Η Τουρκία θα καταλάβαινε μόνο ένα συστηματικό και καλά δομημένο εμπάργκο στην τουρκική οικονομία.
Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης*Η Άγκυρα από τα μεθεόρτια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις κατά ταύτα επελθούσες ρυθμίσεις στην μεταπολεμική διεθνή τάξη, ούσα χαρακτηρισμένη κατά FrankWeber ως «επιτήδειος ουδέτερος» της ευρύτερης περιοχής, χωρίς να καταλαμβάνει την κατά ταύτα δόξα της αιμάσσουσας στον παγκόσμιο πόλεμο, Ελλάδος, έθεσε κατά τον αποφασιστικά σταθερό τρόπο που διακρίνει το μεταοοθωμανικό τουρκικό πολιτικό σύστημα ζητήματα εθνικών διεκδικήσεών της στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Της κυπριακής απελευθερωτικής μετααποικιακής υπόθεσης μεσουρανούσης, η Άγκυρα τη παροτρύνση του αγγλικού παράγοντα έθεσε θέμα διχοτόμησης της Κύπρου, που απετέλεσε και ένα στρατηγικά κεντρικά εκδηλούμενο τουρκικό επεκτατικό πλαίσιο πολιτικής.
Η πολιτική αυτή κινείται όλες τις επελθούσες δεκαετίες σταθερά και αναλλοίωτα, ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα των όποιων πολιτικών ή κυβερνητικών μεταβολών επέρχονται στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, πράγμα που ερμηνεύει την σταθερότητα στην στοχοθεσία και την στρατηγική προσήλωση του τουρκικού πολιτικού συστήματος στην εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος της χώρας.
Η τουρκική στρατηγική εκμεταλλεύεται διαφαινόμενα κενά ή ελλείμματα ισχύος στην ευρύτερη περιοχή και εκδηλώνει κατά ταύτα την στρατηγική της θέληση για άμεση κάλυψη των αντιστοίχων κενών, όπως εμφανίζονται στο γεωπολιτικό πλαίσιο ενός δυνάμει συγκρουσιακού χώρου, που εκτυλίσσεται στην νοτιοανατολική Μεσόγειο με κύρια αναφορά στο ιστορικά δοκιμαζόμενο πεδίο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο στόχος του τουρκικού παράγοντα είναι εμφανής και δεδηλωμένος: Η αναθεώρηση του υφιστάμενου μεταπολεμικού statusquo της περιοχής και η μετατροπή του εν πρώτοις σε «φινλανδοποιημένη» ζώνη με τελική στρατηγική στόχευση την ενσωμάτωση του χώρου στην επικυριαρχία ενός σταδιακά αναδυόμενου νεοοθωμανικού ηγεμονικού συστήματος. Το ανωτέρω σκεπτικό συνιστά ένα στρατηγικό πλαίσιο πολιτικής, που αποβλέπει στην επιβολή εξουσιαστικών δομών ηγεμονικής κυριαρχίας στον χώρο, πράγμα που επιβάλλει στα απειλούμενα κράτη του ελληνισμού την κατά ταύτα συστράτευση και ενεργό κινητοποίηση δυνάμεων γεωστρατηγικής συμπόρευσης για αντιμετώπιση του υφιστάμενου και επερχόμενου τουρκικού επεκτατισμού.
Ο ελληνισμός βρίσκεται ενώπιον μιας μοναδικής από του Ιουλίου – Αυγούστου 1974 ευκαιρίας, κατόπιν της εκδηλούμενης αμερικανικής και ισραηλινής στάσης γεωστρατηγικής αντιπαράθεσης προς την Άγκυρα, που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε σύμπραξη προς Αθήνα και Λευκωσία για κοινή αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικής προκλητικότητας.
Οι τουρκικές παραβιάσεις δρομολογούν πολιτικές ενίσχυσης, ενδυνάμωσης και διεθνούς καταξίωσης ενός υφιστάμενου παλαιόθεν τουρκικού αναθεωρητισμού. Η Τουρκία δεσμεύει αυθαιρέτως, μονομερώς και κατά παράβαση όλων των κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, περιοχή 60 χιλιόμετρα δυτικά της Πάφου, που υπάγεται σαφώς και αναντιρρήτως στην κυπριακή δικαιοδοσία και την κυπριακή θαλάσσια κυριαρχία, διαδηλώνοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο στον διεθνή παράγοντα την θέλησή της να πραγματοποιεί ενέργειες που άπτονται των συμφερόντων της, τα οποία δεν υποχρεούται να τα θέτει σε μια διαδικασία ταύτισης με το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας. Γνωρίζει καλώς την άναρχη δομή του διεθνούς συστήματος και λειτουργεί, όχι με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου, αλλά με καθοδηγητικό φακό τις αρχές της εν προκειμένω παρανόμως εκδηλούμενης ισχύος.
Οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν ήσαν τόσο αναμενόμενες, όσο και αδιάφορες για τον τουρκικό παράγοντα. Στις παροτρύνσεις της Ουάσιγκτον για αποφυγή παρανόμων ενεργειών όπως συμβαίνει από την Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ, η Άγκυρα απάντησε κατά το γνωστό ύφος ισχύος μετά περισσού θράσους πως δεν επιτρέπεται σε τρίτες χώρες να παρεμβαίνουν σε ζητήματα περιφερειακής δικαιοδοσίας της ιδίας, επικαλούμενη προς τούτο – άκουσον – άκουσον- και αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων. Αντέδρασε η Κυπριακή Δημοκρατία δικαίως και νομίμως, καθώς επίσης και η Ευρωπαϊκή Ένωση διά της Φεντερίκας Μογκερίνι, Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, την οποία επίσης ουδόλως υπολογίζει, δεδομένης της αδιαφορίας του τουρκικού παράγοντα προς την ΕΕ.
Η Τουρκία θα καταλάβαινε μόνο ένα συστηματικό και καλά δομημένο εμπάργκο στην τουρκική οικονομία, το οποίο θα επηρέαζε μεσομακροπρόθεσμα το καθεστώς Ερντογάν. Όλα τα άλλα ευρωπαϊκά φληναφήματα περί καταδίκης και ανάσχεσης της πορείας προς την ΕΕ δεν τα υπολογίζει το καθεστώς, γιατί δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να ενταχθεί στους κόλπους της Ένωσης.
Η Άγκυρα βρίσκεται σε συγκρουσιακή αντιπαράθεση πολλών επιπέδων, τόσο με το Ισραήλ, όσο και με την Αίγυπτο. Υπολογίζοντας κανείς την Ελλάδα και την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, η Τουρκία συγκρούεται με όλα τα κράτη της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Το γεγονός ότι η πολιτική συμπεριφορά της Τουρκίας επηρεάζει την ασφάλεια και την σταθερότητα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο επιβάλλει στις κύριες χώρες που δέχονται τα ανωτέρω πλήγματα σε συνασπισμό, όχι μόνο ενεργειακό, αλλά και αμυντικό τοιούτο για αντιμετώπιση κοινής εχθρικής επιβουλής.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό και πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ για πρώτη φορά λαμβάνουν τόσο καθαρή θέση υπέρ της Κύπρου και εναντίον της Τουρκίας ως κυβέρνηση, όπερ επιτρέπει στις δύο χώρες του ελληνισμού να σχεδιάσουν κινήσεις αξιοποίησης του μομέντουμ, όπως εκδηλώνεται πολιτικά υπέρ των εθνικών του συμφερόντων.
Τα επόμενα βήματα της Τουρκίας αποτυπώνονται στην χρησιμοποίηση των τεχνολογικών μέσων που προμηθεύθηκε από χώρες της Άπω Ανατολής, για διενέργεια γεωτρήσεων μιας εν τοις πράγμασι αμφισβήτησης της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε περιοχές που κείνται στην νομιμότητα του κυπριακού κράτους. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διαθέτει την στρατιωτική ισχύ και την ικανότητα αποτροπής του τουρκικού παράγοντα από την διενέργεια τέτοιων πράξεων, πέραν του γνωστού δεδομένου της καταγγελίας σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και σε όλα τα σχετικά φόρα ευρωπαϊκής και διεθνούς νομιμότητας. Δεν υπάρχει περίπτωση οι διεθνείς θεσμοί, όπως είναι ο ΟΗΕ ή η ΕΕ δι’ αποφάσεων των θεσμικών τους οργάνων να κινηθούν άνευ εταίρου εναντίον μιας χώρας, όπως η Τουρκία, του μεγέθους και της γεωστρατηγικής της υπεραξίας. Για να συμβεί μια παρόμοια διεθνής δράση με την περίπτωση του ρατσιστικού καθεστώτος της Νοτίου Αφρικής, το οποίο μέσα από την διεθνή απομόνωση και πίεση οδηγήθηκε σε κατάρρευση, πρέπει να συμπράξουν τουλάχιστον οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη, πράγμα που δεν μπορεί εν προκειμένω να συμβεί.
Η κυπριακή κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει ανυποχώρητη στην υποστήριξη των δικαίων της που άπτονται της νομιμότητας στην κυπριακή ΑΟΖ και που αφορούν στην αδειοδότηση οικοπέδων σε διεθνούς κύρους και ισχύος εταιρείες για έρευνα, αναζήτηση και εξόρυξη ορυκτού πλούτου, που δύναται να αποβεί κερδοφόρος για την Κύπρο και τον λαό της. Η Κυπριακή Δημοκρατία επομένως οφείλει να οργανώνει τις κινήσεις της σε σχέση με τα δεδομένα της αξιοποίησης του πλούτου που υπάρχει στην θάλασσα και στο έδαφός της, συμπράττουσα με τον διεθνή παράγοντα ως αντίληψη προβολής ισχύος, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την Γαλλία και τις ΗΠΑ. Εν κατακλείδι, υπογραμμίζεται πως η σύμπτωση συμφερόντων ενισχύει τους αδυνάτους.
*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Δημοσίευση σχολίου