Γιώργος Σκαφιδάς
Οι επιλογές, που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, το ισλαμοεθνικιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως εγχειρίδιο επιθετικού αναθεωρητισμού.
Τα σχετικά δείγματα από την πλευρά της Τουρκίας, πολλά και εξόχως επιθετικά: στρατιωτικές εισβολές στη Συρία, τουρκολιβυκό μνημόνιο, δόγμα «Γαλάζιας Πατρίδας» («Mavi Vatan»), ακραία εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού (με αποκορύφωμα τα γεγονότα του 2020 στον Έβρο), διπλωματία των κανονιοφόρων ή, μάλλον, των σύγχρονων ερευνητικών που εργαλειοποιούνται ως κανονιοφόρα με στόχο την προώθηση μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων, διασύνδεση της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους, μετατροπή της Αγίας Σοφίας (ενός μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς) σε τέμενος, διώξεις σε βάρος δημοκρατικά εκλεγμένων στελεχών του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, ρητορική έντασης έναντι των γειτόνων, φυλακίσεις και «ομηρίες» ξένων υπηκόων που έκαναν το «λάθος» να βρεθούν στην Τουρκία, αγορά ρωσικών S-400, άμεση εμπλοκή στον πόλεμο Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας (με την πλευρά του Αζερμπαϊτζάν), αλλεπάλληλες «συγκρούσεις» με την αμερικανική ηγεσία (για την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, τον ομηρία του πάστορα Άντριου Μπράνσον, τους ρωσικούς S-400, τα F-35, τα F-16, τους Κούρδους της Συρίας, τον Φετουλάχ Γκιουλέν, την Halkbank κ.ά.), μονομερές άνοιγμα μέρους των Βαρωσίων κατά παράβαση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, σύμπραξη ισλαμιστών – εθνικιστών (AKP – MHP) και πολλά άλλα.
Η Άγκυρα θέλει να παρουσιάζει πολλές από τις επιχειρήσεις προβολής ισχύος, όπως οι εισβολές στη Συρία, σαν εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν αποδείξεις του αναθεωρητικού τουρκικού επεκτατισμού.
Οι εκλογές 2023
Καθώς οδεύουμε προς τις διπλές -προεδρικές και βουλευτικές- εκλογές του 2023 στην Τουρκία, με την παράταξη του Ερντογάν να έχει πια χάσει ήδη από το 2019 τη δημαρχία στις μεγαλύτερες πόλεις (Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη) και τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο να μετρά διόλου ευκαταφρόνητες απώλειες στις δημοσκοπήσεις, είναι κρίσιμο να δούμε τις (διαφορετικές;) επιλογές που κομίζουν τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής.
Για πρώτη φορά στα τουρκικά χρονικά, έξι αντιπολιτευόμενα κόμματα (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα / CHP, Καλό Κόμμα / İYİ, Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου / DEVA, Κόμμα Μέλλοντος / Gelecek, Κόμμα Ευδαιμονίας / Saadet, Δημοκρατικό Κόμμα / DP) ενώνουν τις δυνάμεις τους προεκλογικά, διαμορφώνοντας κοινό μέτωπο ενάντια στον Ερντογάν. Το αντιπολιτευόμενο μπλοκ αντιμετωπίζει, βέβαια, προβλήματα συνοχής και συντονισμού, ενώ δυσκολεύεται παράλληλα να συνασπιστεί πίσω από έναν κοινό προεδρικό υποψήφιο που όντως θα εμπνέει προσδοκίες εκλογικής επιτυχίας απέναντι στον Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η φθορά για το κυβερνών ΑΚΡ και τον Ερντογάν είναι πια μεγάλη -η μεγαλύτερη των τελευταίων 20 ετών- και αδιαμφισβήτητη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα βλέμματα δεν θα μπορούσαν παρά να στραφούν στην τουρκική αντιπολίτευση και τις ενδεχόμενες αλλαγές που εκείνη θα μπορούσε να φέρει εάν κάνει την έκπληξη στην κάλπη.Την εποχή της εισβολής στην Κύπρο, το 1974, στην ηγεσία της Τουρκίας βρισκόταν ο χαρακτηριζόμενος -ιστορικά- ως «ο μόνος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της χώρας» Μπουλέντ Ετσεβίτ του CHP, ένας πολιτικός που ήταν μάλιστα κουρδικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του.
Πολλοί από όσους έχουν πάει κατά καιρούς να φορτώσουν με προσδοκίες τις εσωτερικές τουρκικές πολιτικές εξελίξεις έχουν καταλήξει, βέβαια, να προσγειώνονται ανώμαλα. Τα κόμματα στην Τουρκία μπορεί να διαφέρουν σε πολλά μεταξύ τους, αλλά δεν διαφέρουν (όσο ενδεχομένως θα θέλαμε) στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής.
Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Τουρκία: Μοντέλο Αυταρχικού Κράτους» (εκδ. Οξύ), ο Halil Karaveli παρουσιάζει το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) ως «μάλλον κοσμικιστικό – εθνικιστικό παρά σοσιαλδημοκρατικό». Σημειώνει, δε, ότι μεγάλο μέρος της τουρκικής «Αριστεράς» είτε υιοθέτησε το εθνικιστικό μοντέλο είτε προασπίστηκε την ισλαμική Δεξιά.
Οι εκλογές 2023
Καθώς οδεύουμε προς τις διπλές -προεδρικές και βουλευτικές- εκλογές του 2023 στην Τουρκία, με την παράταξη του Ερντογάν να έχει πια χάσει ήδη από το 2019 τη δημαρχία στις μεγαλύτερες πόλεις (Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη) και τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο να μετρά διόλου ευκαταφρόνητες απώλειες στις δημοσκοπήσεις, είναι κρίσιμο να δούμε τις (διαφορετικές;) επιλογές που κομίζουν τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής.
Για πρώτη φορά στα τουρκικά χρονικά, έξι αντιπολιτευόμενα κόμματα (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα / CHP, Καλό Κόμμα / İYİ, Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου / DEVA, Κόμμα Μέλλοντος / Gelecek, Κόμμα Ευδαιμονίας / Saadet, Δημοκρατικό Κόμμα / DP) ενώνουν τις δυνάμεις τους προεκλογικά, διαμορφώνοντας κοινό μέτωπο ενάντια στον Ερντογάν. Το αντιπολιτευόμενο μπλοκ αντιμετωπίζει, βέβαια, προβλήματα συνοχής και συντονισμού, ενώ δυσκολεύεται παράλληλα να συνασπιστεί πίσω από έναν κοινό προεδρικό υποψήφιο που όντως θα εμπνέει προσδοκίες εκλογικής επιτυχίας απέναντι στον Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η φθορά για το κυβερνών ΑΚΡ και τον Ερντογάν είναι πια μεγάλη -η μεγαλύτερη των τελευταίων 20 ετών- και αδιαμφισβήτητη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα βλέμματα δεν θα μπορούσαν παρά να στραφούν στην τουρκική αντιπολίτευση και τις ενδεχόμενες αλλαγές που εκείνη θα μπορούσε να φέρει εάν κάνει την έκπληξη στην κάλπη.Την εποχή της εισβολής στην Κύπρο, το 1974, στην ηγεσία της Τουρκίας βρισκόταν ο χαρακτηριζόμενος -ιστορικά- ως «ο μόνος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της χώρας» Μπουλέντ Ετσεβίτ του CHP, ένας πολιτικός που ήταν μάλιστα κουρδικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του.
Πολλοί από όσους έχουν πάει κατά καιρούς να φορτώσουν με προσδοκίες τις εσωτερικές τουρκικές πολιτικές εξελίξεις έχουν καταλήξει, βέβαια, να προσγειώνονται ανώμαλα. Τα κόμματα στην Τουρκία μπορεί να διαφέρουν σε πολλά μεταξύ τους, αλλά δεν διαφέρουν (όσο ενδεχομένως θα θέλαμε) στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής.
Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Τουρκία: Μοντέλο Αυταρχικού Κράτους» (εκδ. Οξύ), ο Halil Karaveli παρουσιάζει το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) ως «μάλλον κοσμικιστικό – εθνικιστικό παρά σοσιαλδημοκρατικό». Σημειώνει, δε, ότι μεγάλο μέρος της τουρκικής «Αριστεράς» είτε υιοθέτησε το εθνικιστικό μοντέλο είτε προασπίστηκε την ισλαμική Δεξιά.
Ένοχο παρελθόν
Την περίοδο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, στην ηγεσία της Τουρκίας βρισκόταν ο Μπουλέντ Ετσεβίτ του CHP, «ο μόνος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Τουρκίας» σύμφωνα με τον Karaveli, ένας πολιτικός που ήταν μάλιστα «κουρδικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του». Την περίοδο των Ιμίων, τη γείτονα συγκυβερνούσαν η Κεντροδεξιά (Κόμμα Ορθού Δρόμου / DYP) με τους Κεμαλιστές (CHP). Όταν ακούσαμε πρώτη φορά για «γκρίζες ζώνες», η τουρκική κυβέρνηση απαρτιζόταν από Κεντροδεξιούς και Δεξιούς. Και όταν έπεσε επισήμως στο τραπέζι, ως απειλή, το casus belli, στην τουρκική Εθνοσυνέλευση υπήρχαν κόμματα (Ορθού Δρόμου / DYP, Μητέρας Πατρίδας / ANAP, Ευημερίας / Refah, SHP και DSP) από τα οποία σήμερα δεν επέζησε ούτε ένα.
Οι τουρκικές αναθεωρητικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας έχουν, με άλλα λόγια, χαρακτήρα υπερκομματικό, ενώ πλέον, ειδικά τα τελευταία χρόνια, στην Τουρκία έχει ενισχυθεί και ο αντιδυτικισμός ως γραμμή που διατρέχει από άκρη σε άκρη το πολιτικό φάσμα της χώρας. Ενδεικτικά, το 43% των ερωτηθέντων παρουσιάστηκε να θεωρεί τις ΗΠΑ «εχθρό» της Τουρκίας, σε πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.
Σε ανάλυσή του για το έγκυρο αμερικανικό War on the Rocks, ο Τζέιμς Ράιαν υποστηρίζει ότι το μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί μια από τις αδυναμίες της τουρκικής αντιπολίτευσης. Μια αδυναμία την οποία επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο Ερντογάν στον δρόμο προς τις εκλογές του 2023. Ο Ράιαν δεν εστιάζει στο μέτωπο της Ελλάδας, αλλά στο κομβικό -για την Τουρκία- θέμα των Κούρδων. Υποστηρίζει ότι οι μεγαλύτερες από τις παρατάξεις της τουρκικής αντιπολίτευσης αντιμετωπίζουν είτε με αμηχανία είτε με συγκεκαλυμμένη εχθρότητα το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών (HDP), ένα κόμμα το οποίο έχει καταφέρει, παρά το όργιο των διώξεων σε βάρος του, να κρατήσει ψηλά τα εκλογικά του ποσοστά.
«Τον Μάιο του 2016», γράφει ο Halil Karaveli στο βιβλίο του «Τουρκία: Μοντέλο Αυταρχικού Κράτους», «οι Τούρκοι σοσιαλδημοκράτες (σ.σ. του CHP) ψήφισαν την άρση της ασυλίας των μελών της (σ.σ. τουρκικής) Εθνοσυνέλευσης, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο σκοπός (σ.σ. των Αρχών) ήταν να φυλακίσουν τον (σ.σ. τότε ηγέτη του φιλοκουρδικού HDP) Ντεμιρτάς και άλλους εκπροσώπους της φιλοκουρδικής πολιτικής». Περίπου έξι χρόνια μετά, «πολλά στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, καθώς και του Καλού Κόμματος İYİ της (σ.σ. προερχόμενης από το εθνικιστικό MHP) Μεράλ Ακσενέρ είναι ανοιχτά εχθρικά προς το HDP και την κουρδική υπόθεση», σημειώνει ο Τζέιμς Ράιαν στο War on the Rocks.
Οι θέσεις των κομμάτων
Οι Αλπέρ Τζοσκιούν και Σινάν Ουλγκέν, της δεξαμενής σκέψης Carnegie, επεκτείνουν ωστόσο την ανάλυσή τους σε εύρος αλλά και σε βάθος, αποσαφηνίζοντας τις θέσεις των κομμάτων της τουρκικής αντιπολίτευσης σε μια σειρά από κομβικά θέματα εξωτερικής πολιτικής ενόψει των διπλών – προεδρικών και βουλευτικών – εκλογών που αναμένονται στην Τουρκία μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Για να προχωρήσουν σε αυτήν την παρουσίαση (που δημοσιεύτηκε, στις 14 Νοεμβρίου, υπό τον τίτλο «Political Change and Turkey’s Foreign Policy»), οι κ.κ. Τζοσκιούν και Ουλγκέν έθεσαν ερωτήσεις υπό μορφή συνεντεύξεων στα στελέχη εκείνα των αντιπολιτευόμενων κομμάτων της Τουρκίας που είναι επιφορτισμένα με τον χειρισμό των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής. Υπενθυμίζεται ότι μεταξύ αυτών των κομμάτων υπάρχουν πια και δύο παρατάξεις στην ηγεσία των οποίων βρίσκονται άλλοτε κορυφαίοι υπουργοί Εξωτερικών του ερντογανικού AKP: το κόμμα DEVA του Αλί Μπαμπατζάν και το κόμμα Gelecek του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Κριτική στην εξωτερική πολιτική του Ερντογάν
Στο σύνολό τους, οι εκπρόσωποι των κομμάτων της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται να επικρίνουν τον «ακτιβιστικό», «ιδεολογικό», «επιθετικό» και «μεροληπτικό υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς» τρόπο με τον οποίο η ηγεσία Ερντογάν αναμείχθηκε στα εσωτερικά ξένων χωρών (κυρίως της Συρίας, αλλά και της Λιβύης) από την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης και έπειτα. Επικρίνουν, επίσης, έντονα τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται πλέον οι σχετικές με την εξωτερική πολιτική αποφάσεις εντός της Τουρκίας, από ένα συγκεντρωτικό προεδρικό κέντρο εξουσίας που δεν ακούει όσα του λένε υπουργοί, υφυπουργοί, διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι τα μηνύματα που στέλνει, τα τελευταία χρόνια, η τουρκική ηγεσία στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι ενίοτε αντιφατικά και αντικρουόμενα, αλλά και ότι εκείνα επηρεάζονται υπέρ το δέον, κατά τρόπο λαϊκιστικό, από τις εξελίξεις εντός των τουρκικών συνόρων. «Είναι λογικό οι εγχώριες ανησυχίες να επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική. Όμως η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να εργαλειοποιείται για εσωτερικούς σκοπούς», σημειώνει ο Ουνάλ Τσεβικιόζ του CHP.
Η τουρκική αντιπολίτευση επικρίνει κάποιες από τις επιλογές που έχει κάνει η ηγεσία Ερντογάν τα περασμένα χρόνια ως μη-ισορροπημένες, «στρατιωτικοποιημένες», όχι σαφώς προσανατολισμένες σε έναν στόχο και ως υπερβολικά/εμμονικά «συναλλακτικές».
Στο σύνολό τους, οι εκπρόσωποι των κομμάτων της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται να επικρίνουν τον «ακτιβιστικό», «ιδεολογικό», «επιθετικό» και «μεροληπτικό υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς» τρόπο με τον οποίο η ηγεσία Ερντογάν αναμείχθηκε στα εσωτερικά ξένων χωρών (κυρίως της Συρίας, αλλά και της Λιβύης) από την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης και έπειτα. Επικρίνουν, επίσης, έντονα τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται πλέον οι σχετικές με την εξωτερική πολιτική αποφάσεις εντός της Τουρκίας, από ένα συγκεντρωτικό προεδρικό κέντρο εξουσίας που δεν ακούει όσα του λένε υπουργοί, υφυπουργοί, διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι τα μηνύματα που στέλνει, τα τελευταία χρόνια, η τουρκική ηγεσία στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι ενίοτε αντιφατικά και αντικρουόμενα, αλλά και ότι εκείνα επηρεάζονται υπέρ το δέον, κατά τρόπο λαϊκιστικό, από τις εξελίξεις εντός των τουρκικών συνόρων. «Είναι λογικό οι εγχώριες ανησυχίες να επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική. Όμως η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να εργαλειοποιείται για εσωτερικούς σκοπούς», σημειώνει ο Ουνάλ Τσεβικιόζ του CHP.
Η τουρκική αντιπολίτευση επικρίνει κάποιες από τις επιλογές που έχει κάνει η ηγεσία Ερντογάν τα περασμένα χρόνια ως μη-ισορροπημένες, «στρατιωτικοποιημένες», όχι σαφώς προσανατολισμένες σε έναν στόχο και ως υπερβολικά/εμμονικά «συναλλακτικές».
Το NATO και η E.E.
Όσα απορρίπτουν τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης ως «λάθη της περιόδου Ερντογάν» είναι σε μεγάλο βαθμό σαφή. Ωστόσο το ερώτημα δεν είναι έχει να κάνει μόνο με όσα δεν θα έκαναν αυτά τα κόμματα, εάν έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία, αλλά και -ακόμη περισσότερο- με όσα θα έκαναν. Εάν αφήσει κανείς στην άκρη την κριτική προς τον Ερντογάν, το ενδιαφέρον στρέφεται, με άλλα λόγια, στις προτάσεις που κομίζει η αντιπολίτευση στα πολλά ανοιχτά μέτωπα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Αναφορικά με το NATO και με τη θέση της Τουρκίας σε αυτό, οι μεγάλες παρατάξεις της αντιπολίτευσης δεν αμφισβητούν, σε καμία περίπτωση, το μέλλον της Τουρκίας εντός της Συμμαχίας. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ έχει συνολικά λειτουργήσει προς όφελος της χώρας και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε όχι μόνο να διασφαλιστεί, αλλά και να αποκατασταθεί. Στο ίδιο πλαίσιο, θα ήθελαν να δουν την Τουρκία να παρουσιάζεται μεν ως περισσότερο νατοϊκή, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με τη Ρωσία ή την Κίνα. Η τουρκική αντιπολίτευση δεν επιθυμεί μια ρήξη με τη Ρωσία. Ωστόσο, όταν ερωτάται σχετικά, ξεκαθαρίζει ότι δεν επιθυμεί ούτε την περαιτέρω σύσφιξη και εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών με τη Μόσχα, υπογραμμίζοντας ως κίνδυνο το ενδεχόμενο η Τουρκία να βρεθεί στο στόχαστρο δευτερογενών κυρώσεων. Παράλληλα, η αντιπολίτευση απορρίπτει και το ενδεχόμενο ένταξης της Τουρκίας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, ένα ενδεχόμενο στο οποίο είχε αναφερθεί ο ίδιος ο Ερντογάν. Το ζητούμενο θα είναι, σε κάθε περίπτωση, να διατηρηθούν οι ισορροπίες στη διεθνή σκηνή. Πλην, όμως, χωρίς τουρκικές αμφιταλαντεύσεις γύρω από τη θέση της χώρας στο ΝΑΤΟ την οποία υπενθυμίζεται ότι έχουν, κατά καιρούς, αμφισβητήσει πολιτικοί, όπως, για παράδειγμα, ο ακροδεξιός κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Όσο για τους ρωσικούς S-400, παραμένουν στην Τουρκία, αλλά ενδεχομένως υπό ένα καθεστώς περιορισμένης χρήσης – λειτουργίας.
Απέναντι στην Ε.Ε., τα κόμματα της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται θετικώς διακείμενα. Αναγνωρίζουν μεν ότι υπήρξαν, τα περασμένα χρόνια, προσδοκίες από την πλευρά της Τουρκίας που δεν βρήκαν ευρωπαϊκή ανταπόκριση, αλλά θεωρούν ότι υπεύθυνος, σε έναν βαθμό, είναι και ο ίδιος ο Ερντογάν. Γιατί, υπό την ηγεσία του, η Τουρκία απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, κάνοντας βήματα πίσω σε ό,τι έχει να κάνει με το κράτος δικαίου, τη διαφάνεια, τις δημοκρατικές ελευθερίες και διαδικασίες κ.ά. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις παρουσιάζονται να θεωρούν ότι θα μπορούσαν, με την άνοδό τους στην εξουσία, να δώσουν μια νέα πνοή στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, θεωρούν ότι αυτή η προοπτική θα πρέπει να παραμείνει ζωντανή αν και αναγνωρίζουν ότι ο στόχος της τουρκικής ένταξης παραμένει κάτι το μακρινό.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται θετικώς διακείμενα έναντι της Ε.Ε. Αναγνωρίζουν μεν ότι υπήρξαν, τα περασμένα χρόνια, προσδοκίες από την πλευρά της Τουρκίας που δεν βρήκαν ευρωπαϊκή ανταπόκριση, αλλά θεωρούν ότι υπεύθυνος, σε έναν βαθμό, είναι και ο ίδιος ο πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν. Στη φωτογραφία, το γνωστό περιστατικό της 7ης Απριλίου 2021 με τον κ. Ερντογάν να προσφέρει διπλανή θέση στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ και απομακρυσμένη στην πρόεδρο της Κομισιόν Ουρ. φον ντερ Λάιεν.
Ελλάδα – Κύπρος – Κούρδοι
Από εκεί και πέρα ωστόσο, υπάρχουν και πεδία εξωτερικής πολιτικής όπου αντιπολίτευση και Ερντογάν συγκλίνουν. Τα μέτωπα της Ελλάδας, της Κύπρου και των Κούρδων της Συρίας είναι, συγκεκριμένα, κάποια από εκείνα στα οποία οι διαφορές μεταξύ των τουρκικών κομμάτων δεν είναι τόσο μεγάλες. Τους Κούρδους της Συρίας (PYD, YPG) για παράδειγμα, όλες οι μεγάλες παρατάξεις της τουρκικής αντιπολίτευσης, του φιλοκουρδικού HDP εξαιρουμένου, παρουσιάζονται να τους αντιμετωπίζουν ως απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας. Υπό αυτό το πρίσμα, επικρίνουν τη στήριξη που παρέχουν οι ΗΠΑ στις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG). Στο ίδιο πλαίσιο, εγκρίνουν επί της ουσίας –παρά τις όποιες διαφωνίες σε επί μέρους θέματα χειρισμού– και τις στρατιωτικές εισβολές των τουρκικών δυνάμεων στη Συρία. Κατά τα λοιπά, η αντιπολίτευση παρουσιάζεται να λέει «ναι» στην προοπτική συνομιλιών μεταξύ Άγκυρας και Άσαντ, ενώ οι απόψεις διίστανται μεταξύ των κομμάτων αναφορικά με το εάν θα μπορούσαν να λάβουν χώρα στο μέλλον συνομιλίες και με τους Κούρδους της Συρίας.
Στο Κυπριακό, η τουρκική αντιπολίτευση παρουσιάζεται να λέει «όχι» σε μια «λύση» δύο κρατών, αλλά χωρίς να την αποκλείει κατηγορηματικά. Επικρίνει έντονα την ηγεσία Ερντογάν για τον «άκαιρο», «πρόωρο» και «άκομψο» τρόπο με τον οποίο έφερε στο τραπέζι την πρόταση περί δύο κρατών, αποκηρύσσοντας ξαφνικά την προοπτική μιας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, αλλά και για την «απαξιωτική», «χειριστική» και «καταπιεστική» στάση που έχει κρατήσει έναντι των Τουρκοκυπρίων.
Στην πολυσέλιδη μελέτη τους για τη δεξαμενή σκέψης Carnegie, οι Αλπέρ Τζοσκιούν και Σινάν Ουλγκέν κρίνουν ότι «υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης σχετικά με την ανάγκη να αναγνωρίσει η τουρκική κυβέρνηση το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων να λαμβάνουν αποφάσεις στις διαπραγματεύσεις με τους Ελληνοκύπριους ομολόγους τους κατά τρόπο ανεξάρτητο μεν, αλλά σε στενό συντονισμό με την Τουρκία και λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα της Άγκυρας». Οι Τζοσκιούν και Ουλγκέν σημειώνουν, ωστόσο, και κάτι άλλο, αναφορικά με την Ελλάδα: «είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι, παρά τις πιθανές αλλαγές στην τακτική, θα υπάρχει συνέχεια στη γενική προσέγγιση της Άγκυρας σε αυτά τα θέματα (σ.σ. τα Ελληνοτουρκικά), ανεξάρτητα από το ποιος είναι στην εξουσία».
«Ναι» σε Χάγη;
Αναφορικά με την Ελλάδα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον και τα επί μέρους σχόλια στα οποία προχώρησαν, συγκεκριμένα, δύο από τα στελέχη των αντιπολιτευόμενων τουρκικών κομμάτων, μιλώντας στους ειδικούς της δεξαμενής σκέψης Carnegie. Ο Αχμέτ Εροζάν του κόμματος İYİ της Μεράλ Ακσενέρ παρουσιάστηκε να υποστηρίζει ότι οι διαφορές με την Ελλάδα θα μπορούσαν να διευθετηθούν χωριστά και όχι όντας όλες μαζί στο ίδιο καλάθι («…different areas of disagreement with Greece, such as those pertaining to sovereignty issues in the Aegean or the status of the Turkish minority living in western Thrace, would need to be taken up in separate baskets, given their distinct nature…»). Αξιοσημείωτο είναι, όμως, και ένα σχόλιο του Ουνάλ Τσεβικιόζ του CHP, σύμφωνα με τον οποίο, η Ελλάδα και η Τουρκία θα μπορούσαν όντως να προσφύγουν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα εκκρεμή ζητήματα στα οποία δεν θα έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν διμερώς μέσω διαπραγματεύσεων («…CHP realistically assumes that it may not be possible to reach a negotiated settlement on all issues and concludes that both sides should be ready to take outstanding matters to the International Court of Justice…»).
Δημοσίευση σχολίου