Του Παντελη Μπουκαλα
Ακόμα και όσοι θα επέλεγαν να συμφωνήσουν με το λαϊκό τραγούδι και να πουν, με πείσμα ή παράπονο, «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός», δεν μπορεί παρά να παρηγοριούνται κάπως μαθαίνοντας πως ακούγονται στην Ευρώπη φωνές συμπάθειας για την Ελλάδα, και μάλιστα τη σημερινή, όχι την αρχαία. Για λιγοστές φωνές πρόκειται βέβαια, και όχι για κάποιο κύμα νέου φιλελληνισμού.
Εχουν όμως την αξία τους, κι ας μη φαίνονται ικανές να αντιρροπήσουν τον κυρίαρχο απαξιωτικό και ελεεινολογικό θόρυβο, που παράγεται με πυρήνα το δόγμα πως οι Ελληνες, συλλήβδην, είναι οι διεφθαρμένοι τεμπέληδες της εύφορης Ευρώπης.
Δεν είναι ίδιας καταγωγής οι ευρωπαϊκές εκδηλώσεις συμπάθειας, ούτε και βρίσκουν εδώ την ίδια υποδοχή. Αμήχανη ήταν, λ.χ., η στάση των ελληνικών ΜΜΕ όσον αφορά τις δηλώσεις του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ· μπορεί να είπε πως «Η Ευρώπη έχει χρέος έναντι της Ελλάδας και ή θα σταθεί αλληλέγγυα ή δεν υπάρχει ως Ευρώπη», μπορεί να χαρακτήρισε «φεουδάρχισσα μαμά» την κ. Μέρκελ και να καυτηρίασε τους Ευρωπαίους που θησαυρίζουν εις βάρος ενός εταίρου τους, η επιλογή του ωστόσο να ονομάζει Μακεδονία τη χώρα που σχεδόν μόνο η Ελλάδα αποκαλεί FYROM, δεν επέτρεψε την ευρεία αναπαραγωγή των λεγομένων του ούτε τη συναρίθμησή του στους φιλέλληνες.
Κάπως περισσότερο προσέχτηκαν όσες κινήσεις συμπαράστασης έγιναν υπό τη σκέπη της φράσης «Είμαστε όλοι Ελληνες», αλλά η αριστερογένεια των περισσότερων από αυτές τις εκδηλώσεις μάλλον απέτρεψε τη θερμότερη δεξίωσή τους. Ετσι ακριβώς πάντως, «Είμαστε όλοι Ελληνες», τιτλοφορήθηκαν άρθρα στη «Λιμπερασιόν» και την «Ουμανιτέ» και έτσι υπέγραψε παρέμβασή της στην «Κοριέρε ντελά Σέρα» η Εύα Κανταρέλα, καθηγήτρια του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού Δικαίου στο Μιλάνο, η οποία παρέπεμψε ευλόγως στον Αγγλο ποιητή Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, που εκτός των αλλων του χρωστάμε το δράμα «Ελλάς», αφιερωμένο στην Επανάσταση. Και με το σύνθημα «Είμαστε όλοι Ελληνες» απάντησαν περίπου εκατό Γερμανοί, σοσιαλδημοκράτες, οικολόγοι και αριστεροί στους ελάχιστους νεοναζί που συγκεντρώθηκαν υβρίζοντας έξω από το ελληνικό προξενείο στο Ντίσελντορφ.
«Είμαστε όλοι Ελληνες» σημαίνει, όσο καταλαβαίνω, πως είμαστε όλοι ή μπορεί να καταντήσουμε θύματα, μιας και τους λαούς, όποια βούληση κι αν εκφράζουν σε εκλογές ή δημοψηφίσματα, τους μεταχειρίζεται σαν αθύρματα η κερδομανία των αγορών, η απολυταρχικότητα του ΔΝΤ, η ιδιοτέλεια των πολιτικών, η ανέλεγκτη ισχύς εξωθεσμικών διευθυντηρίων και συγκροτημάτων του Τύπου που χειραγωγούν την Ευρωπαϊκή Ενωση και διαβουκολούν τους πολίτες της, η εντέλει μικρότητα των ηγετών. «Είμαστε όλοι Ελληνες» σημαίνει ότι το ντόμινο της κρίσης πολλοί το φοβούνται, ορισμένοι όμως ήδη το σχεδιάζουν.
Ακόμα και όσοι θα επέλεγαν να συμφωνήσουν με το λαϊκό τραγούδι και να πουν, με πείσμα ή παράπονο, «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός», δεν μπορεί παρά να παρηγοριούνται κάπως μαθαίνοντας πως ακούγονται στην Ευρώπη φωνές συμπάθειας για την Ελλάδα, και μάλιστα τη σημερινή, όχι την αρχαία. Για λιγοστές φωνές πρόκειται βέβαια, και όχι για κάποιο κύμα νέου φιλελληνισμού.
Εχουν όμως την αξία τους, κι ας μη φαίνονται ικανές να αντιρροπήσουν τον κυρίαρχο απαξιωτικό και ελεεινολογικό θόρυβο, που παράγεται με πυρήνα το δόγμα πως οι Ελληνες, συλλήβδην, είναι οι διεφθαρμένοι τεμπέληδες της εύφορης Ευρώπης.
Δεν είναι ίδιας καταγωγής οι ευρωπαϊκές εκδηλώσεις συμπάθειας, ούτε και βρίσκουν εδώ την ίδια υποδοχή. Αμήχανη ήταν, λ.χ., η στάση των ελληνικών ΜΜΕ όσον αφορά τις δηλώσεις του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ· μπορεί να είπε πως «Η Ευρώπη έχει χρέος έναντι της Ελλάδας και ή θα σταθεί αλληλέγγυα ή δεν υπάρχει ως Ευρώπη», μπορεί να χαρακτήρισε «φεουδάρχισσα μαμά» την κ. Μέρκελ και να καυτηρίασε τους Ευρωπαίους που θησαυρίζουν εις βάρος ενός εταίρου τους, η επιλογή του ωστόσο να ονομάζει Μακεδονία τη χώρα που σχεδόν μόνο η Ελλάδα αποκαλεί FYROM, δεν επέτρεψε την ευρεία αναπαραγωγή των λεγομένων του ούτε τη συναρίθμησή του στους φιλέλληνες.
Κάπως περισσότερο προσέχτηκαν όσες κινήσεις συμπαράστασης έγιναν υπό τη σκέπη της φράσης «Είμαστε όλοι Ελληνες», αλλά η αριστερογένεια των περισσότερων από αυτές τις εκδηλώσεις μάλλον απέτρεψε τη θερμότερη δεξίωσή τους. Ετσι ακριβώς πάντως, «Είμαστε όλοι Ελληνες», τιτλοφορήθηκαν άρθρα στη «Λιμπερασιόν» και την «Ουμανιτέ» και έτσι υπέγραψε παρέμβασή της στην «Κοριέρε ντελά Σέρα» η Εύα Κανταρέλα, καθηγήτρια του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού Δικαίου στο Μιλάνο, η οποία παρέπεμψε ευλόγως στον Αγγλο ποιητή Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, που εκτός των αλλων του χρωστάμε το δράμα «Ελλάς», αφιερωμένο στην Επανάσταση. Και με το σύνθημα «Είμαστε όλοι Ελληνες» απάντησαν περίπου εκατό Γερμανοί, σοσιαλδημοκράτες, οικολόγοι και αριστεροί στους ελάχιστους νεοναζί που συγκεντρώθηκαν υβρίζοντας έξω από το ελληνικό προξενείο στο Ντίσελντορφ.
«Είμαστε όλοι Ελληνες» σημαίνει, όσο καταλαβαίνω, πως είμαστε όλοι ή μπορεί να καταντήσουμε θύματα, μιας και τους λαούς, όποια βούληση κι αν εκφράζουν σε εκλογές ή δημοψηφίσματα, τους μεταχειρίζεται σαν αθύρματα η κερδομανία των αγορών, η απολυταρχικότητα του ΔΝΤ, η ιδιοτέλεια των πολιτικών, η ανέλεγκτη ισχύς εξωθεσμικών διευθυντηρίων και συγκροτημάτων του Τύπου που χειραγωγούν την Ευρωπαϊκή Ενωση και διαβουκολούν τους πολίτες της, η εντέλει μικρότητα των ηγετών. «Είμαστε όλοι Ελληνες» σημαίνει ότι το ντόμινο της κρίσης πολλοί το φοβούνται, ορισμένοι όμως ήδη το σχεδιάζουν.
Δημοσίευση σχολίου