GuidePedia

0


ΓΚΑΡΤΖΟΝΙΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Το τελευταίο διάστημα τα θέματα εθνικής ασφαλείας, είτε πρόκειται για τις τουρκικές απειλές ή για τις μεταναστευτικές ροές, βρίσκονται στην επικαιρότητα λόγω της σοβαρότητάς τους. Στη δημόσια συζήτηση εκφράζονται διάφορες απόψεις που έχουν σχέση κυρίως με το τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τα άμεσα προβλήματα που ανακύπτουν καθημερινά. Ωστόσο, το πλείστον αυτών των συζητήσεων αφορά ζητήματα τακτικού επιπέδου, που έχουν όμως το χαρακτήρα του επείγοντος.

Το κυριότερο όμως ερώτημα, που σπάνια τίθεται, αν αναλογιστεί κάποιος τη σοβαρότητά του, είναι το ποιος εκπονεί στρατηγική και με ποια διαδικασία; Η σύντομη απάντηση είναι ότι στερούμαστε οργάνου αλλά και διαδικασίας εκπόνησης. Από τα θέματα της άμυνας, εκείνα που απασχολούν κυρίως τον δημόσιο λόγο είναι οι εξοπλισμοί. Και δικαιολογημένα μέχρις ενός σημείου, καθόσον δεν υπάρχει άμυνα χωρίς οπλικά συστήματα, πόσο μάλλον δε, όταν οι εξοπλισμοί σταμάτησαν προτού αρχίσει η οικονομική κρίση.

Τα πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα στην αεροπορία και το ναυτικό είναι πολύ θετικά για να καλυφθούν σοβαρά κενά από την περίοδο της “ξηρασίας”. Ωστόσο, οι εξοπλισμοί, όσο σημαντικοί κι αν είναι, δεν αποτελούν τον σημαντικότερο παράγοντα στην άμυνα. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων όπου στρατοί κατώτεροι σε οπλισμό και αριθμό κέρδισαν υπέρτερους αντιπάλους τους. Και για μην πάμε μακριά, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι στους σύγχρονους πολέμους, η Ελλάδα όταν ηττήθηκε, η ήττα δεν ήταν αποτέλεσμα τεχνολογικής υστέρησης (1974), ενώ όταν κέρδισε, η νίκη δεν οφειλόταν σε εξοπλιστική υπεροχή (1940).

Η μονομερής εστίαση στους εξοπλισμούς και στην τεχνολογία, θεωρούμε ότι οφείλεται σε δύο λόγους:

Πρώτον στο γεγονός της ευκολίας που παρουσιάζει η μέτρηση, η σύγκριση και η αξιολόγησή τους: τόσα αεροσκάφη τέτοιας γενιάς, τόσα υποβρύχια, τόσα πυροβόλα κ.ο.κ.
Δεύτερον, επειδή προσθέτοντας οπλικά συστήματα υπάρχει η εντύπωση ότι προκύπτει αυτόματα η αποτροπή, μόνο και μόνο με την ύπαρξη οπλικών συστημάτων και στη συνέχεια, η αποτροπή είναι κάτι σαν θυμιατό με το οποίο ξορκίζουμε το κακό.

Το ΚΥΣΕΑ

Για την εκπόνηση στρατηγικής οι περισσότερες χώρες, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, έχουν συστήσει ένα όργανο που συνήθως ονομάζουν Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Εάν δεχθούμε την αγγλοσαξονική άποψη ότι οι συντελεστές ισχύος κάθε χώρας είναι οι στρατιωτικός, οικονομικός, διπλωματικός και πληροφοριακός, τότε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας αναλαμβάνει να ενορχηστρώσει αυτούς τους συντελεστές, ώστε η χώρα να παραγάγει εθνική στρατηγική και να επιτύχει τούς πολιτικούς της σκοπούς. Τα σφάλματα στο ανώτατο επίπεδο είναι μοιραία και δεν μπορούν να διορθωθούν στο τακτικό ή το επιχειρησιακό επίπεδο.

Στην Ελλάδα από το 1929 προβλέφθηκε η λειτουργία του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (ΑΣΕΑ), κατά το γαλλικό πρότυπο, το οποίο το 1982 μετονομάσθηκε σε Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (ΚΥΣΕΑ). Το όργανο αυτό, όμως, δεν λειτούργησε ποτέ ως όργανο χάραξης στρατηγικής. Οι κρίσεις στο Κυπριακό (δεκαετίες 1950 και 1960, καθώς και 1974) δεν αντιμετωπίσθηκαν από ένα τέτοιο όργανο. Ενώ οι άλλες χώρες μεταπολεμικά προχώρησαν στη δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, η Ελλάδα παραμένει με το ΚΥΣΕΑ.

Ποιο είναι το πρόβλημα; Το ΚΥΣΕΑ σήμερα ,εκτός του ότι είναι δύσκαμπτο, στερείται υποστηρικτικών μηχανισμών, μέσων και διαδικασιών ώστε να μπορεί να χαράσσει στρατηγική και να χειρίζεται κρίσεις. Συνέρχεται δε σχεδόν αποκλειστικά για να επιλέγει αρχηγούς των επιτελείων και να λαμβάνει αποφάσεις για εξοπλιστικά προγράμματα, πολλές φορές μάλιστα χωρίς να συνεδριάζει αλλά με συλλογή υπογραφών δια περιφοράς!

Τί είναι Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας

Το σπουδαιότερο ίσως δίδαγμα από την κρίση των Ιμίων το 1996, υπήρξε η έλλειψη συντονισμού και η απουσία διαδικασιών χειρισμού κρίσεων στο ανώτατο επίπεδο. Η εικόνα του διοικητή της ΕΥΠ να περιμένει επί ώρες στον προθάλαμο του πρωθυπουργικού γραφείου με μια σημαντική πληροφορία ή υπουργού που σε κρίσιμη στιγμή βρίσκεται σε τηλεοπτικό σταθμό, δεν οδήγησαν μέχρι σήμερα στη λήψη διορθωτικών μέτρων, για να αποφευχθούν παρόμοια φαινόμενα.

Και τούτο παρότι στη συνέχεια έχει προταθεί από πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, διπλωμάτες και στρατιωτικούς η σύσταση και στη χώρα μας υπό τον πρωθυπουργό Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο θα διαθέτει ένα πλέγμα υφισταμένων επιτροπών και ομάδων εργασίας και θα συντονίζει την χάραξη και εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής, αλλά και θα χειρίζεται τις κρίσεις. Είναι παράδοξο πως ενώ στην ουσία δεν έχει εκδηλωθεί κάποια διαφωνία, δεν έχουμε ακόμη ένα τόσο αναγκαίο όργανο.

Πράγματι, και τα κόμματα έχουν δείξει πως επιθυμούν δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Τον Δεκέμβριο 2016 το “Ποτάμι” κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου, που έτυχε θετικής αποδοχής από τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Η πρόταση περιελάμβανε στη σύνθεση του Συμβουλίου πρώην πρωθυπουργούς, αρχηγούς κομμάτων κλπ. Πρόκειται για παρανόηση του τί εννοούμε Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στην Ελλάδα και τι στον υπόλοιπο κόσμο. Το Συμβούλιο διεθνώς είναι εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης και όχι βήμα συζητήσεων και ανταλλαγής απόψεων, προς το οποίο επιδεικνύουμε προτίμηση.

Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή τον Απρίλιο 2019, περιλαμβανόταν στο σχέδιο νόμου περί εκσυγχρονισμού της εξωτερικής πολιτικής, σαν το Συμβούλιο να ήταν εξάρτημα του υπουργείου Εξωτερικών! Η δε περιγραφή του περιοριζόταν σε τέσσερα σύντομα άρθρα, από τα 172 συνολικά του νομοσχεδίου. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας προβλεπόταν ως συμβουλευτικό όργανο του πρωθυπουργού και όχι εκτελεστικό/συντονιστικό, παράλληλα με το ΚΥΣΕΑ, του οποίου καμία παθογένεια δεν θεράπευε. Μάλιστα, ανέφερε πως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας έπρεπε να παρακολουθεί, να ενημερώνεται και να συνεργάζεται με τα υπουργεία, χωρίς να ορίζει ποιος κάνει τι και πότε.

Βεβαίως είναι θεμιτό και θετικό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη συγκρότηση και τη λειτουργία ενός τέτοιου Συμβουλίου. Από τα όσα έχουν κατατεθεί όμως μέχρι τώρα στη δημόσια συζήτηση δημιουργείται προβληματισμός για το τι τελικά θα είναι, αν δημιουργηθεί και το τι θα κάνει. Καταρχάς να μνημονεύσουμε ότι έχει προβλεφθεί ακόμη και στο Σύνταγμα (άρθρο 82, §4) η συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), το οποίο στη συνέχεια υλοποιήθηκε με νόμο του 2003.

Το ΕΣΕΠ είναι ένα συμβουλευτικό όργανο, το οποίο όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ στις 5 Μαΐου 2015 για παράδειγμα συζήτησε τρία θέματα: ελληνοτουρκικές σχέσεις, λειτουργία της Ελληνικής Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού, συμμετοχή της Ελλάδας στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης του ΟΗΕ. Δηλαδή για ένα όργανο στο οποίο θα γίνεται συζήτηση για θέματα όπως τα παραπάνω έχουμε ειδική πρόβλεψη στο Σύνταγμα, ενώ αδυνατούμε να δημιουργήσουμε ένα όργανο για το τί θα κάνουμε!

Συμβούλιο και Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας

Για τη σημερινή κυβέρνηση, η ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας αποτελούσε κεντρικό στοιχείο του προεκλογικού προγράμματος. Ανέφερε πως η δημιουργία του θα πραγματοποιούνταν στα πρότυπα άλλων κρατών, όπως η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ. Ψήφισε, μάλιστα, από το 2019 νόμο για το επιτελικό κράτος, με τα οποία ο πρωθυπουργός απόκτησε για πρώτη φορά όργανα για να σχεδιάζει και να ελέγχει το κυβερνητικό έργο.

Στο νόμο περί επιτελικού κράτους, το ΚΥΣΕΑ διατηρήθηκε με τον ίδιο σχεδόν ρόλο και αντί να δημιουργηθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δημιουργήθηκε θέση Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας! Ο Σύμβουλος βρίσκεται κάπου στο βάθος στην Προεδρία της Κυβέρνησης, υπό την Γενική Γραμματεία του Πρωθυπουργού, υπό τον τομέα Επιστημονικής Υποστήριξης! Σίγουρα δεν πρόκειται για Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας με την έννοια που αποδίδεται στον όρο διεθνώς.

Το εάν θα λειτουργήσει σωστά ένας θεσμός εξαρτάται κι από τους ανθρώπους που τον εφαρμόζουν. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δεν είναι πανάκεια ούτε πρόκειται να μας λύσει όλα τα προβλήματα. Επ’ αυτού είναι διδακτικά τα παραδείγματα των ΗΠΑ και της Βρετανίας, χωρών με υποδειγματικούς θεσμούς χάραξης στρατηγικής και με τεράστια εμπειρία. Παρά ταύτα, οι Τζώρτζ Μπους και Τόνυ Μπλερ πήραν τις αποφάσεις για τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, στηριζόμενοι σε μια κλειστή ομάδα εμπίστων συμβούλων, παραβλέποντας τις θεσμικές διαδικασίες.

Τρία συμπεράσματα

Ο πρόεδρος Ομπάμα σπατάλησε όλο τον πρώτο χρόνο της προεδρίας του το 2009, για να αποφασίσει τι θα κάνει με τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, χωρίς να διατυπώσει μία σαφή και εφαρμόσιμη στρατηγική. Ενώ ο αρχικός σκοπός ήταν η αντιτρομοκρατία, στο τέλος κατέληξε στην καταστολή της εξέγερσης και την αποχώρηση των ενισχύσεων σε ένα χρόνο. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ παρουσίασε στον πρόεδρο τέσσερις επιλογές, οι οποίες αφορούσαν στον αριθμό των επιπλέον στρατευμάτων που έπρεπε να αποσταλούν: 85.000, 40.000, 35.000 και 20.000.

Ο πρόεδρος αγανακτισμένος του είπε: «Μου παρουσιάζετε τέσσερις επιλογές από τις οποίες δύο, 85.000 και 20.000 δεν είναι ρεαλιστικές. Οι υπόλοιπες δύο δεν διαφέρουν ουσιαστικά, μου δίνετε στην ουσία μία επιλογή την οποία έχετε διατυπώσει σε τέσσερις παραλλαγές. Θα ήθελα να είχα πραγματικές επιλογές για να διαλέξω». Ακόμη και στη δική μας Σχολή Πολέμου, αν κάποιος σπουδαστής παρουσίαζε τέτοιες επιλογές, θα είχε απορριφθεί.

Από τα παραπάνω συνάγουμε τρία συμπεράσματα:Πρώτον, μολονότι η πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική ελίτ της χώρας έχει σπουδάσει στο εξωτερικό και διαθέτει διεθνή εμπειρία, εδώ και πολλά χρόνια αδυνατούμε να συστήσουμε Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας με τη μορφή που έχει στις άλλες χώρες.
Δεύτερον, ένας τέτοιος θεσμός είναι απαραίτητος. Ωστόσο χρειάζεται χρόνος για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, αλλά και η θέληση του εκάστοτε πρωθυπουργού να τον χρησιμοποιήσει.
Τρίτον, η μη σύστασή του αποτελεί και μέτρο για το κατά πόσον σοβαρά λαμβάνουμε υπόψη μας τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας.

πηγή


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top