FILE PHOTO: Στιγμιότυπο από την ανακήρυξη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Λευκωσία 4 Φεβρουαρίου 2018. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Του Πανίκου Παναγιώτου
Ο Ελληνισμός δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα, αλλά και την υποκριτική στάση διαμεσολαβητών και συμμάχων.
Εάν ο Αντόνιο Γκουτέρες και τα Ηνωμένα Έθνη ξεκαθάριζαν από την αρχή ότι το ζήτημα των υδρογονανθράκων δεν αποτελεί μέρος των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, οι προσπάθειες για επανέναρξη των συνομιλιών θα είχαν διαφορετική κατεύθυνση και ενδεχομένως διαφορετικό αποτέλεσμα.
Κάθε φορά που η τουρκική πλευρά οδηγεί τη διαπραγματευτική διαδικασία σε αδιέξοδο, λόγω των αδιάλλακτων θέσεών της, επιδιώκει συνάμα να γίνεται ένα ακόμη βήμα προς την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της, τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας.
Εάν όμως οι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και άλλοι ενδιαφερόμενοι, ήταν δίκαιοι και δεν έβαζαν πλάτη στις παρανομίες και τις προκλήσεις της Τουρκίας, στηριζόμενοι στον Καταστατικό Χάρτη του διεθνούς οργανισμού, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική.
Ένα άλλο ζήτημα που επίσης έχει μεγάλη σημασία, με αφορμή το αδιέξοδο που σημειώθηκε στο δείπνο Αναστασιάδη – Ακιντζί, είναι ότι η τουρκική πλευρά επιμένει να τεθούν χρονοδιαγράμματα στις συνομιλίες, σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ο λόγος είναι απλούστατος, επειδή πλέον είναι γνωστό εκ των προτέρων ποια θα είναι η έκβαση της διαδικασίας με εφαρμογή χρονοδιαγραμμάτων. Όταν θα φτάσει η στιγμή του τελικού πάρε-δώσε και θα χρειαστεί ο ΟΗΕ να παρουσιάσει δήθεν «γεφυρωτικές προτάσεις», η πλευρά που θα ευνοηθεί λόγω της καταλυτικής παρέμβασης των γνωστών ρυθμιστών του Κυπριακού (βλέπε κυρίως Βρετανούς) είναι η τουρκική, ούτε καν οι Τουρκοκύπριοι.
Ειδικά η εμπειρία στο Μπούργκενστοκ με την επιδιαιτησία και το σχέδιο Ανάν ανάγκασε την ελληνοκυπριακή πλευρά όταν ακούει για χρονοδιαγράμματα να φοβάται όπως ο διάολος το λιβάνι.
Κανονικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, γιατί όσο περνάει ο χρόνος, η κατεχόμενη Κύπρος συνεχίζει να τουρκοποιείται και τα τελευταία χρόνια να ισλαμοποιείται, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Φαίνεται λοιπόν ότι ένα σοβαρό «αγκάθι» στην εκάστοτε διαπραγματευτική διαδικασία για την αναζήτηση μιας λειτουργικής και δημοκρατικής λύσης που θα μπορεί να αντέξει στο χρόνο, χωρίς καινούριες αιματηρές περιπέτειες, είναι οι ίδιοι οι διαμεσολαβητές -με σπάνιες εξαιρέσεις- ακριβώς λόγω της προαναφερθείσας πραγματικότητας.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη είναι μόνιμες και σταθερές. Προωθούνται μελετημένα, αξιοποιώντας όλα αυτά τα χρόνια ελλείψεις, αδυναμίες, λάθη και φοβικά σύνδρομα της Λευκωσίας και της Αθήνας.
Επιπλέον, οι Τούρκοι συνήθισαν να βρίσκουν στηρίγματα από χώρες και οργανισμούς που αναλαμβάνουν διαμεσολαβητικό ρόλο.
Αν, για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες τόνιζαν ξεκάθαρα την ανάγκη σεβασμού και προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, λειτουργώντας ως πραγματικοί σύμμαχοι και εταίροι, είναι πολύ πιθανό οι τουρκικές προκλήσεις και παραβιάσεις να έμπαιναν σε κάποιο άλλο πλαίσιο αντιμετώπισής τους, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Επομένως, χρειάζεται περισσότερη δουλειά, συντονισμός, στρατηγικός σχεδιασμός, αξιοποίηση των διαπλεκόμενων συμφερόντων και μια πιο διεκδικητική πολιτική για να περιοριστεί όσο το δυνατό περισσότερο η στήριξη και η κάλυψη που προσφέρεται στην παραβατικότητα και τα εγκλήματα της Τουρκίας.
Η μόνιμη τακτική των ψευδαισθήσεων και του καλοπιάσματος αποδείχθηκε επανειλημμένα αναποτελεσματική.
Η υποχωρητική διάθεση και η επίδειξη πνεύματος καλής θέλησης όχι μόνο συμβάλλει στην αποθράσυνση των Τούρκων, αλλά δίνει την εντύπωση σε διαμεσολαβητές, συμμάχους και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα ότι η Κύπρος και η Ελλάδα είναι ευάλωτες και πρόθυμες για «μεγάλες υποχωρήσεις».
Επίσης, ο πατριωτισμός δεν κρίνεται με το να στήνουμε σημαίες σε βραχονησίδες, αλλά με οργανωμένη και μεθοδική προσπάθεια, με συγκροτημένη πολιτική και ενωτική συστράτευση, με πίστη και όραμα.
Αυτή είναι η άμυνα και η επίθεση του Ελληνισμού!
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Του Πανίκου Παναγιώτου
Ο Ελληνισμός δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα, αλλά και την υποκριτική στάση διαμεσολαβητών και συμμάχων.
Εάν ο Αντόνιο Γκουτέρες και τα Ηνωμένα Έθνη ξεκαθάριζαν από την αρχή ότι το ζήτημα των υδρογονανθράκων δεν αποτελεί μέρος των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, οι προσπάθειες για επανέναρξη των συνομιλιών θα είχαν διαφορετική κατεύθυνση και ενδεχομένως διαφορετικό αποτέλεσμα.
Κάθε φορά που η τουρκική πλευρά οδηγεί τη διαπραγματευτική διαδικασία σε αδιέξοδο, λόγω των αδιάλλακτων θέσεών της, επιδιώκει συνάμα να γίνεται ένα ακόμη βήμα προς την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της, τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας.
Εάν όμως οι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και άλλοι ενδιαφερόμενοι, ήταν δίκαιοι και δεν έβαζαν πλάτη στις παρανομίες και τις προκλήσεις της Τουρκίας, στηριζόμενοι στον Καταστατικό Χάρτη του διεθνούς οργανισμού, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική.
Ένα άλλο ζήτημα που επίσης έχει μεγάλη σημασία, με αφορμή το αδιέξοδο που σημειώθηκε στο δείπνο Αναστασιάδη – Ακιντζί, είναι ότι η τουρκική πλευρά επιμένει να τεθούν χρονοδιαγράμματα στις συνομιλίες, σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ο λόγος είναι απλούστατος, επειδή πλέον είναι γνωστό εκ των προτέρων ποια θα είναι η έκβαση της διαδικασίας με εφαρμογή χρονοδιαγραμμάτων. Όταν θα φτάσει η στιγμή του τελικού πάρε-δώσε και θα χρειαστεί ο ΟΗΕ να παρουσιάσει δήθεν «γεφυρωτικές προτάσεις», η πλευρά που θα ευνοηθεί λόγω της καταλυτικής παρέμβασης των γνωστών ρυθμιστών του Κυπριακού (βλέπε κυρίως Βρετανούς) είναι η τουρκική, ούτε καν οι Τουρκοκύπριοι.
Ειδικά η εμπειρία στο Μπούργκενστοκ με την επιδιαιτησία και το σχέδιο Ανάν ανάγκασε την ελληνοκυπριακή πλευρά όταν ακούει για χρονοδιαγράμματα να φοβάται όπως ο διάολος το λιβάνι.
Κανονικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, γιατί όσο περνάει ο χρόνος, η κατεχόμενη Κύπρος συνεχίζει να τουρκοποιείται και τα τελευταία χρόνια να ισλαμοποιείται, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Φαίνεται λοιπόν ότι ένα σοβαρό «αγκάθι» στην εκάστοτε διαπραγματευτική διαδικασία για την αναζήτηση μιας λειτουργικής και δημοκρατικής λύσης που θα μπορεί να αντέξει στο χρόνο, χωρίς καινούριες αιματηρές περιπέτειες, είναι οι ίδιοι οι διαμεσολαβητές -με σπάνιες εξαιρέσεις- ακριβώς λόγω της προαναφερθείσας πραγματικότητας.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη είναι μόνιμες και σταθερές. Προωθούνται μελετημένα, αξιοποιώντας όλα αυτά τα χρόνια ελλείψεις, αδυναμίες, λάθη και φοβικά σύνδρομα της Λευκωσίας και της Αθήνας.
Επιπλέον, οι Τούρκοι συνήθισαν να βρίσκουν στηρίγματα από χώρες και οργανισμούς που αναλαμβάνουν διαμεσολαβητικό ρόλο.
Αν, για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες τόνιζαν ξεκάθαρα την ανάγκη σεβασμού και προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, λειτουργώντας ως πραγματικοί σύμμαχοι και εταίροι, είναι πολύ πιθανό οι τουρκικές προκλήσεις και παραβιάσεις να έμπαιναν σε κάποιο άλλο πλαίσιο αντιμετώπισής τους, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Επομένως, χρειάζεται περισσότερη δουλειά, συντονισμός, στρατηγικός σχεδιασμός, αξιοποίηση των διαπλεκόμενων συμφερόντων και μια πιο διεκδικητική πολιτική για να περιοριστεί όσο το δυνατό περισσότερο η στήριξη και η κάλυψη που προσφέρεται στην παραβατικότητα και τα εγκλήματα της Τουρκίας.
Η μόνιμη τακτική των ψευδαισθήσεων και του καλοπιάσματος αποδείχθηκε επανειλημμένα αναποτελεσματική.
Η υποχωρητική διάθεση και η επίδειξη πνεύματος καλής θέλησης όχι μόνο συμβάλλει στην αποθράσυνση των Τούρκων, αλλά δίνει την εντύπωση σε διαμεσολαβητές, συμμάχους και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα ότι η Κύπρος και η Ελλάδα είναι ευάλωτες και πρόθυμες για «μεγάλες υποχωρήσεις».
Επίσης, ο πατριωτισμός δεν κρίνεται με το να στήνουμε σημαίες σε βραχονησίδες, αλλά με οργανωμένη και μεθοδική προσπάθεια, με συγκροτημένη πολιτική και ενωτική συστράτευση, με πίστη και όραμα.
Αυτή είναι η άμυνα και η επίθεση του Ελληνισμού!
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου