Οι εξελίξεις στη Συρία δύο σχεδόν χρόνια μετά την έναρξη της εξεγέρσεως κατά του καθεστώτος Ασαντ μάλλον δικαιώνουν τις πλέον απαισιόδοξες των αρχικών εκτιμήσεων. Η μετατροπή μιας εξεγέρσεως εναντίον ενός απολυταρχικού καθεστώτος σε έναν αποτελματωμένο εμφύλιο πόλεμο χωρίς ορατή προοπτική επικρατήσεως των καθεστωτικών ή των αντικαθεστωτικών δυνάμεων προοιωνίζεται μεγαλύτερα δεινά για την ήδη καθημαγμένη Συρία. Ο αριθμός των 60.000 νεκρών ο οποίος προσφάτως ανακοινώθηκε από τις υπηρεσίες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είναι πιθανόν να αυξηθεί δραματικώς στο προσεχές μέλλον.
Γιατί όμως το καθεστώς Ασαντ απεδείχθη ανθεκτικότερο των καθεστώτων της Τυνησίας, της Λιβύης, της Αιγύπτου και της Υεμένης; Καλύτερα οργανωμένο από άλλα μεσανατολικά απολυταρχικά καθεστώτα, εκμεταλλεύθηκε στο ακέραιο τη στρατηγική ανακινήσεως και εκμεταλλεύσεως θρησκευτικών και εθνοτικών αντιθέσεων, την οποία είχε καλλιεργήσει ήδη από τη δεκαετία του 1970 και στην οποία είχε στηρίξει τη μακροζωία του. Η πολυφωνία στους κόλπους της συριακής αντιπολιτεύσεως και η ισχυρή παρουσία ισλαμιστικών οργανώσεων στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων στις τάξεις των αντικαθεστωτικών ευνόησε την καλλιέργεια του εθνοτικού-θρησκευτικού χαρακτήρος της συγκρούσεως.
Αν και οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών είχαν αξιοσημείωτες επιτυχίες στο μέτωπο των συγκρούσεων και η συριακή αντιπολίτευση αναγνωρίζεται πλέον από τις δυτικές δυνάμεις ως νόμιμος εκπρόσωπος του συριακού λαού, η πρόβλεψη ότι η κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ είναι επί θύραις είναι μάλλον πρόωρη. Στους δυτικούς κύκλους είναι προφανής η έλλειψη εμπιστοσύνης στις διαβεβαιώσεις των Σύρων αντικαθεστωτικών ότι στη μετά Ασαντ Συρία δεν θα υπάρξουν αντίποινα εναντίον των ηττημένων, δεν θα επαναληφθούν οι χειρότερες πρακτικές του καθεστώτος ή δεν θα εγκαθιδρυθεί ισλαμιστικό καθεστώς. Η πρόσφατη ανακήρυξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες μιας από τις κύριες αντικαθεστωτικές οργανώσεις, του «Μετώπου Αλ-Νούσρα», ως τρομοκρατικής οργανώσεως είναι ενδεικτική τόσο της ανησυχίας που προκαλεί η ισχυρή παρουσία ισλαμιστών στον συριακό εμφύλιο, όσο και της αμφιθυμίας του δυτικού παράγοντος αναφορικά με τη συριακή αντιπολίτευση.
Επιπλέον, το προσφυγικό ζήτημα ως συνέπεια του εμφυλίου αποκτά δραματικές διαστάσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι έχουν αναγκασθεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και είτε έχουν μετοικήσει σε ασφαλέστερες, «φίλιες» περιοχές εντός Συρίας είτε έχουν αναζητήσει καταφύγιο σε όμορες χώρες. Η παρουσία προσφύγων στην Τουρκία, τον Λίβανο, το Ιράκ και την Ιορδανία απειλεί να διαταράξει ευαίσθητες εθνοτικές και θρησκευτικές ισορροπίες. Η εισροή εκατόν πενήντα χιλιάδων καταγεγραμμένων και πολύ περισσοτέρων ανεπισήμων προσφύγων μόνο στην Τουρκία έχει προκαλέσει την κινητοποίηση του τουρκικού κρατικού μηχανισμού για την αποτροπή μιας ανθρωπιστικής κρίσεως. Η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη στην επαρχία της Αντιοχείας (Χατάι), η οποία προσαρτήθηκε στην Τουρκία από την υπό γαλλική εντολή Συρία το 1939. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού της επαρχίας είναι αραβόφωνοι αλεβίτες, οι οποίοι διατηρούν στενούς δεσμούς με τους Σύρους αλεβίτες. Οι συμπάθειές τους, επομένως, στον συριακό εμφύλιο αντίκεινται στις επίσημες τουρκικές θέσεις. Πρόσφατη διαδήλωση υπέρ του καθεστώτος Ασαντ διαλύθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας, ενώ η παρουσία χιλιάδων σουνιτών προσφύγων δύναται να περιπλέξει τις σχέσεις σουνιτών και αλεβιτών. Με ή χωρίς το καθεστώς Ασαντ, η Συρία τείνει να μετατραπεί σε χρόνιο παράγοντα αποσταθεροποιήσεως στη Μέση Ανατολή.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
(από την εφημερίδα "Καθημερινή")
πηγή
Δημοσίευση σχολίου