Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Η τρέχουσα αντι-δυτική συμπεριφορά της Τουρκίας δεν βασίζεται στις ιδιοτροπίες ενός αυταρχικού, αντι-δυτικού και ισλαμιστού ηγέτη της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αντίθετα, η τουρκική προσέγγιση στη ρωσική σφαίρα επιρροής, η οποία ξεκίνησε με την αγορά των S-400 που ενώ εξέπληξε αρκετούς, δείχνει τελικά να αντικατοπτρίζεται η εκπλήρωση και η εκδήλωση των μακροχρόνιων φιλοδοξιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για την εξυπηρέτηση της ασφάλειας της. Όμως, το πιο ανησυχητικό για τη δύση είναι, η αξιοσημείωτη απόσυρση της αμερικανικής επιρροής από τη Μέση Ανατολή. Ενώ το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάρτισαν σχεδιασμό με σκοπό τη μετατροπή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής προς όφελος των δυτικών συμφερόντων ασφαλείας, το εγχείρημα αυτό, όχι μόνο απέτυχε να εξασφαλίσει μια πιο φιλελεύθερη, ευημερούσα και σταθερή Μέση Ανατολή, αλλά και να αποξενώσει την Τουρκία, που ήταν το προπύργιο της Αμερικής στη Μέση Ανατολή, και τα απόρθητα τείχη της Ανατολικής Ευρώπης και της Ευρασιατικής, εν γένει, πολιτικής. Το μεγαλύτερο αγκάθι αυτής της οπισθοδρόμησης, είναι ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να επανεξετάσει όλες αυτές τις πολιτικές, και όχι μόνο τη σχέση της με την Άγκυρα.
Όσον αφορά τη δική μας εξωτερική πολιτική, καλείται να ασχοληθεί πιο επισταμένα με τις γεωπολιτικές αλλαγές που έρχονται. Επισημαίνεται ότι όποτε ο Ελληνισμός ησύχαζε και διατηρούσε μια στερεότυπη δυσπιστία σχετικά με την ετοιμότητα της Τουρκίας να πλησιάσει τη Ρωσία ήταν λόγω της υπόθεσης ότι η Τουρκία και η Ρωσία έχουν μοιραστεί από τη γεωγραφία, την ιστορία και τον πολιτισμό για να είναι αντίπαλοι. Η ιδέα ότι οι δύο χώρες θα μπορούσαν να είναι εταίροι ή ακόμη και σύμμαχοι φαινόταν αδιανόητη σε όσους έβλεπαν τα πράγματα με παρωπίδες. Όμως η πιο σημαντική περίπτωση της ρωσο-τουρκικής συνεργασίας, η οποία μάλιστα μας αφορά άμεσα, ήρθε κατά τη διάρκεια του λεγομένου πολέμου της εθνικής ανεξαρτησίας (1919-22) της Τουρκίας, όταν οι Ρώσοι παρείχαν ουσιαστική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στους Τούρκους. Ακόμη και προτού αναδειχθεί για να διεκδικήσει την ηγεσία των Τούρκων Εθνικών Δυνάμεων τον Μάιο του 1919, ο Κεμάλ προσέγγισε εκπροσώπους των μπολσεβίκων για να συζητήσουν πιθανή συμμαχία. Με την ανάληψη της διοίκησης του εθνικιστικού κινήματος των Νεοτούρκων, ακολούθησε αμέσως συμμαχία με τον Λένιν και τη Μπολσεβίκικη Ρωσία. Στη συνέχεια, η Σοβιετική Ρωσία παρέδωσε στις δυνάμεις του Κεμάλ και όπλα και χρήματα. Η προσέγγιση του Κεμάλ με τον Λένιν ήταν μια γεωπολιτική πραγματικότητα. Δεν ήταν ούτε καπρίτσιο ούτε συμβιβασμός του τουρκικού εθνικιστικού σχεδιασμού, πολύ περισσότερο δεν ήταν ιδεολογική ταύτιση.
Η τουρκική «συμμαχία» με τη Σοβιετική Ρωσία κατά των αντιμαχομένων δυνάμεων αντικατόπτριζε την επιμονή του Κέμαλ στην αδιαμφισβήτητη κυριαρχία και την πλήρη ανεξαρτησία. Αυτές ήταν οι θεμελιώδεις αρχές των Νεοτούρκων που ήταν αποφασισμένοι να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο έθνος κράτος στα χαλάσματα της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας. Το χρυσό και τα πυροβόλα όπλα που παρέδωσε η Σοβιετική Ρωσία επέτρεψαν στους Τούρκους να κυριαρχήσουν στρατιωτικά στην Ανατολία και να αψηφήσουν τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, με την οποία οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συμφώνησαν να μοιράσουν την Ανατολία μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ελλάδας και Αρμενίας και να αφήσουν το παρηκμασμένο Τουρκικό Σουλτανάτο στα βόρεια της Ανατολίας και ένα πιθανό κουρδικό κράτος στα νοτιοανατολικά.
Η επιτυχία του Κεμάλ ήρθε με τις στρατιωτικές νίκες κυρίως εναντίον του Ελληνισμού, που καθιστούσαν άκυρη τη Συνθήκη των Σεβρών και κατέστησαν δυνατή την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η Τουρκική Δημοκρατία πιθανότατα δεν θα υπήρχε εάν οι Σοβιετικοί δεν την υποστήριζαν. Ο Κεμάλ όπως ήδη αναφέραμε δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τον μπολσεβικισμό ως μορφή κοινωνικής οργάνωσης και μάλιστα, ήταν αυτός που κατέστειλε το αναδυόμενο Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Επίσης ήταν ο ίδιος που κατανόησε τις δυνατότητες των Σοβιετικών ως γεωπολιτικών συμμάχων. Η σοβιετική βοήθεια με τη μορφή χρημάτων, όπλων και πυρομαχικών ήταν κρίσιμη για την επιτυχία του στον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους.
Στη συνέχεια οι εδαφικές και άλλες απαιτήσεις του Στάλιν στην Τουρκία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έσπρωξαν τους Τούρκους αποφασιστικά προς τη Δύση και προς τον Οργανισμό του ΝΑΤΟ, στον οποίο προσχώρησε το 1952. Για τις επόμενες πέντε δεκαετίες, υπήρξε ο δυτικός προσανατολισμός. Ωστόσο, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία βρήκε μερικές φορές συμπαθητικό κοινό στη Μόσχα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η προσέγγιση με τη Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, διευκόλυνε το 1974 την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μετασχημάτισε θεμελιωδώς τη γεωπολιτική κατάσταση της Τουρκίας. Η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας είχε διαλυθεί και για πρώτη φορά εδώ και αιώνες η Τουρκία δεν μοιράζετε πλέον σύνορα με τη Ρωσία.Αρκετά κράτη μαξιλάρια (Bufferstates) με πολιτικές απομονωτισμού τώρα χωρίζουν τους δύο. Επιπλέον, η Ρωσική Ομοσπονδία κατέχει περίπου το ήμισυ του μεγέθους και είναι στρατιωτικά, λιγότερο ικανή από τον σοβιετικό πρόγονο.
Έτσι σήμερα τα βαθύτερα ρεύματα του Κεμαλισμού, δηλαδή η καχυποψία προς όλες τις μεγάλες δυνάμεις, ότι επιθυμούν το διαμελισμό της και η φιλοδοξία για πλήρη ανεξαρτησία της, και γιατί όχι τη δημιουργία του νέο-οθωμανισμού, άρχισαν να επαναπροσδιορίζονται στη διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η κοσμοθεωρία έχει συσσωρευτεί στους Τούρκους μέσω του σχολείου, της στρατιωτικής θητείας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης για πάνω από επτά δεκαετίες. Είναι δε, πολύ σκληρά συνδεδεμένη με την τουρκική μνήμη. Στις πιο σκληρές εκδηλώσεις της, είναι γνωστή ως «Σύνδρομο των Σεβρών», μια αναφορά στην αποτυχημένη Συνθήκη του 1920 που θα διαμέλιζε την Τουρκία.
Πιστεύω πλέον ότι ο σύγχρονος άξονας της Άγκυρας με τη Μόσχα πρέπει να εξεταστεί με παρόμοιο τρόπο. Το μέλλον των ρωσο-τουρκικών δεσμών θα εξαρτηθεί αποφασιστικά, από το μέλλον των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία παραμείνουν σύμμαχοι η Άγκυρα εκτιμάται απίθανο να εμβαθύνει τους δεσμούς της με τη Ρωσία πέρα από αυτό που γίνεται σήμερα. Οι ίδιες φιλοδοξίες για ανεξαρτησία και αδιαμφισβήτητη κυριαρχία που ωθούν την Τουρκία να αποστασιοποιηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα λειτουργήσουν, ειδικά σε συνδυασμό με μια ιστορικά επικαιροποιημένη ευσπλαχνία της Ρωσίας, να γίνει στενός και ενθουσιώδης εταίρος της Ρωσίας. Η Μόσχα εκτιμάται ότι θα επιδιώξει να διευρύνει και να εκμεταλλευτεί τις διαφωνίες με την Ουάσιγκτον, ώστε να διαταράξει την εσωτερική δυναμική του ΝΑΤΟ.
Συμπεράσματα
Η Τουρκία, η οποία επί δεκαετίες υπήρξε σταθερός, αν και μερικές φορές δυσαρεστημένος, σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης γενικότερα, τώρα προτιμά να αποστασιοποιηθεί από τη Δύση για χάρη της ασφάλειας. Αν και τολμηρή και επικίνδυνη, η αγορά των S-400 και η ευρύτερη στροφή προς τη Ρωσία δεν μπορεί να αποδοθεί στον υποτιθέμενο εξωραϊσμό του Ερντογάν, ακόμα λιγότερο στον ισλαμικό προσανατολισμό του ή σε οποιαδήποτε ιδεολογία πέρα από τον κυρίαρχο τουρκικό εθνικισμό. Η στροφή προς τη Ρωσία είναι σύμφωνη με τα βασικά θεμέλια της εξωτερικής πολιτικής που έχει θέσει ο Μουσταφά Κεμάλ και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στην πραγματικότητα έχει το προηγούμενο της στην προσωπική διπλωματία του Κεμάλ. Επομένως όποιος και να ήταν στη θέση του Ερντογάν, θα ακολουθούσε την ίδια πολιτική.
Όσον αφορά τον Ελληνισμό το σημαντικότερο, είναι να αναγνωρίσουμε τη θεμελιώδη γεωστρατηγική πραγματικότητα, και να αποκτήσουμε απόλυτη ελευθερία δράσης και λειτουργίας που να βασίζεται στις στρατιωτικές πτυχές και τα θέματα ασφαλείας ως απάντηση σε οποιαδήποτε δεδομένη απειλή ή κίνδυνο. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος αύξησης της βάσης των εθνικών μας πόρων που θα εγγυώνται την υποστήριξη της ασφάλειάς μας.
Η ανθεκτικότητα του Ελληνισμού, και η προθυμία μας για εθνική ανεξαρτησία, μεταξύ άλλων και η αξιόπιστη εθνική μας ισχύς, πρέπει να επιμένουν στις δύσκολες συνθήκες ακόμη και εν καιρώ πολέμου. Έτσι, το καθήκον της διασφάλισης της εθνικής ύπαρξης και των ζωτικών συμφερόντων διαμορφώνεται από τα ακόλουθα γενικά διδάγματα: Οι ένοπλες δυνάμεις, είναι μόνο ένα στοιχείο της γενικής εθνικής ασφάλειας. Οι ένοπλες δυνάμεις δεν είναι παντοδύναμες, και η ικανότητά τους να εκπληρώνουν τον καθορισμένο ρόλο τους και να αναλαμβάνουν τις αποστολές εξαρτάται από τη δημιουργικότητα και την εγγύηση σε εθνικό πολιτικό επίπεδο της αναγνώρισης των επαρκών συνθηκών πρωτίστως στο επίπεδο της γεωπολιτικής. Βασικές λειτουργικές παραδοχές εθνικής ασφάλειας πρέπει να είναι η μόνη βάση για τη θέσπιση πολιτικής εθνικής στρατηγικής για την εθνική ασφάλεια. Απαιτείται ετοιμότητα ακόμη και για κατάρρευση κάθε υφιστάμενου συμφώνου ή συνθήκης.
«Αν θέλετε ειρήνη, προετοιμαστείτε για πόλεμο»; αυτό συνεπάγεται, την πειστική ετοιμότητα για να εγγυηθούμε τη διατήρηση των ζωτικών εθνικών συμφερόντων μας. Είναι η πιο, αξιόπιστη διασφάλιση της δημιουργίας και της διατήρησης της αποτροπής για την πρόληψη του πολέμου. Αυτή η έννοια αναφέρεται στην ικανότητα του Ελληνισμού να υπερασπίζεται τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις, δημιουργώντας ταυτόχρονα και διατηρώντας μια σειρά επιλογών για δράση.
Η αποτροπή, η υπεροχή στις πληροφορίες, η άμυνα και τελικά η νίκη, είναι τα συστατικά για την κυρίαρχη στρατηγική αποτροπής του Ελληνισμού για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων μας με βάση την επίτευξη της νίκης ως σαφούς εκδήλωσης της προβολής εθνικής ισχύος. Μια τέτοια νίκη βασίζεται στην έγκαιρη προειδοποίηση του πολέμου από πηγές πληροφοριών, τη διαρκή ικανότητα ενίσχυσης της εθνικής άμυνας, και την αποτροπή των εχθρικών στόχων.
Η κατάλληλη προετοιμασία για πόλεμο, επίσης απαιτεί κωδικοποίηση των ρυθμίσεων ασφαλείας που καθιερώνουν αποδεκτές παραχωρήσεις ασφαλείας. Βέλτιστη κατανομή των πόρων λόγω δημοσιονομικών περιορισμών και τον καθορισμό εθνικών προτεραιοτήτων βάσει πολιτικών συμφωνιών. Αυτά τα περιθώρια ασφαλείας επιτρέπουν τους υπολογισμούς κινδύνου στον δρόμο προς την ειρήνη.
* Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior recercher of Strategy International και Member of Institude for National and International Security.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου