Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Το σοκ που ένιωσαν οι απανταχού Εβραίοι από την επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ το πρωί της Σιμτσάτ Τορά (μιας από τις πιο χαρούμενες μέρες του εβραϊκού εορτολογίου) θυμίζει το σοκ από τον αιφνιδιασμό του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή του 1973. Πενήντα χρόνια νωρίτερα, μια ευρείας κλίμακας αιγυπτιοσυριακή επίθεση κατά την διάρκεια εβραϊκών εορτασμών μετατράπηκε γρήγορα σε καταστροφή για έναν απροετοίμαστο ισραηλινό στρατό, ο οποίος θεωρούνταν και θεωρούσε εαυτόν αήττητο.
Τότε, όπως και τώρα, οι Ισραηλινοί είχαν υποθέσει ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών θα ήταν σε θέση να ειδοποιήσουν τον στρατό για οποιαδήποτε μεγάλη επίθεση ή εισβολή πολύ νωρίτερα. Αυτή η κολοσσιαία αποτυχία εξακολουθεί να στοιχειώνει την υστεροφημία της τότε πρωθυπουργού Γκόλντα Μέιρ και συνέβαλε στην πτώση του άλλοτε κυρίαρχου Εργατικού Κόμματος.
Τώρα, το ερώτημα του πώς η Χαμάς μπόρεσε να πραγματοποιήσει μια τόσο τεράστια και συντονισμένη επίθεση στο νότιο Ισραήλ χωρίς να πυροδοτήσει ανησυχίες των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών είναι το καυτό ερώτημα που στιγματίζει και την κυβέρνηση Νετανιάχου. Αναμφίβολα η σημερινή κατάσταση θα πυροδοτήσει μια αλληλουχία γεγονότων στην ευρύτερη περιοχή ασχέτως της έκβασης της, και σίγουρα θα πυροδοτήσει άγρια πολιτική αντιπαράθεση.
Πόλεμος φθοράς και στρατηγήματα
Γενικώς, ο πόλεμος μπορεί να χωριστεί σε δύο μη αποκλειστικές κατηγορίες: πόλεμος φθοράς και πόλεμος στρατηγήματος. Το στρατήγημα δίνει έμφαση σε πράξεις εναντίον του αντιπάλου με δημιουργικά, έξυπνα, ανορθόδοξα μέσα, που μερικές φορές περιλαμβάνουν πολλαπλασιαστές δύναμης, ή ανώτερη πληροφόρηση. Ο πόλεμος φθοράς επιλέγεται συνήθως από τον ισχυρότερο των αντιπάλων που μπορεί να υποστεί την φθορά, ενώ το στρατήγημα είναι συνήθως η επιλογή του ασθενέστερου.
Το στρατήγημα μπορεί να περιλαμβάνει την δημιουργία στον αντίπαλο μιας ψευδούς αίσθησης ασφάλειας ή υπεροχής. Έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί ο μέγιστος αιφνιδιασμός, ώστε να επιτευχθεί, ο τακτικός, επιχειρησιακός, ή στρατηγικός σκοπός. Και φυσικά τα ιστορικά παραδείγματα του απόλυτου αιφνιδιασμού κάθε άλλο παρά σπάνια είναι: από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ έως τους Δίδυμους Πύργους. Ακόμη και ο μυθικός Δούρειος Ίππος αποτελεί στρατήγημα.
Το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί έχουν ξαναπέσει θύματα αιφνιδιασμού παρά την υπεροχή των μυστικών υπηρεσιών τους και την ισχύ των ενόπλων τους δυνάμεων είναι λόγος περισυλλογής. Βέβαια, ο αιφνιδιασμός μπορεί να αποτύχει παταγωδώς αν ο αντίπαλος “μυριστεί” έγκαιρα τις προθέσεις του άλλου, όπως συνέβη στον Πόλεμο των Έξι ημερών το 1967, όταν το Ισραήλ διάβασε σωστά τις προθέσεις ότι οι εχθροί του ετοίμαζαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του και έδρασε προληπτικά. Το 1973, αντίθετα, το Ισραήλ πιάστηκε εξ απήνης.
Η επίθεση του Τετ
Όμως, εφόσον ο πόλεμος είναι προέκταση της πολιτικής δι’ άλλων μέσων, τότε ο αιφνιδιασμός μπορεί να αποσκοπεί όχι στη στρατιωτική ήττα του αντιπάλου, αλλά στη πρόκληση κάποιου είδους σοκ, ενός είδους “πολιτικού αποκεφαλισμού” όπως επετεύχθη στην επίθεση του Τετ, το 1968, στο Βιετνάμ. Η επίθεση του Τετ ήταν από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις του πολέμου στου Βιετνάμ.
Οι Βιετκόνγκ (ορθότερα το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα που δεν ελεγχόταν εντελώς από το Βόρειο Βιετνάμ) και ο Λαϊκός Στρατός του Βορείου Βιετνάμ εξαπέλυσαν αιφνίδια επίθεση στις 30 Ιανουαρίου 1968 εναντίον των δυνάμεων του νοτιοβιετναμέζικου στρατού, των αμερικανικών δυνάμεων και των συμμάχων τους. Ήταν μια εκστρατεία αιφνιδιαστικών επιθέσεων εναντίον στρατιωτικών και πολιτικών κέντρων διοίκησης και ελέγχου σε όλο το Νότιο Βιετνάμ, που έλαβε χώρα στη διάρκεια της βιετναμέζικης πρωτοχρονιάς, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού του στρατού του Νοτίου Βιετνάμ ήταν σε άδεια.
Ο σκοπός της ευρείας κλίμακας επίθεσης ήταν να προκαλέσει πολιτική αστάθεια, με την πεποίθηση ότι η μαζική ένοπλη επίθεση σε αστικά κέντρα θα πυροδοτούσε αποστασίες και εξεγέρσεις. Η επίθεση ήταν μια πολιτική αποτυχία για το Βόρειο Βιετνάμ, καθώς δεν σημειώθηκαν ούτε εξεγέρσεις, αλλά ούτε αποστασίες μονάδων του Νότιου Βιετνάμ. Ωστόσο, η επίθεση είχε εκτεταμένες συνέπειες λόγω της επίδρασής της στις απόψεις του αμερικανικού κοινού και του κόσμου γενικότερα για εκείνο τον πόλεμο.
Η επίθεση είχε ισχυρό αντίκτυπο στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και συγκλόνισε την αμερικανική κοινή γνώμη, η οποία είχε πιστέψει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες ότι οι Βορειοβιετναμέζοι βρίσκονταν στα πρόθυρα της ήττας και ήταν ανίκανοι να ξεκινήσουν μια τόσο φιλόδοξη στρατιωτική επιχείρηση. Η υποστήριξη της αμερικανικής κοινής γνώμης στον πόλεμο μειώθηκε ως αποτέλεσμα των απωλειών στις μάχες και της αύξησης των στρατολογήσεων. Η εικόνα Βορειοβιετναμέζων στρατιωτών εντός του συγκροτήματος της αμερικανικής πρεσβείας στην Σαϊγκόν ήταν η απόλυτη ψυχρολουσία για τους πολίτες των ΗΠΑ.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ
Το Ισραήλ μπήκε στον τέταρτο αραβο-ισραηλινό πόλεμο χωρίς καν να το καταλάβει, παρόλο που οι ιθύνοντες στο Τελ Αβίβ είχαν προειδοποιηθεί από τις δικές τους υπηρεσίες, τις υπηρεσίες συμμάχων τους, ακόμη και από τον τότε βασιλιά της Ιορδανίας, Χουσεΐν. Επίσης, έβλεπαν κινήσεις στρατευμάτων, επιστρατεύσεις και το προηγούμενο διάστημα είχαν δει αγορές οπλισμού τελευταίας τεχνολογίας σε μεγάλους αριθμούς.
Και όμως! Η πανέξυπνη πρωθυπουργός Γκόλντα Μεΐρ και ο στρατηγός-θρύλος Μοσέ Νταγιάν, τότε υπουργός Άμυνας, παρερμήνευσαν απόλυτα τα σημάδια. Η κρίση εκείνη υπήρξε πολύ πιο υπαρξιακή σε σύγκριση με τη σημερινή. Τότε, το Ισραήλ είχε δεχτεί την συνδυασμένη και άριστα συντονισμένη επίθεση από Συρία και Αίγυπτο ταυτόχρονα και αρχικά μέτραγε ήττες και απώλειες. Τελικά σώθηκε από την ατολμία των Αιγυπτίων, την αφροσύνη των Σύρων και τον εντατικό ανεφοδιασμό του από τις ΗΠΑ.
Αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί στις ΗΠΑ λόγω της επίθεσης του Τετ, το ηθικό στο Ισραήλ δεν κάμφθηκε. Το μικρό μέγεθος της χώρας, αλλά και το μίσος των αντιπάλων του έκαναν πολύ απτό τον κίνδυνο της απόλυτης καταστροφής. Εξάλλου το Ολοκαύτωμα απείχε λιγότερο από 30 χρόνια. Ο αιφνιδιασμός του Γιομ Κιπούρ είχε σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτικό σκοπό, με τον οποίο οι ηγεσίες των αραβικών χωρών θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ισραήλ σε μια ταπεινωτική σύμπτηξη, πίσω από τις κατακτήσεις του 1967. Σε αντίθεση, η επίθεση του Τετ, είχε ξεκάθαρα πολιτικά κίνητρα. Δεν υπήρχε σχεδιασμός για μόνιμη στρατιωτική νίκη, παρά μόνο για τακτικές και με βραχύ χρονικό ορίζοντα επιτυχίες.
Τί ήθελε η Χαμάς στο νότιο Ισραήλ
Η επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ συνιστά αποτυχία των Ισραηλινών στο επίπεδο των πληροφοριών και ταυτόχρονα είναι επιτυχία της ισλαμιστικής οργάνωσης όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης. Δεδομένου ότι η στρατιωτική επικράτηση αποκλειόταν, το ερώτημα είναι ποιος ήταν ο σκοπός της εντυπωσιακής και αιματηρής αυτής επιχείρησης. Προφανώς ήταν πολιτικός. Το επόμενο ερώτημα είναι ποιανού τα συμφέροντα εξυπηρέτησε;
Η πρωτοφανής αιματοχυσία ξύπνησε κακές ιστορικές μνήμες για τους απανταχού Εβραίους και προβλημάτισε ακόμη και δεδηλωμένους υποστηρικτές των Παλαιστινίων. Ο όρκος της Χαμάς για αφανισμό του Ισραήλ και των απανταχού Εβραίων και προπάντων οι πράξεις της δεν μπορούν να διαιρέσουν τους Ισραηλινούς. Αντίθετα, μετά τον διχασμό που προκάλεσε ο Νετανιάχου, η Χαμάς έρχεται να κλείσει την πολιτική κρίση στο Ισραήλ.
Πέρα από τις εντυπώσεις, πέρα από το γεγονός ότι υποχρεώνει αραβικά κράτη να ξαναβάλουν το σχεδόν ξεχασμένο Παλαιστινιακό στην ατζέντα και να πάρουν αποστάσεις από το Ισραήλ, η κρίση που έχει δημιουργηθεί πιθανότατα θα οδηγήσει σε σφαγή και μαχητών της και αμάχων στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς και μαζική εκρίζωση και προσφυγιά Παλαιστινίων. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν στην όλη υπόθεση το διακύβευμα είναι τα συμφέροντα των Παλαιστινίων ή τρίτης δύναμης;
Θέλει το Ιράν γενικευμένη σύγκρουση;
Πολλοί δείχνουν το Ιράν, το οποίο υποστηρίζει την παλαιστινιακή υπόθεση, αλλά είναι σιιτικό και άρα ξένο και “αιρετικό” για την συντριπτική πλειονότητα των σουνιτών κατοίκων της Γάζας. Από την άλλη η Τεχεράνη έχει να κερδίσει από το ρήγμα που προκαλείται στις προσπάθειες για αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με τις μοναρχίες του Κόλπου. Είναι ενδεικτική η επικοινωνία του Ιρανού προέδρου με τον Σαουδάραβα πρίγκηπα.
Αν υποθέσουμε ότι οι ηγέτες της Χαμάς παίζουν αυτό που η CIA αποκαλεί το “μακρύ παιχνίδι”. Δηλαδή, θυσιάζουν τον παλαιστινιακό λαό για τα συμφέροντα τρίτων, πιστεύοντας ότι κάνουν το πολιτικό-θρησκευτικό καθήκον τους, τότε αυτό το θανατηφόρο παιχνίδι αποκτα κάποιο νόημα. Η Τεχεράνη, όμως, έχει συνείδηση ότι δεν είναι έτοιμη να διαχειριστεί μια κρίση παγκοσμίων διαστάσεων. Τα πυρηνικά του Ισραήλ, άλλωστε, είναι πολλά και το εβραϊκό κράτος έχει υπεροχή σε θέματα συνοχής, ηθικού και στρατιωτικών δεξιοτήτων.
Στην περίπτωση της Χαμάς ισχύει αυτό που είχε πει για το Περλ Χαρμπορ ο Ιάπωνας ναύαρχος Γιαμαμότο: «Πολύ φοβάμαι ότι ξυπνήσαμε έναν γίγαντα»; Ή μήπως η επίθεση στο νότιο Ισραήλ μοιάζει με τη στρατηγικά σχεδιασμένη κίνηση του Βορειοβιετναμέζου στρατηγού Γκιάπ με σκοπό να λυγίσει τις ΗΠΑ; Την απάντηση θα την δώσουν τα γεγονότα το επόμενο διάστημα.
Η επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ συνιστά αποτυχία των Ισραηλινών στο επίπεδο των πληροφοριών και ταυτόχρονα είναι επιτυχία της ισλαμιστικής οργάνωσης όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης. Δεδομένου ότι η στρατιωτική επικράτηση αποκλειόταν, το ερώτημα είναι ποιος ήταν ο σκοπός της εντυπωσιακής και αιματηρής αυτής επιχείρησης. Προφανώς ήταν πολιτικός. Το επόμενο ερώτημα είναι ποιανού τα συμφέροντα εξυπηρέτησε;
Η πρωτοφανής αιματοχυσία ξύπνησε κακές ιστορικές μνήμες για τους απανταχού Εβραίους και προβλημάτισε ακόμη και δεδηλωμένους υποστηρικτές των Παλαιστινίων. Ο όρκος της Χαμάς για αφανισμό του Ισραήλ και των απανταχού Εβραίων και προπάντων οι πράξεις της δεν μπορούν να διαιρέσουν τους Ισραηλινούς. Αντίθετα, μετά τον διχασμό που προκάλεσε ο Νετανιάχου, η Χαμάς έρχεται να κλείσει την πολιτική κρίση στο Ισραήλ.
Πέρα από τις εντυπώσεις, πέρα από το γεγονός ότι υποχρεώνει αραβικά κράτη να ξαναβάλουν το σχεδόν ξεχασμένο Παλαιστινιακό στην ατζέντα και να πάρουν αποστάσεις από το Ισραήλ, η κρίση που έχει δημιουργηθεί πιθανότατα θα οδηγήσει σε σφαγή και μαχητών της και αμάχων στη Λωρίδα της Γάζας, καθώς και μαζική εκρίζωση και προσφυγιά Παλαιστινίων. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν στην όλη υπόθεση το διακύβευμα είναι τα συμφέροντα των Παλαιστινίων ή τρίτης δύναμης;
Θέλει το Ιράν γενικευμένη σύγκρουση;
Πολλοί δείχνουν το Ιράν, το οποίο υποστηρίζει την παλαιστινιακή υπόθεση, αλλά είναι σιιτικό και άρα ξένο και “αιρετικό” για την συντριπτική πλειονότητα των σουνιτών κατοίκων της Γάζας. Από την άλλη η Τεχεράνη έχει να κερδίσει από το ρήγμα που προκαλείται στις προσπάθειες για αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με τις μοναρχίες του Κόλπου. Είναι ενδεικτική η επικοινωνία του Ιρανού προέδρου με τον Σαουδάραβα πρίγκηπα.
Αν υποθέσουμε ότι οι ηγέτες της Χαμάς παίζουν αυτό που η CIA αποκαλεί το “μακρύ παιχνίδι”. Δηλαδή, θυσιάζουν τον παλαιστινιακό λαό για τα συμφέροντα τρίτων, πιστεύοντας ότι κάνουν το πολιτικό-θρησκευτικό καθήκον τους, τότε αυτό το θανατηφόρο παιχνίδι αποκτα κάποιο νόημα. Η Τεχεράνη, όμως, έχει συνείδηση ότι δεν είναι έτοιμη να διαχειριστεί μια κρίση παγκοσμίων διαστάσεων. Τα πυρηνικά του Ισραήλ, άλλωστε, είναι πολλά και το εβραϊκό κράτος έχει υπεροχή σε θέματα συνοχής, ηθικού και στρατιωτικών δεξιοτήτων.
Στην περίπτωση της Χαμάς ισχύει αυτό που είχε πει για το Περλ Χαρμπορ ο Ιάπωνας ναύαρχος Γιαμαμότο: «Πολύ φοβάμαι ότι ξυπνήσαμε έναν γίγαντα»; Ή μήπως η επίθεση στο νότιο Ισραήλ μοιάζει με τη στρατηγικά σχεδιασμένη κίνηση του Βορειοβιετναμέζου στρατηγού Γκιάπ με σκοπό να λυγίσει τις ΗΠΑ; Την απάντηση θα την δώσουν τα γεγονότα το επόμενο διάστημα.
Δημοσίευση σχολίου