν στο χωριό με τανκς. Ετρεξαν τότε μερικοί στρατιώτες, κρύφτηκαν πίσω από τα βάτα και μόλις πέρασαν τα τανκς, πέταξαν στο δρόμο κουβέρτες. Μπλέχτηκαν οι κουβέρτες με τις ερπύστριες και τα τανκς ακινητοποιήθηκαν. Αυτή δεν ήταν παρά μία από τις πολλές μικρές μάχες που έδιναν οι στρατιώτες.
Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε
Στους Βουλιαράτες σήμερα υπάρχει το μοναδικό ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο. Εκεί είχαν ταφεί όσοι στρατιώτες πέθαναν στο πεδινό νοσοκομείο, αλλά και όσοι σκοτώθηκαν στις μάχες για την κατάληψη του Αϊ-Θανάση. Ο 70χρονος Γιώργος Πάκος, συνταξιούχος ράφτης πια, φροντίζει να ανάβει ένα καντήλι, να καθαρίζει τους τάφους. «Δεν πρέπει να τους ξεχάσουμε. Εγώ γι’ αυτό προσπαθώ. Αυτό το νεκροταφείο το έσωσε ο θείος μου, Δημήτρης Πάκος. Αυτός ήξερε και τα ονόματα. Και όταν επί Χότζα δόθηκε εντολή να καταστραφούν οι σταυροί, αυτός τους πήρε και τους έθαψε για να μείνουν τα ονόματα. Και τα είχε γράψει αυτά. Ετσι σώθηκαν».
Το θέμα των ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων απασχόλησε αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος την Ελλάδα. Εγιναν προσπάθειες συλλογής των οστών των Ελλήνων στρατιωτών στην Κλεισούρα, την Πρεμετή, το Τεπελένι. Οι δύο πλευρές έχουν έρθει σε συμφωνία, η οποία όμως δεν έχει αρχίσει ακόμη να εφαρμόζεται. Η ελληνική πλευρά εκτιμά πως περίπου 7.000-9.000 είναι οι νεκροί στρατιώτες που δεν έχουν εντοπιστεί...
«Ανατρίχιαζες όταν ηχούσε η σάλπιγγα για τους βομβαρδισμούς»
«Ο Οκτώβρης είχε 28. Στο δρόμο περνούσαν οι Ιταλοί. Αυτοκίνητα, τανκς, κανόνια. Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Βγήκε στην αυλή. “Ε, τους κερατάδες (για τους Ελληνες το έλεγε), να μην τους ρίξουν μια τουφεκιά! Να τους σταματήσουν λίγο”, είπε και μπήκε στο σπίτι. Σε λίγες μέρες που άρχισε η αντεπίθεση, τι χαρά που έκανε! Τραγουδούσε κι αυτός το “κορόιδο Μουσολίνι”, τον... εθνικό ύμνο. Ολοι στο χωριό ζούσαμε μεγάλες στιγμές». Ο 81χρονος Γιάννης Γκίκας στους Ζερβάτες, ένα χωριό που βρέθηκε στο κέντρο των επιχειρήσεων, ήταν από τους νέους που έζησαν τον πόλεμο, τις νίκες του στρατού, τις αγωνίες του. «Θυμάμαι μια μέρα περνούσαν οι δικοί μας και είχαν στη μέση Ιταλούς αιχμαλώτους. Είναι σαν να τους βλέπω τώρα μπροστά μου. Με σκυμμένα κεφάλια, χαμένοι στις χλαίνες τους. Οσο έμεναν οι στρατιώτες εδώ, εμείς τα παιδιά περνούσαμε ζάχαρη. Στην άκρη του χωριού είχε στρατοπεδεύσει το τμήμα οδοποιίας. Εμείς τα παιδιά πηγαίναμε κάθε μεσημέρι και μας έδιναν φαγητό. Παίρναμε και για το σπίτι. Φασολάδα, ρέγκες, μπακαλιάρο, χαλβά, η καλύτερή μας. Μας έριχναν τα αεροπλάνα συνεχώς και τις περισσότερες ώρες ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας...».
Στις 6 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Δερβιτσάνη, το χωριό όπου τελικά εγκαταστάθηκε και το στρατηγείο. «Μπροστά οι τσολιάδες και πίσω οι άλλοι. Εμείς είχαμε παραταχθεί δεξιά και αριστερά του δρόμου και χειροκροτούσαμε. “Θα νικήσουμε”, φώναζαν οι στρατιώτες. “Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα”. Ηρθαν και οι στρατηγοί. Ο Κοσμάς με τον Δεμέστιχα. Το Γενάρη ήρθε και ο διάδοχος ο Παύλος. Σε ένα σπίτι είχε εγκατασταθεί ο Γεώργιος Ράλλης, αξιωματικός τότε», θυμάται ο 82χρονος Μιχάλης Μάλλιος.
Πολλές οι αερομαχίες πάνω από τη Δερβιτσάνη. «Κάθε φορά που τα ιταλικά αεροπλάνα έρχονταν να βομβαρδίσουν, ηχούσε η σάλπιγγα και εμείς κλεινόμασταν στα σπίτια. Ανατρίχιαζες...». Ο Μάνθος Μπόμπορης, 87 χρόνων, εργαζόταν σε φούρνο στο Αργυρόκαστρο. «Βγάζαμε κουραμάνες για το στρατό. Μια μέρα μια βόμβα έπεσε δίπλα στο φούρνο. Θυμάμαι, έρχονταν τότε οι στρατιώτες και μας ρωτούσαν “πού είναι, ρε παιδιά, οι Ιταλοί;”. Και εμείς χαιρόμασταν...».
Η σάλπιγγα ήχησε και όταν άρχισε η υποχώρηση. «Τότε μας είπαν οι αξιωματικοί να μη βγαίνουμε από τα σπίτια, γιατί αυτοί θα ρίχνουν με όποια όπλα είχαν. Ηταν δύσκολες οι ώρες της υποχώρησης. Ευτυχώς οι Ιταλοί δεν μας πείραξαν», λέει ο 83χρονος Χρήστος Δέδες.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου