Το κείμενο που ακολουθεί, αφήνει να εννοηθεί ότι η βρετανική πολιτική στην ανατολική Μεσόγειο συνίστατο στο να ακολουθεί τις ΗΠΑ ολοένα και πιο φανατικά. Μια ενδελεχής εξέταση, ανάλυση και αποτίμηση των πλέον προσφάτων κειμένων εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο που αποδέσμευσε (μερικώς) η βρετανική κυβέρνηση για το 1975, το έτος μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την τρέχουσα αντιπαράθεση τόσο σχετικώς με τον ρόλο της Βρετανίας ως (κατ’ ευφημισμόν) λακέ των ΗΠΑ επί αμυντικών θεμάτων, όσο και σχετικώς με την αναχρονιστικώς ελγινιστική στάση που αφορά στην εμμονή της στις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων (ΚΠΒ) που διατηρεί στην Κύπρο (και καλύπτουν το 3% των εδαφών της χώρας).
Τα έγγραφα, μάλιστα, καταδεικνύουν πώς οι δύο αυτοί παράγοντες ήταν –και εξακολουθούν να είναι- στενά συνδεδεμένοι. Δείχνουν, όπως είχε πει και ο Guicciardini, πώς το παρελθόν φωτίζει το μέλλον, πώς ο κόσμος ανέκαθεν υπήρξε ο ίδιος, και πώς τα ίδια πράγματα ανακάμπτουν με διαφορετικά χρώματα. Η δε ιστορία της Κύπρου είναι πλήρης συνεχών παρεμβάσεων από εξωτερικές δυνάμεις. Παρά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση –η οποία επετεύχθη υπό το καθεστώς της παρανόμου τουρκικής κατοχής του 40% της επικρατείας της- η νήσος εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά στη ρίζα του σημαντικότατου «Ανατολικού Ζητήματος» ως κεντρικό σημείο, όμηρος μαζί και θύμα των αταβιστικών πολιτικών ισχύος μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες τρώνε τα νύχια της γεωστρατηγικής τους αντιπαλότητας και φιλοδοξίας.
Τα βασικά σημεία που αναδύονται από τον πηχτό βάλτο των διαθεσίμων εγγράφων είναι τα εξής:
- η ομφαλοσκόπηση του Υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας (ΥΕΚ) σχετικώς με τα βρετανικά συμφέροντα στην Κύπρο και μια παραδοχή ότι τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στο νησί ήσαν μηδαμινά και σχετίζονται με μια βούληση να αποποιηθεί πάσης ευθύνης για την Κύπρο και να παραιτηθεί των ΚΠΒ
- το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να πληρώνουν μυστικά την Βρετανία προκειμένου να διατηρήσει τις ΚΠΒ
- βρετανικές απόψεις επί του ρόλου της Γαλλίας στην Ελλάδα
- η αντίθεση των Βρετανών σε τυχόν ισχυρό ρόλο που θα έπαιζε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις
- η προθυμία του ΥΕΚ να διακινδυνεύσει την ένταση των σχέσεών του με την Ελλάδα παρά με την Τουρκία
- ο σκεπτικισμός του ΥΕΚ όσον αφορά τις Τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο
- η ετοιμότητα της βρετανικής κυβερνήσεως να βοηθήσει την προμήθεια όπλων προς την Τουρκία εάν η τελευταία συμφωνούσε να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων
- ο βρετανικός εκνευρισμός με τις κωλυσιεργίες της Τουρκίας, τις διπλές ατζέντες και τις κακόγουστες πιέσεις της
- οι εκ μέρους της Πρεσβείας της Βρετανίας στην Αθήνα υποψίες περί επισήμου (ελληνικής;) συμμετοχής στην δημοσίευση στην εφημερίδα Athens News άρθρου της «Επιτροπής Ελλήνων και Ελληνοαμερικανών» το οποίο έδινε λεπτομέρειες περί της παρουσίας προσωπικού της CIA στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και (διασταυρωμένων) διευθύνσεων και αριθμών τηλεφώνων
- και η δυσκολία που είχε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Κάλλαχαν να λέει την αλήθεια.
Οι Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων και οι Αμερικανοί
Σε μία έξαρση ειλικρινείας, το ΥΕΚ ανέφερε σε ένα έγγραφο επί των βρετανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο ότι: Δεδομένης της αποφάσεώς μας να μη χρησιμοποιήσουμε στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο και δοθείσης της σχετικώς μικρής πιέσεως που μπορούμε να ασκήσουμε στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία, βρισκόμαστε στην εξευτελιστική θέση να έχουμε ευθύνη χωρίς εξουσία. Το γεγονός αυτό δεν μας έδωσε κανένα απολύτως πλεονέκτημα και θα πρέπει να είναι προς όφελος των Βρετανικών συμφερόντων να εργασθούμε προς μια λύση η οποία δεν θα εμπλέκει τη Βρετανία σε τυχόν υποχρεώσεις εγγυήσεως ή άλλες μακροχρόνιες δεσμεύσεις επί της Κύπρου. Μια τέτοια λύση, όμως, απέχει μακράν και θα είναι εξαιρετικώς δύσκολο να επιτευχθεί εφ’ όσον διατηρούμε φυσική παρουσία στις Βάσεις. [η πλαγιογράφηση είναι του συγγραφέως].
Το 1970, το ΥΕΚ είχε ήδη αναγνωρίσει ότι οι ΚΠΒ –πολλώ δε μάλλον οι βρετανικές τοποθεσίες και εγκαταστάσεις- ήσαν όμηροι της κυπριακής καλής θελήσεως, ενώ δύο μήνες μετά την τουρκική απόβαση στην Κύπρο είχε αναγνωρίσει ότι οι ΚΠΒ έφερναν τη χώρα σε δύσκολη θέση, προχωρώντας σε μεγάλη μείωση του προσωπικού των ΚΠΒ.
Φαίνεται ότι χωρίς την πίεση των ΗΠΑ, η Βρετανία μπορεί και να είχε παραιτηθεί των ΚΠΒ. Το ΥΕΚ έγραψε σχετικά: Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι προσκολλημένη στην άποψη ότι τυχόν αποχώρησή μας από τις βάσεις μας στην Κύπρο θα είχε αποσταθεροποιητική επίδραση στην Ανατολική Μεσόγειο, με επιπτώσεις για τη Μέση Ανατολή […]. Ιδίως ο Δρ. Κίσινγκερ αγωνιά για το εάν θα εξακολουθήσουμε να καταλαμβάνουμε αυτό το τετράγωνο της παγκόσμιας σκακιέρας [sic] αν και δεν επιζητούμε πλέον έναν παγκόσμιο ρόλο. Αν και η πρώτη μας επιλογή, σε επίπεδο πολιτικής, θα επέβαλε πλήρη βρετανική στρατιωτική αποχώρηση από την Κύπρο, αναγνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει επί του παρόντος, δεδομένης της παγκοσμίου σημασίας που έχει η συνεργασία μας με τους Αμερικανούς [η πλαγιογράφηση είναι του συγγραφέως].
Παρά την αναγνώριση εκ μέρους του ΥΕΚ ότι οι ΚΠΒ θα έπρεπε να αποδεσμευθούν και την θέση του ότι τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο ήσαν πλέον μηδαμινά, η Βρετανία προτίμησε να υπαγάγει τα συμφέροντά της (ή την έλλειψη αυτών!) στην παγκόσμια πολιτική των ΗΠΑ. Κατά τα τέλη Απριλίου, ο Αμερικανός πρέσβυς στη Λευκωσία έφτασε μέχρι του σημείου να διαβεβαιώσει υψηλόβαθμο αξιωματούχο του ΥΕΚ ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν διατεθειμένη να καλύψει μέρος του κόστους των ΚΠΒ στην περίπτωση κατά την οποία η Βρετανία θα έμπαινε στον πειρασμό να τις εγκαταλείψει για οικονομικούς λόγους. Ενώ παρεδέχθη ότι η άποψη αυτή δεν ήταν πλήρως αποδεκτή στην Ουάσινγκτων, ήταν της γνώμης ότι εάν ποτέ το πρόβλημα αυτό γινόταν πραγματικότης, δεν θα υπήρχε η παραμικρή δυσκολία να εξευρεθεί η απαραίτητη χρηματοδότηση –ακόμα και μυστικά, αν ήταν απαραίτητο. Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτελούσε εντολές του Στέητ Ντηπάρτμεντ: ουδείς πρέσβυς θα εξέθετε ποτέ εαυτόν τόσο πολύ επί τέτοιου θέματος.
Όποια κι αν ήταν η πολεμική γύρω από το θέμα της αναχρονιστικής εμμονής της Βρετανίας να εξακολουθεί να καταλαμβάνει τμήμα άλλης χώρας (η βρετανική κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται την αποδέσμευση διαφόρων σχετικών εγγράφων), είναι σαφές ότι οι συναισθηματικοί της δεσμοί με την Αμερική, η ημι-αυθόρμητη ανάγκη της να κρύβεται κάτω από την ποδιά των Αμερικανών όταν τη συμφέρει και η επιθυμία της να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο ακόμη και όταν δεν είναι προς όφελος των αντιστοίχων βρετανικών, ανέκαθεν υπήρχαν (και τώρα υπάρχουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό) στην ημερησία διάταξη.
Τα κάτωθι αποσπάσματα από μια τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Κίσινγκερ, του νεοεκλεγέντος Προέδρου των ΗΠΑ (Φορντ) και του Υπουργού Εξωτερικών (Κάλλαχαν) λίγες μόλις ώρες μετά την δεύτερη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στις 14 Αυγούστου 1974, είναι ενδιαφέρον να αναγνωσθούν υπό το πρίσμα αυτής της «ειδικής σχέσεως»:
-Υπουργός Εξωτερικών: Λοιπόν, σκεπτόμουν –από στρατιωτικής απόψεως- ότι προφανώς οι Τούρκοι θα συνεχίσουν έως ότου φτάσουν μέχρι αυτής της γραμμής που έχουν τραβήξει στον χάρτη και, κυνικώς ομιλούντες, ας ελπίσουμε ότι θα το κάνουν στα γρήγορα.
-Δρ. Κίσινγκερ: Συμφωνώ.
-Υπουργός Εξωτερικών: Εσείς δεν πρόκειται να δράσετε, εμείς δεν πρόκειται να αναλάβουμε δράση μονομερώς και τα Ηνωμένα Έθνη θα βγουν από την μέση.
-Δρ. Κίσινγκερ: Εντάξει. Γιατί δεν αφήνουμε τα πράγματα να ηρεμήσουν επί μια ημέρα και να δούμε πως φαίνονται αύριο το πρωί;
-Πρόεδρος: Θα ήθελα να ξέρετε ότι εκτιμούμε τα όσα προσπαθείτε να κάνετε σε αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση.
-Υπουργός Εξωτερικών: Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Ξέρετε ότι ο Χένρυ κι εγώ –τον Χένρυ τον σέβομαι απεριόριστα κι ελπίζω ότι μοιραζόμαστε μια μεγάλη φιλία και κ. Πρόεδρε, απλά θέλω να σας πω, ότι στο τέλος, όταν ο κόμπος φθάσει στο χτένι, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά και υπάρχουν περιπτώσεις που ούτε καν εσείς μπορείτε να το κάνετε. Ε, λοιπόν αυτή ήταν μια τέτοια περίπτωση.
-Πρόεδρος: Συμφωνώ πλήρως με αυτό, αλλά χρειαζόμαστε καλούς φίλους και συμμάχους όπως η Μεγάλη Βρετανία για να συνεργαζόμαστε και για τον λόγο αυτόν είμαστε εξαιρετικώς ευγνώμονες για όλα όσα προσπαθήσατε να κάνετε.
Δύο ώρες αργότερα, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίλσον τηλεφωνούσε στον Πρόεδρο Φορντ:
-Πρωθυπουργός: Δεν βλέπουμε να υπάρχει κάτι που να μπορεί να γίνει από στρατιωτικής απόψεως είτε από εμάς είτε μέσω ΟΗΕ είτε κάπως αλλιώς. Τώρα θα πρέπει να ακολουθήσουμε την διπλωματική οδό.
-Πρόεδρος: Θα συμφωνήσω με αυτό και πιστεύω ότι ο Χένρυ και ο κ. Κάλλαχαν έχουν συμφωνήσει ότι θα πρέπει «να αφήσουμε τη σκόνη να κατακαθίσει».
-Πρωθυπουργός: Κι εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι το σωστό, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουμε μαζί, όχι μόνο σε διμερές επίπεδο αλλά και στο ΝΑΤΟ, στον ΟΗΕ και οπουδήποτε αλλού χρειαστεί να καταβάλουμε από κοινού προσπάθειες. Αντιμετωπίζουμε αμφότεροι το ίδιο πρόβλημα πληθωρισμού και τον κίνδυνο της ανεργίας, και το θέμα αυτό είναι από εκείνα που απαιτούν να προσεγγίσουμε ο ένας τον άλλον όσο το δυνατόν περισσότερο.
Πρόεδρος: Αν δουλέψουμε μαζί, πιστεύω ότι θα καταφέρουμε πολλά περισσότερα.
Η προσήνεια αυτή, φυσικά, δεν επανελήφθη στη περίπτωση της Βρετανο-Γαλλικής σχέσεως, παρά το γεγονός ότι η Βρετανία είχε μόλις εισέλθει στην φιλόξενη παρέα της ΕΟΚ. Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στον Γαλλικό παράγοντα.
Ο Γαλλικός Παράγων
Δεν ήταν μόνο ο βρετανός Ντισραέλι που έστρεψε το άπληστο βλέμμα του προς την Οθωμανική Κύπρο ήδη πριν από το 1878, αλλά ο Ναπολέων ο 3ος, ο οποίος φέρεται να είχε «αναγνωρίσει την Κύπρο ως σημαντικό παρατηρητήριο των τουρκικών επαρχιών στην Ασία και την Αφρική.» Όταν η Βρετανία την απέκτησε, η Γαλλία εκνευρίστηκε. Το 1916, η συμφωνία Σάικς-Πικό, με την οποία κατατεμαχίστηκε η Μέση Ανατολή, περιελάμβανε μία ρήτρα σύμφωνα με την οποία η βρετανική κυβέρνηση συμφωνούσε να συνεννοηθεί με τους Γάλλους σε περίπτωση που προτίθετο να παραιτηθεί της νήσου. Όσο για τον ντε Γκωλ, εκείνος πίστευε ότι η Κύπρος δεν ήταν καν κανονικό κράτος και ότι θα έπρεπε να επιστραφεί στην Ελλάδα –προφανώς προς έντονη απογοήτευση του Φόρεϊν Όφις. Το 1971, η Γαλλία ακολούθησε την ίδια γραμμή με την ΕΣΣΔ και τα Ηνωμένα Έθνη, στηρίζοντας τον Πρόεδρο Μακάριο εναντίον της «διπλής ενώσεως», ενώ η βρετανική κυβέρνηση –και ιδίως το Υπουργείο Αμύνης- εκνευρίζονταν ολοένα και περισσότερο με τα σχέδια της Γαλλίας η οποία, όπως έγινε αργότερα αντιληπτό, επρόκειτο να εγκαταστήσει «σταθμό εκπομπής» στην Κύπρο.
Λίγο πριν την τουρκική εισβολή, την γαλλική κυβέρνηση άρχισε να καταλαμβάνει καχυποψία για το ειδικό ενδιαφέρον των Αγγλοσαξώνων σχετικά με την Κύπρο. Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Σωβανιάργκ, μετέφερε στον Κάλλαχαν ότι αν και οι Αμερικανοί του είχαν πει ότι επιθυμούσαν να αποφύγουν μονομερή τουρκική δράση, εν τούτοις δεν ασκούσαν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τους αξιωματικούς τα που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Το ΥΕΚ ενόχλησε επίσης τους Γάλλους, μη ενημερώνοντάς τους δύο ημέρες πριν την εισβολή. Σε εκείνη τη φάση, ο Κίσινγκερ είχε ήδη επιβληθεί στον Κάλλαχαν προκειμένου ο τελευταίος να ακολουθήσει την αμερικανική γραμμή και, ως εκ τούτου, η αγγλοαμερικανική στρατηγική είχε ως αντικείμενο να παραπλανήσει τους Γάλλους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανόν ο μέλλων Πρωθυπουργός της Ελλάδος Καραμανλής (ο οποίος ήταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι επί δέκα και πλέον χρόνια) να βρισκόταν όλο αυτόν τον καιρό σε στενή επαφή με τη γαλλική κυβέρνηση.
Όταν ο Καραμανλής ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά την πτώση της Χούντας, σχεδόν αμέσως έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί η χώρα ισχυρές αμερικανικές πιέσεις ). Φυσικά, η Γαλλία είχε κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα δέκα χρόνια νωρίτερα. Επομένως, μετά την εισβολή και δεδομένης της (μάλλον κατανοητής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες) έντονης αποστροφής της Ελλάδος για τον ρόλο της Βρετανίας και των ΗΠΑ στο όλο φιάσκο της Κύπρου, οι ελληνογαλλικές σχέσεις άρχισαν να ανθούν, γεγονός που ανησύχησε Βρετανούς και Αμερικανούς. Η βρετανική Πρεσβεία ενημέρωσε το ΥΕΚ τον Σεπτέμβριο ότι η κρίση στην Κύπρο «δεν μπορεί παρά να αύξησε το πλήθος εκείνων οι οποίοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί και από μόνη της –πιθανώς με την Γαλλία να της προμηθεύει όπλα» και τον Ιανουάριο του 1975, ο Πρέσβυς στην Αθήνα έγραφε απευθυνόμενος στο ΥΕΚ τα εξής:
Εξακολουθεί να παραμένει η πεποίθηση ότι αποτύχαμε ως Εγγυήτρια Δύναμη στην Κύπρο. Οι ευρύτερες υποχρεώσεις μας εκεί, πέραν της ανάγκης να διατηρήσουμε ανεκτές σχέσεις με την Τουρκία τόσο εσωτερικά όσο και σε ένα αγγλοαμερικανικό πλαίσιο [οι αποχρώσεις του σήμερα –κατά Γκουιτσαρντίνι!], μας έχουν κάνει λιγότερο δημοφιλείς μεταξύ των δυτικών φίλων και συμμάχων της Ελλάδος απ’ ό,τι κάποιους που έχουν λιγότερο ενεργή εμπλοκή –και κυρίως την Γαλλία […] Στο πλαίσιο της ΕΟΚ, η Γαλλία αναδεικνύεται και πάλι βασικός υπέρμαχος της Ελλάδος, αξιοποιώντας το πλεονέκτημά της αυτό χωρίς χρονοτριβή.
Τρεις μήνες αργότερα, το ΥΕΚ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία ήταν πιο σημαντική για τα Δυτικά στρατηγικά συμφέροντα απ’ ό,τι η Ελλάδα και ότι το συμπέρασμα αυτό «ήταν διαμετρικώς αντίθετο προς εκείνο στο οποίο φαινόταν να είχε καταλήξει η Γαλλία.» Αλλά και στο πλαίσιο της ΕΟΚ, η Γαλλία ακολούθησε μια στάση η οποία ήταν περισσότερο υπέρ της Ελλάδος και λιγότερο υπέρ της Τουρκίας απ’ ότι η αντίστοιχη βρετανική, πιέζοντας για ισχυρότερα διαβήματα προς τους Τούρκους και τους Τουρκοκυπρίους απ’ ότι φαινόταν να είναι διατεθειμένοι οι Βρετανοί. Όσον αφορά τις ελληνικές κινήσεις για ένταξη στην ΕΟΚ, η Γαλλία ήταν ο κυριότερος υποστηρικτής της Ελλάδος, ενώ η Πρεσβεία της Βρετανίας στην Αθήνα σημείωνε –ίσως με μια νότα ζήλειας- ότι οι Γάλλοι ήσαν λες και τους ήταν αδύνατον να κάνουν κακό και ότι η παραμικρή τους κίνηση ετύγχανε ευρυτάτης και θετικής καλύψεως από τα ελληνικά ΜΜΕ.
Η σύντομη περίοδος σχετικής ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ σε συνδυασμό με την πιο αυθεντικά ευρωπαϊκή και «κοινοτική» προσέγγιση εκ μέρους της Συντηρητικής κυβερνήσεως του Έντουαρντ Χηθ είχε πλέον πάψει να υφίσταται και είχε αντικατασταθεί από την τότε κυβέρνηση του ευρωσκεπτικιστή σοσιαλιστή Ουίλσον, ο οποίος μάλιστα είχε οργανώσει ένα εκ των υστέρων δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΟΚ. Τα ισχυρά κοινωνικοπολιτικά αισθήματα έναντι του «Ευρωπαϊκού Ζητήματος» και η ήττα του Έντουαρντ Χηθ στις εκλογές των τελών του 1974, συνεισέφεραν στην εκ νέου εγκαθίδρυση της «ειδικής σχέσεως». Επομένως, αν και η βρετανική κυβέρνηση συνέπλευσε με τις από κοινού δράσεις της ΕΟΚ προκειμένου να αλληλοπροσεγγιστούν οι Έλληνες με τους Τούρκους, αντιτάχθηκαν στις γαλλοελληνικές πιέσεις για έντονα ή συχνά διαβήματα. Ποια, όμως, ήταν η στάση της Βρετανίας έναντι της Τουρκίας;
‘Τουρκωμένο Βασίλειο’
Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το ΥΕΚ ήταν ιδιαιτέρως επικριτικό –κατ’ ιδίαν- έναντι της συμπεριφοράς και της στάσεως της Τουρκίας σχετικώς με το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ), την προστασία της ιδιοκτησίας, τους κατοίκους των κατεχομένων, τυχόν συνταγματικές αλλαγές καθώς και τις διαπραγματευτικές της τακτικές. Πέραν αυτού, η βρετανική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε επρόκειτο να εκνευρίσει υπερβολικά την Τουρκία, κατά βάση για λόγους στρατηγικής. Το ακόλουθο παράθεμα από έγγραφο του ΥΕΚ είναι ενδεικτικό του τόνου αυτού:
- ο βασικός μας ρόλος στην περιοχή είναι να διατηρήσουμε την φιλοδυτική στάση της Τουρκίας καθώς και την συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, και –σε μικρότερο βαθμό- η Ελλάδα
- όσο κι αν προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε, ενδέχεται να ανακύψουν ζητήματα που να θέτουν τη Δύση ενώπιον της επιλογής του εάν θα δυσαρεστήσουν εντόνως την Ελλάδα ενισχύοντας τις φιλοδυτικές τάσεις της Τουρκίας ή εάν θα δοκιμάσουν την πίστη των Τούρκων ευαρεστώντας τους Έλληνες. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να απεμπλέξουμε κατά το δυνατόν το Κυπριακό από άλλα θέματα που επηρεάζουν τις σχέσεις μας με την Ελλάδα και την Τουρκία, αν και η πρώτη σίγουρα δεν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι, σε τελική ανάλυση, η Τουρκία θα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικότερη από την Ελλάδα όσον αφορά τα Δυτικά στρατηγικά συμφέροντα και επίσης, εάν πρέπει να ρισκάρουμε κάτι, αυτό θα πρέπει να είναι μάλλον η περαιτέρω ένταση των σχέσεων της Ελλάδος με τη Δύση, παρά εκείνων της Τουρκίας.
Λίγο πριν την εισβολή, η Τουρκία είχα αρχίσει να αμφισβητεί την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος επί τμημάτων της υφαλοκρηπίδος στο Αιγαίο, ορισμένες ελληνικές νησίδες και τον ελληνικό εναέριο χώρο, προφανώς ως τμήμα της δισχιδούς στρατιωτικής στρατηγικής που επρόκειτο να εφαρμόσει εναντίον της Ελλάδος μετά την εισβολή. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία ήταν –και είναι- σε θέση να αντιδιαστέλλει το ένα θέμα με το άλλο, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει για να διαχωριστούν οι εδαφικές διεκδικήσεις από το Κυπριακό.
Έχοντας συμφωνήσει τον Φεβρουάριο του 1975 να επιτραπεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να χειριστεί το θέμα της υφαλοκρηπίδος, η τουρκική κυβέρνηση άλλαξε γνώμη, σε βαθμό που να αμφισβητείται σοβαρά το κατά πόσον είχε δεσμευθεί σχετικώς εξ αρχής. Παρά την υπαναχώρηση αυτή, οι Έλληνες συνεφώνησαν σε διμερείς συνομιλίες, τις οποίες οι Τούρκοι ανέβαλαν λέγοντας ότι οι ελληνική πλευρά επέμενε να εκδοθεί κοινό ανακοινωθέν εκ των προτέρων.
Η βρετανική Πρεσβεία στην Άγκυρα συνόψισε την Τουρκική προσέγγιση λακωνικώς και αναμφιλέκτως –χωρίς να αποφύγει μια κάποια δόση κυνισμού: Ένα ακόμη παράδειγμα μάλλον τυπικού τουρκικού σκέπτεσθαι προέκυψε όταν συζητούσα το θέμα αυτό με τον κ. Ντάυγ, έναν Πρώτο Γραμματέα που εργάζεται για τον Σουλεϋμέζ. Ο Ντάυγ είπε ότι τα πάντα εξηρτώντο από τις διμερείς συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών και ότι μετά από αυτές το θέμα ή που θα επελύετο πλήρως, ή που θα υπήρχε κοινή συναίνεση για παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο ή που δεν θα σημειωνόταν καθόλου πρόοδος. Ρώτησα τον Ντάυγ πόσες ήσαν κατά τη γνώμη του οι πιθανότητες να σημειωθεί πρόοδος στις διμερείς συζητήσεις. Είπε ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να ενδώσουν οι Έλληνες!
Είχα μείνει με την εντύπωση ότι η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο εξακολουθούσε να είναι κάτι το μη σχετικό και ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν σταθερά –καίτοι δίχως ίχνος ρεαλισμού- μια διμερή επίλυση. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλήσσει, δεδομένου ότι μάλλον δεν έχουν και πολλές ελπίδες ότι θα κερδίσουν την υπόθεση αυτή βασιζόμενοι μόνο στα επί της ουσίας. Με άλλα λόγια, η κατ’ αρχήν συμφωνία στις αρχές του χρόνου για παραπομπή του θέματος στη Χάγη, μάλλον εθεωρείτο από τους Τούρκους ως βολικός τρόπος για να εκτονωθεί η κατάσταση άμεσα και όχι ως μέσον πραγματικής επιλύσεως του προβλήματος. Για την ακρίβεια, η Πρεσβεία στην Άγκυρα είχε ήδη ενημερώσει το ΥΕΚ τρεις μήνες νωρίτερα ότι Τούρκοι αξιωματούχοι ‘κωλυσιεργούσαν με την ελπίδα να αποφύγουν εντελώς να πάνε στη Χάγη’ . Το αυτό ισχύει και σήμερα.
Ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο ότι –όπως και τότε, έτσι και τώρα- η Τουρκία ουδέποτε είχε την πρόθεση να επιτρέψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να επιληφθεί του θέματος. Προφανώς ήθελαν να το χρησιμοποιήσουν ως μέσον ασκήσεως πιέσεως στους Έλληνες, προκειμένου αυτοί να διαπραγματευθούν διμερώς και μετά να θολώσουν τα νερά αν στριμωχτούν. Προς τιμήν του, το ΥΕΚ ενημέρωσε την τουρκική κυβέρνηση ότι θεωρούσε την ελληνική πρόταση παραπομπής της υφαλοκρηπίδος στη Χάγη ‘συμφιλιωτική και εποικοδομητική κίνηση’ .
Από την άλλη πλευρά, η Βρετανία έτεινε να ενισχύει ελαφρώς τις θέσεις των Τούρκων σε ορισμένα φόρα. Επί παραδείγματι, όταν συζητούσε με τους εταίρους για το φραστικό των δηλώσεων της ΕΟΚ, το ΥΕΚ προτιμούσε να μην γίνονται αναφορές στον «Πρόεδρο της Κύπρου» αλλά στην «Κυπριακή Κυβέρνηση», χωρίς μνεία στον Πρόεδρο Μακάριο , εναντίον του οποίου οι Τούρκοι έτρεφαν ‘έντονο μίσος’, σύμφωνα με την Βρετανική Υπάτη Αρμοστεία στην Κύπρο. Η ίδια η βρετανική κυβέρνηση, φυσικά, ήταν κάπως ευαίσθητη όσον αφορά στον γενναίο Μακάριο (ο οποίος είχε κατορθώσει να επιβιώσει της εξορίας και της φυλακίσεως που του είχαν επιβάλει οι Βρετανοί, αποπειρών δολοφονίας, ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος και μιας τουρκικής εισβολής), δεδομένων των εντόνων και επανειλημμένων διαμαρτυριών ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν είχε σεβαστεί τις νομικές της υποχρεώσεις σχετικώς με την εισβολή και την κατοχή. Στο θέμα των παρανόμων εξαγωγών εσπεριδοειδών και πατάτας από τα κατεχόμενα, η βρετανική κυβέρνηση επίσης είχε μια κάποια αποτελεσματική εμπλοκή.
* Ιστορικός, καθηγητής Ιονίου Παν/μίου, πρώην διπλωμάτης βρετανικού ΥΠΕΞ
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου