Ο στρατιωτικός χαιρετισμός Τούρκων αθλητών, που εξαπλώθηκε ταχύτατα, εξέπληξε πολλούς διεθνώς, αλλά δεν θα έπρεπε. Εξεπλάγησαν όσοι πριν 10 χρόνια αποκαλούσαν τον Ερντογάν "ισλαμοδημοκράτη", κατά το χριστιανοδημοκράτης. Ήταν η εποχή που η Δύση τον θεωρούσε ανανεωτή και εκφραστή ενός φιλοδυτικού προσανατολισμού, ο οποίος μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο.
Από τότε, βεβαίως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ο εθνικισμός-επεκτατισμός έχει αναζωπυρωθεί σε ακραίο βαθμό, σαρώνοντας την τουρκική κοινωνία. Το εάν εκδηλώνεται με στρατιωτικό χαιρετισμό ή με άλλη μορφή έχει δευτερεύουσα σημασία. Οι εθνικιστικές-επεκτατικές ακρότητες της Τουρκίας προκαλούν εντύπωση μόνο σε όσους την "διαβάζουν" σαν να είναι μία έστω και ιδιότυπη ευρωπαϊκή χώρα.
Πολλοί εξ αυτών, μάλιστα, θεωρούν ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις ακραίου εθνικισμού είναι διατεταγμένες από το καθεστώς. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Ο εθνικισμός-επεκτατισμός αναδύεται και από το τουρκικό κράτος, αλλά και από την ίδια την τουρκική κοινωνία, επειδή είναι στο "γονίδιο" τους, ως αποτέλεσμα του τρόπου που συγκροτήθηκαν ιστορικά.
Οι Οθωμανοί ήταν φυλές που είχαν ως "τρόπο παραγωγής" την κατάκτηση. Γι' αυτό κι όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαψε να επεκτείνεται και να κατακτά περιήλθε σε παρακμή. Η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ως ιδιότυπου εθνικού κράτους ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η παντελής διάλυση της Αυτοκρατορίας.
Η υπό τον Κεμάλ ομάδα των αξιωματικών που ίδρυσε τη σύγχρονη Τουρκία την σφράγισε ανεξίτηλα. Μπορεί επιφανειακά η Τουρκική Δημοκρατία να οικοδομήθηκε κατ’ αντιδιαστολή προς την οθωμανική παράδοση, αλλά ποτέ και πουθενά παραδοσιακές αντιλήψεις και ριζωμένες νοοτροπίες δεν καταργούνται με διατάγματα. Ο Κεμάλ, άλλωστε, είχε υποκαταστήσει με άλλη μορφή τον σουλτάνο.
Μπορεί το κεμαλικό καθεστώς να διαλαλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του, αλλά ουσιαστικά ήταν όχι μόνο απολυταρχικό, αλλά και ιδιότυπα θεοκρατικό. Ο ιδρυτής και ηγέτης έγινε ο "μεγάλος πατέρας" των Τούρκων και στη συνέχεια σχεδόν θεοποιήθηκε. Το παραδοσιακό οθωμανικό δόγμα του ισχυρού κράτους-πατέρα όχι μόνο επιβίωσε στην Τουρκική Δημοκρατία, αλλά και μεταλλαγμένο αποτέλεσε ατύπως καθοριστική ορίζουσα του κεμαλικού καθεστώτος.
Οι Οθωμανοί ήταν φυλές που είχαν ως "τρόπο παραγωγής" την κατάκτηση. Γι' αυτό κι όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαψε να επεκτείνεται και να κατακτά περιήλθε σε παρακμή. Η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ως ιδιότυπου εθνικού κράτους ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η παντελής διάλυση της Αυτοκρατορίας.
Η υπό τον Κεμάλ ομάδα των αξιωματικών που ίδρυσε τη σύγχρονη Τουρκία την σφράγισε ανεξίτηλα. Μπορεί επιφανειακά η Τουρκική Δημοκρατία να οικοδομήθηκε κατ’ αντιδιαστολή προς την οθωμανική παράδοση, αλλά ποτέ και πουθενά παραδοσιακές αντιλήψεις και ριζωμένες νοοτροπίες δεν καταργούνται με διατάγματα. Ο Κεμάλ, άλλωστε, είχε υποκαταστήσει με άλλη μορφή τον σουλτάνο.
Μπορεί το κεμαλικό καθεστώς να διαλαλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του, αλλά ουσιαστικά ήταν όχι μόνο απολυταρχικό, αλλά και ιδιότυπα θεοκρατικό. Ο ιδρυτής και ηγέτης έγινε ο "μεγάλος πατέρας" των Τούρκων και στη συνέχεια σχεδόν θεοποιήθηκε. Το παραδοσιακό οθωμανικό δόγμα του ισχυρού κράτους-πατέρα όχι μόνο επιβίωσε στην Τουρκική Δημοκρατία, αλλά και μεταλλαγμένο αποτέλεσε ατύπως καθοριστική ορίζουσα του κεμαλικού καθεστώτος.
Κρατική-εθνική ιδεολογία
Όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι και στην Τουρκική Δημοκρατία, οι όποιοι εκσυγχρονισμοί επιβλήθηκαν αυταρχικά άνωθεν. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν βίωσε ποτέ μια δημοκρατική επανάσταση. Ο δεσποτισμός επιβίωσε μεταλλαγμένος. Η κοινωνία των πολιτών είναι υποτυπώδης. Η κοινωνία παραμένει υποταγμένη σ’ ένα κράτος που δεν είναι δημιούργημά της, ούτε προέρχεται από αυτή. Γι' αυτό και ο εθνικισμός-επεκτατισμός ήταν και παραμένει κρατική και κατ' επέκταση εθνική ιδεολογία και ταυτοχρόνως ο κύριος συνεκτικός ιστός της κοινωνίας.
Ο πολυκομματικός κοινοβουλευτισμός επιβλήθηκε από το ίδιο το μετακεμαλικό καθεστώς το 1946, προκειμένου η Τουρκία να προσαρμοσθεί επιφανειακά στο δυτικό πρότυπο. Ήταν προϋπόθεση για να ενσωματωθεί γεωπολιτικά στη Δύση και αργότερα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Είναι ενδεικτικό ότι το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ιδρύθηκε από το κράτος.
Ο νεοσύστατος κοινοβουλευτισμός είχε ξεκινήσει και παρέμεινε επί δεκαετίες ελεγχόμενος από την κεμαλική στρατογραφειοκρατία. Αυτή λειτουργούσε ως ιδιοκτήτης του κράτους και ως κηδεμόνας του πολιτικού συστήματος. Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (επανειλημμένως πρωθυπουργός και Πρόεδρος Δημοκρατίας) έχει ομολογήσει ότι «εάν εφαρμόσουμε τη δημοκρατία, όπως μας ζητάει η Ευρώπη, θα διαλυθούμε ως κράτος κι αυτό δεν θα το αφήσουμε να συμβεί» (Τζουμχουριέτ, 3-6-1995).
"Ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος"
Ο κεμαλισμός είχε πυλώνες του τον εθνικισμό, τον κρατισμό, τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους (όχι με την έννοια του διαχωρισμού κράτους-θρησκείας, αλλά υπάγοντας τη θρησκεία στον έλεγχο του κράτους) και την επιβολή ευρωπαϊκών προτύπων στην κοινωνία στο όνομα της στροφής προς τη Δύση. Στην εξέλιξή του ο κεμαλισμός μετατράπηκε σε κάτι περισσότερο από κρατική ιδεολογία. Προσέλαβε διαστάσεις "θρησκείας", επειδή αποτελούσε τον συνεκτικό δεσμό που ενοποιούσε τις κρατικές ελίτ.
Με την ίδια ιδεολογία ο κρατικός μηχανισμός ενοποίησε βίαια τους φυλετικά πολύχρωμους οθωμανικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, στη βάση του δόγματος «ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος». Απέναντι στις μη μουσουλμανικές κοινότητες (Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους) η Άγκυρα ακολούθησε πολιτική εθνικής κάθαρσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι διωγμοί των Εβραίων της Αδριανούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών το 1934, ο εξοντωτικός κεφαλικός φόρος Βαρλίκ Βεργκισί που επιβλήθηκε στις μειονότητες το 1942, οι απελάσεις των Ελλήνων το 1955 και το 1964, οι ανοιχτές φυλακές και οι βιασμοί στην Ίμβρο κ.λπ.
Η τουρκική επιχειρηματική τάξη, λόγω του γεγονότος ότι αναπτύχθηκε σ’ ένα περιβάλλον έντονου κρατισμού, δεν κατάφερε να χειραφετηθεί πολιτικά. Η ομάδα των στρατιωτικών που ίδρυσαν την Τουρκική Δημοκρατία και στη συνέχεια αποτέλεσαν τη μόνιμη πολιτική ηγεσία της ήταν το κέντρο της εξουσίας. Αυτό δεν άλλαξε με την εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού και την ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Η στρατογραφειοκρατία ως μηχανισμός εξουσίας
Η στρατογραφειοκρατία παρέμεινε ο πιο αυτόνομος, συμπαγής και αποτελεσματικός μηχανισμός εξουσίας σ’ ένα ρευστό κοινωνικό τοπίο. Γι’ αυτό και ο εποπτικός ρόλος της ήταν πάντα ορατός, μόνιμος και σε μεγάλο βαθμό αποδεκτός από τα κόμματα, αλλά και από την κοινωνία, η οποία έβλεπε τους στρατηγούς ως συνέχεια των σουλτάνων και του Κεμάλ, δηλαδή ως θεματοφύλακα και εγγυητή της ενότητας του κράτους.
Μεταπολεμικά στην Τουρκία έγιναν τρία πραξικοπήματα (1960, 1971 και 1980) και ένα "ημιπραξικόπημα" (1997). Τα πραξικοπήματα στην Τουρκία δεν έμοιαζαν με τα πραξικοπήματα σε άλλες χώρες. Οι στρατηγοί δεν χρειάσθηκε να καταφύγουν σε συνωμοσίες. Οι αξιωματικοί εκφράζονταν ως ενιαίο σύνολο μέσα από την ιεραρχία τους.
Τα πραξικοπήματα είχαν τον χαρακτήρα διορθωτικών επεμβάσεων που έκανε ο άτυπος πλην ουσιαστικός κηδεμόνας του κράτους. Στην πραγματικότητα, η στρατογραφειοκρατία ήταν πάνω από την Εθνοσυνέλευση. Γι’ αυτό και όταν έκρινε ότι τα κόμματα είχαν ξεπεράσει τα όρια, τα επανέφερε στην τάξη ή απαγόρευε τη λειτουργία τους και δρομολογούσε τη δημιουργία νέων κομμάτων.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου