Του Κώστα Ράπτη
“Αν η διεθνής ζήτηση δεν ενισχυθεί, η ανάπτυξη της Τουρκίας θα συναντήσει όρια” παρατήρησε ο Τούρκος πρωθυπουργός Ahmet Davutoglu εξηγώντας τη στάση που κράτησε κατά τη Σύνοδο της G20 στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας.
Ως εκπρόσωπος μιας αναδυόμενης οικονομίας, και μάλιστα μιας χώρας η οποία αναλαμβάνει το επόμενο έτος την προεδρία της G20, o Davutoglu θέλησε να κινηθεί ισορροπιστικά, χαρακτηρίζοντας ψευδές το δίλημμα αν η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην τόνωση της ζήτησης, όπως ζήτησε για άλλη μία φορά η αμερικανική αντιπροσωπία, ή στη δημοσιονομική εξυγίανση και την αποφυγή των πληθωριστικών κινδύνων, όπως επιμένει η Angela Merkel.
Κατά τον ίδιο, η εμπιστοσύνη των αγορών είναι το στοιχείο που επιτρέπει στις διαρθρωτικές παρεμβάσεις να μην εκτροχιάζουν την δημοσιονομική ισορροπία, ενώ αντίθετα όπου υπάρχουν σημάδια αστάθειας ή “λαϊκισμού” οι προσπάθειες στήριξης της πραγματικής οικονομίας καταλήγουν σε πληθωριστικές πιέσεις.
Όμως εντέλει ο Τούρκος πρωθυπουργός συντάχθηκε, όπως είπε, με τον Obama, καθώς θεωρεί την αμερικανική συνταγή ως την ορθή για την τουρκική οικονομία.
Πράγματι, η γειτονική χώρα, που έχει καταταχθεί από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης στις “Πέντε Εύθραυστες” (δηλ. τις αναδυόμενες οικονομίες με το μεγαλύτερο άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που πιέζονται περισσότερο από τον επαναπατρισμό των δυτικών κεφαλαίων λόγω νομισματικής περιστολής) “διψά” για διεθνή ζήτηση.
Όμως οι δοκιμασίες της Τουρκίας δεν προέρχονται μόνο από γενικές διεθνείς τάσεις, αλλά και από συγκεκριμένες εξελίξεις στην άμεση γειτονιά της, όπου συχνά η ίδια πρωτοστάτησε στο να δοθούν σήματα αστάθειας.
Η ουκρανική κρίση και ο πόλεμος κυρώσεων που αυτή πυροδότησε μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας, φάνηκε ότι θα ευνοούσε την Τουρκία και μάλιστα τον αγροτικό της τομέα. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η Άγκυρα πληρώνει λόγω της ουκρανικής κρίσης έναν πολύ αλμυρό “λογαριασμό”. Το έλλειμμα στο διμερές εμπόριο με τη Ρωσία φθάνει τα 17 με 18 δισ. δολάρια ετησίως, εις βάρος της Τουρκίας, ωστόσο οι τουρκικές εξαγωγές όχι μόνο δεν αυξάνονται, ώστε να το καλύψουν, αλλά υποχωρούν (από τα 5,1 δισ. δολάρια το πρώτο εννεάμηνο του 2013 στα 4,5 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2014). Ο λόγος είναι η υποχώρηση του ρουβλίου, η οποία άλλωστε πλήττει και τον τουρκικό τουρισμό: η αύξηση των αφίξεων Ρώσων τουριστών περιορίσθηκε από το 17% πέρσι στο 9% φέτος και έπεται συνέχεια.
Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι απώλειες για την Τουρκία από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όπου μόλις προ διετίας η κυβέρνηση Erdogan υπέγραφε αλλεπάλληλες συμφωνίες με τις νέες, ισλαμιστικές κυβερνήσεις της περιοχής που αναδεικνύονταν στο ρεύμα της “Αραβικής Άνοιξης”. Ωστόσο, η συριακή κρίση, η ανατροπή του προέδρου Morsi στην Αίγυπτο και τα αλλεπάλληλα μέτωπα που άνοιξε η Άγκυρα στην περιοχή (λ.χ. με τη σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης) ακύρωσαν όλες αυτές τις δυνάμει προσοδοφόρες συναλλαγές.
ΟΙ 51 συμφωνίες που υπέγραψε η Άγκυρα το 2009 με το καθεστώς του Assad, προτού στραφεί εναντίον του, μένουν στο ράφι. Οι τουρκικές εξαγωγές προς τη Συρία, που το 2010 έφθαναν τα 8 δισ. δολάρια, ανήκουν στο παρελθόν. Οι εξαγωγές προς τρίτες χώρες μέσω Συρίας έχουν επίσης διακοπεί λόγω αποκλεισμού των εμπορικών οδών εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων.
Όπως αναφέρει ο Τούρκος δημοσιογράφος Zülfikar Doğan σε άρθρο του στο al-monitor.com ο τουρκικός στόλος φορτηγών, ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη,ο οποίος πραγματοποιούσε 105.000 έως 700.000 δρομολόγια ετησίως μέσω Συρίας και Ιράκ τώρα μένει εν πολλοίς αδρανής. Οι 2,3 εκατομμύρια Σύροι τουρίστες στην Τουρκία το 2010 έχουν δώσει τη θέση τους σε περίπου ίσο αριθμό ενδεών Σύρων προσφύγων.
Η συμφωνία παροχής λιμενικών διευκολύνσεων που είχε υπογράψει η Τουρκία με την Αίγυπτο του Morsi, ώστε να διευκολύνει την κίνηση των φορτηγών της προς τις χώρες του Περσικού Κόλπου, παρακάμπτοντας τη Συρία, ακυρώθηκε τον προηγούμενο μήνα από τη νέα κυβέρνηση του Καϊρου.
Αλλά και στο Ιράκ, η κυβέρνηση της Βαγδάτης ακύρωσε τις άδειες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων που είχαν χορηγηθεί στην Turkish Petroleum Corporation, ενώ οι τουρκικές επιχειρήσεις παραμερίζονται πλέον στους ιρακινούς δημόσιους διαγωνισμούς και την κατασκευαστική αγορά. Πρώτος προορισμός των τουρκικών εξαγωγών το 2013 (με συνολικό όγκο 13 δισ, δολάρια) το Ιράκ έπεσε μέχρι τον περασμένο μήνα στην πέμπτη θέση, σημειώνοντας βουτιά 800 εκατ. εντός του 2014. Μόνο τον Ιούλιο, στον άμεσο απόηχο της προέλασης του Ισλαμικού Κράτους, οι εξαγωγές προς το Ιράκ μειώθηκαν κατά 49%.
Στη Λιβύη, η Τουρκία όχι μόνο έχασε επενδύσεις 26 δισ. δολαρίων με την αναταραχή που προκάλεσε η πτώση του Qaddhafi αλλά και βλέπει τους πολίτες της να απειλούνται και να εκδιώκονται, καθώς η Άγκυρα θεωρείται σύμμαχος των ισλαμιστών παραστρατιωτικών. Στην δε Τυνησία, τα 744 εκατ. δολάρια που επένδυσε η Τουρκία, αφότου το ισλαμιστικό κόμμα Ennahda πήρε την εξουσία, μάλλον δεν είναι ασφαλή μετά την πρόσφατη ήττα του στις βουλευτικές εκλογές και τη νίκη των κοσμικών δυνάμεων.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου