Ο στόχος της αλλαγής του πολιτεύματος προς όφελος της τουρκικής Προεδρίας αποτελεί το μοναδικό εμπόδιο που αποτρέπει μία στροφή προς συνεργατικές στρατηγικές απέναντι στο Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Συμπεράσματα
Α. Το 2015 εκτιμάται ότι η Τουρκία μάλλον θα προσπαθήσει να διασπάσει την τετραμερή συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου. Βασικό εργαλείο της τουρκικής στρατηγικής θα είναι πιθανώς μία στροφή προς συνεργατικές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο με παράλληλη διατήρηση υψηλής έντασης στις σχέσεις με την Ελλάδα και ενδεχομένως (αλλά όχι απαραίτητα) με την Κύπρο.
Β. Βασικοί οδηγοί αυτής της στροφής στην τουρκική εξωτερική πολιτική εκτιμάται ότι θα είναι η αποτυχία τα δύο προηγούμενα χρόνια εγκαθίδρυσης μίας φιλοτουρκικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο και κυρίως η άμβλυνση μετά τις εκλογές του καλοκαιριού του 2015 του κινήτρου χρήσης μίας φιλοϊσλαμικής εξωτερικής πολιτικής ως εργαλείο εσωτερικής εκλογικής συσπείρωσης.
Γ. Βασικό κριτήριο για την πραγματοποίηση της στροφής αυτής στην τουρκική στρατηγική εκτιμάται ότι θα είναι το αν οι πολιτικές συνθήκες που θα επικρατήσουν μετά τις τουρκικές εθνικές εκλογές το καλοκαίρι του 2015 θα δίνουν ή όχι στον Ρ.Τ. Ερντογάν την δυνατότητα να εκκινήσει την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος για την μετατροπή του τουρκικού πολιτεύματος σε κάποιας μορφής Προεδρική Δημοκρατία, στην οποία ο Πρόεδρος θα απολαμβάνει αυξημένων εξουσιών. Σε περίπτωση που οι συνθήκες δεν επιτρέψουν μία τέτοια Συνταγματική αλλαγή, η δυνατότητα της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να απορροφήσει πολιτικό κόστος εκτιμάται ότι θα μειωθεί σημαντικά, γεγονός που καθιστά μία στροφή μακριά από την φιλοϊσλαμική εξωτερική πολιτική σαφώς δυσκολότερη.
Δ. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει πλεονεκτήματα τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει σε μία τέτοιαν περίπτωση αρκεί να κινηθεί με ταχύτητα. Πρώτο βασικό πλεονέκτημα είναι το γεγονός ότι μία τέτοια τουρκική στροφή θα είναι εγγενώς αναξιόπιστη λόγω του γεγονότος ότι το εσωτερικό πολιτικό κίνητρο για κλιμάκωση απέναντι κυρίως στο Ισραήλ και δευτερευόντως στην Αίγυπτο θα υφίσταται πάντα, ειδικά σε περιπτώσεις τομέων όπου τα χρονοδιαγράμματα συνεργασίας υπερκαλύπτουν τους τουρκικούς εκλογικούς κύκλους. Δεύτερο βασικό πλεονέκτημα είναι η συμμετοχή στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δυνατότητα προσέλκυσης ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Σε κάθε περίπτωση, η περιφερειακή πολιτική της Ελλάδος πρέπει να συνεχίσει να μένει εκτός προεκλογικής αντιπαράθεσης και να παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερή ανεξάρτητα από τους ελληνικούς εκλογικούς κύκλους.
Ανάλυση
Οι αποτυχίες που σημείωσε η τουρκική εξωτερική πολιτική στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου το 2013 και το 2014 σε συνδυασμό με την άμβλυνση της ανάγκης εσωτερικής εκλογικής συσπείρωσης μετά τις εθνικές εκλογές το καλοκαίρι του 2015 εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν την Τουρκία κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς σε μία αναδιάταξη της στρατηγικής της στην περιοχή. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η Τουρκία θα προσπαθήσει να διασπάσει την τετραμερή συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου αναπτύσσοντας μία συνεργατική στρατηγική προς την Αίγυπτο και το Ισραήλ και διατηρώντας παράλληλα υψηλά την ένταση στις σχέσεις με την Ελλάδα και πιθανώς με την Κύπρο. Χρονικό σημείο αναφοράς για την μεταστροφή αυτήν στην τουρκική στρατηγική εκτιμάται ότι θα είναι η εκκίνηση της διαδικασίας Συνταγματικής αναθεώρησης από την τουρκική Εθνοσυνέλευση που θα προκύψει από τις εκλογές του καλοκαιριού του 2015. Μοναδικό γεγονός που ενδέχεται να αποτρέψει αυτήν την μεταστροφή είναι η αποτυχία συγκέντρωσης των πολιτικών προϋποθέσεων για την μετατροπή του τουρκικού πολιτεύματος σε Προεδρική Δημοκρατία. Αντιθέτως, ενδέχεται η διαδικασία της μεταστροφής να επισπευσθεί σε περίπτωση που υπάρξει μία (ανέλπιστη αυτήν την στιγμή) νίκη στις αιγυπτιακές εκλογές δυνάμεων που ελέγχονται από την Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Βασικό στοιχείο της τουρκικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι και τα τέλη του 2014 ήταν η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός ισλαμικού, φιλοτουρκικού καθεστώτος στην Αίγυπτο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία κατά την διάρκεια της προεδρίας Μόρσι είχε δεσμευθεί να παρέχει στην αιγυπτιακή κυβέρνηση περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια οικονομική βοήθεια. Παράλληλα, στην τουρκική επικράτεια λειτουργούν μία σειρά από επιχειρηματικά δίκτυα, φιλανθρωπικές οργανώσεις και ισλαμικές τράπεζες οι οποίες με την ανοχή – αν όχι την ενεργή υποστήριξη – της τουρκικής κυβέρνησης χρησιμοποιούνται για την διοχέτευση οικονομικής στήριξης προς την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Η στήριξη της Τουρκίας συνεχίζεται και μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Μόρσι καθώς ο Ερντογάν έχει προσφέρει άσυλο σε πολλά στελέχη της Αδελφότητας που διώχθηκαν από το Κατάρ μετά από διεθνείς πιέσεις.
Η ενίσχυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας γίνεται τόσο για λόγους που σχετίζονται με την περιφερειακή στρατηγική της Τουρκίας όσο και για λόγους εσωτερικής πολιτικής. Η άνοδος στην εξουσία στην Αίγυπτο μίας φιλοτουρκικής κυβέρνησης θα ηύξανε την διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Πρώτον, η καλή συνεργασία της αιγυπτιακής κυβέρνησης είναι σημαντική για την διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών της περιοχής, γεγονός που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως την ελληνική πλευρά. Δεύτερον, η Αίγυπτος παίζει σημαντικό ρόλο σε μία σειρά από θέματα που εφάπτονται της ασφαλείας του Ισραήλ, όπως για παράδειγμα η ελευθερία πλεύσης των υποβρυχίων, η διεξαγωγή ναυτικών επιχειρήσεων στην Ερυθρά Θάλασσα και ο έλεγχος των συνόρων με την Λωρίδα της Γάζας. Τρίτον, σε περίπτωση που επιλεγεί η πώληση υγροποιημένου φυσικού αερίου σε αγορές της Ανατολικής Ασίας, η δυνατότητα απρόσκοπτης διέλευσης της διώρυγας του Σουέζ ή του Κόλπου της Άκαμπα θα είναι σημαντική για τα οικονομικά συμφέροντα του Ισραήλ και πιθανότατα της Κύπρου. Όσον αφορά το εσωτερικό μέτωπο, η υποστήριξη ισλαμικών κινημάτων από την κυβέρνηση Ερντογάν φαίνεται να έχει ευρεία απήχηση στην εκλογική βάση και στους κομματικούς μηχανισμούς του AKP, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία ενώπιον των εθνικών εκλογών του 2015 και του ενδεχομένου αλλαγών στον χαρακτήρα του τουρκικού πολιτεύματος.
Η δυνατότητα διέλευσης των ισραηλινών υποβρυχίων από το Σουέζ ή τον κόλπο της Άκαμπα (σε περίπτωση που αναιρεθεί η απόφαση για μη κατασκευή δεύτερης – μετά την Χάιφα – βάσης υποβρυχίων, στο Εϊλάτ) αυξάνει την αποτρεπτική αξιοπιστία του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας αυτής. Τα ισραηλινά υποβρύχια έχουν την δυνατότητα να φέρουν πυραύλους πλεύσης με πυρηνική γόμωση. Συγκεκριμένα, το Ισραήλ φέρεται να έχει πραγματοποιήσει τον Μάιο του 2000 στον Ινδικό Ωκεανό δοκιμαστική βολή από υποβρύχιο πυραύλου πλεύσης με βεληνεκές περί τα 1500 χλμ. Tο βεληνεκές αυτό είναι επαρκές για να χτυπηθούν στόχοι εντός του Ιράν (οριακά φαίνεται να βρίσκεται εντός βεληνεκούς και η Τεχεράνη), αν η βολή πραγματοποιηθεί από τα ανοιχτά της Χάιφα. Αυτό το προφίλ βολής πάσχει από τρεις κύριες δυσχέρειες. Πρώτον, το βλήμα θα κληθεί να διασχίσει τον εναέριο χώρο μίας σειράς από μη φιλικά προς το Ισραήλ κράτη, τα οποία διαθέτουν δικά τους δίκτυα αεράμυνας. Δεύτερον, η κατεύθυνση του βλήματος είναι αρκετά προβλέψιμη, γεγονός που δίνει στο Ιράν την ευκαιρία – ενδεχομένως με την συνεργασία συμμαχικών με αυτό κρατών – να οργανώσει μία αμυντική διάταξη πυραυλικών συστημάτων ώστε να καταστήσει την βολή αυτή εξαιρετικά δύσκολη. Το στοιχείο αυτό πρέπει επίσης να συνδυαστεί πρωτίστως με το ενδεχόμενο αλλαγής της ρωσικής στάσης στο θέμα των S-300 σε περίπτωση που υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση των σχέσεων με την Δύση ή δευτερευόντως με το ενδεχόμενο το Ιράν να ολοκληρώσει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια το εγχώριο υποκατάστατο σύστημα των S-300, Bavar-373. Τρίτον, πρόβλημα δημιουργεί και το γεγονός ότι το οριακό βεληνεκές δεν δίνει μεγάλο περιθώριο για ελιγμούς κατά την διάρκεια της πτήσης, πράγμα που σημαίνει ότι μειώνεται η πιθανότητα επιβίωσης του βλήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, η δυνατότητα των υποβρυχίων να τοποθετηθούν (ή/και να διατηρούν μία παρουσία) πιο κοντά στις ιρανικές ακτές αυξάνει την αποτρεπτική αξιοπιστία του ισραηλινού οπλοστασίου.
Αντιθέτως, αν η τοποθέτηση ισραηλινών υποβρυχίων κοντά στις ιρανικές ακτές δεν είναι εφικτή ή βρίσκεται τουλάχιστον μερικώς υπό τον έλεγχο ενός ισλαμικού και ενδεχομένως φιλοτουρκικού αιγυπτιακού καθεστώτος, αυξάνεται η σημασία της Τουρκίας για την ισραηλινή ασφάλεια. Όπως έχουμε ξαναγράψει, η Τουρκία μπορεί κυρίως λόγω γεωγραφικής θέσης να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτρεπτική στρατηγική του Ισραήλ. Συνεπώς, είτε επειδή η διέλευση των υποβρυχίων θα ελέγχεται από συμμάχους της Τουρκίας είτε επειδή θα είναι απλώς εξαιρετικά αβέβαιη καθώς θα υπόκειται στον έλεγχο ενός ισλαμικού, δύσκολα φιλικού προς το Ισραήλ καθεστώτος, η άνοδος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην εξουσία στην Αίγυπτο θα ηύξανε κατ’ ελάχιστον οριακά το περιφερειακό στρατηγικό βάρος της Τουρκίας και κατ’ επέκταση την διαπραγματευτική της θέση.
Εκτός από την ελευθερία κινήσεων των υποβρυχίων, σημαντικό ρόλο παίζει η καλή συνεργασία της αιγυπτιακής κυβέρνησης και στην ομαλή διεξαγωγή των ισραηλινών επιχειρήσεων στην Ερυθρά Θάλασσα, καθώς και στον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού της Χαμας. Σημείο εκκίνησης των επιχειρήσεων του ισραηλινού στόλου στην Ερυθρά Θάλασσα αποτελεί η ναυτική βάση στο Εϊλάτ, γεγονός που αυξάνει την σημασία των αιγυπτιακών ακτών στον Κόλπο της Άκαμπα για την ασφάλεια του Ισραήλ. Επίσης, μετά τις αλλαγές στην συνθήκη ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ το 2005 και την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από την Γάζα, η συνεργασία της αιγυπτιακής κυβέρνησης παίζει σημαντικό ρόλο και στο θέμα της παρεμπόδισης του εφοδιασμού της Χαμάς μέσω της αιγυπτιακής επικρατείας. Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο ειδικά μετά τις απώλειες που υπέστη η οργάνωση σε υλικό κατά την εφετεινή σύγκρουση με το Ισραήλ.
Η διώρυγα του Σουεζ ή ο κόλπος της Άκαμπα θα έχουν επίσης αυξημένη αξία σε περίπτωση που το Ισραήλ επιλέξει (ενδεχομένως μαζί με την Κύπρο) τελικά να αποφύγει τις ευρωπαϊκές αγορές και να κατευθύνει το φυσικό αέριο προς την ανατολική Ασία. Πιθανότερος τρόπος μεταφοράς των εξαγομένων ποσοτήτων φυσικού αερίου θα είναι σε υγροποιημένη μορφή με χρήση τανκερ, γεγονός που αυξάνει την σημασία της προστασίας των στενών θαλασσίων οδών από την πιθανότητα επιβολής απαγόρευσης στις μετακινήσεις.
Εκτός από την βελτίωση της περιφερειακής διαπραγματευτικής θέσης της Τουρκίας, η υποστήριξη ισλαμικών κινημάτων στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική γίνεται από την τουρκική κυβέρνηση με στόχο την εσωτερική πολιτική σκηνή. Η επιδίωξη του Ερντογάν να διευρύνει τις εξουσίες της τουρκικής Προεδρίας της Δημοκρατίας επιβάλλει σημαντικές αλλαγές στο τουρκικό Σύνταγμα, γεγονός που απαιτεί είτε την επίτευξη ευρείας πλειοψηφίας στο τουρκικό Κοινοβούλιο μετά τις εκλογές του καλοκαιριού το 2015 είτε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος είτε την επίτευξη άνετης πλειοψηφίας σε συνδυασμό με την συνεργασία κάποιας άλλης κοινοβουλευτικής ομάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση της εξωτερικής πολιτικής για την συσπείρωση της εκλογικής βάσης του AKP και ευρύτερων πολιτικών χώρων γίνεται εύκολα κατανοητή.
Η δημόσια υποστήριξη ισλαμικών κινημάτων αποτελεί κύριο πυλώνα αυτής της προσέγγισης. Εκτός από την παροχή βοήθειας προς τους Αιγύπτιους Μουσουλμάνους Αδελφούς, άλλα παραδείγματα αυτής της πολιτικής αποτελούν η στήριξη της Χαμάς και η πολιτική υποστήριξη του παράνομου και διεθνώς μη αναγνωρισμένου Γενικού Εθνικού Κογκρέσου (GNC) στην Λιβύη, στο οποίο κυριαρχεί η πολιτική πτέρυγα των Λίβυων Μουσουλμάνων Αδελφών, το κόμμα Δικαιοσύνης και Οικοδόμησης. Όσον αφορά την Χαμάς, η οικονομική υποστήριξη που διακινείται κυρίως μέσω ιδρυμάτων και ισλαμικών τραπεζών με την ανοχή (αν όχι πάλι την ενεργή συμμετοχή) της τουρκικής κυβέρνησης είναι σημαντική για την πολιτική επιβίωση της οργάνωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Φεβρουάριο του 2014 τα ποσοστά της Χαμάς βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση κυρίως λόγω των περικοπών κατά 50% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, στις οποίες προχώρησε η οργάνωση λόγω της οικονομικής στενότητας που προκάλεσε ο αποκλεισμός από το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Επίσης, αν ληφθούν υπ’ όψη τα υψηλά ποσοστά στα οποία επανήλθε η Χαμάς μετά την σύγκρουση του καλοκαιριού και την υψηλή αποδοχή από τον Παλαιστινιακό πληθυσμό που φαίνεται ότι απολαμβάνουν στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις οι τρομοκρατικές επιθέσεις που διεξάγονται ενάντια σε ισραηλινούς στόχους, προκύπτει το συμπέρασμα ότι και οι διευκολύνσεις που παρέχει η Τουρκία για την παραμονή, διακίνηση, εκπαίδευση και επιχειρησιακή προετοιμασία των στελεχών της Χαμάς για τρομοκρατικές επιθέσεις έχουν υψηλή αξία για την οργάνωση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο ηγέτης της οργάνωσης, Καλεντ Μασααλ, συνεχάρη προ ημερών το ακροατήριο στο κομματικό συνέδριο του AKP για το γεγονός ότι στην Τουρκία κυβερνούν ο Αχμετ Νταβουτογλου και ο Ρ.Τ. Ερντογάν και δήλωνε ότι «μαζί θα απελευθερώσουμε την Παλαιστίνη και την Ιερουσαλήμ.» Η συμμετοχή του Μασααλ σε συνέδριο του AKP δεν είναι πρόσφατη εξέλιξη καθώς αποτελεί γραμμική συνέχεια της παρουσίας τόσο του ιδίου όσο και του τότε προέδρου της Αιγύπτου, Μοχαμεντ Μορσι, σε αντίστοιχο κομματικό συνέδριο του AKP το 2012.
Το εσωτερικό πολιτικό κίνητρο φαίνεται να είναι μάλιστα ισχυρότερο της επιδίωξης βελτίωσης της τουρκικής διαπραγματευτικής θέσης απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι παρ’ ότι η τουρκική στρατηγική έχει πρακτικά ηττηθεί ήδη από το 2013 και ενώ υπάρχει ισχυρό κίνητρο συνεργασίας τόσο με την Αίγυπτο όσο και με το Ισραήλ, η Τουρκία δεν έχει προχωρήσει σε αλλαγή της πολιτικής αυτής απέναντι στις δύο αυτές χώρες. Η ανατροπή του καθεστώτος Μόρσι και η άνοδος στην εξουσία του Προέδρου Σισι αποτέλεσε την αρχή του τέλους – τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα – της πολιτικής επιρροής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο. Η διαδικασία αυτή φαίνεται να ολοκληρώθηκε το 2014, μετά την επικήρυξη της οργάνωσης από την Αίγυπτο, την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καθώς και την διακοπή της στήριξης του Κατάρ που επισημοποιήθηκε με την απέλαση ανώτατων στελεχών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την χώρα. Εκτός από την πρακτική εξουδετέρωση των Αδελφών στην Αίγυπτο, και η συμμαχία με την Χαμάς φαίνεται να μην βελτιώνει σημαντικά την τουρκική διαπραγματευτική θέση απέναντι στο Ισραήλ. Όπως φάνηκε από την σύγκρουση το καλοκαίρι του 2014, η οργάνωση δεν είναι σε θέση να επικρατήσει των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την αξία των οποιονδήποτε προσβάσεων στην διαδικασία λήψης αποφάσεων της οργάνωσης διαθέτει η τουρκική κυβέρνηση.
Με βάση τα παραπάνω, η τουρκική στρατηγική εκτιμάται ότι θα αλλάξει εντός του 2015. Ο στόχος της αλλαγής του πολιτεύματος προς όφελος της τουρκικής Προεδρίας αποτελεί το μοναδικό εμπόδιο που αποτρέπει μία στροφή προς συνεργατικές στρατηγικές απέναντι στο Ισραήλ και την Αίγυπτο. Αν αυτός ο στρατηγικός στόχος επιτευχθεί (είτε γιατί το AKP καταφέρει να συγκεντρώσει από μόνο του τις απαραίτητες έδρες είτε επειδή θα συνεργαστεί με άλλα κόμματα είτε με δημοψήφισμα) μετά τις εθνικές εκλογές το καλοκαίρι του 2015, εκτιμάται ότι η τουρκική στρατηγική θα αλλάξει, καθώς ο ισχυρός πλέον Πρόεδρος Ερντογαν θα μπορεί να απορροφήσει το πολιτικό κόστος μίας εξομάλυνσης των σχέσεων με τις δύο χώρες, ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψη ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση για τον ίδιο θα λάβει χώρα το 2019. Αν αντιθέτως ο Ερντογαν αποτύχει να αυξήσει της εξουσίες της Προεδρίας, η εξάρτησή του από την πολιτική τύχη του AKP θα αυξηθεί, γεγονός που θα δυσκολέψει την πιθανότητα μίας στροφής μακριά από την τωρινή, φιλοισλαμική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Επιπτώσεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική
Με βάση την παραπάνω ανάλυση προκύπτουν τρία σημαντικά συμπεράσματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική:
Α. Η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι μία συνεργατική στάση απέναντι στην Αίγυπτο και το Ισραήλ έχει εσωτερικό πολιτικό κόστος για την τουρκική πολιτική ηγεσία. Βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι το γεγονός ότι όσο και αν η τουρκική πλευρά φαίνεται αποφασισμένη να αλλάξει ρότα στην εξωτερική της πολιτική απέναντι στην Αίγυπτο και το Ισραήλ, η στροφή αυτή θα είναι αναξιόπιστη όσο θα συνεχίσει να υπάρχει εσωτερικό πολιτικό κίνητρο για επιστροφή στις παλαιές πρακτικές. Το 2019 δεν είναι πολύ μακριά όσον αφορά μακροχρόνιες συνεργασίες και έργα υποδομής. Είναι σίγουρο ότι ο Ρ.Τ. Ερντογάν θα μπορεί να συνεχίζει να απορροφά το πολιτικό κόστος της συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο; Σε τι επίπεδο θα έχει μειώσει η φυσική φθορά τα εκλογικά του ποσοστά; Με άλλα λόγια, είναι οι πολιτικές ηγεσίες της Αιγύπτου και του Ισραήλ διατεθειμένες να αυξήσουν μακροχρόνια την εξάρτησή τους από τους τουρκικούς πολιτικούς κύκλους;
Β. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ελληνικής πολιτικής είναι η αξιοπιστία και η συμμετοχή στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτός από τον αναξιόπιστο χαρακτήρα μίας ενδεχόμενης τουρκικής στροφής, η ελληνική πλευρά διαθέτει και το πλεονέκτημα της δυνατότητας επιρροής των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα και η Κύπρος φαίνεται πως έχουν οικοδομήσει ένα πλαίσιο συνεργασίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ το οποίο περιλαμβάνει την με αντάλλαγμα εκπροσώπηση εντός ΕΕ των συμφερόντων των δύο αυτών κρατών που δεν είναι μέλη του διεθνούς οργανισμού, όπως για παράδειγμα την ένταξη κοινών ενεργειακών πρότζεκτ στις δομές κοινοτικής χρηματοδότησης. Το πλαίσιο αυτό πρέπει να διατηρηθεί ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών.
Γ. Η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί γρήγορα. Όσο πιο γρήγορα μπορεί να δημιουργεί η Ελλάδα στενούς, σύμμετρους και αμοιβαία προσοδοφόρους δεσμούς με τις δύο αυτές χώρες, τόσο λιγοστεύει η πιθανότητα επιτυχούς διάσπασης των σχέσεων αυτών από την Τουρκία. Η ενεργειακή συνεργασία είναι προφανώς τομέας συνεργασίας πρώτης προτεραιότητας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου