Εικόνα πρώτη: Μογκαντίσου, 1994. Φωτορεπόρτερ και εικονολήπτες απ’ όλο τον κόσμο έχουν συγκεντρωθεί στην πρωτεύουσα της Σομαλίας για να αποτυπώσουν την τελευταία σκηνή στο δράμα μιας αποτυχημένης επέμβασης. Ένα στρατιωτικό αεροσκάφος C 5 απομακρύνει και τις τελευταίες αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή, ύστερα από μια επιχείρηση που στοίχισε τη ζωή σε σαράντα τέσσερις Αμερικανούς στρατιώτες και προκάλεσε τον τραυματισμό δεκάδων άλλων. Εικόνα δεύτερη: Τζιμπουτί, 2011. Ο Κάρτερ Χαμ, επικεφαλής της πρόσφατα ιδρυθείσας αμερικανικής διοίκησης του Πενταγώνου για την Αφρική (AFRICOM), στέκεται σιωπηλός μπροστά σε δεκάδες οθόνες υπολογιστών. Είναι η πρώτη ημέρα της αμερικανικής εμπλοκής στη Λιβύη για την ανατροπή του Καντάφι και ο Αμερικανός στρατηγός συντονίζει έντεκα σκάφη του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού και δεκάδες μαχητικά αεροσκάφη, ενώ, παράλληλα, εκτοξεύει εκατόν δέκα πυραύλους Τόμαχοκ σε συνολικά σαράντα πέντε επιθέσεις εναντίον του καθεστώτος Καντάφι. Η πρώτη εικόνα συμβόλιζε την ταπεινωτική απαγκίστρωση του αμερικανικού Πενταγώνου από την Αφρική. Στα μάτια αρκετών αξιωματούχων του Πενταγώνου η απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Σομαλία αποτελούσε μικρογραφία της εικόνας του ελικοπτέρου που απομάκρυνε το προσωπικό της αμερικανικής πρε σβείας στη Σαϊγκόν. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, η επιτυχημένη επιχείρηση του Κάρτερ Χαμ σηματοδοτούσε την επιστροφή της αμερικανικής πολεμικής μηχανής στην Αφρική.
Η AFRICOM έχει ιστορία μόλις πέντε χρόνων. Η ιδέα για τη δημιουργία της εγκρίθηκε το 2007 επί προεδρίας Μπους και ένα χρόνο αργότερα έφτασαν στην Αφρική οι πρώτες δυνάμεις. Στόχος ήταν να καλυφθεί το επιχειρησιακό κενό που μέχρι τότε συνδιαχειρίζονταν η κεντρική διοίκηση, η διοίκηση Ευρώπης και η διοίκηση Ειρηνικού. Αν και αρχικά παρουσιάστηκε σαν μια «ανθρωπιστική αποστολή», η οποία θα αναλάμβανε, μεταξύ άλλων, την προστασία αμάχων σε εμφύλιες συρράξεις αλλά ακόμη και την παροχή ιατροφαρμακευτικού υλικού σε ασθενείς του AIDS, η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να κρύψει το τεράστιο γεωπολιτικό παιχνίδι που παιζόταν στο παρασκήνιο. Η AFRICOM έκανε την εμφάνισή της όταν η Κίνα άρχισε να διεισδύει οικονομικά σε αρκετές χώρες της Αφρικής, αναλαμβάνοντας γιγαντιαία έργα υποδομής και υπογράφοντας δεκάδες συμβόλαια εκμετάλλευσης πλουτοπαραγωγικών πηγών. Αδιαφορώντας για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιω μάτων στα καθεστώτα με τα οποία συνεργαζόταν και προσφέροντας αφειδώς τεχνογνωσία και κεφάλαια, το Πεκίνο απέκτησε ένα συντριπτικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των οικονομικών αντιπάλων του. Η Αφρική, όμως, δεν είναι μια τυχαία ήπειρος για τα αμερικανικά συμφέροντα. Εδώ και μερικά χρόνια προσφέρει στην αμερικανική οικονομία μεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου σε σχέση με τη Μέση Ανατολή. Είναι γνωστό, άλλωστε, ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ότι η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να ελέγχει τα ενεργειακά αποθέματα του αραβικού κόσμου έχει ως απώτερο στόχο το να ελέγξει την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης. Το πετρέλαιο της Αφρικής, όμως, αφορά πλέον άμεσα στην ίδια την αμερικανική αγορά.
Απέναντι στην οικονομική κυριαρχία του Πεκίνου αλλά και ορισμένων πρώην αποικιακών δυνάμεων της Ευρώπης, η Ουάσιγκτον μπορούσε να αντιτάξει μόνο την προβολή στρατιωτικής ισχύος. Και η AFRICOM θα αποτελούσε το όχημα για την ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής στη Μαύρη Ήπειρο. Παραδόξως, η πρώτη δοκιμή του νέου στρατηγικού σχεδιασμού για την Αφρική ξεκίνησε και πάλι από τη Σομαλία. Επί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς απόλυτης αναρχίας, με μοναδική μορφή εξουσίας τους φύλαρχους, που πολύ συχνά συνομιλούσαν απευθείας με αξιωματούχους της CIA. Το καθεστώς αυτό δημιούργησε και το φαινόμενο της πειρατείας – το οποίο ξεκίνησε ως μια μορφή αυτοάμυνας των Σομαλών ψαράδων απέναντι στην παράνομη αλιεία ευρωπαϊκών στόλων αλλά και στην απόρριψη τοξικών ή και ραδιενεργών αποβλήτων από την ιταλική μαφία. Η εμφάνιση ενός κινήματος μετριοπαθών ισλαμιστών που αμφισβήτησε αυτή την κατάσταση έδωσε στις ΗΠΑ την αφορμή που ζητούσαν για να παρέμβουν, με πρόσχημα τον έλεγχο της πειρατείας, αλλά με πραγματικό στόχο τον έλεγχο σε έναν από τους σημαντικότερους θαλάσσιους δια δρόμους του παγκόσμιου εμπορίου. Πέρα από τους βομβαρδισμούς επιλεγμένων στόχων ανταρτών που διέταξε ο πρόεδρος Μπους –και συνέχισε με πολύ μεγαλύτερη ένταση ο Ομπάμα–, το Πεντάγωνο ανέθεσε ουσιαστικά στο στρατό της Αιθιοπίας να εισβάλει στη χώρα. Όπως είχε αποκαλύψει πριν από μερικά χρόνια το βρετανικό Channel 4, ο σχεδιασμός της επίθεσης αλλά και το «πράσινο φως» της επιχείρησης δόθηκαν από την αμερικανική πρεσβεία στην Κινσάσα.
Πρόβα τζενεράλε
Η επίθεση στη Λιβύη, παρά το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε τελικά από το ΝΑΤΟ με σημαντική συμμετοχή ευρωπαϊκών δυνάμεων, έδωσε τη δυνατότητα στους επιτελείς του αμερικανικού Πενταγώνου να δοκιμάσουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα της AFRICOM σε συνθήκες πολέμου. Για τη νεοσυσταθείσα αμερικανική διοίκηση, όμως, η ανατροπή του Καντάφι είχε και μια άλλη σημαντική πτυχή: Το παλιό καθεστώς της Λιβύης αποτελούσε μια από τις ισχυρές δυνάμεις στο εσωτερικό της Αφρικανικής Ένωσης, η οποία αντιδρούσε στα σχέδια του Πενταγώνου για τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων σε αφρικανικές χώρες. Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι η Λιβύη είχε προσφέρει γη και ύδωρ στις ξένες εται ρείες πετρελαίου, δεν έκανε το ίδιο και σε θέματα οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πέντε χρόνια από την εμφάνιση της AFRICOM μόνο η Λιβερία δέχτηκε να φιλοξενήσει σημαντικές αμερικανικές δυνάμεις. Η άρνηση αυτή, βέβαια, δεν οφείλεται μόνο στη στάση της Λιβύης, αλλά πολύ περισσότερο στο φόβο των αφρικανικών κρατών προς κάθε μορφή νεοαποικιοκρατίας. Η Λιβύη, όμως, ήταν ένα σημαντικό εμπόδιο, ενώ θεωρητικά στο μέλλον θα μπορούσε να αποτελεί και η ίδια το στρατηγείο της AFRICOM, προσφέροντας άμεση πρόσβαση στη Βόρεια Αφρική.
Τα σχέδια της Ουάσιγκτον, όμως, για τη στρατιωτική κυριαρχία στην Αφρική δεν περιορίζονται στις κινήσεις του Πενταγώνου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα διέταξε πριν από μερικές εβδομάδες την αποστολή ομάδας εκατό στρατιωτών στην Ουγκάντα – με μια απόφαση που θεωρήθηκε από αρκετούς αναλυτές ως αντισυνταγματική, αφού δεν πέρασε προς έγκριση από το Κογκρέσο. Αν και η συγκεκριμένη δύναμη θεωρείται ιδιαίτερα μικρή για τα δεδομένα των αποστολών του Πενταγώνου, είναι προφανές ότι πρόκειται για το πρώτο βήμα ανάπτυξης χερσαίων δυνά μεων σε μια περιοχή που περιλαμβάνει, εκτός από την Ουγκάντα, το Νότιο Σουδάν, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία αλλά και τη Δημοκρατία του Κονγκό – χώρες που, παρεμπιπτόντως, περνούσαν σταδιακά στην οικονομική σφαίρα επιρροής της Κίνας. Το πρόσχημα για την ανάπτυξη της στρατιωτικής δύναμης στην Ουγκάντα ήταν η δράση της οργάνωσης Στρατός της Αντίστασης του Κυρίου (LRA) – μια ομάδα φονταμενταλιστών χριστιανών, που κατηγορούνται για βιασμούς και εκτελέσεις αμάχων. Ο Ομπάμα έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη οργάνωση «απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», ενώ τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ανέλαβαν να παρουσιάσουν τον LRA σαν μια από τις σημαντικότερες απειλές για την ανθρωπότητα. Ακόμη κι αν ισχύουν οι καταγγελίες για τη δράση της συγκεκριμένης οργάνωσης, η πραγματικότητα είναι ότι ο LRA βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή της ιστορίας του, αριθμώντας μόλις από διακόσια έως τετρακόσια μέλη σε σχέση με τους περίπου χίλιους πεντακόσιους μαχητές που είχε πριν από μερικά χρόνια. Καθώς, όμως, αυτό το… ευάριθμο σχήμα ανταρτών μπορεί να μετακινείται και σε γειτονικές χώρες, είναι προφανές ότι δίνει στις ΗΠΑ αλλά και το στρατό της Ουγκάντα το πρόσχημα που αναζητούν για την οργάνωση επιχειρήσεων σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή στην καρδιά της Αφρικής.
Ο «Ψυχρός Πόλεμος» της Μαύρης Ηπείρου
Οι ΗΠΑ, φυσικά, δεν είναι η μοναδική χώρα που ανεβάζει τα επίπεδα της έντασης στην Αφρική. Η Τουρκία ακολουθεί εδώ και χρόνια το πρότυπο της Κίνας, επιχειρώντας να ενισχύσει την οικονομική της διείσδυση, ενώ και η Γαλλία επιχειρεί κατά διαστήματα να τονώσει τους παλιούς αποικιακούς δεσμούς της – στρατιωτική επέμβαση πριν από μερικούς μήνες στην Ακτή Ελεφαντοστού για την ανατροπή του προέδρου Λορέντ Γκμπάγκμπο, ο οποίος αρνούνταν να εγκαταλείψει την εξουσία μετά τις τελευταίες εκλογές.
Όπως σημείωνε, άλλωστε, και η διευθύντρια του αμερικανικού ιδρύματος Institute for Police Studies, οι δυνάμεις που συμμετείχαν πιο ενεργά στις νατοϊκές επιδρομές της Λιβύης είναι ως επί το πλείστον οι παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης, που επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος – αυτή τη φορά υπό την «ομπρέλα» των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Η Αφρική μετατρέπεται και πάλι σε θέατρο ψυχροπολεμικών αντιπαραθέσεων, το οποίο μεταφράζεται, όμως, στην απώλεια δεκάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών. Άρης Χατζηστεφάνου
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου