Στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος προβλέπεται η ρύθμιση των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και ειδικότερα ορίζονται τα ακόλουθα : Σε έκτακτες περιπτώσεις, ήτοι σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1 μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από την σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή...
μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής. Από την παραπάνω συνταγματική διάταξη συνάγονται τα ακόλουθα : Α) ότι ζήτημα δικαστικού ελέγχου της συνδρομής ή μη των έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης δεν μπορεί να τεθεί, γιατί συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στη σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που κατά το Σύνταγμα ασκούν, στην πιο πάνω περίπτωση, τη νομοθετική εξουσία. Β) ότι αν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες από το Σύνταγμα, οι ρυθμίσεις αποκτούν ισχύ νόμου και μάλιστα αναδρομικώς. Γ) ότι η Βουλή μπορεί να προβεί σε τροποποιήσεις των κυρουμένων διατάξεων της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου καθώς και να προσθέσει συμπληρωματικές διατάξεις στο αρχικό της κείμενο. Δ) ότι αν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν υποβληθεί εμπροθέσμως στη Βουλή προς κύρωση ή δεν κυρωθεί από την Βουλή, αυτή παύει να ισχύει στο εξής. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η πράξη νομοθετικού περιεχομένου ισχύει για το διάστημα από τη δημοσίευσή της μέχρι την εκπνοή των προθεσμιών που θέτει το Σύνταγμα για τη κύρωσή της ή μέχρι την απόφαση της Βουλής για τη μη κύρωσή της. Ε) ότι η ως άνω προθεσμία είναι μεν αποκλειστική και όχι ενδεικτική, αλλά κατά την ορθή έννοια της προπαρατεθείσας Συνταγματικής διατάξεως, αν η βουλευτική σύνοδος ή και η περίοδος λήξει προ της παρόδου των σαράντα ημερών τότε αρχίζει νέα προθεσμία σαράντα ημερών, η οποία υπολογίζεται μετά την έναρξη της νέας συνόδου ή της επόμενης βουλευτικής περιόδου. Επομένως, οι προϋποθέσεις που αφορούν την ύπαρξη εκτάκτων περιπτώσεων εξαιρετικώς επείγουσας ανάγκης δεν ελέγχονται δικαστικά, αφού η διαπίστωσή τους είναι ζήτημα πολιτικό, και η ευθύνη που προκύπτει (αν τυχόν οι επικαλούμενοι λόγοι δεν είναι επείγοντες) είναι καθαρά πολιτική και την επωμίζονται τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας. Όθεν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου εκδίδονται χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και θεσπίζουν κανόνες δικαίου, οι οποίοι επιτρέπεται από το Σύνταγμα να εκδοθούν από νομοθετικό όργανο και έτσι οι πράξεις αυτές έχουν τυπική ισχύ νόμου. Συνεπώς, το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα εκδόσεων Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου οι οποίες είναι μια μορφή, ουσιαστικά, προσωρινού νόμου, μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Αυτό είναι το αντικείμενο επί του οποίου ο Συνταγματικός Νομοθέτης προέβλεψε την δυνατότητα εκδόσεως Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου. Όπου νομοθετεί ουσιαστικά η Κυβέρνηση χωρίς τη συναίνεση της Βουλής, η τελευταία μπορεί μεν να αρνηθεί την κύρωση αλλά οι Πράξεις μέχρι τότε εξακολουθούν να ισχύουν. Ερχόμαστε, λοιπόν, κατόπιν των ανωτέρω θεωρητικών – πλην όμως απαραίτητων για να γίνουν αντιληπτά κάποια πράγματα σε μη νομικούς – επεξηγήσεων, να δούμε τι σημαίνουν πρακτικά οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου στη χώρα μας. Στο παρελθόν οι εν λόγω πράξεις περιορίζονταν στις δύο με τρεις το χρόνο. Τώρα τελευταία, και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου, οι πράξεις αυτές έχουν τη συχνότητα νόμων. Αυτή, όμως, η προσφάτως παγιωθείσα πρακτική της συχνής έκδοσης νομοθετικών πράξεων αφενός συνιστά μια στρέβλωση της συγκεκριμένης δυνατότητας που παρέχει το Σύνταγμα μόνο για εξαιρετικές περιστάσεις, αφετέρου έχει επιφέρει μια μερική υποκατάσταση της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας, πράγμα που αποτελεί μια αρνητική μεταξύ άλλων παρενέργεια των μνημονίων και της υποχρέωσης εκτελέσεως αυτών. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου υπογράφεται σε χρόνο μηδέν από τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσιεύεται πάραυτα στο ΦΕΚ και ισχύει ως νόμος του κράτους χωρίς να υπάρχει χρόνος για διάλογο και χωρίς την «περιβόητη» διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους, όπως καυχάται ότι κάνει η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι με τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου έχουμε μια συστηματική καταστρατήγηση του Συντάγματος, η οποία δεν υπόκειται σε Δικαστικό έλεγχο, διότι, όπως προανέφερα, τα Δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα να ελέγξουν την συνδρομή των όρων της ανάγκης. Συγκεφαλαιωτικά, με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου φοβάμαι ότι υποκαθίσταται η δημοκρατική νομοθετική διαδικασία, δεν τηρείται η κοινοβουλευτική νομοθετική διαδικασία και εφαρμόζεται μία νομοθέτηση της κυβέρνησης, που διαπρεπείς Συνταγματολόγοι θεωρούν ότι «πλήττει τη Δημοκρατία». Ελπίζω ότι κάποτε οι Συνταγματολόγοι θα συμφωνήσουν στην αναγκαιότητα ή όχι των Πράξεων αυτών. Μέχρι τότε απλά μερικοί εξ αυτών θα επισημαίνουν τις παραβιάσεις του Συντάγματος και οι απλοί πολίτες θα διερωτώνται αν υπάρχουν Σύνταγμα και Νόμοι και αν εφαρμόζονται στο βαθμό που θα έπρεπε .
πηγή
Δημοσίευση σχολίου