GuidePedia

0

Ανάλυση του Β.Γιαννακόπουλου.

Οι εκλογές για τις 120 έδρες του ισραηλινού κοινοβουλίου (knesset) διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά συνήθως προγραμματίζονται πριν εκπνεύσει η τετραετία λόγω συχνών προβλημάτων συνοχής και πολιτικής επιβίωσης των κυβερνήσεων συνασπισμού. Αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό στο μικρό ποσοστό του 2% του συνόλου των ψήφων που απαιτείται, προκειμένου ένα πολιτικό κόμμα να εισέλθει στην knesset. Μέχρι το 2001, ψήφιζε το 77-80% των Ισραηλινών ψηφοφόρων. Έκτοτε, το ποσοστό συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία κυμαίνεται μεταξύ 62-65%. [1]

Στις εκλογές της 22ας Ιανουαρίου 2013 για τη συγκρότηση της 19ης knesset, έχουν δηλώσει συμμετοχή 34 πολιτικά κόμματα. Μετά την εκλογική διαδικασία, ο αρχηγός του πρώτου κόμματος θα έχει στη διάθεσή του 28 ημέρες (υπάρχει και η δυνατότητα παράτασης επιπλέον 14 ημερών), προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση μονοκομματική (μέχρι σήμερα κανένα κόμμα δεν κατάφερε να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση) ή συνασπισμού, με τουλάχιστον 61 έδρες. Σημειώνεται ότι λόγω μη ύπαρξης ισραηλινού Συντάγματος, το πλαίσιο του εκλογικού συστήματος καθορίζεται από το άρθρο 4 του Βασικού Νόμου (Basic Law).

Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των εκλογών της 10ης Φεβρουαρίου 2009 [2] και τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης δημοσκόπησης για τις εκλογές της 22ας Ιανουαρίου 2013 [3]. Σύμφωνα με την εν λόγω δημοσκόπηση, ο συνδυασμός Likud – Beytenu συγκεντρώνει συνολικά μόνο 33 έδρες. Δηλαδή, 9 έδρες λιγότερες από τις εκλογές του 2009. Επομένως, ο ηγέτης του δεξιού κόμματος “Likud”, Binyamin Netanyahu, θα κληθεί να αναζητήσει επιπλέον 28 έδρες από τα κόμματα της κεντροδεξιάς, προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση.



Μέχρι τις εκλογές του 2009, η διαχείριση του παλαιστινιακού προβλήματος, το βαλλιστικό οπλοστάσιο της στρατιωτικής πτέρυγας της Hezbollah και το μέλλον των εδαφών που κατέλαβε το Ισραήλ στη διάρκεια του αραβο-ισραηλινού πολέμου του 1967 κυριαρχούσαν στην ισραηλινή πολιτική σκηνή. Έκτοτε, τα κυρίαρχα θέματα είναι: η αντιμετώπιση της ανάπτυξης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και οι γεωπολιτικές εξελίξεις στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης, που μεταβάλλουν δραστικά το περιφερειακό status quo.


Οι πιθανές επιπτώσεις

Όπως διαφαίνεται από πρόσφατη αναφορά ειδικού αναλυτή στις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής προς το αμερικανικό κογκρέσο [4], οι επερχόμενες ισραηλινές εκλογές της 22ας Ιανουαρίου 2013 παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ουάσιγκτον, καθότι η νέα ισραηλινή κυβέρνηση που θα προκύψει είναι πιθανόν να λάβει αποφάσεις σε θέματα υψηλής προτεραιότητας για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, η επόμενη ισραηλινή κυβέρνηση –πιθανόν κυβέρνηση συνασπισμού, με πρωθυπουργό τον Binyamin Netanyahu- θα μπορούσε να λάβει αποφάσεις αφενός για την αντιμετώπιση της ιρανικής πυρηνικής απειλής, της στρατιωτικής πτέρυγας της Hezbollah και της Hamas, αφετέρου να χαράξει νέα στρατηγική για το παλαιστινιακό, για τις σχέσεις του Ισραήλ με τις γειτονικές αραβικές χώρες, την Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, κτλ. Επομένως, οι επερχόμενες εκλογές στο Ισραήλ αναμένεται να δημιουργήσουν νέα δεδομένα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, τα οποία θα επηρεάσουν ως ένα βαθμό τα συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι μόνο.


Ο Netanyahu ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2009. Σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις και αναλύσεις, αναμένεται να αναλάβει μια νέα πρωθυπουργική θητεία. Παρόλα αυτά, λόγω της πρόσφατης δίωξης κατά του Avigdor Lieberman, ηγέτη του συγκυβερνώντος υπερ-κοσμικού-εθνικιστικού κόμματος “Yisrael Beytenu” (το Ισραήλ είναι το σπίτι μας) και πρώην υπουργού Εξωτερικών του Ισραήλ, για απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Netanyahu θα αναγκασθεί να ζητήσει την υποστήριξη ενός ή περισσοτέρων μικρών αλλά σαφώς ενισχυμένων και συνεχώς ανερχόμενης δύναμης δεξιών και υπερορθόδοξων θρησκευτικών κομμάτων, με ότι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, την υιοθέτηση μιας περισσότερο σκληροπυρηνικής στάσης κυρίως απέναντι στο Ιράν και στο παλαιστινιακό πρόβλημα, που ήδη βρίσκεται σε αδιέξοδο. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο Netanyahu δεν ενδώσει στις απαιτήσεις των δεξιών κομμάτων, τότε η επόμενη κυβέρνηση θα είναι βραχύβια και σύντομα το Ισραήλ θα οδηγηθεί στη διεξαγωγή νέας εκλογικής διαδικασίας.


Προφανώς, οι προθέσεις της επόμενης ισραηλινής κυβέρνησης δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ασφάλεια στην παρούσα φάση. Ωστόσο, προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: «αν μετά τις εκλογές του 2009, το Ισραήλ αφενός πίεζε τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διεξαγωγή μιας στρατιωτικής επιχείρησης κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, αφετέρου επέκτεινε τους εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ, τότε τι θα πρέπει να αναμένουμε από μια περισσότερο σκληροπυρηνική κυβέρνηση συνασπισμού»;

Εφόσον η πολιτική κατάσταση διαμορφωθεί όπως περιγράφηκε παραπάνω, τότε η απάντηση είναι σχεδόν προφανής: «ο Netanyahu, προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά, θα αναγκασθεί να συναινέσει σε αρκετά από τα αιτήματα των υπόλοιπων μικρών σκληροπυρηνικών πολιτικών κομμάτων της μελλοντικής κυβέρνησης συνασπισμού, με αποτέλεσμα την περαιτέρω απομόνωση του Ισραήλ, την αύξηση της συγκρουσιακής κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή».


Ήδη, είναι αρκετοί οι επικριτές της περιφερειακής πολιτικής που εφαρμόζει το Ισραήλ, έναντι της πολυπλοκότητας και της σοβαρότητας των προκλήσεων που αναδύονται στην Ανατολική Μεσόγειο, κυρίως λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η Αραβική Άνοιξη, αλλά και λόγω της αναβάθμισης του ρόλου της Τουρκίας. Με εξαίρεση τη συναίνεση για τερματισμό της επιχείρησης “Pillar of Defense” (21 Νοεμβρίου 2012) και της απόφασης να μην διεξάγει χερσαία εκκαθαριστική επιχείρηση στη Λωρίδα της Γάζας, τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ παρουσιάζει μια ιδιαίτερη εσωστρέφεια. Συγκεκριμένα, υπερεκτιμά τη σοβαρότητα των εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων του και δίνει την εντύπωση ότι «αδυνατεί» αφενός να αποκωδικοποιήσει τη διαγραφόμενη κρίσιμη κατάσταση γύρω από τα σύνορά του, αφετέρου να προσαρμόσει την εξωτερική του πολιτική σύμφωνα με τις νέες ασύμμετρες απειλές που αναδύονται σε περιφερειακό επίπεδο.


Είναι σαφές ότι στη διάρκεια της επόμενης διακυβέρνησής του και σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, ο Netanyahu, ως πολιτικός ηγέτης της μελλοντικής ισραηλινής κυβέρνησης συνασπισμού, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τις υφιστάμενες πολιτικές και δημογραφικές αλλαγές που καταγράφονται πέριξ του Ισραήλ, καθώς και την επιδείνωση της περιφερειακής κατάστασης ασφάλειας. Σε αντίθετη περίπτωση, πέρα από τις εν δυνάμει απειλές που διαγράφονται κατά της επιβίωσης του εβραϊκού κράτους, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι πιθανόν να μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο συγκρουσιακό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, απαιτείται αναθεώρηση της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής, ωστόσο η παρούσα πολιτική κατάσταση εντός του Ισραήλ δεν οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση.


Ελληνο-ισραηλινές σχέσεις, Τουρκία και αραβικός κόσμος
Από το καλοκαίρι του 2010, ξεκίνησε μια πολυεπίπεδη αναβάθμιση των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων συνεργασίας (διπλωματική, αμυντική, τεχνολογική, τουριστική, ενεργειακή, πολιτισμική, κτλ). Ωστόσο, οι κύριοι τομείς αυτής της διμερούς συνεργασίας είναι η άμυνα και η ενέργεια. Στον τομέα της άμυνας, το Ισραήλ επιδιώκει να καλύψει το κενό της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει να την επαναπροσεγγίσει, καθότι συνιστά μείζονα περιφερειακό δρώντα σε γεωστρατηγικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνο-ισραηλινές σχέσεις αναμένεται να φέρουν μείζονα θετικά αποτελέσματα στην ελληνική πλευρά, μόνο αν βελτιωθούν οι αραβο-ισραηλινές σχέσεις. [5]


Τα μέχρι στιγμής δεδομένα, που σχετίζονται με το σχηματισμό της επόμενης ισραηλινής κυβέρνησης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν αναμένεται βελτίωση στις αραβο-ισραηλινές σχέσεις. Αντίθετα, αυξάνεται η πιθανότητα τόσο μιας μονομερούς ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης κατά της πυρηνικής υποδομής του Ιράν (κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι μια τέτοια απόφαση είναι πιθανόν να ληφθεί τον επόμενο Απρίλιο), όσο και μιας χερσαίας εκκαθαριστικής επιχείρησης στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά και μιας περαιτέρω επιδείνωσης των σχέσεων Καΐρου-Τελ Αβίβ. Όλα αυτά προβληματίζουν την Ουάσιγκτον και δεν είναι απίθανο να ξεκινήσει η έναρξη μιας νέας εποχής με πολλά ερωτηματικά στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις. Επομένως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών θα παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα του Ισραήλ, καθότι αναμένεται να επηρεάσουν τις αντιδράσεις των Αράβων και πιθανόν να αναβαθμίσουν περαιτέρω το ρόλο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Δηλαδή, πρόκειται για την έναρξη μιας νέας μεταβατικής περιόδου, που ίσως επηρεάσει την εκμετάλλευση των πιθανών ενεργειακών κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, το σχεδιασμό μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την κεντρική Ευρώπη, την ενεργειακή ασφάλεια γενικότερα, τις ελληνο-αραβικές σχέσεις, τις σχέσεις Αθηνών-Τελ Αβίβ, Αθηνών-Άγκυρας, καθώς και την κατάσταση ασφάλειας νοτιοανατολικά της Ελλάδας.



[1] International Institute for Democracy and Electoral Assistance, “Voter turnout data for Israel”, October 5, 2011
http://www.idea.int/vt/countryview.cfm?CountryCode=IL
[2] Israel Ministry of Foreign Affairs, “Elections in Israel - February 2009”, February 10, 2009
http://www.mfa.gov.il/MFA/History/Modern+History/Historic+Events/Elections_in_Israel_February_2009.htm#results
[3] Ynetnews, “Poll: Labor, Meretz, Habayit Hayehudi gaining ground”, January 11, 2013
http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-4331258,00.html
[4] Jim Zanotti (Specialist in Middle Eastern Affairs), CRS Report for Congress, “Israel: 2013 Elections Preview”, January 8, 2013
[5] Συνέντευξη του Βασίλη Γιαννακόπουλου στην Al Hayat, «Οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και το Τελ Αβίβ», 10 Αυγούστου 2012
http://alhayat.com/Details/425333

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top