Αλέξανδρος Μασσαβέτας
Νομίζω πως όλα τα ανάποδα και τα σουρεαλιστικά σε μένα έχουν ορκισθεί να συμβαίνουν. Διότι, ποια τελολογία έπρεπε να συνωμοτήσει ώστε, λίγες ώρες πριν συμβεί ο χαμός με την επίθεση των Ισραηλινών στο στόλο βοήθειας προς τη Γάζα, να κλείσω ραντεβού με ένα Γερμανό ερευνητή για να επσκεφθούμε το αρχαιότερο Εβραϊκό νεκροταφείο της Πόλης;
Γνωρίζοντας πως μελετώ τις μειονότητες της Κωνσταντινούπολης και έχω γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη μειονοτική της κληρονομία, ο Ρ ζήτησε να τον συνοδέψω στο νεκροταφείο και να του γνωρίσω κάποιον από την κοινότητα, για να πάρει κάποιες πληροφορίες για τους Σεφαρδίτες, την ισπανόφωνη κοινότητα των Εβραίων της Πόλης.
Όταν με ξύπνησαν το πρωί με τα κακά μαντάτα, φυσικά και θέλησα να ακυρώσω την επίσκεψη. Αλλά ο Ρ ανήκει στην εκκεντρική κατηγορία των ανθρώπων που όταν ταξιδεύουν δεν παίρνουν το κινητό τους μαζί τους. Δεν είχα κανέναν τρόπο να τον ειδοποιήσω, και θα με περίμενε στην πλατεία Ταξίμ. Έπρεπε να φύγω. Η ηλικιωμένη Εβραία κυρία που θα συναντούσαμε, που ασχολείται με τα κοινοτικά των Σεφαρδιτών, είχε ήδη φύγει από το σπίτι της. Δέχθηκα τηλεφωνήματα που με νουθετούσαν να μην πάω, αλλά δεν είχα εναλλακτική. Κατέβηκα στο δρόμο.
Ο Χ., ο μεσήλικας γείτονάς μου που έχει πείσει τον εαυτό του πως είναι ο παράγων της γειτονιάς, έχει παράλληλα επιφορτίσει ο ίδιος τον εαυτό του με το καθήκον να κάθεται ακριβώς απέναντι από την πόρτα μου ολημερίς και ολονυχτίς, αυτόκλητος θυρωρός και φρουρός. «Πού πάτε Αλέξ Μπέη νωρίς νωρίς;» με ρώτησε ο Χ με προσποιητή αδιαφορία. Πέθαινε, βέβαια, για κουτσομπολιό.
«Στο εβραϊκό νεκροταφείο, Χ Μπέη».
«Γιατί, πέθανε κανείς; Προς το παρόν πεθαίνουν μόνο οι δικοί μας βλέπω».
«Κανείς δεν πέθανε, Χ Μπέη, έχω ραντεβού με έναν Οθωμανολόγο που θέλει να δει τις ταφόπλακες» είπα με προσποιητή ευγένεια.
«Σήμερα δεν είναι η μέρα κατάλληλη να πάτε στους Εβραίους. Πού να είσασταν και Εβραίος κιόλας. Θα σας έλεγα να μη βγείτε από το σπίτι» .
Όλοι στη γειτονιά μου ξέρουν πως είμαι Χριστιανός. Όλοι ξέρουν πως είμαι Έλληνας. Αυτό πολλές φορές, το ομολογώ, μου προκαλεί μια ανησυχία. Πες με αν θες υπερβολικό. Ο Χ Μπέης πέρασε χρόνια στον κομματικό μηχανισμό του φασιστικού ΜΗΡ. Ο τρόπος σκέψης του, δυστυχώς, εκφράζει τις σκέψεις πολλών σήμερα. Αυτό είναι που με τρομάζει.
Περνώντας από την πιάτσα των ταξί της γειτονιάς είδα πως είχαν αναρτήσει στο δωματιάκι των οδηγών την Παλαστινιακή σημαία. Το ίδιο και στην πόρτα του μικρού τζαμιού λίγο παρακάτω. Όταν έφθασα στην πλατεία Ταξίμ, την κεντρικότερη της Πόλης, μου κόπηκαν τα πόδια. Το χώρο μποροστά στο μνημείο του Ατατούρκ συγκεντρωνόταν σιγά ένα πλήθος... δεν ξέρω πώς να το ονομάσω.
Γνωρίζω πως αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Τους βλέπεις πού και πού στις γειτονιές της Πόλης. Αλλά δεν έτυχε ποτέ να χρειασθεί να περπατήσω ανάμεσα σε ένα πλήρος από άνδρες με τις γενειάδες των Ταλιμπάν και τις μακριές μαύρες μπέρτες και σαρίκια στο κεφάλι, και γυναίκες που έμοιαζαν με μαύρα φαντάσματα. Σπάνια βλέπεις στην Τουρκία γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπο, να φαίνονται μόνο τα μάτια τους, και φαίνεται πως οι μισές της Πόλης είχαν μαζευθεί στην πλατεία το πρωί της Δευτέρας.
Ο Ρ καθόταν ανάμεσά τους μες στην καλή χαρά και τους φωτογράφιζε, ενώ αυτοί φώναζαν «οφθαλμό αντί οφθαλμού, αίμα στο αίμα, εκδίκηση, εκδίκηση», καταριούνταν το Ισραήλ και ανέκραζαν «Αλλάχουεκμπερ». Είχαν σκαρφαλώσει οι Ισλαμιστές στο μνημείο του Ατατούρκ και φώναζαν θρησκευτικά συνθήματα τυλιγμένοι σε σημαίες της Χεζμπολλάχ, της Ισλαμικής τζιχάντ και της Παλαιστίνης. Πλήρης σουρεαλισμός.
«Όπως καταλαβαίνεις δε θα έπρεπε κανονικά να πάμε στο νεκροταφείο, αλλά αφού φεύγεις αύριο... θα ήταν όμως φρόνιμο να μην διαφημίσουμε σε κανένα πού ακριβώς πάμε».
Το αρχαιότερο εβραϊκό νεκροταφείο της Πόλης, με τις εξαιρετικά σκαλισμένες ταφόπλακες, βρίσκεται σε ένα λόφο πάνω από την υποβαθμισμένη σήμερα γειτονιά του Χάσκιοϊ, ενός από τους άλλοτε εβραιομαχαλάδες της Πόλης. Είναι πολύ δύσκολο να φθάσεις μέχρι το σημείο της εισόδου. Κανείς οδηγός ταξί δεν ξέρει τα περισσότερα μη μουσουλμανικά μνημεία της Πόλης και το ασφαλέστερο ήταν να πάρουμε το λεωφορείο. Στη στάση πηγαινοέρχονταν προς και από την πορεία άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, με την ίδια ενδυμασία και σημαίες.
«Περνάτε από το Χάσκιοϊ;» ρώτησα τον εισπράκτορα. «Έχει πάνω στο λόφο ένα παλιό νεκροταφείο...»
«Έχει τρία νεκροταφεία, ένα ρωμαίικο, ένα αρμένικο και ένα εβραϊκό. Εσείς σε ποιο πάτε;»
«Ο κύριος είναι ξένος και μελετά τις ταφόπλακες» είπα εγώ, που μετά από τόσα χρόνια δεν έχω (πια, μου λένε) ξενική προφορά στα τουρκικά. «Σε όποιο και να μας αφήσετε μας κάνει».
«Έχετε δίκιο. Και τα τρία είναι δίπλα. Εξάλλου, Αρμένιοι, Ρωμηοί, Εβραίοι, τα ίδια σκατά δεν είναι; Ταφόπλακες δε θέλει; Θα τις βρει ο φίλος σας» μου είπε ο εισπράκτορας φυσικότατα. Κάτι γυναίκες – μαύρα αντίσκηνα στις πρώτες θέσεις χασκογέλασαν. Με όλο το Ισλαμιστάν γύρω μου, σκέφθηκα πως δε θα ήταν σώφρον να απαντήσω.
Φθάσαμε στο νεκροταφείο κάθιδροι. Χτύπησα το κουδούνι και άκουσα φωνές και διαμαρτυρίες από την άλλη πλευρά της πόρτας, που άνοιξε μετά από ώρα. Η συμπαθέστατη Β, η Εβραία κυρία που θα συναντούσαμε, λογομαχούσε με το φρουρό που δεν ήθελε με τίποτε να μας ανοίξει. Άνοιξε την πόρτα εκείνη με το έτσι θέλω.
«Είστε εντελώς απερίσκεπτοι» ψέλλισε ο φύλακας Μ, ένας συμπαθέστατος Τούρκος από την ανατολική Ανατολία. «Είναι μέρα αυτή για επισκέψεις;»
«Τσιμουδιά και μην τυχόν του πεις πως είσαι χριστιανός γιόκα μου» μου πέταξε στα ελληνικά η Β, που τα μιλά τέλεια όπως όλες οι Εβραίες του Πέραν της ηλικίας της, με την πολίτικη προφορά. «Πολύ φοβήθηκε ο καημένος με το καράβι. Κομματάκι θύμωσε που σήμερα ήρθαμε».
Ο Ρ ήθελε να ρωτήσει τη Β για τα έθιμα των Σεφαρδιτών της Πόλης. Ποια είναι τα φαγητά τους, πώς εορτάζουν το Πέσαχ, αν διατηρούν την ισπανοεβραϊκή στο σπίτι. Περπατώντας όμως ανάμεσα στους τάφους με την όμορφη εβραϊκή καλλιγραφία, η συζήτηση αναπόφευκτα γύρισε αλλού.
«Εντάξει, στην Τουρκία δεν είχαμε μέχρι τώρα φαινόμενα αντισημιτισμού όπως οι βανδαλισμοί συναγωγών και νεκροταφείων. Αλλά από την ίδρυση της δημοκρατίας έχουν περάσει από πάνω μας τα μύρια όσα. Πογκρόμ, ρατσιστικές γελοιογραφίες, προκαταλήψεις. Οι Εβραίοι δεν μπορούν να γίνουν διπλωμάτες, ούτε δημόσιοι υπάλληλοι εκτός από το χώρο των πανεπιστημίων. Στην Τουρκία υπέφεραν όλες οι μειονότητες» άρχισε να εξηγεί η Β στον Ρ. «Στα Σεπτεμβριανά, ας πούμε, κτυπήθηκαν και μαγαζιά και ιερά Εβραίων και Αρμενίων. Αργότερα, οι Αλεβίτες κατασφάχθηκαν από ακροδεξιούς σε πόλεις της Ανατολίας. Στα μάτια του μέσου Τούρκου, αρκεί να είσαι απλά διαφορετικός.»
Θυμήθηκα τον εισπράκτορα του λεωφορείου.
«Και όλα αυτά θα είχαν μείνει στο παρελθόν, θα τα είχαμε ξεχάσει και θα είχαμε προχωρήσει, αν δεν ήταν οι βόμβες του 2003, που τις έβαλαν Τούρκοι...»
Τις βόμβες που τοποθέτησαν Τούρκοι βομβιστές αυτοκτονίας το 2003 στις δύο κεντρικότερες συναγωγές και αργότερα στο Βρετανικό Προξενείο και σε υποκατάστημα της HSBC τις θυμάμαι ξεκάθαρα. Στις συναγωγές είχαν χάσει τη ζωή τους πάνω από είκοσι άτομα, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που έτυχε να εργάζονται παραδίπλα ή να περνούν απέξω. Το περιστατικό με είχε αγγίξει τότε πολύ. Δύο φίλες μου κατοικούσαν σε ακτίνα λίγων χιλιάδων μέτρων από τη Νεβέ Σαλώμ του Γαλατά, και εκείνο το πρωί είχα τρέξει από το Πέρα στο Γαλατά όπως δεν ξανάτρεξα ποτέ στη ζωή μου. Στο μυαλό μου ήταν η Λεϊλά, η Γκιουλέν και ο γιος της.
Όταν έφτασα στο δρόμο της Νεβέ Σαλώμ, με σταμάτησε ο αστυνόμος. Πήγε μάλλον να με σταματήσει, γιατί έπεσα πάνω του τρέχοντας σαν αλλόφρων και τον έσπρωξα, κι ο κακομοίρης έχασε την ισορροπία του. «Οι φίλοι μου μένουν εδώ» είπα ξέπνοα. Αμέσως όμως πέτρωσα, γιατί είδα ανάμεσα στα μπάζα και τη σκόνη να κείται ένα κομμένο χέρι. Μία γυναικούλα με ισλαμική μαντήλα έσκουζε απελπισμένα – τον άντρα μου, δε βρίσκω τον άντρα μου. Οι φωνές της σου έκαναν την καρδιά χίλια κομμάτια. Ήταν η δική μου σειρά να χάσω την ισορροπία μου όταν η Λεϊλά έπεσε πάνω μου, αναμαλλιασμένη και κλαίγοντας. Αμέσως ξέχασα και το κομμένο χέρι και οτιδήποτε άλλο.
Πήγαμε θυμάμαι σπίτι της. Η Γκιουλέν και ο γιος της ήταν καλά, αλλά υπήρχαν νεκροί. Ένα πράγμα θα θυμάμαι από κείνη την ημέρα. Στο σπίτι της η Λεϊλά είχε γεμίσει τα βάζα την προηγουμένη με φρέσκα γαρύφαλλα. Το ωστικό κύμα τα είχε σκορπίσει στο πάτωμα. Μόνο ένα απέμενε σε ένα βάζο. Το πάτωμα ήταν γεμάτο σκόρπια λουλούδια.
«Πρόσεξε, αυτές οι ταφόπλακες, οι κυλινδρικές, είναι και οι παλαιότερες. Τα γαρύφαλλα αποτελούν αγαπημένο μοτίβο της Οθωμανικής παράδοσης, και χρησιμοποιούνται πολύ στα Σεφαρδίτικα νεκροταφεία...»
Η Β ξεναγούσε τον Ρ στους τάφους όταν η Ν, συνάδελφος, με κάλεσε στο κινητό. «Πού είσαι λέει; Είσαι τρελός; Τι νομίζεις πως κάνεις; Το τουρκικό facebook έχει γεμίσει με φωτογραφίες του Χίτλερ που βάζουν κάποιοι τρελοί στα προφίλ τους, και εσύ κάνεις εβραιοτουρισμό; Γύρνα αμέσως σπίτι να γράψεις.»
Η κακομοίρα η Ν με αγαπά πολύ, αλλά πάσχει από το ανίατο φαίνεται σύνδρομο να νομίζει πως είναι η μητέρα μου. Πολλές φορές με δουλεύει. Όπως τότε, το 2007, που καταστρώναμε τα «σχέδια διαφυγής μου» με την οικογένεια που με έχει εδώ «υιοθετήσει» και τη θεωρώ σα δεύτερη οικογένειά μου.
Φοβόμασταν ειλικρινά εκείνο το καλοκαίρι ότι το μοιραίο θα μπορούσε να γίνει – να βγουν τα τανκς στους δρόμους. Όταν το Γενικό Επιτελείο έβγαλε εκείνη την περίφημη ανακοίνωση – προειδοποίηση στην ιστοσελίδα του, βρισκόμουν σε ένα μπαρ στο Πέρα με μια μεγάλη ελληνοτουρκική παρέα. Επικράτησε πανικός. Τα μπαρ άδειασαν τάχιστα, ο κόσμος έτρεχε σπίτι του, οι γονείς τηλεφωνούσαν πανικόβλητοι στα παιδιά τους.
«Πρώτους εμάς θα πιάσουνε» με δούλευε ένας φίλος πανεπιστημιακός, Έλληνας και αριστερός, που εργάζεται και αυτός στην Πόλη. «Θα μας κλείσουν στα στάδια όπως ο Πινοτσέτ.»
«Σταμάτα κακό χρόνο να χεις». Αλλά είχε δίκιο. Σκεφτόμουν και γω, και Έλληνας και δημοσιογράφος, και για τις μειονότητες γράφεις, «αν γίνει κάτι» θα καλοπεράσεις. Και δεν κοιμήθηκα σπίτι εκείνο το βράδυ της ανακοίνωσης. Και ακολούθησαν τα περίφημα σχέδια, που για ένα χρόνο περίπου έμειναν στο υποσυνείδητο και τα ξεθάβαμε συνέχεια. Το «αν γίνει κάτι».
«Λοιπόν, αν γίνει κάτι» ξεκινούσα στο Λ, «θα μπω σε ένα ταξί με το διαβατήριό μου και θα ρθω σε σας, παίρνοντας μόνο ό,τι έχω ανάγκη σε ένα σακίδιο. Και μετά εσύ θα πας σπίτι και θα πάρεις τα βιβλία μου, πάρε ένα μινι βαν να τα φορτώσεις. Και τα κιλίμια, μην ξεχάσεις τα κιλίμια.» Τρόμος με έπιανε στην ιδέα ότι θα έχανα τα βιβλία μου, τα κιλίμια και ό,τι άλλο μαζέψει στα ταξίδια μου. Πες με χαζό, αλλά στο ενδεχόμενο πραξικοπήματος ο νους μου πάντα πήγαινε στα πλούτη μου που ενδεχομένως θα έχανα – βιβλία και κιλίμια.
Η Ν με δούλευε λοιπόν. «Δε γίνεται χρυσέ μου πια πραξικόπημα, πάνε οι εποχές αυτές....»
«Βάζουμε λοιπόν Ρ μου το εσωτερικό από τις μελιτζάνες στην κατσαρόλα, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γάλα γιατί δεν θα ήταν κασέρ. Οπότε....»
Καθώς η Β έδινε στο Γερμανό τη συνταγή για τη σεφαρδίτικη βερσιόν του μπεγεντί ανάμεσα στους τάφους και εγώ χάζευα τη Μεγάλη Σχολή και το Φανάρι απέναντι, εμφανίσθηκαν δυο θειες, που είχαν έρθει να αφήσουν λουλούδια σε ένα τάφο και να προσευχηθούν.
«Δεν είναι η μέρα να μιλάμε για συνταγές, αλλά πες του να μην ξεχάσει να προσθέσει και λίγη ζάχαρη» επενέβη η μία.
Τότε ήταν που με πήρε ένα νεαρό παιδί, Εβραίος από τη Σμύρνη. «Η Αχιραβινεία εξέδοσε ανακοίνωση με την οποία καταδικάζει την επίθεση των Ισραηλινών κομμάντο. Όλες οι συναγωγές και τα πολιτιστικά ιδρύματα κλείνουν μέχρι νεοτέρας. Να φύγετε αμέσως, με ακούς, αμέσως από εκεί που είστε. » Κυκλοφορεί λέει και η φήμη ότι η κυβέρνηση θα ζητήσει από όλους τους Εβραίους να φύγουν για το Ισραήλ.
Μετέφερα τις «ειδήσεις» στους παρευρισκόμενους. Η μία από τις δύο Σεφαρδίτισες θείτσες άναψε. «Και τι δουλειά είχε η Αρχιραβινεία να δηλώσει οτιδήποτε; Τι σχέση έχουμε εμείς με ό,τι έγινε; Γιατί μας συνδέουν πάντα με το Ισραήλ; Εμάς το μέρος μας είναι εδώ».
«Οι Ισραηλινοί είναι απαράδεκτοι» είπε και η Β. «Μας πήραν πάλι στο λαιμό τους. 25000 Εβραίοι ζούμε στην Τουρκία. Τι θέλουν δηλαδή; Να μας ξεριζώσουν; Δεν πάμε στο Ισραήλ, δε θέλουμε. Θέλουμε να μείνουμε στον τόπο μας. Δεν ξέρω τι σκέφτονταν, μας έδωσαν τώρα βορά στους λύκους».
Οι δυο θείτσες συμφωνούν και καταριώνται τον Μπίμπι (Νετανιάχου). «Το γουρούνι. Με τέτοιο πρωθυπουργό... οι Ισραηλινοί το χουνε χάσει» λένε μαζί. Η μία συμπληρώνει ό,τι λέει η άλλη. «Τώρα θα περάσουμε ό,τι περάσατε εσείς παλιά με την Κύπρο» μου λένε. Νομίζουν πως είμαι Ρωμηός. Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοούν.
Όλοι ήξεραν πως η φήμη ότι «η κυβέρνηση θα απελάσει τους Εβραίους» είναι χαζή πολύ πριν τη διαψεύσει ο Μπουλέντ Αρίντς. «Δε γίνονται τέτοια πράγματα, είμαστε πολίτες αυτής της χώρας, δεν είμαστε Ισραηλινοί μέτοικοι» λέει η μία θείτσα στον Ρ αγγλικά.
«Ναι, και στο παρελθόν οι αρχές απήλασαν τους Έλληνες υπηκόους εξ αιτίας του Κυπριακού, όχι τους Ρωμηούς. Πώς θα τους έδιωχναν, αφού ήταν Τούρκοι πολίτες» λέει η άλλη θείτσα.
«Μωρέ μια χαρά τους έδιωξαν, και αν δεν τους απέλασαν» λέει η Β σκεφτική. «Δε φοβόμαστε τις κρατικές αρχές, αλλά τον όχλο. Μην περάσουμε τίποτε μίνι – Σεπτεμβριανά, καμμιά επανάληψη του 2003. Αυτό φοβάται η κοινότητα».
Να τος πάλι ο φρουρός. «Τώρα πράγματι φεύγετε. Δε σηκώνω κουβέντα. Στην πλατεία παρακάτω οι Ισλαμιστές συγκεντρώνουν κόσμο. Πίσω στα σπίτια σας».
«Σιγά μην ξέρουν ότι το νεκροταφείο εδώ είναι Εβραϊκό. Εδώ δεν το ξέρουν οι ταξιτζήδες...» αντέτεινα.
«Πού ζεις αγόρι μου; Όλα τα ξέρουν αυτοί που ενδιαφέρονται να τα μάθουν. Όλα τα ξέρει και το κράτος. Νομίζεις, δεν ξέρουν οι υπηρεσίες του πως είμαι Αλεβίτης; Ότι δε με έχουν φακελώσει;»
Η Β συμφώνησε. «Πρέπει να φύγουμε τώρα. Πάρε το Γερμανό και ένα ταξί και σπίτια σας. Και να σου πω. Μέρες που είναι, μην πατήσεις το πόδι σου σε εκκλησία. Όχι ξέρω πως δεν πας, εννοώ και σε γάμο και βαφτίσια να σε καλέσουν πες πως είσαι άρρωστος και να μην πας, έτσι γιόκα μου;» μου λέει στα ελληνικά. «Ξεύρεις, για μερικούς για Εβραίος για Χριστιανός ίδιο πράγμα είναι».
Ξαναθυμάμαι τον εισπράκτορα.
Πανικός εκείνο το απόγευμα με τα πορτρέτα του Χίτλερ στο facebook, διαξιφισμοί ισλαμιστών – φιλελεύθερων στο τουρκικό διαδίκτυο. Πανικός και οι Εβραίοι της Τουρκίας. «Μη, μη, μη...» ανταλάσσουν μηνύματα όλο απαγορεύσεις. Ζείτε σα να μην υπάρχετε, είναι το μήνυμα.
Και χθες στο χορό των μη και του φόβου πέρασαν πια και οι Χριστιανοί. «Σκοτώθηκε Καθολικός ιερέας στο Ισκεντερούν», πήραν φωτιά τα τηλέφωνα. Ποιος, γιατί, που δε φαίνεται να έχει την παραμικρή σημασία. Είναι η πολλοστή φορά που σκοτώνεται ιερέας στην επαρχία και ο κόσμος φοβάται.
Είναι και το ΙΗΗ, η ισλαμιστική οργάνωση που συντόνισε τη βοήθεια προς τη Γάζα, και της οποίας τα μέλη σκότωσαν οι Ισραηλινοί. Η ιστοσελίδα του ΙΗΗ ξερνά φαρμάκι για τη δράση «των ιεραποστόλων» στην Τουρκία, τα Βαλκάνια και αλλού. Το ίδιο φαρμάκι ξερνά και η ακροδεξιά και τα ισλαμικά κόμματα.
Καθώς χιλιάδες Τούρκοι βαπτίσθηκαν Καθολικοί και Προτεστάντες τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όλοι οι παραπάνω μιλούν για «Χριστιανική απειλή».
Ξανά με παίρνει η Ν. «Κράτα ένα χαμηλό προφίλ....». Και οι Χριστιανοί του Ισκεντερούν, της Σμύρνης, της Αντιόχειας, της Πόλης διαμαρτύρονται στο διαδίκτυο. «Θα πληρώσουμε τα σπασμένα των Εβραίων» (σημείωσε, όχι των Ισραηλινών, των Εβραίων).
Θα πληρώσουμε τον εισπράκτορα, σκέφτομαι. Είναι χιλιάδες, εκατομμύρια όσοι σκέφτονται σαν τον εισπράκτορα.
NEWSTIME
Νομίζω πως όλα τα ανάποδα και τα σουρεαλιστικά σε μένα έχουν ορκισθεί να συμβαίνουν. Διότι, ποια τελολογία έπρεπε να συνωμοτήσει ώστε, λίγες ώρες πριν συμβεί ο χαμός με την επίθεση των Ισραηλινών στο στόλο βοήθειας προς τη Γάζα, να κλείσω ραντεβού με ένα Γερμανό ερευνητή για να επσκεφθούμε το αρχαιότερο Εβραϊκό νεκροταφείο της Πόλης;
Γνωρίζοντας πως μελετώ τις μειονότητες της Κωνσταντινούπολης και έχω γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη μειονοτική της κληρονομία, ο Ρ ζήτησε να τον συνοδέψω στο νεκροταφείο και να του γνωρίσω κάποιον από την κοινότητα, για να πάρει κάποιες πληροφορίες για τους Σεφαρδίτες, την ισπανόφωνη κοινότητα των Εβραίων της Πόλης.
Όταν με ξύπνησαν το πρωί με τα κακά μαντάτα, φυσικά και θέλησα να ακυρώσω την επίσκεψη. Αλλά ο Ρ ανήκει στην εκκεντρική κατηγορία των ανθρώπων που όταν ταξιδεύουν δεν παίρνουν το κινητό τους μαζί τους. Δεν είχα κανέναν τρόπο να τον ειδοποιήσω, και θα με περίμενε στην πλατεία Ταξίμ. Έπρεπε να φύγω. Η ηλικιωμένη Εβραία κυρία που θα συναντούσαμε, που ασχολείται με τα κοινοτικά των Σεφαρδιτών, είχε ήδη φύγει από το σπίτι της. Δέχθηκα τηλεφωνήματα που με νουθετούσαν να μην πάω, αλλά δεν είχα εναλλακτική. Κατέβηκα στο δρόμο.
Ο Χ., ο μεσήλικας γείτονάς μου που έχει πείσει τον εαυτό του πως είναι ο παράγων της γειτονιάς, έχει παράλληλα επιφορτίσει ο ίδιος τον εαυτό του με το καθήκον να κάθεται ακριβώς απέναντι από την πόρτα μου ολημερίς και ολονυχτίς, αυτόκλητος θυρωρός και φρουρός. «Πού πάτε Αλέξ Μπέη νωρίς νωρίς;» με ρώτησε ο Χ με προσποιητή αδιαφορία. Πέθαινε, βέβαια, για κουτσομπολιό.
«Στο εβραϊκό νεκροταφείο, Χ Μπέη».
«Γιατί, πέθανε κανείς; Προς το παρόν πεθαίνουν μόνο οι δικοί μας βλέπω».
«Κανείς δεν πέθανε, Χ Μπέη, έχω ραντεβού με έναν Οθωμανολόγο που θέλει να δει τις ταφόπλακες» είπα με προσποιητή ευγένεια.
«Σήμερα δεν είναι η μέρα κατάλληλη να πάτε στους Εβραίους. Πού να είσασταν και Εβραίος κιόλας. Θα σας έλεγα να μη βγείτε από το σπίτι» .
Όλοι στη γειτονιά μου ξέρουν πως είμαι Χριστιανός. Όλοι ξέρουν πως είμαι Έλληνας. Αυτό πολλές φορές, το ομολογώ, μου προκαλεί μια ανησυχία. Πες με αν θες υπερβολικό. Ο Χ Μπέης πέρασε χρόνια στον κομματικό μηχανισμό του φασιστικού ΜΗΡ. Ο τρόπος σκέψης του, δυστυχώς, εκφράζει τις σκέψεις πολλών σήμερα. Αυτό είναι που με τρομάζει.
Περνώντας από την πιάτσα των ταξί της γειτονιάς είδα πως είχαν αναρτήσει στο δωματιάκι των οδηγών την Παλαστινιακή σημαία. Το ίδιο και στην πόρτα του μικρού τζαμιού λίγο παρακάτω. Όταν έφθασα στην πλατεία Ταξίμ, την κεντρικότερη της Πόλης, μου κόπηκαν τα πόδια. Το χώρο μποροστά στο μνημείο του Ατατούρκ συγκεντρωνόταν σιγά ένα πλήθος... δεν ξέρω πώς να το ονομάσω.
Γνωρίζω πως αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Τους βλέπεις πού και πού στις γειτονιές της Πόλης. Αλλά δεν έτυχε ποτέ να χρειασθεί να περπατήσω ανάμεσα σε ένα πλήρος από άνδρες με τις γενειάδες των Ταλιμπάν και τις μακριές μαύρες μπέρτες και σαρίκια στο κεφάλι, και γυναίκες που έμοιαζαν με μαύρα φαντάσματα. Σπάνια βλέπεις στην Τουρκία γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπο, να φαίνονται μόνο τα μάτια τους, και φαίνεται πως οι μισές της Πόλης είχαν μαζευθεί στην πλατεία το πρωί της Δευτέρας.
Ο Ρ καθόταν ανάμεσά τους μες στην καλή χαρά και τους φωτογράφιζε, ενώ αυτοί φώναζαν «οφθαλμό αντί οφθαλμού, αίμα στο αίμα, εκδίκηση, εκδίκηση», καταριούνταν το Ισραήλ και ανέκραζαν «Αλλάχουεκμπερ». Είχαν σκαρφαλώσει οι Ισλαμιστές στο μνημείο του Ατατούρκ και φώναζαν θρησκευτικά συνθήματα τυλιγμένοι σε σημαίες της Χεζμπολλάχ, της Ισλαμικής τζιχάντ και της Παλαιστίνης. Πλήρης σουρεαλισμός.
«Όπως καταλαβαίνεις δε θα έπρεπε κανονικά να πάμε στο νεκροταφείο, αλλά αφού φεύγεις αύριο... θα ήταν όμως φρόνιμο να μην διαφημίσουμε σε κανένα πού ακριβώς πάμε».
Το αρχαιότερο εβραϊκό νεκροταφείο της Πόλης, με τις εξαιρετικά σκαλισμένες ταφόπλακες, βρίσκεται σε ένα λόφο πάνω από την υποβαθμισμένη σήμερα γειτονιά του Χάσκιοϊ, ενός από τους άλλοτε εβραιομαχαλάδες της Πόλης. Είναι πολύ δύσκολο να φθάσεις μέχρι το σημείο της εισόδου. Κανείς οδηγός ταξί δεν ξέρει τα περισσότερα μη μουσουλμανικά μνημεία της Πόλης και το ασφαλέστερο ήταν να πάρουμε το λεωφορείο. Στη στάση πηγαινοέρχονταν προς και από την πορεία άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, με την ίδια ενδυμασία και σημαίες.
«Περνάτε από το Χάσκιοϊ;» ρώτησα τον εισπράκτορα. «Έχει πάνω στο λόφο ένα παλιό νεκροταφείο...»
«Έχει τρία νεκροταφεία, ένα ρωμαίικο, ένα αρμένικο και ένα εβραϊκό. Εσείς σε ποιο πάτε;»
«Ο κύριος είναι ξένος και μελετά τις ταφόπλακες» είπα εγώ, που μετά από τόσα χρόνια δεν έχω (πια, μου λένε) ξενική προφορά στα τουρκικά. «Σε όποιο και να μας αφήσετε μας κάνει».
«Έχετε δίκιο. Και τα τρία είναι δίπλα. Εξάλλου, Αρμένιοι, Ρωμηοί, Εβραίοι, τα ίδια σκατά δεν είναι; Ταφόπλακες δε θέλει; Θα τις βρει ο φίλος σας» μου είπε ο εισπράκτορας φυσικότατα. Κάτι γυναίκες – μαύρα αντίσκηνα στις πρώτες θέσεις χασκογέλασαν. Με όλο το Ισλαμιστάν γύρω μου, σκέφθηκα πως δε θα ήταν σώφρον να απαντήσω.
Φθάσαμε στο νεκροταφείο κάθιδροι. Χτύπησα το κουδούνι και άκουσα φωνές και διαμαρτυρίες από την άλλη πλευρά της πόρτας, που άνοιξε μετά από ώρα. Η συμπαθέστατη Β, η Εβραία κυρία που θα συναντούσαμε, λογομαχούσε με το φρουρό που δεν ήθελε με τίποτε να μας ανοίξει. Άνοιξε την πόρτα εκείνη με το έτσι θέλω.
«Είστε εντελώς απερίσκεπτοι» ψέλλισε ο φύλακας Μ, ένας συμπαθέστατος Τούρκος από την ανατολική Ανατολία. «Είναι μέρα αυτή για επισκέψεις;»
«Τσιμουδιά και μην τυχόν του πεις πως είσαι χριστιανός γιόκα μου» μου πέταξε στα ελληνικά η Β, που τα μιλά τέλεια όπως όλες οι Εβραίες του Πέραν της ηλικίας της, με την πολίτικη προφορά. «Πολύ φοβήθηκε ο καημένος με το καράβι. Κομματάκι θύμωσε που σήμερα ήρθαμε».
Ο Ρ ήθελε να ρωτήσει τη Β για τα έθιμα των Σεφαρδιτών της Πόλης. Ποια είναι τα φαγητά τους, πώς εορτάζουν το Πέσαχ, αν διατηρούν την ισπανοεβραϊκή στο σπίτι. Περπατώντας όμως ανάμεσα στους τάφους με την όμορφη εβραϊκή καλλιγραφία, η συζήτηση αναπόφευκτα γύρισε αλλού.
«Εντάξει, στην Τουρκία δεν είχαμε μέχρι τώρα φαινόμενα αντισημιτισμού όπως οι βανδαλισμοί συναγωγών και νεκροταφείων. Αλλά από την ίδρυση της δημοκρατίας έχουν περάσει από πάνω μας τα μύρια όσα. Πογκρόμ, ρατσιστικές γελοιογραφίες, προκαταλήψεις. Οι Εβραίοι δεν μπορούν να γίνουν διπλωμάτες, ούτε δημόσιοι υπάλληλοι εκτός από το χώρο των πανεπιστημίων. Στην Τουρκία υπέφεραν όλες οι μειονότητες» άρχισε να εξηγεί η Β στον Ρ. «Στα Σεπτεμβριανά, ας πούμε, κτυπήθηκαν και μαγαζιά και ιερά Εβραίων και Αρμενίων. Αργότερα, οι Αλεβίτες κατασφάχθηκαν από ακροδεξιούς σε πόλεις της Ανατολίας. Στα μάτια του μέσου Τούρκου, αρκεί να είσαι απλά διαφορετικός.»
Θυμήθηκα τον εισπράκτορα του λεωφορείου.
«Και όλα αυτά θα είχαν μείνει στο παρελθόν, θα τα είχαμε ξεχάσει και θα είχαμε προχωρήσει, αν δεν ήταν οι βόμβες του 2003, που τις έβαλαν Τούρκοι...»
Τις βόμβες που τοποθέτησαν Τούρκοι βομβιστές αυτοκτονίας το 2003 στις δύο κεντρικότερες συναγωγές και αργότερα στο Βρετανικό Προξενείο και σε υποκατάστημα της HSBC τις θυμάμαι ξεκάθαρα. Στις συναγωγές είχαν χάσει τη ζωή τους πάνω από είκοσι άτομα, οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που έτυχε να εργάζονται παραδίπλα ή να περνούν απέξω. Το περιστατικό με είχε αγγίξει τότε πολύ. Δύο φίλες μου κατοικούσαν σε ακτίνα λίγων χιλιάδων μέτρων από τη Νεβέ Σαλώμ του Γαλατά, και εκείνο το πρωί είχα τρέξει από το Πέρα στο Γαλατά όπως δεν ξανάτρεξα ποτέ στη ζωή μου. Στο μυαλό μου ήταν η Λεϊλά, η Γκιουλέν και ο γιος της.
Όταν έφτασα στο δρόμο της Νεβέ Σαλώμ, με σταμάτησε ο αστυνόμος. Πήγε μάλλον να με σταματήσει, γιατί έπεσα πάνω του τρέχοντας σαν αλλόφρων και τον έσπρωξα, κι ο κακομοίρης έχασε την ισορροπία του. «Οι φίλοι μου μένουν εδώ» είπα ξέπνοα. Αμέσως όμως πέτρωσα, γιατί είδα ανάμεσα στα μπάζα και τη σκόνη να κείται ένα κομμένο χέρι. Μία γυναικούλα με ισλαμική μαντήλα έσκουζε απελπισμένα – τον άντρα μου, δε βρίσκω τον άντρα μου. Οι φωνές της σου έκαναν την καρδιά χίλια κομμάτια. Ήταν η δική μου σειρά να χάσω την ισορροπία μου όταν η Λεϊλά έπεσε πάνω μου, αναμαλλιασμένη και κλαίγοντας. Αμέσως ξέχασα και το κομμένο χέρι και οτιδήποτε άλλο.
Πήγαμε θυμάμαι σπίτι της. Η Γκιουλέν και ο γιος της ήταν καλά, αλλά υπήρχαν νεκροί. Ένα πράγμα θα θυμάμαι από κείνη την ημέρα. Στο σπίτι της η Λεϊλά είχε γεμίσει τα βάζα την προηγουμένη με φρέσκα γαρύφαλλα. Το ωστικό κύμα τα είχε σκορπίσει στο πάτωμα. Μόνο ένα απέμενε σε ένα βάζο. Το πάτωμα ήταν γεμάτο σκόρπια λουλούδια.
«Πρόσεξε, αυτές οι ταφόπλακες, οι κυλινδρικές, είναι και οι παλαιότερες. Τα γαρύφαλλα αποτελούν αγαπημένο μοτίβο της Οθωμανικής παράδοσης, και χρησιμοποιούνται πολύ στα Σεφαρδίτικα νεκροταφεία...»
Η Β ξεναγούσε τον Ρ στους τάφους όταν η Ν, συνάδελφος, με κάλεσε στο κινητό. «Πού είσαι λέει; Είσαι τρελός; Τι νομίζεις πως κάνεις; Το τουρκικό facebook έχει γεμίσει με φωτογραφίες του Χίτλερ που βάζουν κάποιοι τρελοί στα προφίλ τους, και εσύ κάνεις εβραιοτουρισμό; Γύρνα αμέσως σπίτι να γράψεις.»
Η κακομοίρα η Ν με αγαπά πολύ, αλλά πάσχει από το ανίατο φαίνεται σύνδρομο να νομίζει πως είναι η μητέρα μου. Πολλές φορές με δουλεύει. Όπως τότε, το 2007, που καταστρώναμε τα «σχέδια διαφυγής μου» με την οικογένεια που με έχει εδώ «υιοθετήσει» και τη θεωρώ σα δεύτερη οικογένειά μου.
Φοβόμασταν ειλικρινά εκείνο το καλοκαίρι ότι το μοιραίο θα μπορούσε να γίνει – να βγουν τα τανκς στους δρόμους. Όταν το Γενικό Επιτελείο έβγαλε εκείνη την περίφημη ανακοίνωση – προειδοποίηση στην ιστοσελίδα του, βρισκόμουν σε ένα μπαρ στο Πέρα με μια μεγάλη ελληνοτουρκική παρέα. Επικράτησε πανικός. Τα μπαρ άδειασαν τάχιστα, ο κόσμος έτρεχε σπίτι του, οι γονείς τηλεφωνούσαν πανικόβλητοι στα παιδιά τους.
«Πρώτους εμάς θα πιάσουνε» με δούλευε ένας φίλος πανεπιστημιακός, Έλληνας και αριστερός, που εργάζεται και αυτός στην Πόλη. «Θα μας κλείσουν στα στάδια όπως ο Πινοτσέτ.»
«Σταμάτα κακό χρόνο να χεις». Αλλά είχε δίκιο. Σκεφτόμουν και γω, και Έλληνας και δημοσιογράφος, και για τις μειονότητες γράφεις, «αν γίνει κάτι» θα καλοπεράσεις. Και δεν κοιμήθηκα σπίτι εκείνο το βράδυ της ανακοίνωσης. Και ακολούθησαν τα περίφημα σχέδια, που για ένα χρόνο περίπου έμειναν στο υποσυνείδητο και τα ξεθάβαμε συνέχεια. Το «αν γίνει κάτι».
«Λοιπόν, αν γίνει κάτι» ξεκινούσα στο Λ, «θα μπω σε ένα ταξί με το διαβατήριό μου και θα ρθω σε σας, παίρνοντας μόνο ό,τι έχω ανάγκη σε ένα σακίδιο. Και μετά εσύ θα πας σπίτι και θα πάρεις τα βιβλία μου, πάρε ένα μινι βαν να τα φορτώσεις. Και τα κιλίμια, μην ξεχάσεις τα κιλίμια.» Τρόμος με έπιανε στην ιδέα ότι θα έχανα τα βιβλία μου, τα κιλίμια και ό,τι άλλο μαζέψει στα ταξίδια μου. Πες με χαζό, αλλά στο ενδεχόμενο πραξικοπήματος ο νους μου πάντα πήγαινε στα πλούτη μου που ενδεχομένως θα έχανα – βιβλία και κιλίμια.
Η Ν με δούλευε λοιπόν. «Δε γίνεται χρυσέ μου πια πραξικόπημα, πάνε οι εποχές αυτές....»
«Βάζουμε λοιπόν Ρ μου το εσωτερικό από τις μελιτζάνες στην κατσαρόλα, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γάλα γιατί δεν θα ήταν κασέρ. Οπότε....»
Καθώς η Β έδινε στο Γερμανό τη συνταγή για τη σεφαρδίτικη βερσιόν του μπεγεντί ανάμεσα στους τάφους και εγώ χάζευα τη Μεγάλη Σχολή και το Φανάρι απέναντι, εμφανίσθηκαν δυο θειες, που είχαν έρθει να αφήσουν λουλούδια σε ένα τάφο και να προσευχηθούν.
«Δεν είναι η μέρα να μιλάμε για συνταγές, αλλά πες του να μην ξεχάσει να προσθέσει και λίγη ζάχαρη» επενέβη η μία.
Τότε ήταν που με πήρε ένα νεαρό παιδί, Εβραίος από τη Σμύρνη. «Η Αχιραβινεία εξέδοσε ανακοίνωση με την οποία καταδικάζει την επίθεση των Ισραηλινών κομμάντο. Όλες οι συναγωγές και τα πολιτιστικά ιδρύματα κλείνουν μέχρι νεοτέρας. Να φύγετε αμέσως, με ακούς, αμέσως από εκεί που είστε. » Κυκλοφορεί λέει και η φήμη ότι η κυβέρνηση θα ζητήσει από όλους τους Εβραίους να φύγουν για το Ισραήλ.
Μετέφερα τις «ειδήσεις» στους παρευρισκόμενους. Η μία από τις δύο Σεφαρδίτισες θείτσες άναψε. «Και τι δουλειά είχε η Αρχιραβινεία να δηλώσει οτιδήποτε; Τι σχέση έχουμε εμείς με ό,τι έγινε; Γιατί μας συνδέουν πάντα με το Ισραήλ; Εμάς το μέρος μας είναι εδώ».
«Οι Ισραηλινοί είναι απαράδεκτοι» είπε και η Β. «Μας πήραν πάλι στο λαιμό τους. 25000 Εβραίοι ζούμε στην Τουρκία. Τι θέλουν δηλαδή; Να μας ξεριζώσουν; Δεν πάμε στο Ισραήλ, δε θέλουμε. Θέλουμε να μείνουμε στον τόπο μας. Δεν ξέρω τι σκέφτονταν, μας έδωσαν τώρα βορά στους λύκους».
Οι δυο θείτσες συμφωνούν και καταριώνται τον Μπίμπι (Νετανιάχου). «Το γουρούνι. Με τέτοιο πρωθυπουργό... οι Ισραηλινοί το χουνε χάσει» λένε μαζί. Η μία συμπληρώνει ό,τι λέει η άλλη. «Τώρα θα περάσουμε ό,τι περάσατε εσείς παλιά με την Κύπρο» μου λένε. Νομίζουν πως είμαι Ρωμηός. Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοούν.
Όλοι ήξεραν πως η φήμη ότι «η κυβέρνηση θα απελάσει τους Εβραίους» είναι χαζή πολύ πριν τη διαψεύσει ο Μπουλέντ Αρίντς. «Δε γίνονται τέτοια πράγματα, είμαστε πολίτες αυτής της χώρας, δεν είμαστε Ισραηλινοί μέτοικοι» λέει η μία θείτσα στον Ρ αγγλικά.
«Ναι, και στο παρελθόν οι αρχές απήλασαν τους Έλληνες υπηκόους εξ αιτίας του Κυπριακού, όχι τους Ρωμηούς. Πώς θα τους έδιωχναν, αφού ήταν Τούρκοι πολίτες» λέει η άλλη θείτσα.
«Μωρέ μια χαρά τους έδιωξαν, και αν δεν τους απέλασαν» λέει η Β σκεφτική. «Δε φοβόμαστε τις κρατικές αρχές, αλλά τον όχλο. Μην περάσουμε τίποτε μίνι – Σεπτεμβριανά, καμμιά επανάληψη του 2003. Αυτό φοβάται η κοινότητα».
Να τος πάλι ο φρουρός. «Τώρα πράγματι φεύγετε. Δε σηκώνω κουβέντα. Στην πλατεία παρακάτω οι Ισλαμιστές συγκεντρώνουν κόσμο. Πίσω στα σπίτια σας».
«Σιγά μην ξέρουν ότι το νεκροταφείο εδώ είναι Εβραϊκό. Εδώ δεν το ξέρουν οι ταξιτζήδες...» αντέτεινα.
«Πού ζεις αγόρι μου; Όλα τα ξέρουν αυτοί που ενδιαφέρονται να τα μάθουν. Όλα τα ξέρει και το κράτος. Νομίζεις, δεν ξέρουν οι υπηρεσίες του πως είμαι Αλεβίτης; Ότι δε με έχουν φακελώσει;»
Η Β συμφώνησε. «Πρέπει να φύγουμε τώρα. Πάρε το Γερμανό και ένα ταξί και σπίτια σας. Και να σου πω. Μέρες που είναι, μην πατήσεις το πόδι σου σε εκκλησία. Όχι ξέρω πως δεν πας, εννοώ και σε γάμο και βαφτίσια να σε καλέσουν πες πως είσαι άρρωστος και να μην πας, έτσι γιόκα μου;» μου λέει στα ελληνικά. «Ξεύρεις, για μερικούς για Εβραίος για Χριστιανός ίδιο πράγμα είναι».
Ξαναθυμάμαι τον εισπράκτορα.
Πανικός εκείνο το απόγευμα με τα πορτρέτα του Χίτλερ στο facebook, διαξιφισμοί ισλαμιστών – φιλελεύθερων στο τουρκικό διαδίκτυο. Πανικός και οι Εβραίοι της Τουρκίας. «Μη, μη, μη...» ανταλάσσουν μηνύματα όλο απαγορεύσεις. Ζείτε σα να μην υπάρχετε, είναι το μήνυμα.
Και χθες στο χορό των μη και του φόβου πέρασαν πια και οι Χριστιανοί. «Σκοτώθηκε Καθολικός ιερέας στο Ισκεντερούν», πήραν φωτιά τα τηλέφωνα. Ποιος, γιατί, που δε φαίνεται να έχει την παραμικρή σημασία. Είναι η πολλοστή φορά που σκοτώνεται ιερέας στην επαρχία και ο κόσμος φοβάται.
Είναι και το ΙΗΗ, η ισλαμιστική οργάνωση που συντόνισε τη βοήθεια προς τη Γάζα, και της οποίας τα μέλη σκότωσαν οι Ισραηλινοί. Η ιστοσελίδα του ΙΗΗ ξερνά φαρμάκι για τη δράση «των ιεραποστόλων» στην Τουρκία, τα Βαλκάνια και αλλού. Το ίδιο φαρμάκι ξερνά και η ακροδεξιά και τα ισλαμικά κόμματα.
Καθώς χιλιάδες Τούρκοι βαπτίσθηκαν Καθολικοί και Προτεστάντες τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όλοι οι παραπάνω μιλούν για «Χριστιανική απειλή».
Ξανά με παίρνει η Ν. «Κράτα ένα χαμηλό προφίλ....». Και οι Χριστιανοί του Ισκεντερούν, της Σμύρνης, της Αντιόχειας, της Πόλης διαμαρτύρονται στο διαδίκτυο. «Θα πληρώσουμε τα σπασμένα των Εβραίων» (σημείωσε, όχι των Ισραηλινών, των Εβραίων).
Θα πληρώσουμε τον εισπράκτορα, σκέφτομαι. Είναι χιλιάδες, εκατομμύρια όσοι σκέφτονται σαν τον εισπράκτορα.
NEWSTIME
Δημοσίευση σχολίου