ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΚΟΤΤΑΚΗ
Δια χειρός του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου.
Ανατολικός μεγαλοϊδεατισμός». Αυτό είναι με δύο λέξεις το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου Το Στρατηγικό Βάθος, το οποίο κάνει θραύση αυτό τον καιρό στα ελληνικά βιβλιο-πωλεία, έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοσή του στα τουρκικά.
Το περιεχόμενο του βιβλίου του υπουργού Εξωτερικών της γείτονος δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να αντιληφθεί με σαφήνεια τον τρόπο σκέψης του στενού συνεργάτη του Ερντογάν, ο οποίος, μάλιστα, είναι, μαζί με τον Τούρκο πρωθυπουργό και τον Τούρκο πρόεδρο Γκιουλ, ένας από τους συνιδρυτές του Ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) – οι σχέσεις Νταβούτογλου – Ερντογάν είναι και οικογενειακές: Παντρεύτηκε μια γυναικολόγο, γνωστή για τον ακτιβισμό της ενάντια στις εκτρώσεις, που είναι οικογενειακή φίλη του πρωθυπουργού.
Ο Νταβούτογλου με το πυκνογραμμένο βιβλίο του φαίνεται να υποστηρίζει αρχές εξωτερικής πολιτικής που προδίδουν ένα νέο τουρκικό επεκτατισμό, μπολιασμένο με νέο ιδεολογικό περίβλημα – αυτό θυμίζει το δόγμα Μπους για τους άξονες καλού – κακού, αλλά από την ανάποδη.
1. Η θέση του για την έννοια των συνόρων, το δια-χωρισμό τους στα νομικά – πολιτικά σύνορα (σημερινό status) και στις γεωπολιτικές ζώνες, μα προπάντων η διακήρυξή του ότι υπάρχει σταθερότητα στις διακρατικές σχέσεις, όπου τα πολιτικά σύνορα καθορίζονται σε συμφωνία με τα γεωπολιτικά – γεω-πολιτισμικά όρια (ζώνες επιρροής), δείχνει ότι στο μυαλό του ισχυρού άνδρα της τουρκικής διπλωματίας υπάρχουν όνειρα για μελλοντική αναβίωση των συνόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
2. Ως όπλο του για τη μελλοντική αμφισβήτηση του συνοριακού status quo –ειδικώς στα Βαλκάνια, που μας ενδιαφέρουν–, ο Νταβούτογλου χρησιμοποιεί την ιστορία και τη θρησκεία. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου του γίνεται μνεία στο ρόλο της ιστορίας στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης αλλά και στο ρόλο του Ισλάμ. «Η κοινωνία που έχει αδύνατη ιστορική μνήμη και συνείδηση είναι πολύ δύσκολο να πετύχει την επιβολή της δικής της γραμμής ύπαρξης και σφραγίδας της στην ιστορία», γράφει, ενώ για το Ισλάμ σημειώνει: «Κάθε τέμενος που γκρεμίζεται στα Βαλκάνια, κάθε ισλαμικός θεσμός που εκλείπει, κάθε εθιμικό στοιχείο που εξαφανίζεται από πολιτισμική άποψη, αποτελούν και ένα θεμέλιο λίθο, ο οποίος αφαιρείται από την επιρροή που μπορεί να ασκήσει η Τουρκία σε αυτή την περιο-χή πέραν των συνόρων της».
3. Στο μυαλό του Νταβούτογλου, η παρουσία μουσουλμανικών πληθυσμών στα Βαλκάνια μπορεί, με επίκληση της ιστορίας και της θρησκείας, να αποτελέσει το πρόσχημα για νέους Αττίλες. Ο Τούρκος υπουργός είναι κυνικά αποκαλυπτικός: Αφού υποστηρίζει τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου προστασίας των εθνικών μειονοτήτων της περιοχής, τονίζει:
«Στο νομικό αυτό πλαίσιο, η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα επέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρου, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου» (!!!).
4. Εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος που βλέπει ο Νταβούτογλου τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπό το πρίσμα του νέου δόγματος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αφού σε αρκετά σημεία του βιβλίου χαρακτηρίζει περίπου ως επικίνδυνο τοπικισμό (!) για τα μέτρα μιας χώρας που φιλοδοξεί να γίνει υπερδύναμη τον εγκλωβισμό της στις ελληνοτουρκικές διαφορές –περιγράφει, μάλιστα, υπεροπτικά τη χώρα του ως «τον παλαιστή των βαρέων βαρών ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει κατηγορίες μεσαίων βαρών», δηλαδή εμάς–, εντούτοις με τις μετέπειτα αναφορές του στο Αιγαίο και στην Κύπρο δείχνει και πως τον ίδιο τελικά τον «καίει» πολύ η αλλαγή του status στην περιοχή.
Πριν όμως μπούμε στην ουσία, καλό είναι να ξέρουμε με ποια Τουρκία έχουμε να κάνουμε: Πρόκειται σαφώς για μια χώρα που επιθυμεί τη γεωπολιτική και ιδεολογική χειραφέτησή της τόσο από την Αμερική όσο και από την Ευρώπη.
«Είναι αδύνατο για μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ζώνη επιρροής των άλλων να δημιουργήσει μια δική της ανεξάρτητη σφαίρα επιρροής», γράφει. Απορρίπτει την προσέγγιση με την Ευρώπη με όρους ιδεολογικούς (εκδυτικισμός) και υποστηρίζει την προσέγγιση με το γεωπολιτικό κριτήριο. «Όλες οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη μπορούν να αποκτήσουν γεωγραφική διάσταση που παρουσιάζει νόημα και συνέχεια μέσω της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης». Σε άλλο σημείο επισημαίνει πως ο μόνος στρατηγικά κερδισμένος στην περιοχή από τη διένεξη Ελλάδας – Τουρκίας για τα Ίμια ήταν οι ΗΠΑ. Κι αυτό δεν φαίνεται να του αρέσει. Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι μιλάμε για μια χώρα με στραμμένο το βλέμμα ιδεολογικά στην Ανατολή, αλλά και γεωπολιτικά στις ζώνες επιρροής γύρω από τα σύνορά της (Βαλκάνια, Καύκασος, Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Ασία), δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη που ο Νταβούτογλου θεωρεί το Αιγαίο ως «το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά – Νότου». Όπως παρατηρεί, «τα ζητήματα του Αιγαίου και της Κύπρου, που βρίσκονται στο χώρο αλληλεπίδρασης και διέλευσης των περιοχών των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, άρχισαν να συναρμόζονται μεταξύ τους αλλά και με άλλα περιφερειακά ζητήματα».
Ο Νταβούτογλου ενοχλείται γιατί τα ελληνικά νησιά περικυκλώνουν τους υδάτινους διαδρόμους «που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο», ενώ μελαγχολεί που η Τουρκία δεν έχει ισχυρό εμπορικό στόλο:
«Η υπεροχή της Ελλάδας πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο, αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές». Γι’ αυτό ενοχλείται που η Ελλάδα κατέχει το 35% των χωρικών υδάτων του Αιγαίου, ενώ το 56,2% αποτελεί ανοιχτή θάλασσα. Αυτές και μόνο οι θέσεις του είναι ίσως ικανές για να μας πείσουν πως οποιαδήποτε σκέψη για επαναδιαπραγμάτευση του status quo στο Αιγαίο, υπό οιαδήποτε μορφή, είναι λάθος.
Δια χειρός του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου.
Ανατολικός μεγαλοϊδεατισμός». Αυτό είναι με δύο λέξεις το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου Το Στρατηγικό Βάθος, το οποίο κάνει θραύση αυτό τον καιρό στα ελληνικά βιβλιο-πωλεία, έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοσή του στα τουρκικά.
Το περιεχόμενο του βιβλίου του υπουργού Εξωτερικών της γείτονος δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να αντιληφθεί με σαφήνεια τον τρόπο σκέψης του στενού συνεργάτη του Ερντογάν, ο οποίος, μάλιστα, είναι, μαζί με τον Τούρκο πρωθυπουργό και τον Τούρκο πρόεδρο Γκιουλ, ένας από τους συνιδρυτές του Ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) – οι σχέσεις Νταβούτογλου – Ερντογάν είναι και οικογενειακές: Παντρεύτηκε μια γυναικολόγο, γνωστή για τον ακτιβισμό της ενάντια στις εκτρώσεις, που είναι οικογενειακή φίλη του πρωθυπουργού.
Ο Νταβούτογλου με το πυκνογραμμένο βιβλίο του φαίνεται να υποστηρίζει αρχές εξωτερικής πολιτικής που προδίδουν ένα νέο τουρκικό επεκτατισμό, μπολιασμένο με νέο ιδεολογικό περίβλημα – αυτό θυμίζει το δόγμα Μπους για τους άξονες καλού – κακού, αλλά από την ανάποδη.
1. Η θέση του για την έννοια των συνόρων, το δια-χωρισμό τους στα νομικά – πολιτικά σύνορα (σημερινό status) και στις γεωπολιτικές ζώνες, μα προπάντων η διακήρυξή του ότι υπάρχει σταθερότητα στις διακρατικές σχέσεις, όπου τα πολιτικά σύνορα καθορίζονται σε συμφωνία με τα γεωπολιτικά – γεω-πολιτισμικά όρια (ζώνες επιρροής), δείχνει ότι στο μυαλό του ισχυρού άνδρα της τουρκικής διπλωματίας υπάρχουν όνειρα για μελλοντική αναβίωση των συνόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
2. Ως όπλο του για τη μελλοντική αμφισβήτηση του συνοριακού status quo –ειδικώς στα Βαλκάνια, που μας ενδιαφέρουν–, ο Νταβούτογλου χρησιμοποιεί την ιστορία και τη θρησκεία. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου του γίνεται μνεία στο ρόλο της ιστορίας στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης αλλά και στο ρόλο του Ισλάμ. «Η κοινωνία που έχει αδύνατη ιστορική μνήμη και συνείδηση είναι πολύ δύσκολο να πετύχει την επιβολή της δικής της γραμμής ύπαρξης και σφραγίδας της στην ιστορία», γράφει, ενώ για το Ισλάμ σημειώνει: «Κάθε τέμενος που γκρεμίζεται στα Βαλκάνια, κάθε ισλαμικός θεσμός που εκλείπει, κάθε εθιμικό στοιχείο που εξαφανίζεται από πολιτισμική άποψη, αποτελούν και ένα θεμέλιο λίθο, ο οποίος αφαιρείται από την επιρροή που μπορεί να ασκήσει η Τουρκία σε αυτή την περιο-χή πέραν των συνόρων της».
3. Στο μυαλό του Νταβούτογλου, η παρουσία μουσουλμανικών πληθυσμών στα Βαλκάνια μπορεί, με επίκληση της ιστορίας και της θρησκείας, να αποτελέσει το πρόσχημα για νέους Αττίλες. Ο Τούρκος υπουργός είναι κυνικά αποκαλυπτικός: Αφού υποστηρίζει τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου προστασίας των εθνικών μειονοτήτων της περιοχής, τονίζει:
«Στο νομικό αυτό πλαίσιο, η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα επέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρου, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιου νομικού πλαισίου» (!!!).
4. Εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος που βλέπει ο Νταβούτογλου τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, υπό το πρίσμα του νέου δόγματος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αφού σε αρκετά σημεία του βιβλίου χαρακτηρίζει περίπου ως επικίνδυνο τοπικισμό (!) για τα μέτρα μιας χώρας που φιλοδοξεί να γίνει υπερδύναμη τον εγκλωβισμό της στις ελληνοτουρκικές διαφορές –περιγράφει, μάλιστα, υπεροπτικά τη χώρα του ως «τον παλαιστή των βαρέων βαρών ο οποίος καλείται να αντιμετωπίσει κατηγορίες μεσαίων βαρών», δηλαδή εμάς–, εντούτοις με τις μετέπειτα αναφορές του στο Αιγαίο και στην Κύπρο δείχνει και πως τον ίδιο τελικά τον «καίει» πολύ η αλλαγή του status στην περιοχή.
Πριν όμως μπούμε στην ουσία, καλό είναι να ξέρουμε με ποια Τουρκία έχουμε να κάνουμε: Πρόκειται σαφώς για μια χώρα που επιθυμεί τη γεωπολιτική και ιδεολογική χειραφέτησή της τόσο από την Αμερική όσο και από την Ευρώπη.
«Είναι αδύνατο για μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ζώνη επιρροής των άλλων να δημιουργήσει μια δική της ανεξάρτητη σφαίρα επιρροής», γράφει. Απορρίπτει την προσέγγιση με την Ευρώπη με όρους ιδεολογικούς (εκδυτικισμός) και υποστηρίζει την προσέγγιση με το γεωπολιτικό κριτήριο. «Όλες οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη μπορούν να αποκτήσουν γεωγραφική διάσταση που παρουσιάζει νόημα και συνέχεια μέσω της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης». Σε άλλο σημείο επισημαίνει πως ο μόνος στρατηγικά κερδισμένος στην περιοχή από τη διένεξη Ελλάδας – Τουρκίας για τα Ίμια ήταν οι ΗΠΑ. Κι αυτό δεν φαίνεται να του αρέσει. Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι μιλάμε για μια χώρα με στραμμένο το βλέμμα ιδεολογικά στην Ανατολή, αλλά και γεωπολιτικά στις ζώνες επιρροής γύρω από τα σύνορά της (Βαλκάνια, Καύκασος, Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Ασία), δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη που ο Νταβούτογλου θεωρεί το Αιγαίο ως «το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά – Νότου». Όπως παρατηρεί, «τα ζητήματα του Αιγαίου και της Κύπρου, που βρίσκονται στο χώρο αλληλεπίδρασης και διέλευσης των περιοχών των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, άρχισαν να συναρμόζονται μεταξύ τους αλλά και με άλλα περιφερειακά ζητήματα».
Ο Νταβούτογλου ενοχλείται γιατί τα ελληνικά νησιά περικυκλώνουν τους υδάτινους διαδρόμους «που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο», ενώ μελαγχολεί που η Τουρκία δεν έχει ισχυρό εμπορικό στόλο:
«Η υπεροχή της Ελλάδας πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο, αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές». Γι’ αυτό ενοχλείται που η Ελλάδα κατέχει το 35% των χωρικών υδάτων του Αιγαίου, ενώ το 56,2% αποτελεί ανοιχτή θάλασσα. Αυτές και μόνο οι θέσεις του είναι ίσως ικανές για να μας πείσουν πως οποιαδήποτε σκέψη για επαναδιαπραγμάτευση του status quo στο Αιγαίο, υπό οιαδήποτε μορφή, είναι λάθος.
Δημοσίευση σχολίου