Τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου συζητήθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η προσφυγή της Κυβέρνησης των Σκοπίων εναντίον της Ελλάδος για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, η οποία στο Άρθρο 11 παρ. 1 αναφέρει ότι η Ελλάδα συμφωνεί να μην προβάλλει ενστάσεις στην υποψηφιότητα ή στη συμμετοχή της FYROM σε διεθνείς, πολυμερείς ή περιφερειακούς οργανισμούς ή θεσμούς των οποίων η χώρα μας είναι μέλος. Βεβαίως η υποχρέωση αυτή της Ελλάδος, με βάση την Ενδιάμεση Συμφωνία πάντα, ισχύει εάν η FYROM συμμετέχει στους οργανισμούς και θεσμούς αυτούς ως FYROM. Όπως δηλαδή ορίζεται στην παράγραφο 2 της Απόφασης 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Τα Σκόπια θεωρούν ότι η Κυβέρνηση Καραμανλή εμπόδισε την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ, ασκώντας βέτο στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008. Όμως κανένα βέτο δεν ασκήθηκε από Ελληνικής πλευράς, όπως άλλωστε προκύπτει ξεκάθαρα και από τη Διακήρυξη της Συνόδου του ΝΑΤΟ της 3 Απριλίου 2008.
Η Διακήρυξη που συντάχθηκε, εγκρίθηκε και ανακοινώθηκε μετά το πέρας της Συνόδου, αναφέρει στην παράγραφο 20, ότι αναγνωρίζεται η σκληρή δουλειά και η αφοσίωση που επέδειξε η FYROM όσον αφορά τις αξίες του ΝΑΤΟ και τις επιχειρήσεις της Συμμαχίας. Δίνει, δε, εύφημο μνεία στα Σκόπια για την προσπάθειά τους να οικοδομήσουν μία πολυεθνική κοινωνία, αναγνωρίζοντας εμμέσως τον όχι αποκλειστικά εθνικό χαρακτήρα της χώρας και αδυνατίζοντας τους ιδεασμούς Ιβάνοφ και Γκρούεφσκι περί ‘μακεδονικού έθνους’. Η Διακήρυξη του Βουκουρεστίου αναφέρει στη συνέχεια ότι υπήρξαν, μέσα στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εργώδεις προσπάθειες από πολλές πλευρές για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας για τη γειτονική χώρα, αλλά η Συμμαχία ‘σημειώνει, με λύπη,’ ότι αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν καταλήξει σε επιτυχές αποτέλεσμα. Εξάγεται το συμπέρασμα, λοιπόν, ότι ‘συμφωνήσαμε [με απόφαση όλων και όχι με επίκληση Ελληνικού βέτο] ότι πρόσκληση στη FYROM θα αποσταλεί όταν βρεθεί μία αμοιβαίως αποδεκτή λύση στο ζήτημα της ονομασίας’. Περαιτέρω αναφέρει ότι ‘ενθαρρύνουμε την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων χωρίς καθυστέρηση και προσδοκούμε να ολοκληρωθούν το συντομότερο δυνατόν’.
Δεν υπάρχει καμία αναφορά Ελληνικής αντίρρησης ή βέτο. Το γεγονός ότι η Διακήρυξη εκφράζει και απηχεί τις Ελληνικές θέσεις στο ζήτημα της ονομασίας δεν συνεπάγεται, επ’ ουδενί την άσκηση βέτο από τη χώρα μας αλλά την αποδοχή των εθνικών μας δικαίων από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Ως προς αυτή ακριβώς τη στάση της Ελλάδος και την υιοθέτηση των Ελληνικών θέσεων από τις χώρες της Συμμαχίας ζητά διευκρινίσεις ο Μαροκινός δικαστής Μπενούνα στη Χάγη με καταληκτική ημερομηνία την 7η Απριλίου.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει το άρθρο 23 παρ. 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και να είχε καταγγείλει την κατ’ επανάληψη προκλητική παραβίαση των όρων της από τα Σκόπια. Αναλυτικότερα η Ελλάδα αλλά και τα Σκόπια είχαν το δικαίωμα να καταγγείλουν τη Συμφωνία έπειτα από την πάροδο επτά ετών από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της (δηλαδή από την 13-10-2002 και μετά), εφ’ όσον φυσικά δεν είχε επιτευχθεί στο μεταξύ οριστική συμφωνία. Η Ενδιάμεση Συμφωνία, θα έπαυε στην περίπτωση αυτή να ισχύει ένα έτος μετά την καταγγελία της.
Ποιο θα ήταν όμως το κόστος από μια τέτοια ενέργεια για τη χώρα μας; Μάλλον μεγάλο. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία ήδη έχει υποχωρήσει από τις αρχικές της θέσεις και υποστηρίζει (τουλάχιστον τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας) τη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes (έναντι όλων), θα εμφανιζόταν στη διεθνή κοινότητα ότι κινείται με αδιαλλαξία και δρα ενάντια στην επίλυση της διαφωνίας με τη γειτονική χώρα, σε πλήρη, βέβαια, αντιστροφή της αλήθειας.
Τέλος, θέμα τερματισμού του διαλόγου με τα Σκόπια δεν τίθεται διότι αυτό αντιβαίνει στην Απόφαση 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που επιβάλλει και στις δύο χώρες τη συνέχιση των συνομιλιών, υπό την εποπτεία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, μέχρι την εξεύρεση οριστικής λύσης στα ‘εναπομείναντα ζητήματα’. Και η Ελλάδα έχει αποδείξει έμπρακτα ότι σέβεται το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή έννομη τάξη.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου