ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Σαν να μου ψιθυρίζουν στο αφτί «εσύ πεθαίνεις πλέον Λευκωσία» οι αραβότροπες μελωδίες που ακούγονται από ένα μαγαζί στα στενά σοκάκια της πόλης, η οποία μετατράπηκε σε ερείπιο σαν να έχει πρόσφατα βγει από έναν πόλεμο. Ακόμα και τα γιασεμιά που ξεπροβάλλουν μέσα από τους πλίθινους χαλασμένους τοίχους δεν μπορούν πλέον να ζωντανέψουν τον νεκρό.
Και οι ήλιος χάνεται πίσω από τα κλαδιά της χουρμαδιάς καθώς περνάει κάτω από τα ετοιμόρροπα σπίτια με τους εξώστες και τα μπαλκόνια. Η μέρα φεύγει. Η μέρα που φεύγει μοιάζει με αίμα. Περνώ από το σοκάκι από το οποίο έφυγαν για την αιωνιότητα όλοι οι γείτονες που γνώριζα. Μπροστά από το σπίτι μας με το υπόστεγο που η μητέρα μου έστρωνε τα χαλίκια της για προσευχή, έδενε το άσπρο γεμενί πάνω στο κεφάλι της και έκανε ναμάζι. Εκείνοι πέθαναν.
Αλλά πεθαίνεις και εσύ πλέον Λευκωσία. Είσαι ένα πτώμα που σάπισαν τα χέρια του, έπεσαν τα δόντια του, βγήκαν τα μάτια του. Ιδού, πάλι είναι Σεπτέμβριος. Πόσα φθινόπωρα πέρασαν με αυτό. Με κοιτάει από το ανοικτό της παράθυρο μια γυναίκα με σαλβάρι η οποία απλώνει τα ρούχα της στο σχοινί που έβαλε στο δωμάτιό της. Ποιοι από εμάς είμαστε ντόπιοι.
Ποιοι από εμάς είμαστε ξένοι. Ποιοι κάθονται τώρα σε αυτό το σοκάκι. Ακόμα και εσύ δεν ξέρεις Λευκωσία. Μου έστειλε χαιρετίσματα από το Λονδίνο ένας φίλος μου από το δημοτικό ο οποίος έτρωγε ξύλο από την μητέρα του με κλαδιά μολοχίας. Είναι πιο πολύ περίεργος να μάθει ποιοι πέθαναν και ποιοι βρίσκονται ακόμα στην ζωή.
Αυτά δεν είναι νοσταλγία και άλλα παρόμοια αγαπητέ μου φίλε. Είναι μάγια που χάθηκαν σε ένα κενό, ένα μπουμπούκι που μαράθηκε πριν ανθίσει και ένας νεκρός ο τάφος του οποίου σκάφτηκε με μπουλντόζες και δεν βρέθηκε εδώ και μισό αιώνα. Αν στο μέσον αυτού του καβγά, που διεξάγεται «μέχρι να γίνει το πρόσωπο της γης πρόσωπο της αγάπης», δεν εμπνευστώ από τούτα τα πλίνθινα σπίτια που πέφτει ο σοβάς τους, από τις βρύσες των δρόμων που δεν τρέχουν, από τα πηγάδια που ξεράθηκαν και από τα λεμόνια και τα ρόδια που έπεσαν από τα κλαδιά και έσκασαν, από πού αλλού να εμπνευστώ;
Διάβασε. Διάβασέ το φωνακτά:
«Καταρρέουν τα παλάτια, τα σουλτανάτα
σταματάει το αίμα μια μέρα
τελειώνει η τυραννία
ανθίζουν μενεξέδες πάνω μας
γελάνε οι πασχαλιές
από το σήμερα απομένουν
μόνο όσοι πορεύονται προς το αύριο
και όσοι αντιστέκονται για το αύριο…».
Βλέπεις Λευκωσία; Μην είσαι τυφλή, δες με. Οι διάβολοι πάλι κυκλοφορούν ελεύθεροι πάνω στο κεφάλι μας. Όμως, ακόμα δεν μπορέσαμε να σωθούμε καν από τους διαβόλους μέσα στην ψυχή μας. Πώς θα νικήσουμε αυτούς που βρίσκονται πάνω στο κεφάλι μας; Ιδού πάλι μια πορεία με τρομπέτες και πανό. Και όλοι με μια φωνή φωνάζουν: Ενότητα, αγώνας, αλληλεγγύη!
Γιατί κάποτε επικρατεί η επιθυμία όλο για φυγή μακριά από εδώ. Μήπως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο μια φορά μπορείς να λουστείς σε ένα ποτάμι; Αλλά εγώ δεν είμαι βέβαιος ότι λουστήκαμε έστω και μία φορά σε εκείνο το ποτάμι. Είμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό, αλλά πόσες σημαίες έχουμε σε αυτό τον ουρανό μας, δεν μπορώ να τις μετρήσω αν μου πεις μέτρησέ τες. Ξέρω ότι ρίχνουν ζάρια πάνω στο φέρετρό μου οι διάβολοι καθώς περνάω ανάμεσα από τα ερείπια των στενών δρόμων στους οποίους γεννήθηκα.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή ξέρω ότι η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι αδελφών Κούρδων και τους συνέλαβε περνώντας τους χειροπέδες με τα χέρια δεμένα πίσω επειδή βρέθηκαν στην κατοχή τους μερικά επικίνδυνα βιβλία. Ότι οι διάβολοι κινητοποιήθηκαν για να ρίξουν στην φυλακή νέους που είναι αντιρρησίες συνείδησης και αρνούνται να πάνε στον στρατό. Ότι περιμένουν στην ουρά τα αδέλφια μας οι Ελληνοκύπριοι για να αγοράσουν φθηνή βενζίνη από την κατεχόμενη περιοχή. Και ότι χτύπησε η γροθιά στο τραπέζι κάποιων στην Άγκυρα για να καταδικαστούμε στις αγωγές που καταχωρήθηκαν εναντίον μας.
Είμαι και εγώ ένας πρόσφυγας στην ίδια την πατρίδα μου. Σάμπως και δεν γεννήθηκα σε εκείνο το στενό σοκάκι. Σάμπως και ήρθα ύστερα εδώ. Δεν αγάπησα ποτέ αυτά που αγάπησαν εκείνοι που βρίσκονται επικεφαλής μας. Αγάπησα εκείνα τα οποία μισούν και εχθρεύονται. Πίστεψα πάντα ότι ήταν σωστά τα αντίθετα από αυτά που έλεγαν. Θεώρησα πως δεν είχαν αξία αυτά που εκείνοι θεωρούσαν ότι είχαν αξία και πως είχαν αξία όσα εκείνοι θεωρούσαν χωρίς αξία. Θέλησα να λουστούμε έστω και μία φορά, όχι δύο σε εκείνο το ποτάμι.
Είμαι στο μέρος που λέτε ότι τέλειωσαν τα λόγια. Ίσως γι’ αυτό καθώς επέστρεφα την τελευταία φορά ανάμεσά σας πούλησα σε παλαιοβιβλιοπωλείο στην Μόσχα όλα τα φιλοσοφικά και ιστορικά μου βιβλία. Τα ερείπια του σοσιαλισμού που γκρεμίστηκε φαίνονταν πιο θλιμμένα από τα δικά σου ερείπια Λευκωσία. Εκεί δεν υπήρχε καν μια χουρμαδιά μέσα από τα φύλλα της οποίας να δύει ο ήλιος. Έθαψαν στα workshop τον ενθουσιασμό της Τάνιας, η οποία είχε ανέβει πάνω σε ένα τανκ κατά το πραξικόπημα του 1991 στην Μόσχα και απήγγειλε ποιήματα του Πούσκιν.
Έχασε τις ελπίδες της και η Κύπρος καθώς περνούσαμε από τις κόκκινες επαναστάσεις στις πορτοκαλί επαναστάσεις. Είσαι νεκρή πλέον Λευκωσία. Και εσύ είσαι νεκρή Μόσχα. Άντε διάβασε.
Διάβασε φωναχτά:
«Ε εσείς που λέτε τέλειωσαν όλα
Που τρώτε ηττοπάθεια στο τραπέζι του φόβου
Ούτε τα λουλούδια που αντιστέκονται στους αγρούς
Ούτε η οργή που γιγαντώνεται στις πόλεις
είπαν ακόμα αντίο για πάντα
δεν τέλειωσε, ακόμα συνεχίζεται εκείνος ο καβγάς
και θα συνεχίζεται
μέχρι το πρόσωπο της γης να γίνει πρόσωπο της αγάπης»
Η μέρα φεύγει. Μοιάζει με αίμα η μέρα που φεύγει. Σπάστε τα φανάρια σας πια, δεν θα λουστείτε σε εκείνο το ποτάμι να χορτάσετε. Έστω και αν χάσεις τα πάντα, άρχισε ξανά. Έστω και αν ηττηθείς ξανά, μην φοβάσαι ότι θα ηττηθείς. Γεια στην ημέρα που ανατέλλει!
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου