Παπαγιαννίδης Αντώνης
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που από την αρχή της υπόθεσης των υποκλοπών-παρακολουθήσεων-επισυνδέσεων και πάντως όταν έσκασε δημόσια με τις παραιτήσεις/απομακρύνσεις Γρηγόρη Δημητριάδη και Παναγιώτη Κοντολέοντος, η έμφαση εξαρχής δόθηκε στο ότι ο Μητσοτάκης είχε άγνοια των παρακολουθήσεων. Του αντικειμένου τους, του περιεχομένου τους, της ουσίας.
Θυμίζουμε ότι ο Γρηγόρης Δημητριάδης ήταν “δεξί και αριστερό χέρι του Πρωθυπουργού, ταυτόχρονα” κατά την τάξιν του Μεγάρου Μαξίμου. Επίσης, η πείρα του Παναγιώτη Κοντολέοντος περί το αντικείμενον θεωρήθηκε με νομοθετική παρέμβαση υπέρτερη των επίσης νομοθετημένων προσόντων για ανάληψη της διοίκησης της ΕΥΠ. Τότε όλοι διαπόρησαν με ποια λογική και με τι λογής πολιτικό κριτήριο έγιναν οι επιλογές!
Για το νομότυπον, η εμφωλευμένη στην ΕΥΠ αρμοδία Εισαγγελεύς κρίθηκε ότι επαρκεί. Οι υπηρεσιακές υπογραφές σε εισηγήσεις ομοίως. Οι ιεραρχικές μετακινήσεις και εκκαθαρίσεις στην ΕΥΠ –πιστή διάδοχο της ΚΥΠ και σε αυτό– καθώς και η γραφική καθιέρωση Εσωτερικού Ελέγχου μεριμνούν για τα υπόλοιπα. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο η απορία μεγάλωνε: πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος τόσον επεδίωξε –και πέτυχε πολιτικά– να δώσει στην δική του πολιτική παρουσία κεντρικό ρόλο –ως Κυβερνήτης κατά την δική του διατύπωση– έθετε πάνω απ’ όλα την επίκληση (για την απόδειξη, θα δείξει το μέλλον…) της πλήρους άγνοιάς του;
Και μάλιστα όταν είχε φροντίσει ο ίδιος να τραβήξει ως πρώτη μέριμνα της θητείας του την αρμοδιότητα για την ΕΥΠ, με την πλαισίωση των εγγύτατων σ’ αυτόν Δημητριάδη-Κοντολέοντα; Πώς και τηρούσε την στάση αυτή ο γιος και –τελικός– πολιτικός διάδοχος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος, όταν είχε χάσει την εξουσία μετά τον σχηματισμό της Πολιτικής Άνοιξης και δια της ψήφου Συμπιλίδη, επέλεξε να σηκώσει όλη την ευθύνη μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, απερχόμενος και από την ηγεσία της ΝΔ;
Η απάντηση βρίσκεται, μάλλον, στο γεγονός ότι στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση –άτολμη και κολοβή κατά τα άλλα– μια συνταγματική πρόνοια που εξοβελίστηκε ήταν εκείνη της πονηρά σύντομης παραγραφής (ακριβέστερα: αποσβεστικής προθεσμίας) της δυνατότητας δίωξης για αδικήματα μελών της Κυβέρνησης κατ’ άρθρο 86 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Παλιότερα, μόνο κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου τέλεσης του αδικήματος, ή έως το τέλος της δεύτερης συνόδου της επόμενης περιόδου, μπορούσε να ασκηθεί δίωξη. Πίσω από την περίπλοκη αυτή διατύπωση, κρυβόταν το ακαταδίωκτο.
Ο πρωθυπουργός δεν γνωρίζει…
Τώρα, εκείνη η ρύθμιση αποτελεί μακρινή μνήμη: ακόμη και χωρίς την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης που είχε επιχειρήσει να φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, η κατάργηση της σύντομης παραγραφής/αποσβεστικής προθεσμίας σημαίνει ότι ακόμη και με τον καταιγισμό εκλογών που προβλέπεται για το άμεσο μέλλον, τα όποια αδικήματα βρεθεί να έχουν τελεσθεί με την υπόθεση των υποκλοπών/παρακολουθήσεων/επισυνδέσεων, για μεν τους κοινούς θνητούς θα διώκονται, αν διωχθούν, κατά τις κοινές ποινικές διατάξεις. Όποιο, δε μέλος της Κυβέρνησης βρεθεί να ενέχεται θα χρειαστεί να περιμένει… την κοινή παραγραφή για να ξεμπλέξει.
Κι έτσι, φθάνουμε στην ουσία! Στην υπόθεση αυτή –ρυπαρή κατά Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση: μόνη διαφωνία για το πού/σε ποιον βρίσκεται η ρυπαρότητα– ένας μόνον δυνητικά εμπλεκόμενος έχει την ιδιότητα μέλους της Κυβέρνησης, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο Γρηγόρης Δημητριάδης δεν ήταν, τυπικά, παρά Γενικός Γραμματέας του Γραφείου Πρωθυπουργού. Ήταν ασπίδα για τον Πρωθυπουργό, ώστε να μην βρεθεί εμπλεκόμενος και σε ομηρία θα ήταν –αυτονόητο αυτό…– η διατήρηση της πλειοψηφίας στη Βουλή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επειδή όμως στην Ελλάδα ζούμε και οι πολιτικές βεβαιότητες δεν λειτουργούν επί πολύ και επειδή η βολική σύντομη παραγραφή δεν υπάρχει πλέον, δεύτερη γραμμή άμυνας είναι ακριβώς εκείνη που ακολουθήθηκε: ο Πρωθυπουργός δεν γνώριζε. Τίποτε. Ούτε την εντολή, ή και την ενθάρρυνση της παρακολούθησης. Ούτε την διεξαγωγή της. Ούτε το αποτέλεσμα. Τίποτε απολύτως. Το επανέλαβε νωπά-νωπά ο Γιώργος Γεραπετρίτης: ουδέποτε «μας έφθασε» (στο Μαξίμου) ενημερωτικό σημείωμα. Η απέκδυση ευθυνών δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στην πολιτική.
Ορθώς, ορθότατα συμβουλεύθηκε, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης –ευθύς εξαρχής– και επέλεξε να οχυρωθεί πίσω από την πλήρη άγνοια. Υποτιμητική πολιτικά/προσωπικά, πλην νομικά πολύτιμη η άγνοια. Γιατί, όπως έδειξε και η εμπειρία Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το μπλέξιμο με διώξεις και Προανακριτικές και Ειδικά Δικαστήρια, όταν κάποτε χάσεις την εξουσία, είναι δυσάρεστη, αγχωτική υπόθεση. Του πρώτου η εμπειρία έληξε με αθωωτική απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του δεύτερου με παύση της δίωξης από την Βουλή, καθώς ο πρώτος είχε διδαχθεί από την δική του περιπέτεια (ας το πούμε έτσι).
Η σημερινή εποχή είναι σκληρότερη: η άμεση συνομιλία με την Ιστορία και η προσέλευση στην σωστή πλευρά της δεν αρκεί.
Τώρα, εκείνη η ρύθμιση αποτελεί μακρινή μνήμη: ακόμη και χωρίς την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης που είχε επιχειρήσει να φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, η κατάργηση της σύντομης παραγραφής/αποσβεστικής προθεσμίας σημαίνει ότι ακόμη και με τον καταιγισμό εκλογών που προβλέπεται για το άμεσο μέλλον, τα όποια αδικήματα βρεθεί να έχουν τελεσθεί με την υπόθεση των υποκλοπών/παρακολουθήσεων/επισυνδέσεων, για μεν τους κοινούς θνητούς θα διώκονται, αν διωχθούν, κατά τις κοινές ποινικές διατάξεις. Όποιο, δε μέλος της Κυβέρνησης βρεθεί να ενέχεται θα χρειαστεί να περιμένει… την κοινή παραγραφή για να ξεμπλέξει.
Κι έτσι, φθάνουμε στην ουσία! Στην υπόθεση αυτή –ρυπαρή κατά Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση: μόνη διαφωνία για το πού/σε ποιον βρίσκεται η ρυπαρότητα– ένας μόνον δυνητικά εμπλεκόμενος έχει την ιδιότητα μέλους της Κυβέρνησης, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο Γρηγόρης Δημητριάδης δεν ήταν, τυπικά, παρά Γενικός Γραμματέας του Γραφείου Πρωθυπουργού. Ήταν ασπίδα για τον Πρωθυπουργό, ώστε να μην βρεθεί εμπλεκόμενος και σε ομηρία θα ήταν –αυτονόητο αυτό…– η διατήρηση της πλειοψηφίας στη Βουλή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επειδή όμως στην Ελλάδα ζούμε και οι πολιτικές βεβαιότητες δεν λειτουργούν επί πολύ και επειδή η βολική σύντομη παραγραφή δεν υπάρχει πλέον, δεύτερη γραμμή άμυνας είναι ακριβώς εκείνη που ακολουθήθηκε: ο Πρωθυπουργός δεν γνώριζε. Τίποτε. Ούτε την εντολή, ή και την ενθάρρυνση της παρακολούθησης. Ούτε την διεξαγωγή της. Ούτε το αποτέλεσμα. Τίποτε απολύτως. Το επανέλαβε νωπά-νωπά ο Γιώργος Γεραπετρίτης: ουδέποτε «μας έφθασε» (στο Μαξίμου) ενημερωτικό σημείωμα. Η απέκδυση ευθυνών δεν είναι ασύνηθες φαινόμενο στην πολιτική.
Ορθώς, ορθότατα συμβουλεύθηκε, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης –ευθύς εξαρχής– και επέλεξε να οχυρωθεί πίσω από την πλήρη άγνοια. Υποτιμητική πολιτικά/προσωπικά, πλην νομικά πολύτιμη η άγνοια. Γιατί, όπως έδειξε και η εμπειρία Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το μπλέξιμο με διώξεις και Προανακριτικές και Ειδικά Δικαστήρια, όταν κάποτε χάσεις την εξουσία, είναι δυσάρεστη, αγχωτική υπόθεση. Του πρώτου η εμπειρία έληξε με αθωωτική απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του δεύτερου με παύση της δίωξης από την Βουλή, καθώς ο πρώτος είχε διδαχθεί από την δική του περιπέτεια (ας το πούμε έτσι).
Η σημερινή εποχή είναι σκληρότερη: η άμεση συνομιλία με την Ιστορία και η προσέλευση στην σωστή πλευρά της δεν αρκεί.
Δημοσίευση σχολίου