GuidePedia

0

Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Σε τηλεοπτική συνέντευξη στο χθεσινό κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA και σε παρατήρηση ότι ενώ η Άγκυρα αποκλιμακώνει στην περίπτωση της NAVTEX που αφορούσε το ORUC REIS αλλά στέλνει στην Κύπρο το BARBAROS, ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας ναύαρχος Αλέξανδρος Διακόπουλος, απάντησε: «Είναι όμως δύο διαφορετικά πράγματα αυτά, το καταλαβαίνετε αυτό. Η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος, το οποίο υφίσταται και αυτό βέβαια την βάναυση καταπάτηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, την κατάφορη καταπάτηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, σε μια σχεδόν πειρατική ενέργεια της Τουρκίας που έρχεται σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο. Δυστυχώς δεν είναι κάτι που γίνεται για πρώτη φορά, όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που μιλάγαμε για το URUC REIS».

Πρόκειται για πλήρη αποτύπωση του ψευδοδόγματος των Αθηνών «άλλο Κύπρος και άλλο Ελλάς», επικίνδυνη μετεξέλιξη του «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται», εκφράζοντας την μετά την εγκατάλειψη του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου εποχή. Η απομάκρυνση της Ελλάδος από το καθεστώς εγγυήτριας δυνάμεως ή απλούστερα της αυτονόητης εθνικής υποχρεώσεως στον Κυπριακό Ελληνισμό σε όλα τα πεδία, δηλαδή και στο στρατιωτικό.

Μιλάμε για την συγκεκριμένη παθογένεια την οποία εκμεταλλεύθηκε η Τουρκία για να επιδιώξει την απόκτηση της πρωτοβουλίας κινήσεων στο ενεργειακό παιχνίδια στην Κύπρο, που κατείχε η Λευκωσία και δι’ αυτής, συνολικώς ο Ελληνισμός. Διότι εάν η Ελλάδα αντιδρούσε στρατιωτικώς με το ναυτικό της, παρεμποδίζοντας την ερευνητική γεώτρηση του FATIH τον Μάιο του 2019 στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν θα είχε “ανδρωθεί” η τουρκική επιθετικότητα με την μορφή που έλαβε διά του ελιγμού της συμφωνίας με Λιβύη, ώστε να φθάσουμε στην σημερινή εκ νέου απειλή αμφισβητήσεως της ελληνικής ΑΟΖ, που προς το παρόν αποκρούσθηκε αλλά έφερε σχεδόν την Αθήνα «με την πλάτη στον τοίχο».

Η στρατιωτική αδράνεια των Αθηνών στην ΑΟΖ της Κύπρου, έθρεψε την εξάπλωση της νεοθωμανικής τυρρανίας στην περιοχή. Και αν αυτό υπαγορεύθηκε από την στρατιωτική αδυναμία σε επίπεδο Στόλου να καλυφθεί και η Κύπρος, αυτό δεν αναιρεί την σκληρή πραγματικότητα και τις διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων. Υποτίθεται ότι Αθήνα και Λευκωσία εργάζονται σε διπλωματικό επίπεδο για την δημιουργία προϋποθέσεων που σε κάποια φάση ενδεχομένως να επιτρέψουν την στρατιωτική σύμπραξη με φιλικές χώρες, που θα καλύψουν αυτό το κενό. Εφόσον μόνη της η Ελλάδα δεν έχει την ικανότητα (επί της ουσίας βούληση) εκπέμπεται το μήνυμα ότι αναζητείται ένα νέο συμμαχικό σχήμα. Αλλά και αυτό, ακόμη και αν μορφοποιηθεί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται να λειτουργήσει εάν προηγουμένως οι Έλληνες δεν αποφασίσουν να χτυπηθούν με τους νεοθωμανούς ισλαμιστές.

Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός και να εκπέμπει ένα συνολικό μήνυμα ισχύος βασισμένο σε μια ψύχραιμη αλλά στρατιωτική προσέγγιση – ανάλυση βάθους, καθώς δεν προΐσταται του διπλωματικού σώματος αλλά θεσμικώς εκφράζει ένα κεφάλαιο άλλων διαστάσεων. Σε τελική ανάλυση, η θέση του συμβούλου εθνικής ασφαλείας που θεσπίστηκε από αυτή την κυβέρνηση, ενέχει το σπέρμα ενός αναγκαίου μηχανισμού που θα έπρεπε να υπάρχει στην χώρα, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι αυτή έχει «βαθύ κράτος» ως προς τις γραμμές επιβιώσεως και τις επιδιώξεις σε επίπεδο εθνικών συμφερόντων, συνεπώς είναι απλώς ανήκουστος ένας ατυχής δημόσιος διαχωρισμός όπως ο αναφερθείς στην συνέντευξη θέματος.

Αυτή η ανυπαρξία «βαθέως κράτους», είναι που διαφοροποιεί μειονεκτικά Ελλάδα και Κύπρο σε σχέση με τις χώρες που προσπαθεί να αναπτύξει στενότερες σχέσεις στρατηγικής φύσεως. Αίγυπτος, Ισραήλ και Γαλλία, είναι χώρες με «βαθύ κράτος» σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Σε Ελλάδα και Κύπρο, η απουσία κάτι τέτοιου, τις καθιστά αυτομάτως τον «αδύναμο κρίκο» του πλέγματος που πάει να δημιουργηθεί στην περιοχή εθνικού ενδιαφέροντος.

Να σταθούμε όμως και στο σημαντικότερο, κατά την άποψή μας, σημείο των όσων είπε ο ναύαρχος Διακόπουλος. Μιλώντας για την τριμερή Ελλάδας – Τουρκίας – Γερμανίας στο Βερολίνο στις 13 Ιουλίου, στην οποία η Αθήνα προσήλθε με στόχο την επανεκκίνηση της πολύ συγκεκριμένης διαδικασίας των διερευνητικών επαφών που διεκόπησαν το 2016 και έχουν ως μόνο θέμα την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, είπε: «Η συνάντηση δεν ήταν επί της ουσίας. Όταν μίλησαν οι δύο πρόεδροι [Μητσοτάκης – Ερντογάν] είπανε να αφήσουν, να έχουνε σαν σημείο επαφής την [υπεύθυνη Ευρωπαϊκών Θεμάτων του Μεγάρου Μαξίμου] κα Σουρανή, με τον [εκπρόσωπο του Ερντογάν] Καλίν, να συναντηθούν για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις, να συζητήσουν πως θα εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις, που θα ξαναφέρουν τις δύο χώρες στις συζητήσεις των διερευνητικών επαφών».

Εφόσον έναν μήνα πριν, από τις 26 Ιουνίου συγκεκριμένως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με δική του πρωτοβουλία επεδίωξε επικοινωνία, θέτοντας στον Ερντογάν ζήτημα επανεκκινήσεως των διερευνητικών επαφών, αυτό σημαίνει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε διαβλέψει την κρίση που πλησίαζε και βάζοντας στο παιχνίδι τον γερμανικό παράγοντα ως κοινωνό των ελληνικών θέσεων, ρυμούλκησε τον αντίπαλο στην «οδό διαφυγής» που εξυπηρετούσε καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα. Όταν λοιπόν μετά την έκδοση της τουρκικής NAVTEX στις 21 Ιουλίου, την επομένη κιόλας η καγκελάριος Μέρκελ επικοινώνησε με τον Ερντογάν, προφανώς του υπενθύμισε την προ δεκαημέρου τριμερή συνάντηση στο Βερολίνο. Στις 25 Ιουλίου ο Ερντογάν μίλησε για διαπραγματεύσεις και τις επόμενες ημέρες η Άγκυρα αναφέρθηκε γενικώς σε “διάλογο”, ώστε να σώσει τα προσχήματα.

Συνοψίζοντας, επρόκειτο για ιδιοφυή πολιτικό ελιγμό που πέρασε απαρατήρητος και πρέπει να πιστωθεί στον Έλληνα πρωθυπουργό.

πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top