Του υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Στην παρούσα ανάλυση θα επιχειρηθεί η καταγραφή όλων των πτυχών της κρίσης που δημιουργήθηκε στη Λιβύη, της στάσης των διεθνών οργανισμών και των ενδιαφερομένων κρατών, καθώς επίσης και της παρουσίας της Ελλάδας, αποσκοπώντας σε μία συγκεντρωτική παρουσίαση τόσο σε πολιτικό όσο και στρατιωτικό επίπεδο.
Η λεκάνη της Μεσογείου και ιδιαίτερα το κεντρικό και ανατολικό αυτής τμήμα έχει διαχρονικά, για συγκεκριμένους λόγους κάθε εποχή, ιδιαίτερη στρατηγική βαρύτητα. Λόγω όμως των ιδιαιτεροτήτων και των εσωτερικών ανταγωνισμών (φυλετικών, θρησκευτικών, κ.λ.π.) κάθε κράτους, του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, των ενεργειακών πόρων και φυσικά του Παλαιστινιακού προβλήματος δεν κατέστη δυνατόν να αναπτυχθεί σταθερό σύστημα περιφερειακής ασφαλείας, παρομοίων των ευρωπαϊκών, που θα εγκαθιστούσε διαρκή ειρήνη. Αυτό μέχρι σήμερα έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει γεωπολιτικά μία αστάθεια, με άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στην ευρύτερη περιφέρεια αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Η διεθνής κοινότητα και η κρίση στη Λιβύη
Οι πολιτικοί τριγμοί που άρχισαν πριν από τέσσερις περίπου μήνες στην Τυνησία και εξαπλώθηκαν αυξητικά σε ένταση στην ευρύτερη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής για διαφορετικούς όμως λόγους σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι οδηγούν σε «τεκτονικές αλλαγές» του γεωστρατηγικού τοπίου. Με αποκορύφωμα πλέον την κρίση στη Λιβύη οφειλόμενη πρωτίστως στη βίαιη αντίδραση του συνταγματάρχη Καντάφι στις κατ’ αρχήν ειρηνικές-άοπλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες της πλειοψηφίας των πολιτών της Λιβύης, η διεθνής κοινότητα ως σύνολο αλλά και πολλές χώρες σε ατομικό – εθνικό επίπεδο, καλούνται να διαχειρισθούν τη μείζονα αυτή υπόθεση.
Κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία συνοπτική αναδρομή των εξελίξεων. Μετά από τη διάρκειας δύο εβδομάδων ασταμάτητη βίαιη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Βεγγάζη, την Τρίπολη αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Λιβύης, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ εξέδωσε την 26η Φεβρουαρίου 2011 ομοφώνως το υπ’ αριθμ. 1970 ψήφισμά του, επιβάλλοντας κυρώσεις κατά
της Λιβύης. Μεταξύ άλλων επιβάλλεται εμπάργκο όπλων αλλά και πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων αξιωματούχων του καθεστώτος Καντάφι. Με το ίδιο ψήφισμα, το σημαντικό αυτό όργανο συλλογικής ασφαλείας, καλούσε την πολιτική ηγεσία της Λιβύης να καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να τερματιστεί άμεσα η βία στη χώρα. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ΣΑ αποφάσισε επίσης να παραπέμψει στο ∆ιεθνές Ποινικό ∆ικαστήριο τη διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Έτσι είχαμε την πρώτη αντίδραση της ∆ιεθνούς Κοινότητας, με το κύριο θεσμικό της όργανο, τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Παράλληλα ακούστηκαν και οι πρώτες προτροπές και «προσκλήσεις» για άμεση παραίτηση του Λίβυου ηγέτη από τους προέδρους των ΗΠΑ, της Γαλλίας αλλά και της Γερμανίδας Καγκελαρίου με την επισήμανση ότι ο Καντάφι «έχει χάσει κάθε ίχνος νομιμότητας». Μέχρι εκείνες τις ημέρες σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών από τις βίαιες συγκρούσεις στη χώρα είχαν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι.
Κατά πάγια τακτική του ΣΑ, το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1970 εκτός των κυρώσεων που περιελάμβανε, αποτελούσε και προειδοποίηση για τον Καντάφι ο οποίος όχι μόνο το αγνόησε παντελώς αλλά έσπευσε να καταστείλει τη μετασχηματισθείσα από απλές διαδηλώσεις σταδιακά σε εξέγερση του σημαντικότερου μέρους των πολιτών του, και επειδή δεν πρέπει να παραλείπουμε και τη φυλετική δομή του κράτους του, που αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των φυλών που απαρτίζουν το Λιβυκό έθνος. Με την επέκταση και την εντατικοποίηση της καταστολής φαίνεται τελικά ότι πραγματοποίησε την απειλή του για «χωρίς έλεος» συντριβή των μαζών που επαναστάτησαν και την πόρτα–πόρτα εκκαθάριση της χώρας του από «τους γεμάτους ναρκωτικά πράκτορες του εχθρού» ανεβάζοντας τον αριθμό των νεκρών σε κάποιες χιλιάδες. Με τη συντριπτική ισχύ και τη βοήθεια ξένων μισθοφόρων που δρούσαν κυρίως εντός των αστικών περιοχών (στις περισσότερες των περιπτώσεων ως ακροβολιστές που έβαλλαν αδιακρίτως κατά των αμάχων), επέτυχε σε μεγάλο βαθμό την ανακατάληψη και τον έλεγχο των περισσοτέρων πόλεων που είχαν περάσει στον έλεγχο των επαναστατών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω γεγονότα, και κυρίως τον κίνδυνο να καταληφθεί από τις καθεστωτικές δυνάμεις και το προπύργιο των επαναστατών στη Βεγγάζη, όπου εγκαταστάθηκε η έδρα της ήδη αναγνωρισθείσης από τη Γαλλία την 11η Μαρτίου 2011, Εθνικής Μεταβατικής Κυβέρνησης της Λιβύης, το ΣΑ του ΟΗΕ συνεδρίασε εκ νέου μετά από αίτηση του Αραβικού Συνδέσμου και εξέδωσε την 17η Μαρτίου 2011 το υπ’ αριθμ. 1973 ψήφισμα του. Το ψήφισμα αυτό αν και «μεγάλο σε έκταση» εμπεριέχει με σαφή τρόπο τα στοιχεία που απαιτούνται για να δώσει τη νομική βάση για τις περαιτέρω ενέργειες. Από τη ψηφοφορία απείχαν η Κίνα, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Γερμανία, η Ινδία και η Βραζιλία (συμπτωματικά ή όχι οι τρεις τελευταίες διεκδικούν θέση μόνιμου μέλους στο ΣΑ) ενώ σημειώνουμε ότι οι τρεις αφρικανικές χώρες, η Γκαμπόν, η Νιγηρία και η Νότια Αφρική (μέλη της Αφρικανικής Ένωσης), που είναι μη μόνιμα μέλη, ψήφισαν υπέρ.
∆ιερμηνεύοντας τα κύρια σημεία του ψηφίσματος προκύπτει ότι η όλη διατύπωση του αναφέρεται στην προστασία του πληθυσμού από επιθέσεις προερχόμενες από την κυβέρνηση της χώρας. Επιπροσθέτως υπάρχει η ειδική μνεία ότι η κατάσταση στη Λιβύη αποτελεί «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» γεγονός που δίνει τη νομική βάση για χρήση στρατιωτικής ισχύος σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Το ψήφισμα εξουσιοδοτεί τα μέλη του οργανισμού είτε ατομικά σε εθνικό επίπεδο, είτε μέσω των περιφερειακών οργανισμών ασφαλείας, είτε ακόμα μέσω άλλων διευθετήσεων, για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, για την προστασία των πολιτών που βρίσκονται υπό την απειλή των Λιβυκών κυβερνητικών δυνάμεων ενώ ειδικά και με κατηγορηματικό τρόπο αναφέρεται η Βεγγάζη. Η Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων (ΖΑΠ) και το εμπάργκο όπλων είναι οι δύο βασικοί πυλώνες για την υλοποίηση των προαναφερθέντων. Ο αποκλεισμός της ξένης κατοχής και ότι είναι μία επιχείρηση με σαφή όρια είναι άλλα δύο άξια μνείας στοιχεία, ενώ στο ψήφισμα τονίζεται ο σημαντικός ρόλος του Αραβικού Συνδέσμου. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση εμφανίζεται ότι η αντίδραση στη λιβυκή κρίση δεν είναι απλώς μια δυτική ενέργεια ή μία «σταυροφορία» όπως ισχυρίσθηκε ο Καντάφι, και έσπευσε να αναπαράγει ο Ρώσος πρωθυπουργός Πούτιν (που μετά την παρέμβαση του Ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ δεν συνέχισε τη ρητορική αυτή). Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι η ειδική αναφορά για παύση των εχθροπραξιών και ανακωχή δεν υποδεικνύει απομάκρυνση του Καντάφι έστω και αν κάποιοι δυτικοί ηγέτες ισχυρίζονται το αντίθετο. ∆εν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ήδη από τον Απρίλιο 2006 το ΣΑ του ΟΗΕ επικύρωσε απόφαση της παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής του 2005 που αναφέρεται στην «Ευθύνη Προστασίας», και η οποία εστιάζεται στην πρόληψη και την παύση εγκλημάτων πολέμου, της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και της εθνοκάθαρσης. Χωρίς να αποτελεί νόμο, η απόφαση είναι δεσμευτική για όλα τα μέλη του ΟΗΕ.
Θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθούν πέραν των όποιων ιδεαλιστικών λόγων και κάποιοι άλλοι, πιο «πρακτικοί», που συνετέλεσαν στην παρέμβαση. Στην κορυφή του καταλόγου εγγράφεται βέβαια το θέμα του πετρελαίου. Από εκεί και πέρα επισημαίνεται ότι η Γαλλία ανέλαβε την πρωτοβουλία βλέποντας τη σταδιακή απώλεια – υποσκέλιση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τη Γερμανία, ενώ παράλληλα σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρεί σταδιακή μείωση της συνολικής της επιρροής. Σημαντικός λόγος της ηγετικής συμπεριφοράς της Γαλλίας ήταν όμως και η «εσωτερική κατανάλωση», καθόσον το σύνολο σχεδόν των πολιτών της είδαν αρνητικά τη μέχρι τελευταία στιγμή παροχή υποστήριξης προς τον πρώην πρόεδρο της Τυνήσιας Μπεν Αλί. Η Γαλλία με τις πρωτοβουλίες της έδειξε στις χώρες της Βόρειας Αφρικής ότι είναι ακόμα παρούσα και ότι είναι η πλέον ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο με γνώμονα πάντοτε τα ενεργειακά του συμφέροντα αλλά και τη δική του αύξηση επιρροής, στάθηκε δίπλα στις γαλλικές πρωτοβουλίες και ηγήθηκε από την αρχή των ενεργειών για την υλοποίηση των αποφάσεων του ΣΑ, χωρίς όμως να είναι στον ίδιο βαθμό επιθετικό.
Αντιθέτως η Γερμανία προσπάθησε να περιορίσει τις βρετανικές και γαλλικές φιλοδοξίες και γι’ αυτό η αποχή της από την ψηφοφορία στο ΣΑ αλλά και η κωλυσιεργία της στη λήψη απόφασης στο ΝΑΤΟ αναφορικά με την ανάληψη της ευθύνης εφαρμογής του ψηφίσματος 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ. ∆εν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ήταν αντίθετη με την ιδέα του προέδρου Σαρκοζί για τη δημιουργία Ευρω – Μεσογειακής ένωσης.
Η Ιταλία, ανταγωνιστική της Γαλλίας, έχοντας στενές επιχειρηματικές σχέσεις με τη Λιβύη, με ισχυρό συνδετικό παρελθόν αφού η αφρικανική χώρα ήταν στο παρελθόν αποικία της, αλλά και λόγω των δεσμών της οικογενείας Καντάφι με πολλά μέλη του Ιταλικού πολιτικού κόσμου, ήταν διστακτική στην αρχή και είχε αρκετές και σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ εξ αρχής προέβαλε τον ρόλο του ΝΑΤΟ και δεν επιθυμούσε να ενεργήσει σε δεύτερο ρόλο υπό τη Γαλλία στον αποκαλούμενο Συνασπισμό.
Η πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να χαρακτηρισθεί μάλλον υποστηρικτική και όχι πολιτική πρώτης γραμμής. Οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν συμφέροντα στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά όχι τόσο ζωτικά, συγκριτικά με αυτά στην περιοχή του Κόλπου, για να ηγηθούν τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Παρόλα αυτά υποστήριξαν πολιτικά τις πρωτοβουλίες.
Αξιοσημείωτη είναι η τουρκική προσέγγιση και ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης. Τονίζεται ότι καταρχήν η Τουρκία δεν επιθυμούσε με κανένα τρόπο την ανάληψη ηγετικού ρόλου από τη Γαλλία και προσπάθησε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον υποβαθμίσει. Άλλωστε η μη πρόσκληση της στην σύνοδο του Παρισιού της 19ης Μαρτίου θεωρείται υποβάθμιση ή και ακόμα ως προσβολή για τη χώρα. Μετά την αρχική θέση του πρωθυπουργού Ερντογάν ότι «δεν έχουμε καμία δουλειά στη Λιβύη και η όποια επέμβαση θα είναι αντιπαραγωγική», αλλά και τις καιροσκοπικές αντιδράσεις της στη λήψη απόφασης στο ΝΑΤΟ σχετικά με την ανάληψη της ευθύνης διεξαγωγής της όλης επιχείρησης, φαίνεται ότι η Τουρκία τελικά αποφάσισε να σταματήσει να αποκρύπτει τις φιλοδοξίες της και άρχισε να επιδιώκει ένα πιο αυτόνομο και διαφορετικό ρόλο. Για τον λόγο αυτό απέστειλε στην περιοχή για την εφαρμογή του εμπάργκο όπλων αναλογικά μεγάλη ναυτική δύναμη (τέσσερις φρεγάτες, ένα υποβρύχιο και ένα βοηθητικό πλοίο), αποβλέποντας σε επίδειξη–απόδειξη του ρόλου της ως περιφερειακής ναυτικής υπερδύναμης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, κάποιοι στρατηγικοί αναλυτές του αγγλοσαξονικού κατεστημένου για πολλά χρόνια είχαν την τάση να μειώνουν τη στρατηγική της αξία. Τα τελευταία γεγονότα όμως στην γειτονιά μας με αποκορύφωμα την κρίση στην Λιβύη αποδεικνύουν ότι η χώρα μας έχει όντως ισχυρό γεωστρατηγικό «χαρτί» μέσα στην προαναφερθείσα γενικότερη αστάθεια της νότιας Μεσογείου και κάλλιστα μπορεί να το χρησιμοποιήσει προς όφελος των εθνικών της συμφερόντων. Αυτό σημαίνει, χωρίς περίσσια φιλολογία, ότι η χώρα μας έπρεπε να ήταν από την αρχή της κρίσης παρούσα στις διαλαμβανόμενες εξελίξεις, όπως και πραγματικά έπραξε, για να μπορεί πρωτίστως να τις επηρεάσει, και κατόπιν να υπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα. Η απουσία της συνεπικουρούμενη από οποιοδήποτε καιροσκοπισμό στην παρούσα συγκυρία, μόνο αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει. Η όποια παρουσία και συμμετοχή μας, η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα και βαθεία στρατιωτική εμπλοκή, είναι και ηθικά νομιμοποιημένη (μετά τις μαζικές σφαγές αμάχων από το καθεστώς Καντάφι) αλλά κυρίως νομικά καλυμμένη από το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ, το οποίο μάλιστα προήλθε ύστερα από πρωτοβουλία του Αραβικού Συνδέσμου.
Πάντως παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας, αυτή δεν αποκόμισε μέχρι τώρα κάποια οφέλη στην προώθηση των συμφερόντων της, ενώ η Ελλάδα παραμένει στο προσκήνιο και είναι, έστω με περιορισμένες δυνατότητες, ένας έντιμος και αποδεκτός «παίκτης».
ΠΗΓΗ
Στην παρούσα ανάλυση θα επιχειρηθεί η καταγραφή όλων των πτυχών της κρίσης που δημιουργήθηκε στη Λιβύη, της στάσης των διεθνών οργανισμών και των ενδιαφερομένων κρατών, καθώς επίσης και της παρουσίας της Ελλάδας, αποσκοπώντας σε μία συγκεντρωτική παρουσίαση τόσο σε πολιτικό όσο και στρατιωτικό επίπεδο.
Η λεκάνη της Μεσογείου και ιδιαίτερα το κεντρικό και ανατολικό αυτής τμήμα έχει διαχρονικά, για συγκεκριμένους λόγους κάθε εποχή, ιδιαίτερη στρατηγική βαρύτητα. Λόγω όμως των ιδιαιτεροτήτων και των εσωτερικών ανταγωνισμών (φυλετικών, θρησκευτικών, κ.λ.π.) κάθε κράτους, του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, των ενεργειακών πόρων και φυσικά του Παλαιστινιακού προβλήματος δεν κατέστη δυνατόν να αναπτυχθεί σταθερό σύστημα περιφερειακής ασφαλείας, παρομοίων των ευρωπαϊκών, που θα εγκαθιστούσε διαρκή ειρήνη. Αυτό μέχρι σήμερα έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει γεωπολιτικά μία αστάθεια, με άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στην ευρύτερη περιφέρεια αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Η διεθνής κοινότητα και η κρίση στη Λιβύη
Οι πολιτικοί τριγμοί που άρχισαν πριν από τέσσερις περίπου μήνες στην Τυνησία και εξαπλώθηκαν αυξητικά σε ένταση στην ευρύτερη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής για διαφορετικούς όμως λόγους σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι οδηγούν σε «τεκτονικές αλλαγές» του γεωστρατηγικού τοπίου. Με αποκορύφωμα πλέον την κρίση στη Λιβύη οφειλόμενη πρωτίστως στη βίαιη αντίδραση του συνταγματάρχη Καντάφι στις κατ’ αρχήν ειρηνικές-άοπλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες της πλειοψηφίας των πολιτών της Λιβύης, η διεθνής κοινότητα ως σύνολο αλλά και πολλές χώρες σε ατομικό – εθνικό επίπεδο, καλούνται να διαχειρισθούν τη μείζονα αυτή υπόθεση.
Κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία συνοπτική αναδρομή των εξελίξεων. Μετά από τη διάρκειας δύο εβδομάδων ασταμάτητη βίαιη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Βεγγάζη, την Τρίπολη αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Λιβύης, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ εξέδωσε την 26η Φεβρουαρίου 2011 ομοφώνως το υπ’ αριθμ. 1970 ψήφισμά του, επιβάλλοντας κυρώσεις κατά
της Λιβύης. Μεταξύ άλλων επιβάλλεται εμπάργκο όπλων αλλά και πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων αξιωματούχων του καθεστώτος Καντάφι. Με το ίδιο ψήφισμα, το σημαντικό αυτό όργανο συλλογικής ασφαλείας, καλούσε την πολιτική ηγεσία της Λιβύης να καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να τερματιστεί άμεσα η βία στη χώρα. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ΣΑ αποφάσισε επίσης να παραπέμψει στο ∆ιεθνές Ποινικό ∆ικαστήριο τη διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Έτσι είχαμε την πρώτη αντίδραση της ∆ιεθνούς Κοινότητας, με το κύριο θεσμικό της όργανο, τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Παράλληλα ακούστηκαν και οι πρώτες προτροπές και «προσκλήσεις» για άμεση παραίτηση του Λίβυου ηγέτη από τους προέδρους των ΗΠΑ, της Γαλλίας αλλά και της Γερμανίδας Καγκελαρίου με την επισήμανση ότι ο Καντάφι «έχει χάσει κάθε ίχνος νομιμότητας». Μέχρι εκείνες τις ημέρες σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών από τις βίαιες συγκρούσεις στη χώρα είχαν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι.
Κατά πάγια τακτική του ΣΑ, το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1970 εκτός των κυρώσεων που περιελάμβανε, αποτελούσε και προειδοποίηση για τον Καντάφι ο οποίος όχι μόνο το αγνόησε παντελώς αλλά έσπευσε να καταστείλει τη μετασχηματισθείσα από απλές διαδηλώσεις σταδιακά σε εξέγερση του σημαντικότερου μέρους των πολιτών του, και επειδή δεν πρέπει να παραλείπουμε και τη φυλετική δομή του κράτους του, που αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των φυλών που απαρτίζουν το Λιβυκό έθνος. Με την επέκταση και την εντατικοποίηση της καταστολής φαίνεται τελικά ότι πραγματοποίησε την απειλή του για «χωρίς έλεος» συντριβή των μαζών που επαναστάτησαν και την πόρτα–πόρτα εκκαθάριση της χώρας του από «τους γεμάτους ναρκωτικά πράκτορες του εχθρού» ανεβάζοντας τον αριθμό των νεκρών σε κάποιες χιλιάδες. Με τη συντριπτική ισχύ και τη βοήθεια ξένων μισθοφόρων που δρούσαν κυρίως εντός των αστικών περιοχών (στις περισσότερες των περιπτώσεων ως ακροβολιστές που έβαλλαν αδιακρίτως κατά των αμάχων), επέτυχε σε μεγάλο βαθμό την ανακατάληψη και τον έλεγχο των περισσοτέρων πόλεων που είχαν περάσει στον έλεγχο των επαναστατών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω γεγονότα, και κυρίως τον κίνδυνο να καταληφθεί από τις καθεστωτικές δυνάμεις και το προπύργιο των επαναστατών στη Βεγγάζη, όπου εγκαταστάθηκε η έδρα της ήδη αναγνωρισθείσης από τη Γαλλία την 11η Μαρτίου 2011, Εθνικής Μεταβατικής Κυβέρνησης της Λιβύης, το ΣΑ του ΟΗΕ συνεδρίασε εκ νέου μετά από αίτηση του Αραβικού Συνδέσμου και εξέδωσε την 17η Μαρτίου 2011 το υπ’ αριθμ. 1973 ψήφισμα του. Το ψήφισμα αυτό αν και «μεγάλο σε έκταση» εμπεριέχει με σαφή τρόπο τα στοιχεία που απαιτούνται για να δώσει τη νομική βάση για τις περαιτέρω ενέργειες. Από τη ψηφοφορία απείχαν η Κίνα, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Γερμανία, η Ινδία και η Βραζιλία (συμπτωματικά ή όχι οι τρεις τελευταίες διεκδικούν θέση μόνιμου μέλους στο ΣΑ) ενώ σημειώνουμε ότι οι τρεις αφρικανικές χώρες, η Γκαμπόν, η Νιγηρία και η Νότια Αφρική (μέλη της Αφρικανικής Ένωσης), που είναι μη μόνιμα μέλη, ψήφισαν υπέρ.
∆ιερμηνεύοντας τα κύρια σημεία του ψηφίσματος προκύπτει ότι η όλη διατύπωση του αναφέρεται στην προστασία του πληθυσμού από επιθέσεις προερχόμενες από την κυβέρνηση της χώρας. Επιπροσθέτως υπάρχει η ειδική μνεία ότι η κατάσταση στη Λιβύη αποτελεί «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» γεγονός που δίνει τη νομική βάση για χρήση στρατιωτικής ισχύος σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Το ψήφισμα εξουσιοδοτεί τα μέλη του οργανισμού είτε ατομικά σε εθνικό επίπεδο, είτε μέσω των περιφερειακών οργανισμών ασφαλείας, είτε ακόμα μέσω άλλων διευθετήσεων, για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, για την προστασία των πολιτών που βρίσκονται υπό την απειλή των Λιβυκών κυβερνητικών δυνάμεων ενώ ειδικά και με κατηγορηματικό τρόπο αναφέρεται η Βεγγάζη. Η Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων (ΖΑΠ) και το εμπάργκο όπλων είναι οι δύο βασικοί πυλώνες για την υλοποίηση των προαναφερθέντων. Ο αποκλεισμός της ξένης κατοχής και ότι είναι μία επιχείρηση με σαφή όρια είναι άλλα δύο άξια μνείας στοιχεία, ενώ στο ψήφισμα τονίζεται ο σημαντικός ρόλος του Αραβικού Συνδέσμου. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση εμφανίζεται ότι η αντίδραση στη λιβυκή κρίση δεν είναι απλώς μια δυτική ενέργεια ή μία «σταυροφορία» όπως ισχυρίσθηκε ο Καντάφι, και έσπευσε να αναπαράγει ο Ρώσος πρωθυπουργός Πούτιν (που μετά την παρέμβαση του Ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ δεν συνέχισε τη ρητορική αυτή). Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι η ειδική αναφορά για παύση των εχθροπραξιών και ανακωχή δεν υποδεικνύει απομάκρυνση του Καντάφι έστω και αν κάποιοι δυτικοί ηγέτες ισχυρίζονται το αντίθετο. ∆εν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ήδη από τον Απρίλιο 2006 το ΣΑ του ΟΗΕ επικύρωσε απόφαση της παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής του 2005 που αναφέρεται στην «Ευθύνη Προστασίας», και η οποία εστιάζεται στην πρόληψη και την παύση εγκλημάτων πολέμου, της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και της εθνοκάθαρσης. Χωρίς να αποτελεί νόμο, η απόφαση είναι δεσμευτική για όλα τα μέλη του ΟΗΕ.
Θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθούν πέραν των όποιων ιδεαλιστικών λόγων και κάποιοι άλλοι, πιο «πρακτικοί», που συνετέλεσαν στην παρέμβαση. Στην κορυφή του καταλόγου εγγράφεται βέβαια το θέμα του πετρελαίου. Από εκεί και πέρα επισημαίνεται ότι η Γαλλία ανέλαβε την πρωτοβουλία βλέποντας τη σταδιακή απώλεια – υποσκέλιση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τη Γερμανία, ενώ παράλληλα σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρεί σταδιακή μείωση της συνολικής της επιρροής. Σημαντικός λόγος της ηγετικής συμπεριφοράς της Γαλλίας ήταν όμως και η «εσωτερική κατανάλωση», καθόσον το σύνολο σχεδόν των πολιτών της είδαν αρνητικά τη μέχρι τελευταία στιγμή παροχή υποστήριξης προς τον πρώην πρόεδρο της Τυνήσιας Μπεν Αλί. Η Γαλλία με τις πρωτοβουλίες της έδειξε στις χώρες της Βόρειας Αφρικής ότι είναι ακόμα παρούσα και ότι είναι η πλέον ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο με γνώμονα πάντοτε τα ενεργειακά του συμφέροντα αλλά και τη δική του αύξηση επιρροής, στάθηκε δίπλα στις γαλλικές πρωτοβουλίες και ηγήθηκε από την αρχή των ενεργειών για την υλοποίηση των αποφάσεων του ΣΑ, χωρίς όμως να είναι στον ίδιο βαθμό επιθετικό.
Αντιθέτως η Γερμανία προσπάθησε να περιορίσει τις βρετανικές και γαλλικές φιλοδοξίες και γι’ αυτό η αποχή της από την ψηφοφορία στο ΣΑ αλλά και η κωλυσιεργία της στη λήψη απόφασης στο ΝΑΤΟ αναφορικά με την ανάληψη της ευθύνης εφαρμογής του ψηφίσματος 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ. ∆εν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ήταν αντίθετη με την ιδέα του προέδρου Σαρκοζί για τη δημιουργία Ευρω – Μεσογειακής ένωσης.
Η Ιταλία, ανταγωνιστική της Γαλλίας, έχοντας στενές επιχειρηματικές σχέσεις με τη Λιβύη, με ισχυρό συνδετικό παρελθόν αφού η αφρικανική χώρα ήταν στο παρελθόν αποικία της, αλλά και λόγω των δεσμών της οικογενείας Καντάφι με πολλά μέλη του Ιταλικού πολιτικού κόσμου, ήταν διστακτική στην αρχή και είχε αρκετές και σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ εξ αρχής προέβαλε τον ρόλο του ΝΑΤΟ και δεν επιθυμούσε να ενεργήσει σε δεύτερο ρόλο υπό τη Γαλλία στον αποκαλούμενο Συνασπισμό.
Η πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να χαρακτηρισθεί μάλλον υποστηρικτική και όχι πολιτική πρώτης γραμμής. Οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν συμφέροντα στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά όχι τόσο ζωτικά, συγκριτικά με αυτά στην περιοχή του Κόλπου, για να ηγηθούν τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Παρόλα αυτά υποστήριξαν πολιτικά τις πρωτοβουλίες.
Αξιοσημείωτη είναι η τουρκική προσέγγιση και ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης. Τονίζεται ότι καταρχήν η Τουρκία δεν επιθυμούσε με κανένα τρόπο την ανάληψη ηγετικού ρόλου από τη Γαλλία και προσπάθησε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον υποβαθμίσει. Άλλωστε η μη πρόσκληση της στην σύνοδο του Παρισιού της 19ης Μαρτίου θεωρείται υποβάθμιση ή και ακόμα ως προσβολή για τη χώρα. Μετά την αρχική θέση του πρωθυπουργού Ερντογάν ότι «δεν έχουμε καμία δουλειά στη Λιβύη και η όποια επέμβαση θα είναι αντιπαραγωγική», αλλά και τις καιροσκοπικές αντιδράσεις της στη λήψη απόφασης στο ΝΑΤΟ σχετικά με την ανάληψη της ευθύνης διεξαγωγής της όλης επιχείρησης, φαίνεται ότι η Τουρκία τελικά αποφάσισε να σταματήσει να αποκρύπτει τις φιλοδοξίες της και άρχισε να επιδιώκει ένα πιο αυτόνομο και διαφορετικό ρόλο. Για τον λόγο αυτό απέστειλε στην περιοχή για την εφαρμογή του εμπάργκο όπλων αναλογικά μεγάλη ναυτική δύναμη (τέσσερις φρεγάτες, ένα υποβρύχιο και ένα βοηθητικό πλοίο), αποβλέποντας σε επίδειξη–απόδειξη του ρόλου της ως περιφερειακής ναυτικής υπερδύναμης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, κάποιοι στρατηγικοί αναλυτές του αγγλοσαξονικού κατεστημένου για πολλά χρόνια είχαν την τάση να μειώνουν τη στρατηγική της αξία. Τα τελευταία γεγονότα όμως στην γειτονιά μας με αποκορύφωμα την κρίση στην Λιβύη αποδεικνύουν ότι η χώρα μας έχει όντως ισχυρό γεωστρατηγικό «χαρτί» μέσα στην προαναφερθείσα γενικότερη αστάθεια της νότιας Μεσογείου και κάλλιστα μπορεί να το χρησιμοποιήσει προς όφελος των εθνικών της συμφερόντων. Αυτό σημαίνει, χωρίς περίσσια φιλολογία, ότι η χώρα μας έπρεπε να ήταν από την αρχή της κρίσης παρούσα στις διαλαμβανόμενες εξελίξεις, όπως και πραγματικά έπραξε, για να μπορεί πρωτίστως να τις επηρεάσει, και κατόπιν να υπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα. Η απουσία της συνεπικουρούμενη από οποιοδήποτε καιροσκοπισμό στην παρούσα συγκυρία, μόνο αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει. Η όποια παρουσία και συμμετοχή μας, η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα και βαθεία στρατιωτική εμπλοκή, είναι και ηθικά νομιμοποιημένη (μετά τις μαζικές σφαγές αμάχων από το καθεστώς Καντάφι) αλλά κυρίως νομικά καλυμμένη από το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ, το οποίο μάλιστα προήλθε ύστερα από πρωτοβουλία του Αραβικού Συνδέσμου.
Πάντως παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας, αυτή δεν αποκόμισε μέχρι τώρα κάποια οφέλη στην προώθηση των συμφερόντων της, ενώ η Ελλάδα παραμένει στο προσκήνιο και είναι, έστω με περιορισμένες δυνατότητες, ένας έντιμος και αποδεκτός «παίκτης».
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου