Η ανεξάρτητη Ελλάδα γεννήθηκε με ένα απεχθές χρέος
Του Ερίκ ΤουσένΔημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος μιας σημαντικής δουλειάς του Ερίκ Τουσέν για την ιστορία του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την επόμενη βδομάδα θα δημοσιεύσουμε το δεύτερο μέρος.
Ο Ερίκ Τουσέν είναι Βέλγος πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Παρισιού VIII και του Πανεπιστημίου της Λιέγης, όπου και διδάσκει. Είναι πρόεδρος της Επιτροπής για τη Διαγραφή του Χρέους των Χωρών του Τρίτου Κόσμου (Comité pour l'annulation de la dette du Tiers Monde, CADTM). Είναι επίσης μέλος της Προεδρικής Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους (CAIC) στον Ισημερινό, του Διεθνούς Συμβουλίου του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ από την ίδρυσή του το 2001, της επιστημονικής επιτροπής της Attac Γαλλίας, του επιστημονικού δικτύου της Attac Βελγίου, καθώς και της Διεθνούς Επιτροπής της Τετάρτης Διεθνούς (Post-Réunification). Από τον Απρίλη του 2015 είναι επιστημονικός συντονιστής της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, που δημιουργήθηκε από την τότε Πρόεδρο της ελληνικής Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Από το 2010, με την εμφάνιση της κρίσης χρέους, η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Αυτή η κρίση χρέους, που δημιουργήθηκε πρώτα και κύρια από τις ιδιωτικές τράπεζες, δεν είναι ωστόσο καινοφανής στην ιστορία της ανεξάρτητης Ελλάδας. Από το 1826 τέσσερις μεγάλες κρίσεις χρέους σημάδεψαν πολύ βαθιά τη ζωή των Ελλήνων. Κάθε φορά, ευρωπαϊκές δυνάμεις συνασπίζονταν για να αναγκάσουν την Ελλάδα να συνάψει νέα δάνεια για να αποπληρώσει τα παλαιά.
Αυτή η συμμαχία υπαγόρευσε στην Ελλάδα πολιτικές με βάση τα συμφέροντά της και τα συμφέροντα κάποιων μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών, με τις οποίες ήταν συνένοχη. Κάθε φορά, οι πολιτικές αυτές είχαν σκοπό να απομυζήσουν τους αναγκαίους για την αποπληρωμή του χρέους χρηματοοικονομικούς πόρους και συμπεριλάμβαναν μείωση των κοινωνικών δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων. Με ποικίλους τρόπους, η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός είδαν να τους αφαιρείται το δικαίωμα να ασκήσουν την εθνική κυριαρχία. Αυτό κράτησε την Ελλάδα στην κατάσταση εξαρτημένης και περιφερειακής χώρας. Οι ντόπιες κυρίαρχες τάξεις ήταν συνένοχες.
Αυτή η σειρά άρθρων αναλύει τις τέσσερις μεγάλες κρίσεις του ελληνικού χρέους, τοποθετώντας τες στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, κάτι που απουσιάζει συστηματικά από τις κυρίαρχες απόψεις και εκτιμήσεις, ενώ το εντοπίζουμε πολύ σπάνια στις κριτικές αναλύσεις.
Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, που ξεκίνησε το 1821 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και να στεριώσει το νέο κράτος, η προσωρινή κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας σύναψε δύο δάνεια στο Λονδίνο, το ένα το 1824 και το άλλο το 1825. Οι τραπεζίτες του Λονδίνου, ως η κύρια χρηματοπιστωτική δύναμη παγκοσμίως εκείνη την εποχή, έσπευσαν να οργανώσουν το δάνειο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκομίσουν πολύ μεγάλα κέρδη.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το διεθνές πλαίσιο. Το καπιταλιστικό σύστημα βρισκόταν σε φάση απόλυτης κερδοσκοπίας, αυτό που στην ιστορία του καπιταλισμού συνιστά εν γένει την τελική φάση μιας περιόδου ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης και ακολουθεί μια απότομη σπάνη, με την όποια φτάνουμε, αφού σπάσουν οι κερδοσκοπικές φούσκες, σε μια περίοδο ύφεσης ή/και αργής ανάπτυξης.(1) Οι τραπεζίτες του Λονδίνου, κι από κοντά οι τραπεζίτες του Παρισιού, των Βρυξελλών και άλλων ευρωπαϊκών εδρών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αναζητούσαν μανιασμένα να τοποθετήσουν τα τεράστια ποσά που είχαν στη διάθεσή τους.
Ανάμεσα στο 1822 και το 1825, οι τραπεζίτες του Λονδίνου «συγκέντρωσαν» 20 εκατομμύρια λίρες στερλίνες για λογαριασμό των νέων λατινοαμερικανών ηγετών (Simon Bolivar, Antonio Sucre, José de San Martín), που ολοκλήρωναν τον αγώνα της ανεξαρτησίας από το ισπανικό στέμμα.(2) Τα δύο ελληνικά δάνεια του 1824-1825 έφταναν τα 2,8 εκατομμύρια λίρες στερλίνες, δηλαδή το 120% του ΑΕΠ της χώρας εκείνη την εποχή.
Τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας, όσο και στην περίπτωση των νέων επαναστατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, τα νέα κράτη μόλις που άρχιζαν να γεννιούνται και δεν ήταν διεθνώς αναγνωρισμένα. Όσον αφορά τη Λατινική Αμερική, η Ισπανία ήταν ενάντια στη χρηματοδότησή τους από τα ευρωπαϊκά κράτη. Επιπλέον, εκείνη την εποχή θα ήταν αρκετά λογικό να θεωρήσουμε ότι οι αγώνες για την ανεξαρτησία δεν είχαν τελειώσει οριστικά. Τέλος, είχαν δοθεί δάνεια σε δημοκρατίες, ενώ μέχρι τότε μόνο οι μοναρχίες ήταν αποδεκτές στο κλαμπ των δανειζόμενων κρατών. Αυτό μας δίνει μια ιδέα για το πάθος των τραπεζιτών να παίρνουν οικονομικά ρίσκα.
Ο δανεισμός στην προσωρινή κυβέρνηση ενός ελληνικού κράτους στη γέννησή του, σε συνθήκες πολέμου, για ένα ποσό που αντιστοιχούσε στο 120% του συνόλου της παραγωγής της χώρας, αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη της βούλησης να βρεθεί, με κάθε ρίσκο, μια ζουμερή ευκαιρία κέρδους. Στο πλευρό των τραπεζιτών, οι μεγάλοι βιομήχανοι και οι μεγαλέμποροι υποστήριζαν αυτό το πάθος, γιατί τα δάνεια αυτά θα χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό από τους δανειζόμενους για να αγοράσουν από το Ηνωμένο Βασίλειο οπλισμό, ρουχισμό για τα νέα στρατεύματα κι εξοπλισμό κάθε είδους…
Πώς συνάπτονταν τα δάνεια;
Τραπεζίτες του Λονδίνου εξέδιδαν τίτλους για λογαριασμό των δανειζόμενων κρατών και τους πουλούσαν στο χρηματιστήριο του City. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τις περισσότερες φορές οι τίτλοι πωλούνταν κάτω από την ονομαστική τους αξία (βλέπε σε φωτογραφία έναν τίτλο του 1825 αξίας 100 λιρών). Κάθε τίτλος, που είχε εκδοθεί για την Ελλάδα με ονομαστική αξία εκατό λίρες, πουλιόταν για 60 λίρες.(3) Έτσι, η Ελλάδα έλαβε λιγότερες από 60 λίρες, αν αφαιρέσουμε τη μεγάλη προμήθεια που λάμβανε η εκδοτική τράπεζα, για την αναγνώριση ενός χρέους 100 λιρών. Αυτό μας επιτρέπει να εξηγήσουμε γιατί το δάνειο αξίας 2.8 εκατομμυρίων λιρών μεταφράστηκε τελικά σε πληρωμή μόνο 1.3 εκατομμυρίων λιρών στην Ελλάδα. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας δύο σημαντικούς παράγοντες. Αν και ο τόκος για τους ελληνικούς τίτλους ήταν 5%, υπολογιζόταν με βάση την ονομαστική τους αξία, συνεπώς οι ελληνικές αρχές έπρεπε να καταθέτουν κάθε χρόνο 5 λίρες στον κάτοχο τίτλου ονομαστικής αξίας 100 λιρών, κάτι που τον συνέφερε εξαιρετικά, αφού στην πραγματικότητα λάμβανε τόκο 8,33% (και όχι 5%). Αντιθέτως, για το δανειζόμενο κράτος το κόστος ήταν εξωφρενικό. Στην ελληνική περίπτωση, οι ελληνικές αρχές έλαβαν 1.3 εκατομμύρια, αλλά έπρεπε να αποπληρώνουν κάθε χρόνο τοκοχρεολύσια για τα 2.8 εκατομμύρια. Ήταν ανυπόφορο.
Το 1826, η προσωρινή κυβέρνηση έκανε στάση πληρωμών. Γενικά, οι μελέτες που έχουν αφιερωθεί στην περίοδο αρκούνται να εξηγούν τη στάση πληρωμών με βάση το υψηλό κόστος των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τη συνέχιση του πολέμου.
Ωστόσο, οι λόγοι της χρεωκοπίας δεν βρίσκονται στην Ελλάδα. Διεθνείς παράγοντες, ανεξάρτητοι από τη βούληση των ελληνικών αρχών, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Πράγματι, από τον Δεκέμβρη του 1825 ξεκινάει η πρώτη παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, αφού σκάει η κερδοσκοπική φούσκα που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η κρίση αυτή προκάλεσε πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και δημιούργησε σε πολλές από τις οικογένειες των τραπεζιτών μια απέχθεια για το ρίσκο. Από τον Δεκέμβρη του 1825 και μετά, οι Βρετανοί τραπεζίτες, και μαζί τους οι άλλοι Ευρωπαίοι τραπεζίτες, σταματούν τα δάνεια τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς την εσωτερική αγορά. Τα νέα κράτη, που υπολόγιζαν να χρηματοδοτήσουν την αποπληρωμή των χρεών τους συνάπτοντας νέα δάνεια στο Λονδίνο ή στο Παρίσι, δεν βρίσκουν πλέον τραπεζίτες διατεθειμένους να τους δανείσουν χρήματα.
Η κρίση του 1825-1826 επηρέασε όλα τα χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρώπης: Λονδίνο, Παρίσι, Φρανκφούρτη, Βερολίνο, Βιέννη, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ, Μιλάνο, Μπολόνια, Ρώμη, Δουβλίνο, Πετρούπολη… Η οικονομία μπαίνει σε ύφεση, εκατοντάδες τράπεζες, εμπορικές επιχειρήσεις και βιοτεχνίες χρεοκοπούν. Το διεθνές εμπόριο καταρρέει. Για την πλειοψηφία των οικονομολόγων, η κρίση του 1825-1826 αποτελεί την πρώτη μεγάλη κυκλική κρίση του καπιταλισμού.(4)
Όταν εκρήγνυται η κρίση στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1825, η Ελλάδα και τα νέα κράτη της Λατινικής Αμερικής αποπλήρωναν ακόμη τα δάνειά τους. Αντιθέτως, μέσα στο 1826 πολλές χώρες αναγκάζονται να αναστείλουν την αποπληρωμή (η Ελλάδα, το Περού, η Μεγάλη Κολομβία, που περιλάμβανε την Κολομβία, τη Βενεζουέλα και το Εκουαδόρ), γιατί οι τραπεζίτες αρνούνται να τους δώσουν νέα δάνεια και γιατί η συνολική επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου μειώνει τα κρατικά έσοδα. Το 1828, όλες οι ανεξάρτητες χώρες της Λατινικής Αμερικής, από το Μεξικό μέχρι την Αργεντινή, βρίσκονται σε στάση πληρωμών.
Το 1829, η ελληνική προσωρινή κυβέρνηση προτείνει στους δανειστές του Λονδίνου να ξεκινήσει πάλι τις πληρωμές, με την προϋπόθεση της μείωσης του χρέους. Οι δανειστές αρνούνται και απαιτούν το 100% της ονομαστικής αξίας. Δεν προκύπτει συμφωνία.
Από το 1830, τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία(5), συγκροτούν την πρώτη Τρόικα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και αποφασίζουν να εγκαταστήσουν στην Ελλάδα μια μοναρχία με επικεφαλής κάποιον Γερμανό πρίγκιπα. Ξεκινά μια διαπραγμάτευση για το ποιος πρίγκιπας θα επιλεγεί από τις μεγάλες δυνάμεις: ο Λεοπόλδος του Σαξ Κόμπουργκ, ο Όθωνας της Βαυαρίας ή κάποιος άλλος;
Τελικά, ο Λεοπόλδος τοποθετείται στον θρόνο του Βελγίου, που γίνεται ανεξάρτητο κράτος το 1830, και ο Ότο Φρίντριχ Λούντβιχ φον Βίτελσμπαχ επιλέγεται για βασιλιάς της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, οι τρεις δυνάμεις φτάνουν σε συμφωνία στήριξης των Βρετανών τραπεζιτών και των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών που είχαν αγοράσει ελληνικούς τίτλους χρέους με τη μεσολάβησή τους. Αποφασίζεται επίσης να μπει η μέγιστη δυνατή πίεση στο νέο ελληνικό κράτος, προκειμένου να αναγνωρίσει το σύνολο του χρέους των ετών 1824 και 1825.
Τι κινήσεις κάνει η Τρόικα (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία);
Η Τρόικα απευθύνεται σε γαλλικές τράπεζες για να εκδώσουν για λογαριασμό της ελληνικής μοναρχίας δάνειο 60 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων (περίπου 2.4 εκατομμύρια λίρες στερλίνες). Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία μπαίνουν εγγυητές απέναντι στις τράπεζες, βεβαιώνοντας ότι, σε περίπτωση αποτυχίας της Ελλάδας να αποπληρώσει το δάνειο, θα αναλάβουν την αποπληρωμή οι ίδιες.(6) Η Τρόικα προσθέτει πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί για την αποπληρωμή και των δανείων του 1824 και του 1825 (βλέπε παρακάτω). Η συμφωνία ανάμεσα στις τρεις δυνάμεις επιτυγχάνεται το 1830, όμως, λόγω των δυσκολιών, τίθεται σε ισχύ το 1833. Το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων υπογράφηκε το 1833 και δόθηκε σε τρεις δόσεις.
Ο προορισμός των ποσών των δύο πρώτων δόσεων είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Σε σύνολο 44.5 εκατομμυρίων δραχμών (το δάνειο βγήκε σε γαλλικά φράγκα και αποδόθηκε σε δραχμές με ισοτιμία 1 φράγκο προς 1.2 δραχμές), μόνο 9 εκατομμύρια έφτασαν στα ταμεία του κράτους, δηλαδή το 20% του δανείου. Η τράπεζα Rothschild στη Γαλλία έλαβε προμήθεια πάνω από 10% (5 εκατομμύρια), οι αγοραστές των τίτλων (μεταξύ των οποίων και η τράπεζα Rothschild) έλαβαν 7.6 εκατομμύρια ως προπληρωμή για την περίοδο 1833-1835 (πάνω από 15% του δανείου), 12.5 εκατομμύρια (λίγο λιγότερο από 30% του δανείου) αποδόθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως αποζημίωση για την ανεξαρτησία. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία έλαβαν 2 εκατομμύρια, θεωρώντας ότι ήταν δανειστές της Ελλάδας. Στον βασιλιά Όθωνα αποδόθηκαν 15% ακόμη του ποσού, δηλαδή 7.4 εκατομμύρια, για να καλύψει τις αμοιβές και το κόστος μετάβασης της ακολουθίας του, των Βαυαρών αξιωματούχων που είχαν αναλάβει την αντιβασιλεία(7) και 3.500 μισθοφόρων που στρατολογήθηκαν στη Βαυαρία, χωρίς να ξεχνάμε το 1 εκατομμύριο που προγραμματίστηκε για την αγορά όπλων.
Κατανομή ποσών
Ακολουθεί μια περίληψη της χρήσης των ποσών του δανείου του 1833 με εγγυήτριες τις μεγάλες δυνάμεις (δόσεις A και B, επί συνόλου 44.5 εκατομμυρίων δραχμών).
Αμοιβές για την τράπεζα Rothschild: 5 εκατομμύρια.Τόκοι για το δάνειο της περιόδου 1833 με 1835 (προπληρωμή): 7.6 εκατομμύρια.
Αποζημίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία :12.5 εκατομμύρια.
Αποπληρωμή του δανείου στις μεγάλες δυνάμεις (προπληρωμή στις Γαλλία, ΗΒ, Ρωσία): 2 εκατομμύρια.
Κόστος μετάβασης για τον βασιλιά Όθωνα, το προσωπικό και τη συνοδεία του: 2.1 εκατομμύρια.
Μισθοί και άλλα έξοδα των μελών της αντιβασιλείας του Όθωνα: 2 εκατομμύρια.
Στρατολόγηση και κόστος μετακίνησης για τους Βαυαρούς μισθοφόρους: 3.3 εκατομμύρια.
Αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού: 1 εκατομμύριο.
Σύνολο: 35.5 εκατομμύρια.
Υπόλοιπο που παραδόθηκε στο ταμείο του ελληνικού κράτους: 9 εκατομμύρια.
Δηλαδή το 20% από τα 44.5 εκατομμύρια που χρεώθηκαν στην Ελλάδα.
Πηγή: Reinhart και Trebesch, 2015, «The pitfalls of external dependence: Greece, 1829-2015», σ. 22. Kofas, Jon, 1981, «Financial Relations of Greece and the Great Powers 1832-1862». Boulder: «East European Monographs», σ. 25.
Αποζημίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία :12.5 εκατομμύρια.
Αποπληρωμή του δανείου στις μεγάλες δυνάμεις (προπληρωμή στις Γαλλία, ΗΒ, Ρωσία): 2 εκατομμύρια.
Κόστος μετάβασης για τον βασιλιά Όθωνα, το προσωπικό και τη συνοδεία του: 2.1 εκατομμύρια.
Μισθοί και άλλα έξοδα των μελών της αντιβασιλείας του Όθωνα: 2 εκατομμύρια.
Στρατολόγηση και κόστος μετακίνησης για τους Βαυαρούς μισθοφόρους: 3.3 εκατομμύρια.
Αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού: 1 εκατομμύριο.
Σύνολο: 35.5 εκατομμύρια.
Υπόλοιπο που παραδόθηκε στο ταμείο του ελληνικού κράτους: 9 εκατομμύρια.
Δηλαδή το 20% από τα 44.5 εκατομμύρια που χρεώθηκαν στην Ελλάδα.
Πηγή: Reinhart και Trebesch, 2015, «The pitfalls of external dependence: Greece, 1829-2015», σ. 22. Kofas, Jon, 1981, «Financial Relations of Greece and the Great Powers 1832-1862». Boulder: «East European Monographs», σ. 25.
Η Τρόικα ασκούσε πολύ αυστηρό έλεγχο στον προϋπολογισμό του κράτους και στη συλλογή των εσόδων. Απαιτούσε ταχτικά να αυξάνονται οι φόροι και οι δασμοί και να μειώνονται οι δαπάνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πέμπτη εθνοσυνέλευση, που συνεδρίασε τον Δεκέμβρη του 1831, είχε υιοθετήσει ένα «Σύνταγμα της Ελλάδος», του οποίου το άρθρο 246 δήλωνε ότι ο ηγεμόνας δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίζει μόνος σε ζητήματα φόρων και δασμών, δημόσιων δαπανών ή συλλογής εισοδημάτων, χωρίς να σέβεται τους νόμους ή τις αποφάσεις του νομοθετικού οργάνου.(8) Η μοναρχία και η Τρόικα καταπάτησαν αυτό το Σύνταγμα, το οποίο ποτέ δεν αναγνώρισαν.
Το 1838 και το 1843, η μοναρχία κάνει παύση πληρωμών του χρέους, διότι δεν διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για συνεχίσει να πληρώνει τους εξαιρετικά βαρείς τόκους.(9) Κατά τη χρεοκοπία του 1843, ενώ οι τόκοι, που έπρεπε να καταβληθούν, αντιπροσώπευαν το 43% των κρατικών εσόδων, η Τρόικα παρενέβη ασκώντας τη μέγιστη πίεση στη μοναρχία προκειμένου να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ακραίας λιτότητας διαμορφωμένο με βάση τις υποδείξεις των πρεσβευτών των τριών δυνάμεων (βλέπε το παραπάνω πλαίσιο).
Οι θυσίες που επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό για την αποπληρωμή του δανείου ήταν τέτοιες, που εξεγέρθηκε επανειλημμένως. Η εξέγερση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη το 1843. Ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν εξοργισμένος με τα εγκαίνια, μετά βαΐων και κλάδων, του εντυπωσιακού βασιλικού παλατιού (όπου βρίσκεται σήμερα το ελληνικό κοινοβούλιο) και τον Σεπτέμβρη του 1843 ξεσηκώθηκε ενάντια σε μια νέα αύξηση των φόρων, ζητώντας την εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε μέχρι να απειλήσει τον βασιλιά Όθωνα με στρατιωτική επέμβαση, αν δεν αποδεχόταν να αυξήσει τους φόρους για να τηρήσει τις υποχρεώσεις του στην Τρόικα. Το Ηνωμένο βασίλειο και η Γαλλία κατέλαβαν στρατιωτικά το λιμάνι του Πειραιά για δύο χρόνια, ξεκινώντας από τον Μάη του 1854, ένα μέσο πολύ αποτελεσματικό για να βάλουν στο χέρι τα έσοδα από το τελωνείο του λιμένα.
Το μνημόνιο που επιβλήθηκε από την Τρόικα το 1843
Με βάση το άρθρο του Τάκη Κατσιμάρδου «Το παλαιό μνημόνιο στην Ελλάδα του 1843».
Η Ελλάδα μπήκε σε μια φάση σκληρής «λιτότητας». Πηγές της εποχής καταγράφουν τις σκηνές εξαθλίωσης του πλήθους στις πόλεις και την ύπαιθρο. Στην πρωτεύουσα, οι πολίτες, χωρίς πόρους, σταμάτησαν να πληρώνουν τους φόρους τους, σε σημείο που δεν υπήρχαν πια υποψήφιοι στους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς για την ανάληψη των θέσεων για την είσπραξη των φόρων.
Προφανώς, ήταν αδύνατον να συλλεχθούν τα χρήματα για την αποπληρωμή των τόκων του χρέους σε μια χώρα της οποίας η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν βαθιά φτωχοποιημένη. Παρ’ όλα αυτά οι δανειστές απαιτούσαν την αποπληρωμή του χρέους.
Έτσι, οργανώθηκε στο Λονδίνο μια συνάντηση για το ελληνικό χρέος και οι αντιπρόσωποι της Τρόικας διαμόρφωσαν μια διακήρυξη που καταδίκαζε την Ελλάδα (Ιούνιος 1843). Με βάση τη διακήρυξη αυτή, η Ελλάδα δεν είχε σεβαστεί τις υποχρεώσεις της. Οι τρεις πρέσβεις έδωσαν στην κυβέρνηση 15 μέρες για να κάνει ακόμα μεγαλύτερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, ύψους περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων δραχμών. Οι περικοπές που είχαν προβλεφθεί αρχικά από την κυβέρνηση ήταν μόλις 1 εκατομμύριο.
Μετά από ένα μήνα συζητήσεων, συντάχθηκε ένα πρωτόκολλο-μνημόνιο από τους πρέσβεις και την ελληνική κυβέρνηση. Η συμφωνία επικυρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου και προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών. Την επομένη ξέσπασε η Επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη. Κατέληξε σε ένα νέο Σύνταγμα, που ήταν όμως ακόμη πολύ μακριά από τη δημοκρατία.(10)
Τα βασικά μέτρα, που υιοθετήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση το 1843 στο πλαίσιο της εφαρμογής του «Μνημονίου» της εποχής, περιλάμβαναν:(11)
1. Απόλυση του ενός τρίτου των δημοσίων υπαλλήλων και τη μείωση των μισθών των υπολοίπων σε ποσοστό 15-20%.
2. Πάγωμα της καταβολής των συντάξεων.
3. Σημαντική μείωση των στρατιωτικών δαπανών.
4. Επιβολή σε όλους τους παραγωγούς να καταβάλουν προπληρωμή επί του φόρου, τη δεκάτη, που αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της αξίας του συνόλου της παραγωγής.
5. Αύξηση στα τελωνειακά τέλη και τα χαρτόσημα.
6. Απολύθηκαν όλοι οι υπάλληλοι του εθνικού τυπογραφείου, οι δασοφύλακες και οι περισσότεροι από τους καθηγητές πανεπιστημίου (εκτός από 26!).
7. Καταργήθηκαν όλες οι κρατικές υπηρεσίες υγείας.
8. Απολύθηκαν όλοι οι πολιτικοί μηχανικοί του κράτους και σταμάτησαν όλα τα δημόσια έργα.
9. Παύθηκαν όλες οι διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.
10. Νομιμοποιήθηκαν όλες οι αυθαίρετες κατασκευές και οι παράνομες καταπατήσεις «εθνικών γαιών» με την πληρωμή προστίμων.
11. Ρυθμίστηκαν για ευτελές αντίτιμο όλες οι εκκρεμείς οφειλές (περίπου 5 εκατομμύρια δραχμές).
Επιπλέον, με βάση το «Μνημόνιο», οι πρεσβευτές της Τρόικας της εποχής ήταν παρόντες στις συναντήσεις του υπουργικού συμβουλίου, όταν αυτό επικύρωνε τα μέτρα, και λάμβανε κάθε μήνα μια λεπτομερή έκθεση αναφορικά με την εφαρμογή τους και τα ποσά που συγκεντρώνονταν. Μήπως σας θυμίζει κάτι αυτό;
Τελικά, ο Όθωνας ανατράπηκε το 1862, μετά από μια σειρά λαϊκών εξεγέρσεων στις τέσσερις γωνιές του βασιλείου του, και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Μετά από αυτά, ψηφίστηκε και πάλι ένα νέο Σύνταγμα -πολύ μικρή πρόοδος στην κατεύθυνση του περιορισμό των εξουσιών της μοναρχίας. Η Τρόικα αναζήτησε έναν αντικαταστάτη. Το Λονδίνο πρότεινε τον δευτερότοκο της βασίλισσας Βικτώριας, αλλά συνάντησε την εχθρότητα της Γαλλίας, που δεν ήθελε περαιτέρω ενίσχυση της βρετανικής επιρροής. Τελικά, οι τρεις δυνάμεις συμφώνησαν στην επιλογή ενός Δανού πρίγκιπα, του επονομαζόμενου Χριστιανού Γουλιέλμου Φερδινάνδου Αδόλφου Γεωργίου.
Από το 1843, η Τρόικα διασφάλιζε, όπως είχε υποσχεθεί στους τραπεζίτες, την αποπληρωμή του δανείου στη θέση της Ελλάδας, όταν αυτή δεν κατάφερνε να απομυζήσει αρκετά έσοδα για να καταβάλει το σύνολο των τόκων και του κεφαλαίου. Η αποπληρωμή από την Τρόικα ολοκληρώθηκε το 1871(12) και οι δανειστές μπορούσαν να είναι ικανοποιημένοι: έλαβαν τους τόκους και τους επιστράφηκε το κεφάλαιο που είχαν δανείσει. Το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων διαγράφηκε.
Αλλά το χρέος της Ελλάδας προς την Τρόικα παρέμενε, αφού το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία είχαν διασφαλίσει μέρος των πληρωμών. Έκτοτε, η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να κατευθύνει μέρος των εσόδων της στις τρεις δυνάμεις της Τρόικας. Η Ελλάδα ολοκλήρωσε την αποπληρωμή για το δάνειο του 1833 προς τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1930, δηλαδή έναν αιώνα αργότερα. Η Ρωσία από την πλευρά της δεν ικανοποιήθηκε, λόγω της επανάστασης του 1917.
Τελικά τι έγινε με την αποπληρωμή των δανείων του 1824 και του 1825;
Να υπενθυμίσουμε ότι η αποπληρωμή σταμάτησε από το 1826 και οι δανειστές αρνήθηκαν το 1829 να φτάσουν σε συμφωνία με την προσωρινή κυβέρνηση, η οποία στη συνέχεια παραμερίστηκε από την Τρόικα και αντικαταστάθηκε από τη μοναρχία. Το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων (που αντιπροσώπευε το 124% του ΑΕΠ της Ελλάδας το 1833) δεν αντικατέστησε τα δάνεια του 1824-1825 (που αντιπροσώπευαν το 120% του ΑΕΠ του 1833). Αφού αποπληρώθηκε το δάνειο των 60 εκατομμυρίων, η Τρόικα επέμενε να ικανοποιηθούν εξίσου οι απαιτήσεις των δανειστών του 1824-1825. Έτσι το 1878, η Ελλάδα, κάτω από την πίεση των μεγάλων δυνάμεων, έφτασε σε μια συμφωνία με τους τραπεζίτες που είχαν στην κατοχή τους τους τίτλους του 1824-1825. Οι παλαιοί τίτλοι είχαν ανταλλαχθεί με νέους για 1.2 εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Ήταν μια εξαιρετική δουλειά για τους κατόχους των τίτλων και μια νέα αδικία για τον ελληνικό λαό. Να υπενθυμίσουμε ότι το ποσό που μεταφέρθηκε πραγματικά στην Ελλάδα το 1824-1825 ήταν μόλις 1.3 εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Ανταλλάσσοντας τους παλαιούς τίτλους για νέους, αξίας 1.2 εκατομμυρίων, οι δανειστές μπορούσαν να είναι ικανοποιημένοι, πόσο μάλλον που κάποιοι από αυτούς είχαν αγοράσει τους παλαιούς τίτλους για μια μπουκιά ψωμί. Οι τραπεζίτες κερδοσκοπούσαν διαρκώς πάνω στους ελληνικούς τίτλους, πουλώντας όταν άρχιζαν να πέφτουν και αγοράζοντας πάλι όταν άρχιζαν να ανεβαίνουν.
Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι οι περισσότερες μελέτες και τα άρθρα, που αναλύουν επιφανειακά τα προβλήματα του ελληνικού χρέους, επιβεβαιώνουν ότι οι δημόσιες δαπάνες ήταν πολύ υψηλές και ότι οι Έλληνες δεν πλήρωναν τους φόρους τους ή πλήρωναν πολύ λίγο. Ωστόσο, μια αυστηρή ανάλυση της εξέλιξης του κρατικού προϋπολογισμού καταδεικνύει ότι, μεταξύ 1837 και 1877, ο προϋπολογισμός είχε πρωταρχικό πλεόνασμα εκτός από δύο περιπτώσεις, δηλαδή τα έσοδα ήταν περισσότερα από τα έξοδα πριν την αποπληρωμή του χρέους. Συνεπώς, σε μια περίοδο 41 ετών (1837-1877), τα έσοδα (που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τους φόρους) ήταν μεγαλύτερα από τα έξοδα για 39 χρόνια, αν δεν συνυπολογίσουμε την αποπληρωμή του χρέους. Το χρόνιο έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν το αποτέλεσμα της αποπληρωμής του χρέους που συνιστούσε ένα βάρος επαχθές.(13) Βεβαίως, δεν θέλουμε εδώ να πούμε ότι η μοναρχία έκανε καλή διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού προς όφελος του πληθυσμού. Οι θετικοί προϋπολογισμοί είναι τυπική απαίτηση των δανειστών, ανεξαρτήτως εποχής. Το πρωταρχικό πλεόνασμα εγγυάται στους δανειστές ακριβώς ότι υπάρχει ένα πλεόνασμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή του χρέους. Το βάρος της αποπληρωμής και η επικυριαρχία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες της αδυναμίας της Ελλάδας να γνωρίσει μια οικονομική άνοδο.
Συμπεράσματα αυτού του μέρους
Τα δάνεια του 1824-1825 θα έπρεπε να θεωρηθούν άκυρα, γιατί οι όροι του συμβολαίου ήταν λεόντιοι και η συμπεριφορά των τραπεζιτών ήταν ξεκάθαρα ανέντιμη.
Το δάνειο του 1833 ανήκει καθαρά στη λογική του απεχθούς χρέους.(14) Το χρέος επισυνάφτηκε από ένα δεσποτικό καθεστώς ενάντια στο συμφέρον του λαού. Το καθεστώς αυτό ήταν ένα εργαλείο στην υπηρεσία των μεγάλων δυνάμεων, που επιχειρούσαν να σταθεροποιήσουν τα συμφέροντά τους στην πλάτη του ελληνικού λαού, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των διεθνών τραπεζιτών.
Η άρνηση των δανειστών και των μεγάλων δυνάμεων να ακυρώσουν το χρέος, στο σύνολο του ή εν μέρει, είχε αποτελέσματα μακράς διάρκειας και διατήρησε την Ελλάδα υποταγμένη, εμποδίζοντάς την να γνωρίσει πραγματική οικονομική ανάπτυξη.
Κάποια κομβικά σημεία για να κατανοήσουμε το ιστορικό πλαίσιο της γέννησης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτος τον 19ο αιώνα.
Οικονομία και κοινωνία
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, στην εξορία στο Παρίσι στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, έγραφε το 1969:
« Εδώ και σχεδόν ενάμιση αιώνα, ο εξωτερικός παράγοντας, με την παρέμβαση ή τη βοήθειά του, ήταν σχεδόν πάντοτε λιγότερο ή περισσότερο υπεύθυνος για την έκρηξη ή την επίλυση των κρίσεων που γνώρισε η Ελλάδα. Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν μπόρεσαν ποτέ να αναπτυχθούν ή να λειτουργήσουν με τρόπο αυτόνομο, ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε ποτέ να είναι κύριος της μοίρας του, ειδικά στις στιγμές που είχε να χάσει ή να κερδίσει τα περισσότερα. Πράγματι, όποιες κι αν ήταν οι στρατηγικές ή διπλωματικές της θέσεις, η Ελλάδα ήταν αναπόφευκτα το αντικείμενο της διεθνούς προσοχής λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Ως πιόνι της δυτικής διπλωματίας την εποχή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως ναυτική βάση απαραίτητη για τον έλεγχο των Δαρδανελίων, ως οχυρό του “ελεύθερου κόσμου” στον αγώνα ενάντια στην επέκταση του κομουνισμού ή ως ασφαλής βάση (μία από τις λίγες) που επιτρέπει τον στρατηγικό έλεγχο μιας Μέσης Ανατολής σε διαρκή αστάθεια, η Ελλάδα πλήρωσε πάντοτε το διεθνές ενδιαφέρον που δημιούργησε».(15)
Βέβαια, τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσουκαλά θα πρέπει να σχετικοποιηθούν, γιατί ο ελληνικός λαός κατόρθωσε να νικήσει τους ναζί κατακτητές με το τίμημα ενός ηρωικού αγώνα. Αλλά τα τραγικά γεγονότα του 2015 επιβεβαιώνουν από πολιτική σκοπιά αυτά τα λόγια, που γράφτηκαν σχεδόν εδώ και μισό αιώνα. Οι δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης επενέβησαν εκ νέου στην Ελλάδα για διεθνείς λόγους: Προκειμένου να εμποδίσουν την επιτυχία μιας προσπάθειας ρήξης με τη λιτότητα και να αποτρέψουν τη μετάδοσή της σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ξεκινώντας από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Προκειμένου να εμποδίσουν την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπό την κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και των κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ οδήγησαν στην αποτυχία μια προσπάθεια που θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της Ιστορίας.
Ας συνεχίσουμε όμως να ακολουθούμε την περιγραφή που έκανε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, γιατί μας δίνει τα κλειδιά για να κατανοήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος πριν από δύο αιώνες.
«Ο ιστορικός και πολιτισμικός χαρακτήρας του ελληνικού έθνους δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ευκολία: είναι βαλκανικός, αλλά δεν είναι σλάβικος, ανήκει στην εγγύς ανατολή, αλλά δεν είναι μουσουλμανικός, είναι ευρωπαϊκός, αλλά δεν είναι δυτικός. Θα μπορούσαμε ίσως να δείξουμε κάποια συνέχεια από την κλασσική εποχή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη σύγχρονη Ελλάδα, μια κάποια συνέχεια της φυλής και της κουλτούρας. Δεν είναι καθόλου βέβαιο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η κοινωνική και οικονομική δομή της σύγχρονης Ελλάδας έλκει την καταγωγή της στη μακρά οθωμανική κυριαρχία…).
Με την αυστηρή αντίληψή της για τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, η στρατοκρατική οθωμανική ιδεολογία(16) περιφρονούσε τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Αυτή η περιφρόνηση επέτρεψε στους Έλληνες, και σε μικρότερο βαθμό σε άλλες μειονοτικές ομάδες όπως οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, να αποκτήσουν πρακτικά το μονοπώλιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, που την αποτελούσαν υπολείμματα της βυζαντινής αριστοκρατίας και νεοσύστατες ομάδες τραπεζιτών και μεγαλεμπόρων που ήταν γνωστοί ως Φαναριώτες, βρέθηκε γρήγορα να ελέγχει τις περισσότερες οικονομικές δοσοληψίες. Ωστόσο, ο ρόλος των Φαναριωτών δεν περιοριζόταν μόνο στο οικονομικό πεδίο. Κλήθηκαν συχνά να παίξουν σημαντικό πολιτικό και διοικητικό ρόλο στο οθωμανικό σύστημα. (…)
Οι Έλληνες κυριάρχησαν επίσης στις εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν γρήγορα στο δεύτερο μισό του XVIII αιώνα και έφεραν ένα νέο πνεύμα στη ληθαργική ζωή των Βαλκανίων. Αυτή η νεοσύστατη ελληνική αστική τάξη, η οποία ιδίως μετά το 1789 εισήγαγε στα Βαλκάνια τις νέες και επαναστατικές ιδέες που έβραζαν στην Ευρώπη, απέκτησε σταδιακά ασύγκριτη αναγνώριση τόσο ανάμεσα στους Έλληνες όσο και ανάμεσα στους Σλάβους. Η ιδέα ενός κινήματος ανεξαρτησίας με σκοπό τη δημιουργία μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας κέρδιζε έδαφος, ιδιαίτερα με την υποδαύλιση της Ρωσίας, ενώ η γενική παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξυπνούσε βίαια σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της βαλκανικής χερσονήσου την ελπίδα ότι η ανεξαρτησία ήταν κοντά.
Η κορύφωση αυτής της διαδικασίας ήταν η ελληνική επανάσταση του 1821. Όμως, αν και οι Έλληνες είχαν σημαντικές επιτυχίες τα πρώτα χρόνια του αγώνα, ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός, αφού αναδιοργανώθηκε, κατάφερε στη συνέχεια να νικήσει σε αποφασιστικές μάχες, που ακύρωσαν στην πολιτική σκακιέρα το πλεονέκτημα των Ελλήνων. Το 1827, η επανάσταση –που είχε αγγίξει μόνο τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο και το νότιο τμήμα της χερσονήσου (Στερεά)– βρισκόταν σε αδιέξοδο.
Τότε ήταν που επενέβησαν με αποφασιστικό τρόπο οι ξένες δυνάμεις. (…) Αυτή τη φορά, οι λαϊκές πιέσεις ήταν στην κατεύθυνση των διπλωματικών συμφερόντων, και οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να πάρουν τον έλεγχο της κατάστασης. Η Ρωσία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετάνια κατέστρεψαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο (1827) και έδωσαν στην Ελλάδα την ανεξαρτησία της.
Για να εκτιμήσουμε σωστά τον ρόλο που έπαιξαν στη συνέχεια οι μεγάλες δυνάμεις, μπορούμε να εξετάσουμε εν τάχει την πολιτική που ακολουθούσαν. Η Ρωσία είχε θεμελιώσει τη δική της στην επιθυμία της να δει να δημιουργείται υπό την προστασία της ένα μεγάλο ελληνοσλαβικό κράτος, που θα της χρησίμευε ως οχυρό στη Μεσόγειο μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός των Βαλκανίων ήταν στην πλειοψηφία του σλαβικός και, θρησκευτικά, 90% ορθόδοξος. Τα δύο αυτά δεδομένα αποτελούσαν, στο επίπεδο της προπαγάνδας, τα μεγαλύτερα όπλα της Ρωσίας. Η βρετανική πολιτική προσανατολιζόταν αντιθέτως στη συντήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αντίβαρο στον ρωσικό επεκτατισμό. Ωστόσο, στον βαθμό που η ανάπτυξη φυγόκεντρων δυνάμεων στην Αυτοκρατορία οδηγούσε μακροπρόθεσμα στην αναπόφευκτη αποσύνθεσή της, η Μεγάλη Βρετανία στήριζε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, που θα ήταν όμως σε οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τη Μεγάλη Βρετανία και θα βρισκόταν συνεπώς σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τις υπόλοιπες βαλκανικές εθνότητες. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), με το οποίο αναγνωρίστηκε τελικά η ανεξαρτησία της Ελλάδας, ήταν ένας θρίαμβος της βρετανικής διπλωματίας. Η εγκαθίδρυση μιας απόλυτης μοναρχίας αποσκοπούσε στην αντικατάσταση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, του Ιωάννη Καποδίστρια,(17) που είχε υπάρξει υπουργός του Τσάρου και φυσικά έκλινε να συμμερίζεται τις ρωσικές απόψεις. Και καθώς τα σύνορα όριζαν έναν πολύ περιορισμένο χώρο, ο πληθυσμός του οποίου ήταν σχετικά ομοιογενής, το νέο ανεξάρτητο κράτος εξαρτιόταν στην πραγματικότητα απόλυτα από την ξένη οικονομική και διπλωματική βοήθεια (δηλαδή από τη Μεγάλη Βρετανία) κι αυτό θα προκαλούσε ανταγωνισμούς μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων. Έτσι, για περισσότερο από έναν αιώνα, τα Βαλκάνια έμελε να γίνουν το πιο ανήσυχο μέρος της Ευρώπης και το θέατρο διαρκών ανταγωνισμών μεταξύ εξωτερικών δυνάμεων. Η ιδέα μιας συνομοσπονδίας που να ενώνει τους χριστιανικούς πληθυσμούς των ευρωπαϊκών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πληθυσμούς που, τηρουμένων των αναλογιών, ζούσαν σε συνθήκες καλής συνεννόησης για τέσσερις αιώνες, εγκαταλείφθηκε. Η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία, η Γαλλία, η Αυστρία, και αργότερα η Γερμανία, ανταγωνίζονταν για το μέλλον αυτών των επαρχιών. Οι πληθυσμοί τους πλήρωσαν και πληρώνουν ακόμη το τίμημα».
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου