Λυγερός Σταύρος
Η επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας απέναντι στη Δύση την τελευταία δεκαετία έχει αλλάξει ποιοτικά το πλαίσιο των σχέσεών τους, παρότι το θεσμικό πλαίσιο (η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και η παγωμένη ιδιότητα του υποψήφιου προς ένταξη κράτους στην ΕΕ) παραμένει τυπικά αναλλοίωτο. Το ζήτημα εάν στη μετά-Ερντογάν εποχή η Τουρκία θα επιστρέψει ή όχι στο “δυτικό μαντρί”, αν και επηρεάζει καθοριστικά την εξωτερική πολιτική και ευρύτερα την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας, παραμένει σχεδόν στα αζήτητα της δημόσιας συζήτησης στη χώρα μας. Μόνο περιστασιακά, όταν το επιβάλει η ειδησεογραφία γίνονται σκόρπιες αναφορές.
Το πολιτικό σύστημα, Μίντια και ακαδημαϊκοί αποφεύγουν κατά κανόνα να ασχοληθούν με το που οδηγούνται οι σχέσεις Άγκυρας-Δύσης. Ίσως, επειδή οι Αμερικανοί έχουν την τάση να θεωρούν ότι η εποχή Ερντογάν είναι μία μεγάλη παρένθεση, πως όταν ο νεοσουλτάνος φύγει από την εξουσία, ή έστω από τη ζωή, η Τουρκία θα επιστρέψει –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– στο δυτικό μαντρί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και η Ουάσινγκτον αποφεύγει να τραβήξει το σκοινί και ουσιαστικά ανέχεται όχι μόνο την επιθετική ρητορική, αλλά και τις πράξεις του Ερντογάν, οι οποίες είναι πρωτοφανείς για κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ. Δεν είναι μόνο οι S-400, είναι μία αλυσίδα γεγονότων που δείχνει ότι η Τουρκία διολισθαίνει, παραμένοντας μόνο με το ένα πόδι στη Δύση.
Αυτό που δεν κατανοούν στην Ουάσινγκτον είναι ότι αυτή η διολίσθηση δεν αποτελεί εκτροπή. Δεν είναι το αποτέλεσμα ενός ιστορικού ατυχήματος. Μπορεί στο νεοοθωμανικό ρεύμα να συμμετείχαν στελέχη που θεωρούν τυχοδιωκτισμό την απομάκρυνση από τη Δύση, αλλά η βαθύτερη ροπή του νεοοθωμανισμού ωθεί την Τουρκία προς την Ασία. Η μετεξέλιξη του AKP στο αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν υπαγορεύθηκε ουσιαστικά από αυτήν ακριβώς τη βαθύτερη ροπή.
Αν και ο νεοοθωμανισμός συνιστά τομή σε σχέση με το μετακεμαλικό καθεστώς, ταυτοχρόνως αποτελεί και συνέχειά του. Κοινός παρονομαστής είναι ο δεσποτικός χαρακτήρας του κράτους. Η Τουρκία κουβαλάει στο γονίδιό της το στίγμα ότι ως σύγχρονο κράτος δημιουργήθηκε από αξιωματικούς, μετά από ένα νικηφόρο πόλεμο. Η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ως ιδιότυπου εθνικού κράτους, ήταν τότε ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η παντελής διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Κεμάλ οικοδόμησε την Τουρκική Δημοκρατία κατ’ αντιδιαστολή προς την οθωμανική παράδοση. Ποτέ και πουθενά, όμως, παραδοσιακές αντιλήψεις και ριζωμένες νοοτροπίες δεν καταργούνται με διατάγματα. Ο ίδιος, άλλωστε, υποκατέστησε με άλλη μορφή τον σουλτάνο. Μπορεί το κεμαλικό καθεστώς να διαλαλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του, αλλά ουσιαστικά ήταν όχι μόνο απολυταρχικό, αλλά και ιδιότυπα θεοκρατικό. Ο ιδρυτής και ηγέτης έγινε ο “μεγάλος πατέρας” των Τούρκων και στη συνέχεια σχεδόν θεοποιήθηκε.
Κοινοβουλευτισμός από τα πάνω
Το παραδοσιακό οθωμανικό δόγμα του ισχυρού κράτους-πατέρα όχι μόνο επεβίωσε στην Τουρκική Δημοκρατία, αλλά και μεταλλαγμένο αποτέλεσε ατύπως καθοριστική ορίζουσα του κεμαλικού καθεστώτος. Όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι και στην Τουρκική Δημοκρατία, οι όποιοι εκσυγχρονισμοί επιβλήθηκαν αυταρχικά άνωθεν και συχνά ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων και πιέσεων.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν βίωσε ποτέ μια δημοκρατική από τα κάτω επανάσταση. Ο δεσποτισμός επεβίωσε μεταλλαγμένος από τον σουλτάνο στον Κεμάλ και από το μετακεμαλικό καθεστώς στον Ερντογάν. Η τουρκική κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποταγμένη σ’ ένα κράτος που δεν είναι δημιούργημά της ούτε προέρχεται από αυτή. Ο πολυκομματικός κοινοβουλευτισμός, άλλωστε, επιβλήθηκε από το ίδιο το μετακεμαλικό καθεστώς το 1946, προκειμένου η Τουρκία να προσαρμοσθεί επιφανειακά στο δυτικό πρότυπο που επέβαλαν μεταπολεμικά οι Αμερικανοί. Ήταν προϋπόθεση για να ενσωματωθεί γεωπολιτικά στη Δύση και αργότερα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Είναι ενδεικτικό ότι το κεμαλικό κόμμα ιδρύθηκε από το κράτος.
Ο κοινοβουλευτισμός ξεκίνησε και παρέμεινε επί δεκαετίες ελεγχόμενος από το μετακεμαλικό κατεστημένο, τη στρατογραφειοκρατία. Αυτή λειτουργούσε ως ιδιοκτήτης του κράτους και ως κηδεμόνας του πολιτικού συστήματος. Ο Ντεμιρέλ, πρωθυπουργός και Πρόεδρος Δημοκρατίας, έχει ομολογήσει ότι «εάν εφαρμόσουμε τη δημοκρατία, όπως μας ζητάει η Ευρώπη, θα διαλυθούμε ως κράτος κι αυτό δεν θα το αφήσουμε να συμβεί» (Τζουμχουριέτ, 3-6-1995).
Ο κεμαλισμός είχε πυλώνες του τον εθνικισμό, τον κρατισμό, τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους (όχι με την έννοια του διαχωρισμού κράτους-θρησκείας, αλλά υπάγοντας τη θρησκεία στον έλεγχο του κράτους) και την επιβολή ευρωπαϊκών προτύπων στην κοινωνία στο όνομα της στροφής προς τη Δύση. Στην εξέλιξή του ο κεμαλισμός μετατράπηκε σε κάτι περισσότερο από κρατική ιδεολογία. Προσέλαβε διαστάσεις “θρησκείας”, επειδή ακριβώς αποτελούσε τον συνεκτικό δεσμό που ενοποιούσε τις κρατικές ελίτ.
“Ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος”
Με την ίδια ιδεολογία ο κρατικός μηχανισμός επιχείρησε να ενοποιήσει βίαια τους φυλετικά πολύχρωμους οθωμανικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, στη βάση του δόγματος “ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος”. Απέναντι στις μη μουσουλμανικές κοινότητες (Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους) η Άγκυρα ακολούθησε πολιτική εθνικής κάθαρσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι διωγμοί των Εβραίων της Αδριανούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών το 1934, ο εξοντωτικός κεφαλικός φόρος Βαρλίκ Βεργκισί που επιβλήθηκε στις μειονότητες το 1942, το πογκρόμ και οι απελάσεις των Ελλήνων του 1955 και του 1964, οι ανοιχτές φυλακές και οι βιασμοί στην Ίμβρο κ.λπ.
Η τουρκική επιχειρηματική τάξη, λόγω του γεγονότος ότι αναπτύχθηκε σ’ ένα περιβάλλον έντονου κρατισμού, δεν κατάφερε για δεκαετίες να χειραφετηθεί πολιτικά. Η ομάδα των στρατιωτικών που ίδρυσαν την Τουρκική Δημοκρατία και στη συνέχεια αποτέλεσαν τη μόνιμη πολιτική ηγεσία της ήταν και παρέμειναν το κέντρο της εξουσίας. Αυτό άλλαξε μόνο όταν ο Ερντογάν κατάφερε στη δεκαετία 2002-12 να “ξεδοντιάσει” την κεμαλική στρατογραφειοκρατία για να την αντικαταστήσει από το δικό του αυταρχικό καθεστώς.
Μετά την είσοδο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και την εγκαθίδρυση του πολυκομματισμού, η στρατιωτική ιεραρχία αναβαθμίσθηκε. Αφενός ήταν ο βασικός συνομιλητής των Αμερικανών, αφετέρου παρέμεινε ο πιο αυτόνομος, συμπαγής και αποτελεσματικός μηχανισμός εξουσίας σ’ ένα μάλλον ρευστό κοινωνικό τοπίο. Γι’ αυτό και ο εποπτικός ρόλος της ήταν πάντα ορατός, μόνιμος και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτός από τα κόμματα. Δεν ήταν, όμως, μόνη της. Συλλειτουργούσε με τον κορμό της κρατικής γραφειοκρατίας και είχε σημαντική απήχηση στην κοινωνία, εξ ου και ο όρος “στρατογραφειοκρατία”.
Μετακεμαλικό καθεστώς και πολιτικό Ισλάμ
Μεταπολεμικά στην Τουρκία έγιναν τρία πραξικοπήματα (1960, 1971 και 1980) και ένα “ημιπραξικόπημα” (1997). Τα πραξικοπήματα στην Τουρκία δεν έμοιαζαν με τα πραξικοπήματα σε άλλες χώρες. Οι στρατηγοί δεν χρειάσθηκε να καταφύγουν σε συνωμοσίες. Οι αξιωματικοί εκφράζονταν ως ενιαίο σύνολο μέσα από την ιεραρχία τους. Γι’ αυτό και τα πραξικοπήματα είχαν τον χαρακτήρα διορθωτικών επεμβάσεων που έκανε ο άτυπος πλην ουσιαστικός κηδεμόνας του κράτους. Στην πραγματικότητα, η κεμαλική στρατογραφειοκρατία ήταν πάνω από την Εθνοσυνέλευση. Γι’ αυτό και όταν έκρινε ότι τα κόμματα είχαν ξεπεράσει τα όρια, τα επανέφερε στην τάξη ή απαγόρευε τη λειτουργία τους και δρομολογούσε τη δημιουργία νέων κομμάτων.
Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα δυτικότροπο εθνικό κράτος, ο Κεμάλ επεδίωξε με διοικητικά μέτρα να εξουδετερώσει την επιρροή του Ισλάμ στο πολιτικό πεδίο και να το συρρικνώσει στο στενό θρησκευτικό πλαίσιο. Στόχος του ήταν να επιφέρει τομή σε σχέση με τα ισχύοντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία ήταν οικοδομημένη στη βάση της θρησκευτικής ταυτότητας με αποτέλεσμα το πολιτικό Ισλάμ να κυριαρχεί απολύτως θεσμικά. Υπενθυμίζουμε ότι ο σουλτάνος ήταν και χαλίφης, δηλαδή ηγέτης των απανταχού μουσουλμάνων.
Το κίνητρο του Κεμάλ δεν ήταν, βεβαίως, αποκλειστικά ιδεολογικό. Ήταν και πρακτικά πολιτικό, αφού οι σεΐχηδες και τα ισλαμικά τάγματα λειτουργούσαν ως άτυποι μηχανισμοί εξουσίας στην οθωμανική κοινωνία και ως εκ τούτου ήταν εμπόδιο στη νέα εξουσία. Επιφανειακά, το κεμαλικό καθεστώς επέτυχε τον στόχο του. Στην πραγματικότητα, όμως, η ιδεολογική επιβολή του παρέμεινε στην επιφάνεια.
Η “βαθιά Τουρκία” και το “δυτικό μαντρί”
Η “βαθιά Τουρκία” μπορεί να αποδέχθηκε τον κεμαλισμό, αλλά δεν μεταλλάχθηκε. Η αντίφαση ανάμεσα στον κεμαλισμό και στη “βαθιά Τουρκία” παρήγαγε ένα ορατό διά γυμνού οφθαλμού πολιτισμικό-κοινωνικό χάσμα: από τη μία πλευρά η δυτικότροπη μειονότητα κι από την άλλη η συντηρητική, θρησκευόμενη, οθωμανίζουσα πλειονότητα με εγγενές αντιδυτικό πολιτισμικό πρόσημο, που είναι ασύμβατο με το “δυτικό μαντρί”. Από αυτό ακριβώς το χάσμα ξεπήδησε το νεοοθωμανικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο μέσα από την κρίση του 2000-2002 κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τη “βαθιά Τουρκία” εξέφρασαν πολιτικά οι νεοοθωμανοί κι αυτή τους εξασφάλισε τις αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες τους. Κι όταν, βεβαίως, κέρδισε τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο εναντίον της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και κατέλυσε το μετακεμαλικό καθεστώς, ο Ερντογάν επανέλαβε το ίδιο δεσποτικό πρότυπο: μετατράπηκε σε νεοσουλτάνο. Ειδικά μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις στο ευρύτερο κράτος μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα του 2016, έχει διαμορφώσει δικό του καθεστώς. Μπορεί το ιδεολογικό πρόσημο και η μορφή να διαφέρουν πολύ, αλλά όσον αφορά την αντίληψη για την εξουσία ο Κεμάλ ήταν συνέχεια των σουλτάνων και ο Ερντογάν δική του συνέχεια.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο κύριος λόγος που η εποχή Ερντογάν είναι ιστορική καμπή κι όχι ιστορική παρένθεση. Προφανώς, όταν αυτός φύγει από το προσκήνιο πολλά θα αλλάξουν. Η ιδεολογική-πολιτική παρακαταθήκη του, όμως, θα παραμείνει. Το όραμα του νεοσουλτάνου να μετατρέψει την Τουρκία σε αυτόνομη από το “δυτικό μαντρί” περιφερειακή μεγάλη δύναμη έχει σε σημαντικό βαθμό πάρει σάρκα και οστά, στηριζόμενο κοινωνικά στη “βαθιά Τουρκία”.
Καταλύοντας το μετακεμαλικό καθεστώς, ο νεοοθωμανισμός έφερε στην πολιτική επιφάνεια τη “βαθιά Τουρκία”. Καλλιεργώντας συστηματικά τα παραδοσιακά ιδεολογικά στερεότυπα έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους, αλλάζοντας ποιοτικά την τουρκική κοινωνία. Και μάλιστα το έχει κάνει κατά τρόπο που δεν έχει επιστροφή. Με άλλα λόγια, όποιος και να κερδίσει τις ερχόμενες προεδρικές εκλογές, η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει στο “δυτικό μαντρί” ,εκεί που ήταν πριν 25 χρόνια. Είναι αυτό που αδυνατούν να κατανοήσουν οι Αμερικανοί.
Δημοσίευση σχολίου