Δεν μου έχει τύχει να συμφωνώ συχνά με τον Πάνο Παναγιωτόπουλο. Αναγνωρίζω όμως ότι αυτά που είπε την Παρασκευή στο ραδιοσταθμό «Θέμα 9.89» έχουν λογική. Ο εκπρόσωπος της ΝΔ υποστήριξε, πως «εάν η κυβέρνηση της Ν.Δ. έπαιρνε τα μέτρα το Σεπτέμβριο, εάν δεν πήγαινε σε εκλογές, θα είχαμε γλιτώσει την ταλαιπωρία των 6 μηνών. Το κόστος του δανεισμού δεν θα είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Η χώρα θα είχε διατηρήσει την αξιοπιστία της. Θα γίνονταν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις και ας πηγαίναμε στα τέλη Φεβρουαρίου και εκεί ας αναλάμβανε ο κ. Παπανδρέου το κόστος να τινάξει την ομαλότητα της χώρας στον αέρα και να πει «δεν ψηφίζω τον Παπούλια και σας πάω σε εκλογές»
. Ο συνομιλητής του, ο δημοσιογράφος Μπάμπης Παπαπαναγιώτου έβγαλε το εύλογο συμπέρασμα: «άρα, την βασική ευθύνη την φέρει ο Κώστας Καραμανλής». Τόσο ανοιχτά δεν ήθελε να το πεί όμως ο κ. Παναγιωτόπουλος και με έναν ελιγμό μετέθεσε την ευθύνη στους στενούς συνεργάτες του πρώην Πρωθυπουργού: «κάποια στιγμή πρέπει να καθίσουμε να κάνουμε μια εσωτερική συζήτηση. Να δούμε ποιοι έπεισαν και γιατί τον κ. Καραμανλή, να πάμε σε εκλογές».
Αν κάτι δείχνει αυτός ο διάλογος, είναι πως οι επιλογές του πρώην Πρωθυπουργού αμφισβητούνται ανοικτά στο ίδιο του το κόμμα, όχι μόνον επειδή προκάλεσαν ζημιά στη ΝΔ αλλά και επειδή έβλαψαν το συμφέρον της χώρας: Τι άλλο σημαίνουν οι φράσεις ότι «το κόστος δανεισμού δεν θα είχε εκτοξευθεί στα ύψη και ότι «η χώρα θα είχε διατηρήσει την αξιοπιστία της»; Γλώσσα λανθάνουσα του παρορμητικού Πάνου; Μάλλον όχι. Σημειώνω ότι την ίδια ώρα περίπου, ο Αντώνης Σαμαράς ανέλυε στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ τις αιτίες για τη στάση την οποία τήρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις μέσα στο ευρώ (ένα αντικείμενο που κατέχει). Μίλησε λοιπόν ο αρχηγός της ΝΔ για την «κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που συντελέσθηκε την τελευταία δεκαπενταετία», λόγω των όρων της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Και απέδωσε την ευθύνη «στο γεγονός ότι έκτοτε δεν έγιναν οι μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν την Ελληνική Οικονομία να αντέξει το κοινό νόμισμα». Ο Σαμαράς αναφέρθηκε ονομαστικά στη δεύτερη τετραετία Σημίτη. Προτίμησε να μην αναφέρει καν ότι μέσα στη δεκαπενταετία αυτή συμπεριλαμβάνεται και η διακυβέρνηση της χώρας από τον Καραμανλή. Ένας τόσο καλός χειριστής του λόγου, ο οποίος γράφει ο ίδιος τις ομιλίες του, αντιλαμβάνεται όμως πολύ καλά τι συνάγεται από τα συμφραζόμενα. Ο Αντώνης Σαμαράς θα προτιμούσε να ξεχαστεί η περίοδος της πάλαι ποτέ «νέας διακυβέρνησης».
Παρά το γεγονός λοιπόν, ότι η Ρηγίλλης εξακολουθεί να καλύπτει φραστικά τον πρώην Πρωθυπουργό, για λόγους ισορροπίας, γιατί θεωρεί ότι ένα ακόμα εσωτερικό μέτωπο πέραν αυτού με την κυρία Μπακογιάννη δεν είναι ότι καλύτερο στη δεδομένη συγκυρία, είναι σαφές ότι έχει επίγνωση της τη ζημιάς που υφίσταται από την κληρονομιά του πρώην Πρωθυπουργού, ως κυβερνήτη της χώρας. Στην πραγματικότητα, ο Αντώνης Σαμαράς μαδάει τη μαργαρίτα, αν θα πρέπει να επιχειρήσει να απεγκλωβιστεί από αυτήν την κληρονομιά, έστω και αν αυτό όπως υποστηρίζουν πολλοί στη ΝΔ υπονομεύει την κυβερνητική αξιοπιστία της ΝΔ στο άμεσο μέλλον, ή αν θα συνεχίσει να την υπερασπίζεται, εισπράττοντας όμως βαρύ πολιτικό κόστος σε μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα της κοινής γνώμης που αποδίδει την ευθύνη για το χάλι που έφτασε η χώρα στον πρώην Πρωθυπουργό.
Δεν είναι καθόλου απίθανο, το δίλημμα αυτό να το λύσει η ζωή. Γιατί και ο ίδιος ο πρώην Πρωθυπουργός είναι πια με την πλάτη στον τοίχο σε ότι αφορά τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας και κάπως θα πρέπει να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του. Ούτως ή άλλως η εκκωφαντική σιωπή του σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για τη χώρα δεν μεταφράζεται ως απόμακρη μεγαλοπρέπεια, όπως πιθανόν θα επιθυμούσε, αλλά ως αναισθησία. Είναι λοιπόν επόμενο να εξετάζει αν πρέπει αναθεωρήσει τη στάση του, όπως ήδη έγραψε ο Γιώργος Μελιγκώνης στο newstime.gr
Βεβαίως, ο πρώην Πρωθυπουργός έχει ένα πρόβλημα: Τι ακριβώς θα μας πει; Ήδη η κριτική του Πάνου Παναγιωτόπουλου είναι συντριπτική: «γιατί δεν πήρες εσύ τα μέτρα;» είναι το ερώτημα; Και είναι βέβαιο ότι η κριτική αυτή δεν πρόκειται να περιοριστεί στο χρονικά περιθώρια που την τοποθετεί ο Εκπρόσωπος της ΝΔ. Γιατί αν είχε πάρει μέτρα το Σεπτέμβρη ο Κώστας Καραμανλής, αντί να πάει σε εκλογές, πιθανόν να είχε καταφέρει μόνο να σώσει την υστεροφημία του και εκείνη της παράταξης του μέσα από μια ηρωϊκή έξοδο. Το αμείλικτο ερώτημα όμως που δικαιούνται να του απευθύνουν οι πολίτες είναι τι έκανε από τις 15 Σεπτεμβρίου 2008, από την κατάρρευση της Lehmann Brothers και για έναν ολόκληρο χρόνο που σερνόταν ως Πρωθυπουργός της χώρας.
Σε κάποιο σημείο της ομιλίας του στην κοινοβουλευτική ομάδα ο κ. Σαμαράς είπε ότι «κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, πείθω, αποφασίζω και πράττω». Αλήθεια, τι πρόβλεψη είχε κάνει για τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης ένας Πρωθυπουργός που όπως παπαγάλιζαν κατά κόρον τα στελέχη του, οι βουλευτές του και οι απολογητές του όταν ασκούσε κάποιος κριτική στα πεπραγμένα του: «είχε ολοκληρωμένη εικόνα και γι’ αυτό έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις»; Το ότι η ύφεση στην οποία είχε βυθίσει η κρίση των subrimes τις ΗΠΑ θα είχε επιπτώσεις στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας όφειλε να το έχει καταλάβει από την άνοιξη του 2008, δύο συνόδους Κορυφής άλλωστε είχε αφιερώσει η ΕΕ σε αυτό το ζήτημα. Να δεχτούμε, ότι δύσκολα μπορούσε να επικοινωνήσει την κατάσταση στον κόσμο, πριν η κρίση γίνει πραγματικότητα. Όταν έσκασε η Lehmann όμως τι έκανε; Μήπως εξαντλήθηκε όλη η ενεργητικότητα του στο να συγκαλέσει μια κεντρική Επιτροπή ώστε να κατατροπώσει τον Πέτρο Τατούλη ο οποίος τόλμησε να αμφισβητήσει το μεγαλείο του; Μήπως έχουμε ξεχάσει, ότι η απόφαση να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές επειδή του ζητούσαν το κεφάλι του Θόδωρου Ρουσόπουλου ήταν σχεδόν ειλημμένη, και η οποία αποτράπηκε μόλις το απόγευμα της 1ης Οκτωβρίου μετά από καταλυτική παρέμβαση του τότε προέδρου της βουλής Δημήτρη Σιούφα;
Δεν είχε ο κ. Καραμανλής εικόνα του προβλήματος με το δανεισμό της χώρας; Ασφαλώς είχε. Στις 5 Νοεμβρίου πήρα στα χέρια μου από υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή το πρώτο δημοσίευμα ευρωπαϊκής εφημερίδας, το οποίο αναφερόταν στον προβληματισμό ενός think-tank της Κομισιόν για τις δυνατότητες δανεισμού της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Τα spread των ομολόγων είχαν ήδη τότε αρχίσει να παίρνουν την ανηφόρα. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση κατέθεσε και ψήφισε έναν προϋπολογισμό, που ήδη τότε ήξερε, ότι ήταν ανεφάρμοστος. Και το πρώτο μέλημα του νέου οικονομικού επιτελείου ήταν να ακυρώσει την κατάργηση του αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες που θα έδινε στα δημόσια οικονομικά μια ανάσα 700 εκ ευρώ ετησίως.
Το καράβι μπορεί να όδευε ολοταχώς προς τα βράχια - αν θυμάστε το Δεκέμβρη του 2009 ο Κώστας Σημίτης με άρθρο του στην «Καθημερινή» επισήμαινε τον κίνδυνο, ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ - , όμως ο Κώστας Καραμανλής αναζητούσε διέξοδο της προσωπικής του αμφισβήτησης (δεν μπορούσε βλέπετε να διαγράψει τον 151ο βουλευτή, ούτε όμως και αν ανεχτεί την κριτική) μέσα από τις εκλογές. Υψηλόβαθμο στέλεχος του νέου επιτελείου στο υπουργείο Παιδείας μου αποκάλυψε τότε ότι είχαν εντολή για χρονοδιάγραμμα 100 ημερών. Η κυβέρνηση άρχισε να τάζει παροχές (κάθε μέρα ένας υπουργός υποσχόταν προγράμματα δισεκατομμυρίων για τους αναξιοπαθούντες), να ωραιοποιεί ασυστόλως τις παραδοχές για την ανάπτυξη στο πρόγραμμα Σταθερότητας, να μοιράζει λεφτά στους αγρότες, να υπόσχεται διπλό δώρο του Πάσχα στους ανέργους. Να κάνει δηλώσεις, όπως αυτές του Γιάννη Παπαθανασίου ότι «το πρώτο ζητούμενο δεν μπορεί να είναι ο μηδενισμός των ελλειμμάτων, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές επιπτώσεις» και διαρροές όπως εκείνες του Γιώργου Σουφλιά, πως το θέμα των εκλογών θα το δούμε τέλος Φλεβάρη.
Στις 14 Ιανουαρίου η Standard & Poors υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας. Από την δεύτερη βδομάδα του Γενάρη το spead έφυγε στα ουράνια, και ξεπέρασε στο τέλος του μήνα για πρώτη φορά τις 300 μονάδες βάσης. Διατηρήθηκε σε αυτά τα επίπεδα σχεδόν το μισό Φεβρουάριο. Έντρομη η κυβέρνηση χαμήλωσε τους τόνους της παροχολογίας στη ρητορική της. Εκείνο που μας έσωσε τότε όμως ήταν, ότι ακόμα βρισκόμασταν στο απόγειο της κρίσης και η Ευρώπη είχε μια διαφορετική αντίληψη της αναγκαιότητας να επιδείξει έστω και φραστική αλληλεγγύη. Στις 16.2 ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομικών Πέερ Σταϊνμπρύκ δήλωσε ότι «κάποιες χώρες ενδεχομένως να εγγυηθούν υπό όρους για το δανεισμό χωρών της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα». Αυτό εκτόνωσε τις πιέσεις στα ομόλογα της ευρωζώνης και η κατάσταση εξομαλύνθηκε τους επόμενους μήνες, καθώς οι τραπεζικές μετοχές άρχισαν να ανακάμπτουν διεθνώς.
Η ρητορική της παροχολογίας απέτυχε. Η ψαλίδα στις δημοσκοπήσεις δεν έκλεισε. Στο διάστημα εκείνο όμως η κυβέρνηση είχε δανειστεί ότι μπορούσε να δανειστεί (με τεράστιο επιπλέον κόστος) μια τακτική που συνέχισε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2009 ώστε όπως παρατήρησε με κακεντρέχεια πρώην υπουργός να μην κινδυνεύει να χρεωκοπήσει η χώρα στα χέρια της, ως την στιγμή που θα αποφάσιζε εκλογές. Δήλωνε επίσης ότι θα κάνει ότι χρειάζεται για να μειώσει τα ελλείμματα χωρίς ωστόσο να παίρνει κανένα δυσάρεστο μέτρο (και αυτό, κάτι πρέπει να σας θυμίζει). Μόνον ο Παπαθανασίου τόλμησε να ψελλίσει κάτι για αύξηση του ΦΠΑ, το πήρε όμως αμέσως πίσω μόλις τον άδειασε ο Βαγγέλης Αντώναρος.
Μια Κυριακή του Μάρτη ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ φώναξε τον Κώστα Καραμανλή στις Βρυξέλλες. Στη συνάντηση εκείνη του έδειξε μια λίστα για τη διάρκεια της θητείας του. Από τη μια πλευρά στέκονταν οι υποσχέσεις της Ελλάδας για συγκράτηση των ελλειμμάτων, και από την άλλη πόσες φορές αυτές οι υποσχέσεις διαψεύστηκαν - όλες! Ο Κώστας Καραμανλής που δεν πέρασε καθόλου καλά εκείνο το απόγευμα γύρισε στην Αθήνα και έδωσε εντολή να γίνει κάτι. Έτσι μας προέκυψε η έκτακτη εισφορά και το πάγωμα των μισθών στο δημόσιο.
Ωστόσο η κυβέρνηση ήδη προσανατολιζόταν στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Η έκτακτη εισφορά αποφασίστηκε το Πάσχα, τα πρώτα σημειώματα όμως έφτασαν στους υπόχρεους μετά τις 15 Ιουνίου, για να μην επηρεάσουν αρνητικά την εκλογική συμπεριφορά τους. Ταυτόχρονα το οικονομικό επιτελείο άρχισε να αναζητεί επειγόντως ευφυή «φιλολαϊκά μέτρα» που θα μπορούσαν και να αυξήσουν τα έσοδα και να μην δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους. Κάπως έτσι φτάσαμε στην «τακτοποίηση των ημιυπαίθριων». Ο Κώστας Καραμανλής ο οποίος συγκαλούσε υπό κανονικές συνθήκες υπουργικό συμβούλιο με τη συχνότητα που χιόνιζε στην Αθήνα, έκανε τρία στη σειρά για να δώσει εντολές στους υπουργούς του να περικόψουν τις λειτουργικές δαπάνες και να καταργήσουν οργανισμούς. Τίποτε από αυτά δεν υλοποιήθηκε δεν είχε σημασία όμως. Οι διαδικασίες της ΕΕ μας εξασφάλιζαν την νιρβάνα ως τον Οκτώβριο και ούτως ή άλλως ο Μπαρόζο είχε ανάγκη από την ψήφο μας για την επανεκλογή του.
Ο Παπαθανασίου έλυσε το πρόβλημα της επιδείνωσης όλων των δεικτών της ελληνικής οικονομίας, με το να μη δίνει στοιχεία στη δημοσιότητα. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Γιώργος Προβόπουλος, που θα έπρεπε να είχε χτυπήσει προ πολλού το καμπανάκι του κινδύνου, κάθε άλλο παρά είχε τα κότσια να εκθέσει αυτούς που τον διόρισαν. Το ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσε να αναδείξει τους κινδύνους, ήθελε επίσης να μπορεί να συνεχίσει να χαϊδεύει αυτιά, δεν αποδέχτηκε καν να αναπροσαρμόσει το πρόγραμμα του στις νέες συνθήκες. Ο μόνος που θεώρησε υποχρέωση του να προειδοποιήσει για την πραγματικότητα ήταν ο Αλέκος Παπαδόπουλος ο οποίος δήλωσε στα μέσα Ιουνίου, πως στο πρώτο εξάμηνο του 2009 οι δαπάνες είχαν υπερβεί το στόχο κατά 22% ενώ τα έσοδα τον υπολείπονταν κατά 4%. Αυτό έδινε μια πρόγνωση για πάνω από διψήφιο έλλειμμα στο τέλος του χρόνου και έγινε δεκτή με την ίδια ψυχρότητα σε όλους τους πολιτικούς χώρους.
Αν και η Ελλάδα βρισκόταν ήδη από το Μάρτιο πάλι σε επιτήρηση, καμιά προσπάθεια συμμόρφωσης με τις συστάσεις της Κομισιόν δεν έγινε, ούτε καν μετά την ήττα στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου. Όμως ο χρόνος κύλησε, ο Μπαρόζο επανεξελέγη, η στάση της Κομισιόν απέναντι στην Ελλάδα σκλήρυνε. Το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου είχε γίνει σαφές στην ελληνική κυβέρνηση ότι η παράταση που διέρρεε ότι θα πάρει ο Γιάννης Παπαθανασίου ως το 2011 για τη μείωση των ελλειμμάτων κάτω από το 3% ήταν απλώς ένα καλοκαιρινό όνειρο.
Την ίδια ώρα η ήττα στις ευρωεκλογές είχε απλώς επιτείνει την κυβερνητική αδράνεια. Από το Μαξίμου διέρρεαν ότι ο Πρωθυπουργός θα πάρει πρωτοβουλίες, αλλά εσωκομματικής φύσεως. Ο Ιούνιος έφυγε εν αναμονή των αποφάσεων για το μέλλον της Πατριανάκου, ενώ τον Ιούλιο κυριάρχησε το σήριαλ της παραίτησης Μανώλη. Τον Αύγουστο, ο Πρωθυπουργός πήγε διακοπές. Όταν επέστρεψε αποφάσισε εκλογές. Το επιχείρημα ενός από τους συνεργάτες του ήταν ακαταμάχητο: «Θες να γίνεις ο δεύτερος μετά τον Τρικούπη που θα πεις δυστυχώς επτωχεύσαμεν;»
Το τέλος ήταν αντάξιο της ποιότητας όσων είχαν προηγηθεί. Στις 2 Σεπτεμβρίου ο Πρωθυπουργός απηύθηνε διάγγελμα στους πολίτες ζητώντας εντολή για ένα πρόγραμμα περιοριστικής πολιτικής για μια διετία, ώστε να βγάλει τη χώρα από τη κρίση. Το πρόγραμμα εκείνο ήταν λίθοι και κέραμοι ατάκτως εριμμένοι. Ούτε καν προσέγγιζε τις πραγματικές ανάγκες για δημοσιονομική προσαρμογή. Το στοιχείο που έπρεπε να καταδείξει στους πολίτες την κρισιμότητα της κατάστασης, το πάγωμα των μισθών στο δημόσιο τομέα δεν είχε ποτέ κοστολογηθεί για την απόδοση του, ούτε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, ούτε ο Παπαθανασίου στις συνεντεύξεις του, ούτε ο Γιώργος Κουμουτσάκος, που ανέλαβε τον άχαρο ρόλο του εκπροσώπου στην προεκλογική περίοδο και ρωτήθηκε τρεις φορές μπόρεσαν να απαντήσουν τι θα αποφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό.
Το μέγεθος της ήττας δημιούργησε σε πολλούς εκ των υστέρων την εντύπωση, ότι ο Κώστας Καραμανλής προκήρυξε εκλογές για να ξεφορτωθεί την εξουσία, επειδή δεν άντεχε ούτε να εφαρμόσει την πολιτική που θα του επέβαλλαν με νομοτέλεια οι Βρυξέλλες τον Οκτώβρη, αφού δεν είχε ακολουθήσει τις συστάσεις στη διαδικασία της επιτήρησης, ούτε το ρίσκο να μην τα καταφέρει και να χρεοκοπήσει στα χέρια του η χώρα. Έχω την υποψία όμως από διαρροές της περιόδου Αυγούστου-Σεπτεμβρίου ότι ο Πρωθυπουργός δεν πίστευε ότι θα υποστεί μια τόσο βαριά ήττα. Και ότι έβλεπε στις εκλογές απλώς μια ευκαιρία, να κόψει την αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ (που στη ΝΔ την θεωρούσαν βέβαιη αν η κυβέρνηση θα σάπιζε ως το Μάρτη) και να διατηρήσει για τον εαυτό του ένα ρόλο ρυθμιστή.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η τύχη της χώρας δεν έπαιζε κανέναν ρόλο σε αυτούς τους υπολογισμούς. Γιατί αν έπαιζαν, ακόμα και αν ήθελε να παραδώσει την εξουσία ο κ. Καραμανλής δεν θα το έκανε, αν πίστευε αυτά για τα οποία κατηγορούσε τότε τον Γιώργο Παπανδρέου. Η αλήθεια του δημόσιου λόγου είναι άλλωστε πάντα σχετική.
Η υπενθύμιση των γεγονότων όμως που σημάδεψαν τον τελευταίο χρόνο της ΝΔ δίνει μια άλλη αξία στα ερωτήματα που έθεσε μέσα από το newstime.gr πρόσφατα ο Γιώργος Νικολόπουλος στο άρθρο του «εγκληματίας ο από μηχανής θεός;». Όχι βέβαια, για να του απαγγελθούν κατηγορίες, άλλωστε τον έκρινε ήδη ο λαός στέλνοντας τον απευθείας στην πολιτική αποστρατεία. Όμως, ο πρώην Πρωθυπουργός χρωστάει ακόμα κάποιες απαντήσεις, στην Ιστορία… NEWSTIME
. Ο συνομιλητής του, ο δημοσιογράφος Μπάμπης Παπαπαναγιώτου έβγαλε το εύλογο συμπέρασμα: «άρα, την βασική ευθύνη την φέρει ο Κώστας Καραμανλής». Τόσο ανοιχτά δεν ήθελε να το πεί όμως ο κ. Παναγιωτόπουλος και με έναν ελιγμό μετέθεσε την ευθύνη στους στενούς συνεργάτες του πρώην Πρωθυπουργού: «κάποια στιγμή πρέπει να καθίσουμε να κάνουμε μια εσωτερική συζήτηση. Να δούμε ποιοι έπεισαν και γιατί τον κ. Καραμανλή, να πάμε σε εκλογές».
Αν κάτι δείχνει αυτός ο διάλογος, είναι πως οι επιλογές του πρώην Πρωθυπουργού αμφισβητούνται ανοικτά στο ίδιο του το κόμμα, όχι μόνον επειδή προκάλεσαν ζημιά στη ΝΔ αλλά και επειδή έβλαψαν το συμφέρον της χώρας: Τι άλλο σημαίνουν οι φράσεις ότι «το κόστος δανεισμού δεν θα είχε εκτοξευθεί στα ύψη και ότι «η χώρα θα είχε διατηρήσει την αξιοπιστία της»; Γλώσσα λανθάνουσα του παρορμητικού Πάνου; Μάλλον όχι. Σημειώνω ότι την ίδια ώρα περίπου, ο Αντώνης Σαμαράς ανέλυε στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ τις αιτίες για τη στάση την οποία τήρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις μέσα στο ευρώ (ένα αντικείμενο που κατέχει). Μίλησε λοιπόν ο αρχηγός της ΝΔ για την «κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που συντελέσθηκε την τελευταία δεκαπενταετία», λόγω των όρων της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Και απέδωσε την ευθύνη «στο γεγονός ότι έκτοτε δεν έγιναν οι μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν την Ελληνική Οικονομία να αντέξει το κοινό νόμισμα». Ο Σαμαράς αναφέρθηκε ονομαστικά στη δεύτερη τετραετία Σημίτη. Προτίμησε να μην αναφέρει καν ότι μέσα στη δεκαπενταετία αυτή συμπεριλαμβάνεται και η διακυβέρνηση της χώρας από τον Καραμανλή. Ένας τόσο καλός χειριστής του λόγου, ο οποίος γράφει ο ίδιος τις ομιλίες του, αντιλαμβάνεται όμως πολύ καλά τι συνάγεται από τα συμφραζόμενα. Ο Αντώνης Σαμαράς θα προτιμούσε να ξεχαστεί η περίοδος της πάλαι ποτέ «νέας διακυβέρνησης».
Παρά το γεγονός λοιπόν, ότι η Ρηγίλλης εξακολουθεί να καλύπτει φραστικά τον πρώην Πρωθυπουργό, για λόγους ισορροπίας, γιατί θεωρεί ότι ένα ακόμα εσωτερικό μέτωπο πέραν αυτού με την κυρία Μπακογιάννη δεν είναι ότι καλύτερο στη δεδομένη συγκυρία, είναι σαφές ότι έχει επίγνωση της τη ζημιάς που υφίσταται από την κληρονομιά του πρώην Πρωθυπουργού, ως κυβερνήτη της χώρας. Στην πραγματικότητα, ο Αντώνης Σαμαράς μαδάει τη μαργαρίτα, αν θα πρέπει να επιχειρήσει να απεγκλωβιστεί από αυτήν την κληρονομιά, έστω και αν αυτό όπως υποστηρίζουν πολλοί στη ΝΔ υπονομεύει την κυβερνητική αξιοπιστία της ΝΔ στο άμεσο μέλλον, ή αν θα συνεχίσει να την υπερασπίζεται, εισπράττοντας όμως βαρύ πολιτικό κόστος σε μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα της κοινής γνώμης που αποδίδει την ευθύνη για το χάλι που έφτασε η χώρα στον πρώην Πρωθυπουργό.
Δεν είναι καθόλου απίθανο, το δίλημμα αυτό να το λύσει η ζωή. Γιατί και ο ίδιος ο πρώην Πρωθυπουργός είναι πια με την πλάτη στον τοίχο σε ότι αφορά τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας και κάπως θα πρέπει να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του. Ούτως ή άλλως η εκκωφαντική σιωπή του σε μια τόσο δύσκολη περίοδο για τη χώρα δεν μεταφράζεται ως απόμακρη μεγαλοπρέπεια, όπως πιθανόν θα επιθυμούσε, αλλά ως αναισθησία. Είναι λοιπόν επόμενο να εξετάζει αν πρέπει αναθεωρήσει τη στάση του, όπως ήδη έγραψε ο Γιώργος Μελιγκώνης στο newstime.gr
Βεβαίως, ο πρώην Πρωθυπουργός έχει ένα πρόβλημα: Τι ακριβώς θα μας πει; Ήδη η κριτική του Πάνου Παναγιωτόπουλου είναι συντριπτική: «γιατί δεν πήρες εσύ τα μέτρα;» είναι το ερώτημα; Και είναι βέβαιο ότι η κριτική αυτή δεν πρόκειται να περιοριστεί στο χρονικά περιθώρια που την τοποθετεί ο Εκπρόσωπος της ΝΔ. Γιατί αν είχε πάρει μέτρα το Σεπτέμβρη ο Κώστας Καραμανλής, αντί να πάει σε εκλογές, πιθανόν να είχε καταφέρει μόνο να σώσει την υστεροφημία του και εκείνη της παράταξης του μέσα από μια ηρωϊκή έξοδο. Το αμείλικτο ερώτημα όμως που δικαιούνται να του απευθύνουν οι πολίτες είναι τι έκανε από τις 15 Σεπτεμβρίου 2008, από την κατάρρευση της Lehmann Brothers και για έναν ολόκληρο χρόνο που σερνόταν ως Πρωθυπουργός της χώρας.
Σε κάποιο σημείο της ομιλίας του στην κοινοβουλευτική ομάδα ο κ. Σαμαράς είπε ότι «κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, πείθω, αποφασίζω και πράττω». Αλήθεια, τι πρόβλεψη είχε κάνει για τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης ένας Πρωθυπουργός που όπως παπαγάλιζαν κατά κόρον τα στελέχη του, οι βουλευτές του και οι απολογητές του όταν ασκούσε κάποιος κριτική στα πεπραγμένα του: «είχε ολοκληρωμένη εικόνα και γι’ αυτό έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις»; Το ότι η ύφεση στην οποία είχε βυθίσει η κρίση των subrimes τις ΗΠΑ θα είχε επιπτώσεις στην Ευρώπη και ειδικά στη χώρα μας όφειλε να το έχει καταλάβει από την άνοιξη του 2008, δύο συνόδους Κορυφής άλλωστε είχε αφιερώσει η ΕΕ σε αυτό το ζήτημα. Να δεχτούμε, ότι δύσκολα μπορούσε να επικοινωνήσει την κατάσταση στον κόσμο, πριν η κρίση γίνει πραγματικότητα. Όταν έσκασε η Lehmann όμως τι έκανε; Μήπως εξαντλήθηκε όλη η ενεργητικότητα του στο να συγκαλέσει μια κεντρική Επιτροπή ώστε να κατατροπώσει τον Πέτρο Τατούλη ο οποίος τόλμησε να αμφισβητήσει το μεγαλείο του; Μήπως έχουμε ξεχάσει, ότι η απόφαση να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές επειδή του ζητούσαν το κεφάλι του Θόδωρου Ρουσόπουλου ήταν σχεδόν ειλημμένη, και η οποία αποτράπηκε μόλις το απόγευμα της 1ης Οκτωβρίου μετά από καταλυτική παρέμβαση του τότε προέδρου της βουλής Δημήτρη Σιούφα;
Δεν είχε ο κ. Καραμανλής εικόνα του προβλήματος με το δανεισμό της χώρας; Ασφαλώς είχε. Στις 5 Νοεμβρίου πήρα στα χέρια μου από υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή το πρώτο δημοσίευμα ευρωπαϊκής εφημερίδας, το οποίο αναφερόταν στον προβληματισμό ενός think-tank της Κομισιόν για τις δυνατότητες δανεισμού της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Τα spread των ομολόγων είχαν ήδη τότε αρχίσει να παίρνουν την ανηφόρα. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση κατέθεσε και ψήφισε έναν προϋπολογισμό, που ήδη τότε ήξερε, ότι ήταν ανεφάρμοστος. Και το πρώτο μέλημα του νέου οικονομικού επιτελείου ήταν να ακυρώσει την κατάργηση του αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες που θα έδινε στα δημόσια οικονομικά μια ανάσα 700 εκ ευρώ ετησίως.
Το καράβι μπορεί να όδευε ολοταχώς προς τα βράχια - αν θυμάστε το Δεκέμβρη του 2009 ο Κώστας Σημίτης με άρθρο του στην «Καθημερινή» επισήμαινε τον κίνδυνο, ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ - , όμως ο Κώστας Καραμανλής αναζητούσε διέξοδο της προσωπικής του αμφισβήτησης (δεν μπορούσε βλέπετε να διαγράψει τον 151ο βουλευτή, ούτε όμως και αν ανεχτεί την κριτική) μέσα από τις εκλογές. Υψηλόβαθμο στέλεχος του νέου επιτελείου στο υπουργείο Παιδείας μου αποκάλυψε τότε ότι είχαν εντολή για χρονοδιάγραμμα 100 ημερών. Η κυβέρνηση άρχισε να τάζει παροχές (κάθε μέρα ένας υπουργός υποσχόταν προγράμματα δισεκατομμυρίων για τους αναξιοπαθούντες), να ωραιοποιεί ασυστόλως τις παραδοχές για την ανάπτυξη στο πρόγραμμα Σταθερότητας, να μοιράζει λεφτά στους αγρότες, να υπόσχεται διπλό δώρο του Πάσχα στους ανέργους. Να κάνει δηλώσεις, όπως αυτές του Γιάννη Παπαθανασίου ότι «το πρώτο ζητούμενο δεν μπορεί να είναι ο μηδενισμός των ελλειμμάτων, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές επιπτώσεις» και διαρροές όπως εκείνες του Γιώργου Σουφλιά, πως το θέμα των εκλογών θα το δούμε τέλος Φλεβάρη.
Στις 14 Ιανουαρίου η Standard & Poors υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας. Από την δεύτερη βδομάδα του Γενάρη το spead έφυγε στα ουράνια, και ξεπέρασε στο τέλος του μήνα για πρώτη φορά τις 300 μονάδες βάσης. Διατηρήθηκε σε αυτά τα επίπεδα σχεδόν το μισό Φεβρουάριο. Έντρομη η κυβέρνηση χαμήλωσε τους τόνους της παροχολογίας στη ρητορική της. Εκείνο που μας έσωσε τότε όμως ήταν, ότι ακόμα βρισκόμασταν στο απόγειο της κρίσης και η Ευρώπη είχε μια διαφορετική αντίληψη της αναγκαιότητας να επιδείξει έστω και φραστική αλληλεγγύη. Στις 16.2 ο τότε Γερμανός υπουργός Οικονομικών Πέερ Σταϊνμπρύκ δήλωσε ότι «κάποιες χώρες ενδεχομένως να εγγυηθούν υπό όρους για το δανεισμό χωρών της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα». Αυτό εκτόνωσε τις πιέσεις στα ομόλογα της ευρωζώνης και η κατάσταση εξομαλύνθηκε τους επόμενους μήνες, καθώς οι τραπεζικές μετοχές άρχισαν να ανακάμπτουν διεθνώς.
Η ρητορική της παροχολογίας απέτυχε. Η ψαλίδα στις δημοσκοπήσεις δεν έκλεισε. Στο διάστημα εκείνο όμως η κυβέρνηση είχε δανειστεί ότι μπορούσε να δανειστεί (με τεράστιο επιπλέον κόστος) μια τακτική που συνέχισε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2009 ώστε όπως παρατήρησε με κακεντρέχεια πρώην υπουργός να μην κινδυνεύει να χρεωκοπήσει η χώρα στα χέρια της, ως την στιγμή που θα αποφάσιζε εκλογές. Δήλωνε επίσης ότι θα κάνει ότι χρειάζεται για να μειώσει τα ελλείμματα χωρίς ωστόσο να παίρνει κανένα δυσάρεστο μέτρο (και αυτό, κάτι πρέπει να σας θυμίζει). Μόνον ο Παπαθανασίου τόλμησε να ψελλίσει κάτι για αύξηση του ΦΠΑ, το πήρε όμως αμέσως πίσω μόλις τον άδειασε ο Βαγγέλης Αντώναρος.
Μια Κυριακή του Μάρτη ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ φώναξε τον Κώστα Καραμανλή στις Βρυξέλλες. Στη συνάντηση εκείνη του έδειξε μια λίστα για τη διάρκεια της θητείας του. Από τη μια πλευρά στέκονταν οι υποσχέσεις της Ελλάδας για συγκράτηση των ελλειμμάτων, και από την άλλη πόσες φορές αυτές οι υποσχέσεις διαψεύστηκαν - όλες! Ο Κώστας Καραμανλής που δεν πέρασε καθόλου καλά εκείνο το απόγευμα γύρισε στην Αθήνα και έδωσε εντολή να γίνει κάτι. Έτσι μας προέκυψε η έκτακτη εισφορά και το πάγωμα των μισθών στο δημόσιο.
Ωστόσο η κυβέρνηση ήδη προσανατολιζόταν στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Η έκτακτη εισφορά αποφασίστηκε το Πάσχα, τα πρώτα σημειώματα όμως έφτασαν στους υπόχρεους μετά τις 15 Ιουνίου, για να μην επηρεάσουν αρνητικά την εκλογική συμπεριφορά τους. Ταυτόχρονα το οικονομικό επιτελείο άρχισε να αναζητεί επειγόντως ευφυή «φιλολαϊκά μέτρα» που θα μπορούσαν και να αυξήσουν τα έσοδα και να μην δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους. Κάπως έτσι φτάσαμε στην «τακτοποίηση των ημιυπαίθριων». Ο Κώστας Καραμανλής ο οποίος συγκαλούσε υπό κανονικές συνθήκες υπουργικό συμβούλιο με τη συχνότητα που χιόνιζε στην Αθήνα, έκανε τρία στη σειρά για να δώσει εντολές στους υπουργούς του να περικόψουν τις λειτουργικές δαπάνες και να καταργήσουν οργανισμούς. Τίποτε από αυτά δεν υλοποιήθηκε δεν είχε σημασία όμως. Οι διαδικασίες της ΕΕ μας εξασφάλιζαν την νιρβάνα ως τον Οκτώβριο και ούτως ή άλλως ο Μπαρόζο είχε ανάγκη από την ψήφο μας για την επανεκλογή του.
Ο Παπαθανασίου έλυσε το πρόβλημα της επιδείνωσης όλων των δεικτών της ελληνικής οικονομίας, με το να μη δίνει στοιχεία στη δημοσιότητα. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Γιώργος Προβόπουλος, που θα έπρεπε να είχε χτυπήσει προ πολλού το καμπανάκι του κινδύνου, κάθε άλλο παρά είχε τα κότσια να εκθέσει αυτούς που τον διόρισαν. Το ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσε να αναδείξει τους κινδύνους, ήθελε επίσης να μπορεί να συνεχίσει να χαϊδεύει αυτιά, δεν αποδέχτηκε καν να αναπροσαρμόσει το πρόγραμμα του στις νέες συνθήκες. Ο μόνος που θεώρησε υποχρέωση του να προειδοποιήσει για την πραγματικότητα ήταν ο Αλέκος Παπαδόπουλος ο οποίος δήλωσε στα μέσα Ιουνίου, πως στο πρώτο εξάμηνο του 2009 οι δαπάνες είχαν υπερβεί το στόχο κατά 22% ενώ τα έσοδα τον υπολείπονταν κατά 4%. Αυτό έδινε μια πρόγνωση για πάνω από διψήφιο έλλειμμα στο τέλος του χρόνου και έγινε δεκτή με την ίδια ψυχρότητα σε όλους τους πολιτικούς χώρους.
Αν και η Ελλάδα βρισκόταν ήδη από το Μάρτιο πάλι σε επιτήρηση, καμιά προσπάθεια συμμόρφωσης με τις συστάσεις της Κομισιόν δεν έγινε, ούτε καν μετά την ήττα στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου. Όμως ο χρόνος κύλησε, ο Μπαρόζο επανεξελέγη, η στάση της Κομισιόν απέναντι στην Ελλάδα σκλήρυνε. Το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου είχε γίνει σαφές στην ελληνική κυβέρνηση ότι η παράταση που διέρρεε ότι θα πάρει ο Γιάννης Παπαθανασίου ως το 2011 για τη μείωση των ελλειμμάτων κάτω από το 3% ήταν απλώς ένα καλοκαιρινό όνειρο.
Την ίδια ώρα η ήττα στις ευρωεκλογές είχε απλώς επιτείνει την κυβερνητική αδράνεια. Από το Μαξίμου διέρρεαν ότι ο Πρωθυπουργός θα πάρει πρωτοβουλίες, αλλά εσωκομματικής φύσεως. Ο Ιούνιος έφυγε εν αναμονή των αποφάσεων για το μέλλον της Πατριανάκου, ενώ τον Ιούλιο κυριάρχησε το σήριαλ της παραίτησης Μανώλη. Τον Αύγουστο, ο Πρωθυπουργός πήγε διακοπές. Όταν επέστρεψε αποφάσισε εκλογές. Το επιχείρημα ενός από τους συνεργάτες του ήταν ακαταμάχητο: «Θες να γίνεις ο δεύτερος μετά τον Τρικούπη που θα πεις δυστυχώς επτωχεύσαμεν;»
Το τέλος ήταν αντάξιο της ποιότητας όσων είχαν προηγηθεί. Στις 2 Σεπτεμβρίου ο Πρωθυπουργός απηύθηνε διάγγελμα στους πολίτες ζητώντας εντολή για ένα πρόγραμμα περιοριστικής πολιτικής για μια διετία, ώστε να βγάλει τη χώρα από τη κρίση. Το πρόγραμμα εκείνο ήταν λίθοι και κέραμοι ατάκτως εριμμένοι. Ούτε καν προσέγγιζε τις πραγματικές ανάγκες για δημοσιονομική προσαρμογή. Το στοιχείο που έπρεπε να καταδείξει στους πολίτες την κρισιμότητα της κατάστασης, το πάγωμα των μισθών στο δημόσιο τομέα δεν είχε ποτέ κοστολογηθεί για την απόδοση του, ούτε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, ούτε ο Παπαθανασίου στις συνεντεύξεις του, ούτε ο Γιώργος Κουμουτσάκος, που ανέλαβε τον άχαρο ρόλο του εκπροσώπου στην προεκλογική περίοδο και ρωτήθηκε τρεις φορές μπόρεσαν να απαντήσουν τι θα αποφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό.
Το μέγεθος της ήττας δημιούργησε σε πολλούς εκ των υστέρων την εντύπωση, ότι ο Κώστας Καραμανλής προκήρυξε εκλογές για να ξεφορτωθεί την εξουσία, επειδή δεν άντεχε ούτε να εφαρμόσει την πολιτική που θα του επέβαλλαν με νομοτέλεια οι Βρυξέλλες τον Οκτώβρη, αφού δεν είχε ακολουθήσει τις συστάσεις στη διαδικασία της επιτήρησης, ούτε το ρίσκο να μην τα καταφέρει και να χρεοκοπήσει στα χέρια του η χώρα. Έχω την υποψία όμως από διαρροές της περιόδου Αυγούστου-Σεπτεμβρίου ότι ο Πρωθυπουργός δεν πίστευε ότι θα υποστεί μια τόσο βαριά ήττα. Και ότι έβλεπε στις εκλογές απλώς μια ευκαιρία, να κόψει την αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ (που στη ΝΔ την θεωρούσαν βέβαιη αν η κυβέρνηση θα σάπιζε ως το Μάρτη) και να διατηρήσει για τον εαυτό του ένα ρόλο ρυθμιστή.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η τύχη της χώρας δεν έπαιζε κανέναν ρόλο σε αυτούς τους υπολογισμούς. Γιατί αν έπαιζαν, ακόμα και αν ήθελε να παραδώσει την εξουσία ο κ. Καραμανλής δεν θα το έκανε, αν πίστευε αυτά για τα οποία κατηγορούσε τότε τον Γιώργο Παπανδρέου. Η αλήθεια του δημόσιου λόγου είναι άλλωστε πάντα σχετική.
Η υπενθύμιση των γεγονότων όμως που σημάδεψαν τον τελευταίο χρόνο της ΝΔ δίνει μια άλλη αξία στα ερωτήματα που έθεσε μέσα από το newstime.gr πρόσφατα ο Γιώργος Νικολόπουλος στο άρθρο του «εγκληματίας ο από μηχανής θεός;». Όχι βέβαια, για να του απαγγελθούν κατηγορίες, άλλωστε τον έκρινε ήδη ο λαός στέλνοντας τον απευθείας στην πολιτική αποστρατεία. Όμως, ο πρώην Πρωθυπουργός χρωστάει ακόμα κάποιες απαντήσεις, στην Ιστορία… NEWSTIME
Δημοσίευση σχολίου