GuidePedia

0

2. Η παραδοσιακή ακαδημαϊκή προσέγγιση
Η ύπαρξη ενός ακαδημαϊκού χώρου δεν σημαίνει και την εξασφάλιση ενός κοινού λόγου. Ακόμα και μέσα στην παραδοσιακή ακαδημαϊκή κοινότητα παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια ομαδοποίησης δεκάδων ιστορικών που αναφέρονται στους Έλληνες σε τρεις βασικές κατηγορίες με σκοπό να παρουσιαστούν με ένα συνοπτικό και κατανοητό τρόπο.
α) Η «ανταγωνιστική» προσέγγιση.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της εκλαϊκευτικής προσέγγισης και ορισμένων κειμένων που εκλαμβάνονται ως «ακαδημαϊκά» από ένα μέρος τουλάχιστον του ακαδημαϊκού κόσμου δεν είναι ευδιάκριτη.
Το κοινό τους σημείο είναι ο απολογητικός και εθνικός τόνος και η απεγνωσμένη προσπάθεια να τεκμηριωθεί το τουρκικό εθνικό δίκαιο. Οι συγγραφείς αυτοί ταυτίζονται απόλυτα με ένα ιδεατό παρελθόν του έθνους και του κράτους τους. Αυτό που τους διαφοροποιεί είναι το ύφος. Η γραφή των πρώτων (εκλαϊκευτικών) είναι πλησιέστερα στην αφηγηματική και οι εκφράσεις τους εκλαϊκευμένες, ενώ οι δεύτεροι (ανταγωνιστές) ακολουθούν ορισμένα πρότυπα που συνηθίζονται και τυπικά τηρούνται στον επιστημονικό λόγο: μεθοδική ταξινόμηση της ύλης, συχνές υποσημειώσεις που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την εγκυρότητα των λεχθέντων, πιο αποστασιοποιημένες εκφράσεις, απόκρυψη προσωπικών αισθημάτων, αποφυγή της χρήσης του πρώτου προσώπου του πληθυντικού στην αφήγηση κ.α. Στην ουσία όμως υποστηρίζουν τις ίδιες απόψεις.
Ο Niyazi Berkes, διακεκριμένος ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, διώχθηκε το 1948 από την Τουρκία για τις προοδευτικές του ιδέες και τελικά δίδαξε πολλά χρόνια στον Καναδά, στο Πανεπιστήμιο Mc Gill. O Berkes προσπαθεί να τεκμηριώσει ότι η σύγχρονη Ελλάδα είναι μια θεοκρατική χώρα όπου η συντηρητική, εθνικιστική και οπισθοδρομική Εκκλησία είναι κυρίαρχη στο πολιτικό πεδίο. Η δε εικόνα του Έλληνα σκιαγραφείται με τους εξής χαρακτηρισμούς: το Πατριαρχείο, η πηγή όλων των συνωμοσιών κατά των Τούρκων, αποκαλείται «μεγαλο-μανιακό», ο ελληνικός λαός θεωρείται ότι διακατέχεται από «εθνική νεύρωση» , «το πείσμα και η ψωρο-υπερηφάνεια της ορθοδοξίας μετατρέπει την ανθρώπινη ψυχή στο μαύρο χρώμα των παπάδων», «το ελληνικό έθνος είναι ένα πολύ μικρό έθνος που δημιούργησαν οι φοροφυγάδες πλοιοκτήτες» [1].
Υβριστικές εκφράσεις αυτού του μεγέθους είναι συνήθεις στον «εκλαϊκευμένο» ιστορικό λόγο αλλά όχι στα κείμενα των επαγγελματιών τούρκων ιστορικών. Ο Salahi Sonyel, υπεραμύνεται της οθωμανικής κληρονομιάς και υποστηρίζει ότι η ισότητα ήταν κυρίαρχη[2], δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ θρησκευτικών ομάδων [3] αλλά οι Έλληνες ακολουθώντας το όραμα της Μεγάλης Ιδέας τελικά έβλαψαν το κράτος [4].
Ο Berkes, μεταφέρει σε ένα άλλο του βιβλίο τις απόψεις ενός πρωτοπόρου εθνικιστή ιστορικού, του Yusuf Akçura, εκφρασμένες το 1914: «Οι Εβραίοι, οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της χώρας είναι οι μεσάζοντες και οι συνεργάτες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Εάν οι Τούρκοι δεν επιτύχουν να δημιουργήσουν δική τους αστική τάξη, η δυνατότητα επιβίωσης της τουρκικής κοινωνίας, η οποία αποτελείται μόνο από αγρότες και δημοσίους υπαλλήλους, θα είναι πολύ μικρή» [5].
Ακόμη και ο κορυφαίος ιστορικός Ömer Barkan, έγραφε ότι με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ [6] που αναγνώριζαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης στους Έλληνες και στους Αρμένιους «κάναμε (οι τούρκοι) ένα ασυγχώρητο λάθος» , επειδή με αυτόν τον τρόπο οι «ξένοι», που σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν άλλοι από τους νόμιμους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα κέρδιζαν οικονομική ισχύ [7].
Ο «Άλλος» συχνά εκλαμβάνεται ως αποδιοπομπαίος τράγος και η διάθεση να παρουσιαστεί υπαίτιος όλων των εθνικών συμφορών είναι έκδηλη [8].
Στα κείμενα αυτής της προσέγγισης αναπτύσσονται οι τουρκικές πολιτικές ερμηνείες και θέσεις, η δε ιστορία χρησιμοποιείται επιλεκτικά ή αυθαίρετα για να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα επαγρύπνησης κατά της ελληνικής «επιθετικότητας» και της «Μεγάλης Ιδέας». Δύο εργασίες εθνικιστικής έμπνευσης σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου, π.χ. υποστηρίζουν ότι τα νησιά θα έπρεπε, για την ασφάλεια της Τουρκίας, να ανήκουν σε αυτήν [9].




β) Η «μετριοπαθής» προσέγγιση.


Η ανταγωνιστική/συγκρουσιακή διάθεση δεν χαρακτηρίζει όλους τους Τούρκους «παραδοσιακούς» ιστορικούς που αναφέρονται στους Έλληνες. Συχνά η απολογητική διάθεση συνυπάρχει με μια ειλικρινή προσπάθεια για μια αξιοπρεπή έρευνα.
Η Gülnihal Bozkurt, το έργο της οποίας βασίζεται σε τουρκικές, γερμανικές και αγγλικές πηγές, πραγματεύεται τη νομική θέση και τα προνόμια των μη μουσουλμάνων (Zimmi)[10]. Αναγνωρίζεται ότι οι χριστιανοί της αυτοκρατορίας δεν είχαν ίσα δικαιώματα με τους μουσουλμάνους.
Απαριθμούνται πολλές περιπτώσεις ανισότητας εις βάρος χριστιανών και Εβραίων: δεν υπήρχε ισότητα στις εμπορικές και χρηματικές συναλλαγές, οι «άλλοι» έπρεπε να κατοικούν στα περίχωρα των πόλεων, να ντύνονται διαφορετικά από τους μουσουλμάνους, να μην έχουν δούλους, να μη χτίζουν νέους ναούς κ.α. [11].
Αλλά τα τελικά πορίσματα της Bozkurt τονίζουν άλλες καταστάσεις. Διαβάζουμε για «την άνετη ζωή των Zimmi στις περιόδους που το κράτος ήταν ισχυρό», «για την απόλυτη ανεκτικότητα του κράτους και για το δικαίωμα ζωής που τους παραχωρήθηκε», για πρακτικές που τελικά «μετατράπηκαν σε προνόμια υπέρ των Ζimmi» κ.α. [12].

H ίδια αντιφατική αξιολόγηση παρατηρείται και στο έργο του Bilal Eryilmaz ο οποίος αναγνωρίζει και υπογραμμίζει την ανισότητα μεταξύ των μουσουλμάνων και των χριστιανών, εις βάρος των δεύτερων, και δίνει παραδείγματα.
Η κοινωνία αποτελείται από δύο βασικές ομάδες πολιτών: τους κυρίαρχους και τους υποτελείς (hakim/mahkum millet). Αλλά πάλι καταλήγει στο ότι «μέσα στο οθωμανικό κράτος τα δικαιώματα που παραχωρήθηκαν στους μη μουσουλμάνους εξαρχής ακολούθησαν μια βελτιωτική πορεία και νέα δικαιώματα προστέθηκαν σε αυτά» [13].
Σε αυτού του είδους τις μελέτες, οι ιστορικοί υπερασπίζονται τα «εθνικά συμφέροντα» και τις «εθνικές θέσεις» με σχετικά αξιοπρεπή τρόπο, χωρίς ακραίες εκφράσεις και τοποθετήσεις.


γ) Η «φιλελεύθερη» προσέγγιση.


Ορισμένοι γνωστοί ιστορικοί δεν παρουσιάζουν τις απολογητικές τάσεις υπέρ του κράτους και του έθνους «τους» όπως οι παραπάνω, ωστόσο δεν μοιάζουν να έχουν διάθεση να αποδώσουν ατυχείς, άδικους ή κατακριτέους χειρισμούς στην πλευρά με την οποία ταυτίζονται.
Στις εργασίες του Halil Inalcik σχετικά με την Οθωμανική Αυτοκρατορία π.χ. η «επιστημονική αποστασιοποίηση» κυριαρχεί.
Η θετική συμπεριφορά των Οθωμανών υπέρ των Ελλήνων εκφράζεται διακριτικά και έμμεσα. Κάποτε οι Έλληνες παρουσιάζονται «να έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις όπως και οι μουσουλμάνοι, αφού έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, δηλαδή τους φόρους που τους αναλογούν» [14].
Ο ιστορικός αναφέρει τη θετική μεταχείριση που επεφύλαξε ο σουλτάνος Μωάμεθ στους «Ρωμιούς» μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης εγκαθιστώντας τους στην πόλη [15]. Ορισμένες δε μεγάλες βυζαντινές οικογένειες κατείχαν ισχυρές οικονομικές θέσεις: "για να υποστηρίξουν τα κρατικά συμφέροντά τους, οι Οθωμανοί ακολούθησαν τις ισλαμικές συνταγές με ένα φιλελεύθερο τρόπο και υπέρ των Zimmi" [16].
Πάντως οι κακουχίες των «μιλλέτ» συνήθως δεν αποτελούν αντικείμενο της έρευνάς του[17].

Ο ιστορικός Kemal Karpat, σε αντίθεση με τον Inalcik, ο οποίος έχει δώσει μεγαλύτερη σημασία στις οικονομικές διαστάσεις, ασχολήθηκε με τον κοινωνικό ρόλο των «μιλλέτ». Αυτός ο οθωμανικός θεσμός, σύμφωνα με τον ιστορικό, συνέτεινε στο να εξελιχθούν οι κοινότητες σε «έθνη» [18]. Ο λόγος του είναι επαινετικός όταν αναφέρεται σε αυτό το σύστημα διοίκησης και οργάνωσης [19].

doctor
Υ.Γ. Οι φωτογραφίες που παραθέτω είναι από τουρκικά sites και έχουν δημοσιευθεί σε σχολικά και ιστορικά βιβλία. Ο σκοπός, και στις δύο πλευρές του Αιγαίου ο ίδιος: η καλλιέργεια του μίσους, η θυματοποίηση του "αγνού" μας έθνους και η δαιμονοποίηση του "άλλου".

Δημοσίευση σχολίου

 
Top