του Βαγγέλη Αντωνιάδη
Την ώρα που η παγκόσμια κοινή γνώμη έχει στραμμένη την προσοχή της αποκλειστικά στην βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση, ένα σημείο έντασης στην Άπω Ανατολή που όλοι πίστευαν πως βρίσκεται σε ύφεση, η κορεατική χερσόνησος, δείχνει να εκρήγνυται, αποδεικνύοντας πως το κέντρο βάρους των διεθνών εξελίξεων πλέον έχει μετακινηθεί από την Δύση στην Ασία. Ουσιαστικά η ανακίνηση του νέου κορεατικού ζητήματος χρονολογείται το 1992, όταν η Βόρεια Κορέα αρνήθηκε την επιθεώρηση των πυρηνικών της εγκαταστάσεων από την Διεθνή Επιτροπή ατομικής ενέργειας. Φυσική απόρροια της άρνησης υπήρξε η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, οδήγησαν στην σύναψη συμφωνημένου πλαισίου (Αgreed Framework) που υπογράφηκε το 1994 και προέβλεπε την διακοπή παραγωγής πλουτωνίου, με απώτερο σκοπό η Πιόνγκγιανγκ να στραφεί σε άλλες μορφές ενέργειας.
Όμως στην πορεία διαφάνηκε πως στόχος της Βόρειας Κορέας ήταν να επιτρέψει τον έλεγχο στα αποθέματα πλουτωνίου που διέθετε, να αναπτύξει προγράμματα εναλλακτικής ενέργειας, συνεχίζοντας παράλληλα τον πυρηνικό της εξοπλισμό διατηρώντας τον ως μέσο αποτροπής εξωτερικών απειλών. Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1998 επιβεβαιώθηκε ότι η Βόρεια Κορέα έχει αποκτήσει εμπλουτισμένο ουράνιο αλλά και την απαραίτητη τεχνογνωσία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων από το Πακιστάν. Το 1999 η Πιονγκγιανγκ ανέστειλε τις πυρηνικές δοκιμές, με αντάλλαγμα την άρση ορισμένων οικονομικών κυρώσεων από την κυβέρνηση Κλίντον.
Ωστόσο μετά το κολοσσιαίο τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, η κυβέρνηση Μπους συμπεριέλαβε την Βόρεια Κορέα στον άξονα του κακού, δηλώνοντας μέσω του τότε υπουργού εξωτερικών Κόλιν Πάουελ πως οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις είναι απαραίτητο να γίνουν στην βάση μιας διευρυμένης ατζέντας που θα περιελάμβανε το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας, συνολικά το εξοπλιστικό της πρόγραμμα και την απαγόρευση εξαγωγής πυραύλων και λοιπού πυρηνικού υλικού.
Η ένταση μεταξύ των δύο κρατών αυξήθηκε κατακόρυφα όταν τον Οκτώβριο του 2002 οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγόρησαν την Βόρεια Κορέα ότι παραβιάζει τους όρους του συμφωνημένου πλαισίου καλώντας την να αναστείλει το πυρηνικό της πρόγραμμα και να καταστρέψει το πυρηνικό της υλικό. Από την άλλη πλευρά η Βόρεια Κορέα απάντησε ότι τα στοιχεία που προβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αναληθή κατηγορώντας παράλληλα την Ουάσινγκτον ότι εσκεμμένα καθυστερούσε το πρόγραμμα παροχής εναλλακτικών πηγών ενέργειας (Light Water Reactor Project). Toν Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο οργανισμός για την ενέργεια και την ανάπτυξη της Κορέας που είχε συσταθεί παράλληλα με την υπογραφή του συμφωνημένου πλαισίου ανακοίνωσε ότι τον Δεκέμβριο θα διέκοπτε την χορήγηση πετρελαίου στην Βόρεια Κορέα, εφόσον η κυβέρνηση της χώρας δεν συμμορφωνόταν και δεν ανέστειλε το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου. Τον Δεκέμβριο του 2002 η Βόρεια Κορέα ανακοίνωσε την επαναλειτουργία του πυρηνικού της αντιδραστήρα ισχύος 5MW, με στόχο να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες και στις 27 του ίδιου μήνα απέλασε τους επιθεωρητές. Τον Ιανουάριο του 2003 η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας κάλεσε την Πιονγκγιανγκ να επιτρέψει την επιστροφή επιθεωρητών. Η αντίδραση της Βορείου Κορέας ήταν να αποχωρήσει από την Συνθήκη Μη Εξάπλωσης των πυρηνικών.(Νο proliferation Treaty) δηλώνοντας πως δεν θα προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων αλλά θα αξιοποιήσει τις πυρηνικές της δυνατότητες μόνο για την παραγωγή ενέργειας.
Εκείνη τη στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επικεντρώσει την προσοχή αλλά και το σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών τους δυνάμεων στην συνέχιση του αντιτρομοκρατικού πολέμου και στις δύο παράλληλες επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ: Παράλληλα η απροθυμία των συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή (Νότια Κορέα-Ιαπωνία) να τηρήσουν σκληρή στάση έναντι της Βόρειας Κορέας απέκλεισε το ενδεχόμενο δυναμικής λύσης. Με αποτέλεσμα η Ουάσινγκτον για ακόμα μία φορά να ακολουθήσει μικτή πολιτική που συνδύαζε την άσκηση πίεσης και την Διπλωματία. Η πολιτική αυτή απέδωσε καρπούς όταν το 2004 στα σύνορα της Βόρειας και Νότιας Κορέας στον 38ο παράλληλο δημιουργήθηκε ζώνη βιομηχανικής συνεργασίας και το 2008 όταν με εντολή του τότε βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ιλ καταστράφηκε πυρηνικός αντιδραστήρας.
Το χρονικό της κρίσης
Καταλυτικής σημασίας γεγονός στην εξέλιξη των σχέσεων της Πιονγκγιανγκ με την διεθνή κοινότητα υπήρξε ο θάνατος του βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ-Γιονγκ-Ιλ και η διαδοχή του από τον γιο του Κιμ-Γιονγκ-Ουν που αποδείχθηκε σαφώς πιο πολεμοχαρής από τον προκάτοχο και πατέρα του.
Στην προσπάθεια του να εδραιώσει την θέση του τόσο στο εργατικό κόμμα όσο και στις ένοπλες δυνάμεις. Ο νέος δικτάτορας, αύξησε τις απειλές ενώ εναντίον της Νότιας Κορέας και των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ από τα τέλη του 2001 οπότε και ο 30χρονος Κιμ ανέλαβε τα ηνία της χώρας η Βόρεια Κορέα έχει πραγματοποιήσει τρεις πυρηνικές δοκιμές.
Η νέα ανάφλεξη στην κορεατική χερσόνησο αφορμή είχε τις μακράς διαρκείας ασκήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στον Βόρειο Ειρηνικό. Στις 28 Μαρτίου δύο αμερικανικά αεροσκάφη τύπου stealth απογειώθηκαν από το Ντέλαγουερ και έπληξαν εικονικά στόχους στη Νότια Κορέα επιστρέφοντας δίχως ανεφοδιασμό στη βάση τους. Σε απάντηση την επόμενη μέρα 29 Μαρτίου ο βορειοκορεάτης δικτάτορας που είναι ταυτόχρονα και επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων έδωσε εντολή να τεθούν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα οι συστοιχίες πυραύλων της χώρας. Ενώ την επόμενη μέρα ανακοίνωσε πως η Βόρεια Κορέα βρίσκεται και επίσημα σε κατάσταση πολέμου. Οι δηλώσεις περί επιχειρησιακές ετοιμότητας συνοδεύτηκαν από μεγάλη χορογραφημένη συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων βορειοκορεατών στρατιωτών που φώναξαν αντιαμερικανικά συνθήματα στην αχανή πλατεία της Πιονγκγιανγκ.
Nότια Κορέα και Ιαπωνία
Αντίθετα με την μετριοπαθή στάση των προκατόχων της η νέα πρόεδρος της Νότιας Κορέας Παρκ Χίε, σήκωσε το γάντι δίνοντας εντολή στο Γενικό Επιτελείο της χώρας να δώσει άμεση και αποφασιστική απάντηση οποιαδήποτε πρόκληση του βορρά. Σε χαρακτηριστική αποστροφή του λόγου της προς την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων τόνισε: ''Θεωρώ τις απειλές της Βόρειας Κορέας πολύ σοβαρές. Αν ο βορράς προχωρήσει σε οποιαδήποτε πρόκληση απέναντι στον λαό και την πατρίδα μας είναι απαραίτητο να απαντήσετε αποφασιστικά στην πρώτη επαφή μαζί τους, δίχως να σκεφτείτε πολιτικές επιπτώσεις''.
Η κρίση άλλωστε δίνει την ευκαιρία στην πρόεδρο Παρκ να συνεχίσει τις πιέσεις προς την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε η τελευταία να δώσει έγκριση για την παραγωγή δικών της πυρηνικών καυσίμων. Εξέλιξη που θα επιτρέψει στη Νότια Κορέα να αποκτήσει τεχνογνωσία που θα την μετατρέψει σε πυρηνική δύναμη.
Στο ίδιο κλίμα και ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σίνζο Αμπο που έθεσε σε ετοιμότητα τα αντιβαλλιστικά συστήματα της χώρας, χρησιμοποιώντας παράλληλα την απειλή της Βόρειας Κορέας για να προωθήσει την απεμπλοκή της Ιαπωνίας από το πασιφιστικό Σύνταγμα, που αποτελεί απόρροια της καταστροφικής ήττας της χώρας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Βάση του συντάγματος, οι ένοπλες δυνάμεις της Ιαπωνίας που επανιδρύθηκαν το 1954 μετονομάστηκαν σε Ιαπωνική Αμυντική Δύναμη και είχαν αποκλειστικά αμυντικό προσανατολισμό.
Αναμφίβολα η αναθεώρηση της Ιαπωνικής Αμυντικής Στρατηγικής, αλλάζει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή προκαλώντας την έντονη δυσφορία της Κίνας. Είναι προφανές πως η Ιαπωνία επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να αναβαθμίσει την δύναμη ασφαλείας των 240.000 ανδρών που διαθέτει σήμερα σε αξιόπιστο εταίρο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Πρόσφατα οι δύο χώρες ανέπτυξαν κοινό αντιπυραυλικό σύστημα. Ενώ η κυβέρνηση Άμπε προχώρησε στην αύξηση των αμυντικών δαπανών. Ήδη η Ιαπωνία εκδήλωσε την πρόθεση της να αποκτήσει δύο αόρατα μαχητικά αεροσκάφη F-35 και ένα επιθετικό υποβρύχιο.
Κέρδη και απώλειες για τις δύο πλευρές
Είναι προφανές πως τίποτα δεν δείχνει πως το βορειοκορεατικό καθεστώς επιθυμεί να αυτοκτονήσει. Αντίθετα οι στοχεύσεις του είναι πλέον προφανείς. Ο 30χρονος Κιμ Γιονγκ Ουν βρήκε την ευκαιρία να ενισχύσει την θέση του τόσο στο κόμμα όσο και στις ένοπλες δυνάμεις. Ενώ είναι επίσης προφανές πως το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγκγιανγκ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα διαπραγματευτικό χαρτί που θα εξαργυρωθεί όταν το επιτρέψει η πολιτική συγκυρία. Δηλαδή όταν η διεθνής κοινότητα και ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες δώσουν οικονομική βοήθεια και εγγυήσεις ασφαλείας και ανεξαρτησίας για την μικρή και απομονωμένη χώρα της Άπω Ανατολής. Άλλωστε ακόμα και στην κορύφωση της κρίσης ο Κιμ Γιονγκ Ουν διακήρυσσε ότι η προτεραιότητα του είναι η οικονομική αναζωογόνηση, όπως άλλωστε έδειξε και η επαναφορά του βετεράνου τεχνοκράτη πολιτικού Πακ Πονγκ Τζου στο πρωθυπουργικό αξίωμα.
Από την άλλη πλευρά οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν ότι λαμβάνουν σοβαρά τις απειλές του καθεστώτος της Βόρειας Κορέας. Όμως πέραν της επίδειξης ισχύος, δεν είχαν ουσιαστικούς λόγους να διατάξουν να βομβαρδιστικά τους να πλήττουν εικονικά στόχους στην Κορεατική χερσόνησο καθώς τα πυραυλικά τους συστήματα αρκούν για να πετύχουν αποφασιστικό πλήγμα στο καθεστώς της Πιονγκγιανγκ. Επιπρόσθετα, σημαντικός αριθμός γερουσιαστών θεωρεί πως η Βόρεια Κορέα αποτελεί αμεσότερη απειλή τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και ευρύτερα για την διεθνή ασφάλεια από το Ιράν, το οποίο χρειάζεται αρκετά χρόνια για να αναπτύξει αξιόπιστο πυρηνικό πρόγραμμα.
Είναι προφανές πως έως τώρα η Ουάσινγκτον ακολούθησε μικτή πολιτική που συνδυάζει πίεση δίχως να προκαλεί ευθέως την Βόρεια Κορέα και παράλληλα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο διπλωματικής λύσης χωρίς όμως να προχωρά ή να προτείνει άμεση διαπραγμάτευση.
Η μελλοντική χρήση στρατιωτικών μέσων από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή των πυρηνικών υποδομών και δυνατοτήτων και την αποτροπή της πολιτικής πρώτου πλήγματος που φαίνεται να υιοθετεί η Βόρεια Κορέα δεν θεωρείται απίθανη.
Η Ουάσινγκτον έχει μέχρι στιγμής αποφύγει να οριοθετήσει την ανοχή της και να διευκρινίσει τις καταστάσεις που θα πυροδοτούσαν πολεμική ανάφλεξη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες σκόπιμα δεν επέλεξαν την οριοθέτηση των κόκκινων γραμμών και του τελεσιγράφου που η οποία αναμφίβολα θα τις έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αν η Βόρεια Κορέα αγνοούσε τις προειδοποιήσεις τους. Ειδικά λοιπόν στην περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν απαντούσαν στις προκλήσεις της Πιονγκγιανγκ θα έχαναν την αξιοπιστία τους ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα εμπλεκόταν σε έναν πόλεμο με καταστροφικές συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή.
Εξαιρώντας λοιπόν το στρατιωτικό σενάριο, οι επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών ουσιαστικά περιορίζονται σε δύο. Καταρχήν, η άσκηση πίεσης και απομόνωσης του καθεστώτος ή άμεση διαπραγμάτευση για την συμμόρφωση της Πιονγκγιανγκ, οι οποίες εάν έχουν θετικό αποτέλεσμα θα μεταφραστούν από την διεθνή κοινότητα ως επιβράβευση της πολιτικής της Βόρειας Κορέας και επιβράβευση του καθεστώτος, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας η τελευταία θα διατηρήσει στο ακέραιο την πυρηνική ικανότητα με αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να οδηγηθούν στην χρήση στρατιωτικών μέσων ή την διπλωματική ήττα.
Αν και η άσκηση πίεσης στην Βόρεια Κορέα αποδείχθηκε άκαρπη την τελευταία δεκαετία, οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής θεωρούν ότι είναι αποτελεσματικότερη τώρα που οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν απεμπλακεί από το Ιράκ και η Ουάσινγκτον μπορεί να διαθέσει περισσότερες δυνάμεις στην κορεατική χερσόνησο και όχι να πείσει το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ και τους συμμάχους τους στην περιοχή για την ανάγκη υιοθέτησης σκληρότερης στάσης έναντι της Βόρειας Κορέας προσφέροντας αίσθημα ασφαλείας στους συμμάχους τους στην περιοχή, κυρίως στην Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.
Μάλιστα το τελευταίο επιχείρημα που προβάλλεται από τους υπέρμαχους αυτής της στρατηγικής είναι ηθικό και παράλληλα πρακτικό. Εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιδράσουν και δεν υποκύψουν στον εκβιασμό της Πιονγκγιανγκ, όχι μόνο επιβραβεύουν την αδιαλλαξία και τις παράνομες ενέργειες της, αλλά ταυτόχρονα ενθαρρύνουν και άλλα κράτη να ακολουθήσουν το κορεατικό παράδειγμα. Αντίθετα η υιοθέτηση σκληρής στάσης από την πλευρά του συμβουλίου ασφαλείας και της Ουάσινγκτον η οποία θα συνοδεύεται από οικονομικές κυρώσεις και απειλή χρήσης βίας, αποτρέπει άλλες χώρες να πράξουν το ίδιο και ταυτόχρονα θα καταδείξει την αποφασιστικότητα της διεθνούς κοινότητας ως προς την διασφάλιση της πλήρους τήρησης των όρων της Συνθήκης Μη Εξάπλωσης των Πυρηνικών. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο το καθεστώς της Πιονγκγιανγκ δεν θα αντέξει νέες οικονομικές κυρώσεις με αποτέλεσμα είτε να συμμορφωθεί είτε να καταρρεύσει.
Ο αντίλογος όσων εναντιώνονται στην πολιτική αυτή εστιάζεται στην προβολή των πρακτικών προβλημάτων που εμφανίζει η πολιτική άσκησης πίεσης. Καθώς λοιπόν η επιβίωση του καθεστώτος μπορεί να εξαρτάται από την παροχή εξωτερικής βοήθειας, όμως οι χώρες της περιοχής δύσκολα θα συναινέσουν στην επιβολή νέων οικονομικών κυρώσεων που θα αποσταθεροποιήσει πλήρως ένα απρόβλεπτο καθεστώς που έχει πυρηνικές δυνατότητες. Ειδικά η Κίνα αν και επιθυμεί τον αφοπλισμό της Βόρειας Κορέας δυνητικά απειλείται περισσότερο από τις επιπτώσεις μας ενδεχόμενης σύρραξης ή την ενισχυμένη παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να περιπλέξει την διένεξη της χώρας με την τόσο με την Ιαπωνία όσο και με την Ταιβάν.
Όμως η στρατηγική πίεσης και απομόνωσης ενδέχεται να αποδειχτεί προβληματική και για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά στην περίπτωση που η Πιονγκγιανγκ και έχει την δυνατότητα να φέρει την Ουάσινγκτον σε ακόμα δυσκολότερη θέση συνεχίζοντας τις ατομικές δοκιμές και να προχωρήσει σε εκτόξευση πυραύλων ή ακόμα και να πουλήσει πυρηνικό υλικό στην μαύρη αγορά για να επιβιώσει οικονομικά.
Τελευταία εναλλακτική στρατηγική για την ηγεσία των ΗΠΑ είναι οι άμεσες διαπραγματεύσεις. Ήδη μερίδα αξιωματούχων του State Department επιχειρηματολογεί υπέρ των διαπραγματεύσεων, καθώς πάγια αμερικανική προϋπόθεση είναι η διακοπή των πυρηνικών δοκιμών και της παραγωγής πλουτωνίου από την Βόρεια Κορέα. Έμπειροι αναλυτές θεωρούν πως η αποδοχή ή η απόρριψη αυτής της προϋπόθεσης που προβάλλεται σαν αίτημα ουσιαστικά κρίνει τι κατά πόσο η Κορέα ενδιαφέρεται πραγματικά να επανενταχθεί στην διεθνή κοινότητα. Επομένως αν δεχθεί τον παραπάνω όριο μπαίνει σε τροχιά διαπραγματεύσεων. Αντίθετα τυχόν άρνηση θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να την κατηγορήσουν για αδιαλλαξία. Ταυτόχρονα, αν η Ουάσινγκτον θελήσει καταδείξει στην διεθνή κοινότητα και σε όσες χώρες ότι δεν υποκύπτει εφόσον η Βόρεια Κορέα διακόψει την πολιτική των προκλήσεων, ουσιαστικά ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες εξεύρεσης λύσης. Προφανώς τότε η Βόρεια Κορέα θα υποχρεωθεί σε διαλλακτική στάση όταν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις και όχι να προχωρήσει σε παραχωρήσεις πριν από αυτές.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου