Η ταχύτατη διπλωματία της Κίνας μοχλός αλλαγής των δεδομένων στη Μέση Ανατολή.
Μιχάλης Ψύλος
Ο κόσμος αλλάζει πιο γρήγορα από ό,τι μπορεί να φανταστεί η Δύση: Σαφής ένδειξη, η αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ δύο αρχαίων εχθρών-του σιϊτικού Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, της «καρδιάς» του σουνιτικού κόσμου. Μια συμφωνία που επιτεύχθηκε μάλιστα με την παρέμβαση της Κίνας.
Η διπλωματία του Πεκίνου αποδείχτηκε πολύ γρήγορη: είναι η μόνη δύναμη που παρουσίασε ένα ειρηνευτικό σχέδιο (αν και ασαφές) για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και σε λίγο λιγότερο από τρεις μήνες έφερε στο ίδιο τραπέζι την Τεχεράνη και το Ριάντ.
Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ είχε επισκεφθεί τη Σαουδική Αραβία τον περασμένο Δεκέμβριο, όπου εκτός από τον ισχυρό άνδρα του βασιλείου, πρίγκιπα Μπιν Σαλμάν, συνάντησε επίσης περίπου 30 Αραβες αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων (υπήρχαν και ο Αλ Σίσι και Μαχαμούντ Αμπάς).
Ο Ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραϊσί επισκέφθηκε επίσης την Κίνα τον Φεβρουάριο, υπογράφοντας την «ενσωμάτωση» της Τεχεράνης στην Ευρασιατική γεωπολιτική πραγματικότητα, μετά και την πλήρη ένταξη του Ιράν στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Σαμαρκάνδη. Αναμφίβολα, οι Κινέζοι έχουν πετύχει αυτό το αποτέλεσμα χάρη στους ισχυρούς μοχλούς της οικονομικής τους διπλωματίας. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος πελάτης ιρανικού πετρελαίου μετά το εμπάργκο της Δύσης και βλέπει επίσης με μεγάλο ενδιαφέρον ότι η Τεχεράνη έχει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο: τα υπεράκτια κοιτάσματα South Pars, που μοιράζεται το Ιράν με το Κατάρ, θα μπορούσαν να τροφοδοτούν ολόκληρη την Ευρώπη για χρόνια.
«Στρατηγικός ναρκισσισμός»
Την ίδια ώρα, ο Δυτικός κόσμος φαίνεται να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον αναπτυσσόμενο. Όπως γράφει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs,«οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εγκαταλείψουν τον στρατηγικό ναρκισσισμό με τον οποίο ζητούν συνεχώς από τους συμμάχους τους να πάρουν θέση σε κάθε θέμα. Τα καταφέρνουν με τους Ευρωπαίους αλλά όχι με τις περιφερειακές δυνάμεις, που διαβλέπουν δραστική μείωση της αμερικανικής ισχύος και επιρροής, τα επόμενα χρόνια».
Η Τουρκία του Ερντογάν είναι και με το ΝΑΤΟ και τη Μόσχα, η Σαουδική Αραβία έχει συμμαχήσει με την Ρωσία στον OPEK+ και ενισχύει τις σχέσεις της με την Κίνα, το Ιράν κάνει ό,τι θέλει. «Οι σύμμαχοι των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή και στον Κόλπο θέλουν να τα έχουν καλά με τις ΗΠΑ αλλά και να αισθάνονται ελεύθεροι να κινηθούν προς την Κίνα και τη Ρωσία».
Ο τηλεοπτικός σταθμός Al Jazeera αναμένει μάλιστα να εκτονωθούν οι εντάσεις στη Συρία, τον Λίβανο, την Υεμένη και το Ιράκ. Χωρίς υπερβολή, η περιοχή επανατοποθετείται υπό την ηγεσία της Κίνας. Η Ρωσία καλύπτει το στρατιωτικό σκέλος. Η Τεχεράνη κατέληξε σε συμφωνία με τη Ρωσία για την αγορά των υπερσύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών Sukhoi -35.
Αν και παραδοσιακά δεμένη η Σαουδική Αραβία στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1945- με «πετρέλαιο αντί ασφάλειας», αρχίζει πλέον να παίζει πιο ανεξάρτητο ρόλο ως μεσολαβητής στην κρίσεις στη Μέση Ανατολή, από τη Συρία ως τον Λίβανο και την Υεμένη.
Η Aramco γεννά «νέα αυτοπεποίθηση»
Η νέα αυτοπεποίθηση του Ριάντ βασίζεται και στην οικονομία: ο πετρελαϊκός γίγαντας της Σαουδικής Αραβίας Aramco ανέφερε καθαρά κέρδη- ρεκόρ, ύψους 161,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2022.Πρόκειται για το μεγαλύτερο ετήσιο κέρδος που πέτυχε ποτέ μια εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Σαουδική Αραβία έχει προφανώς συνειδητοποιήσει ότι είναι αρκετά πλούσια ώστε να μπορεί να αντέξει οικονομικά μια ειρήνη από μόνη της.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το Ριάντ έχει «καβαλήσει» επίσης το κύμα των σεισμών στην Αγκυρα και τη Δαμασκό, ενισχύοντας με 5 δισεκατομμύρια δολάρια τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, αλλά και με συγκεκριμένες χειρονομίες τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ. Το Ριάντ είναι επίσης κοντά στο Ισραήλ, αλλά σκοπεύει να παίξει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκλογή του προέδρου του Λιβάνου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να αποδυναμώσουν και να διχάσουν τους αντιπάλους τους γίνονται όλο και λιγότερο αποτελεσματικές.
Ταυτόχρονα, η πολιτική των κυρώσεων, η προώθηση «έγχρωμων επαναστάσεων» ή στρατιωτικών πραξικοπημάτων στο παρελθόν-άμεσα ή μέσω πληρεξουσίων- τροφοδοτεί ολοένα και περισσότερο ένα αντιδυτικό «κίνημα» που έχει πλέον το κέντρο βάρους του στην Ασία. Την εξήγηση έδωσε ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών Σουμπραχμανιάμ Τζαϊσχανάκαρ , μιλώντας στους New York Times:«Εσείς οι Δυτικοί και οι Ευρωπαίοι είστε καλοί στο να κάνετε τα προβλήματά σας προβλήματα όλων των άλλων, αλλά όταν έχουμε πρόβλημα δεν μας ακούτε καν».
Σχέση 330 δισ.
Αυτό που καίει περισσότερο την Ουάσιγκτον τώρα, είναι η σχέση μεταξύ του Πεκίνου και του Ριάντ. Μια σχέση που εδράζεται σε εμπορικές συναλλαγές, ύψους 330 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Σαουδάραβας υπουργός Εξωτερικών, πρίγκιπας Φειζάλ μπιν Φαρχάν, το είπε χωρίς περιστροφές: «Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος. Είναι επίσης ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των περισσότερων χωρών. Και αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Η Κίνα είναι ένας σημαντικός και πολύτιμος εταίρος για εμάς, σε πολλούς τομείς. Αλλά το έχουμε πει και το επαναλαμβάνουμε, θα έχουμε πάντα στο μυαλό μας τα δικά μας συμφέροντα. Και θα τα αναζητήσουμε στη Δύση και στην Ανατολή»
Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν με τη μεσολάβηση της Κίνας, δεν σημαίνει βέβαια αυτομάτως και «ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Ούτε υποδηλώνει το τέλος των εντάσεων μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας και του Σαουδαραβικού βασιλείου του Κόλπου. Ωστόσο, η συμφωνία έχει αδιαμφισβήτητη παγκόσμια και περιφερειακή εμβέλεια, με σημαντικές συνέπειες βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Από τη μία πλευρά, η θέση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει περισσότερο μια αυξανόμενη κινεζική επιρροή.
Υπό αυτή την έννοια, ο άξονας της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής, αποκτά μεγαλύτερο βάρος στην αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, ειδικά στην Αραβική Χερσόνησο.
Σε αυτόν τον άξονα προστίθεται και η Μόσχα η οποία διατηρεί άριστες σχέσεις με τους Σαουδάραβες και φέρνει πιο κοντά το Πεκίνο προς τη Μεσόγειο. Η συμφωνία Ριάντ-Τεχεράνης έτυχε πολύ θετικής υποδοχής σε όλο τον αραβικό κόσμο – κάτι που ήταν μέχρι πρόσφατα αλλόκοτο, με δεδομένο ότι τα ρήγματα συνέχισαν να διατρέχουν την περιοχή τα τελευταία χρόνια, ως απόρροια του Ψυχρού Πολέμου.
Δημοσίευση σχολίου