Δρ. Μιχάλης Κοντός*
Με την ανάλυση αυτή επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε τις καταβολές και την εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων με έμφαση στους παράγοντες που καθορίζουν τη σημασία της Τουρκίας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και στρατηγική ασφαλείας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται η σημασία του πολιτικού προσανατολισμού της Τουρκίας ως παράγον-κλειδί που καθορίζει τόσο τις κυρίαρχες αντιλήψεις, όσο τις πολιτικές επιλογές της Ουάσιγκτον. Μεθοδολογικά, η ανάλυση επιχειρεί να απαντήσει σε τρία ερωτήματα: Ποιοι παράγοντες αναδεικνύουν τη σημασία της Τουρκίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Πώς επηρεάστηκαν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επί ημερών Ερντογάν; Και ποιο το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων; Ποιοι παράγοντες αναδεικνύουν τη σημασία της Τουρκίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς η διαμόρφωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και το υπόβαθρό τους θα πρέπει να ανατρέξει στις απαρχές της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, η έναρξη της οποίας σηματοδότησε την οριστική εγκατάλειψη του παραδοσιακού απομονωτισμού και την υιοθέτηση μιας σταθερά εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής από την Ουάσιγκτον. Η ανάδειξη του παγκόσμιου διπολισμού και της σοβιετικής απειλής οδήγησε στη δημιουργία του ευρωατλαντικού στρατηγικού σχήματος και στην διασύνδεση των αμερικανικών με τα δυτικοευρωπαϊκά συμφέροντα ασφαλείας στα πλαίσια ενός μεγάλου δυτικού συνασπισμού, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου ήταν το ΝΑΤΟ.
Τρεις αλληλένδετοι παράγοντες ανέδειξαν τη γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το δυτικό συνασπισμό κατά την εν λόγω περίοδο: ο ξεκάθαρος δυτικός προσανατολισμός της κεμαλικής Τουρκίας και η ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1952, η γεωγραφική της εγγύτητα με τη Σοβιετική Ένωση και η θέση της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα, η μεγάλη της γεωγραφική μάζα και ο ισχυρός και έμπειρος στρατός της (δεσμευμένος έναντι του δυτικού προσανατολισμού της χώρας) καθιστούσαν την Τουρκία ένα πολύτιμο σύμμαχο στα πλαίσια του εξοντωτικού ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε απόρρητο έγγραφο με τίτλο «National Intelligence Estimate-9», ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 1951, το οποίο είναι διαθέσιμο στο αρχείο αποχαρακτηρισμένων εγγράφων του State Department (σειρά Foreign Relations of the United States).
Έχει σημασία να τονίσουμε ότι οι αναφορές αυτές έγιναν πριν ακόμα η Τουρκία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ: «Η ευθυγράμμιση της Τουρκίας με τη Δύση είναι πρωταρχικής στρατηγικής σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω της πολιτικής και στρατιωτικής της ισχύος και της γεωγραφικής της θέσης. Η Τουρκία γειντιάζει με τη Σοβιετική Ένωση και με περιοχές των σοβιετικών δορυφόρων και απλώνεται κατά μήκος της γραμμής της σοβιετικής διείσδυσης στις αδύναμες και ασταθείς χώρες της Μέσης Ανατολής. Ο Τουρκικός Στρατός θα αποτελούσε ένα σημαντικό εμπόδιο έναντι ενδεχόμενης σοβιετικής προώθησης στη Μέση Ανατολή μέσω Τουρκίας. Επιπρόσθετα, ο φιλο-αμερικανικός προσανατολισμός της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική της ισχύ, αποτρέπει τη Σοβιετική Ένωση από του να επιτεθεί κατά της Τουρκίας διότι ο προσανατολισμός αυτός υπονοεί ότι είναι πιθανό μια σοβιετική επίθεση κατά της Τουρκίας να οδηγήσει σε αμερικανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης». Και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Στην απομακρυσμένη περίπτωση κατά την οποία η Τουρκία θα εγκατέλειπε την φιλο-δυτική της ευθυγράμμιση, η επίδραση επί των αμερικανικών συμφερόντων στην Εγγύς Ανατολή θα ήταν εξαιρετικά σοβαρή».
Το έγγραφο αυτό περιγράφει με ακρίβεια τις προτεραιότητες των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η ανάσχεση της εξάπλωσης της σοβιετικής εξάπλωσης, είτε στρατιωτικά είτε μέσω της διάδοσης του κομμουνισμού, αποτελούσαν την υπ’ αριθμόν ένα στρατηγική προτεραιότητα της Ουάσιγκτον. Ταυτόχρονα όμως περιγράφει και ένα δεδομένο με διαχρονική επιρροή στην εξωτερική πολιτική και την στρατηγική ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών: όπως αναφέραμε πιο πάνω η Τουρκία είναι πολύτιμος σύμμαχος εξ αιτίας, αφ’ ενός, του σταθερά φιλο-δυτικού προσανατολισμού του πολιτικού της καθεστώτος και, αφ’ ετέρου, λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Το δεύτερο είναι σταθερό, συνεπώς, όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούσαν εξωστρεφή εξωτερική πολιτική και ενδιαφέρονταν για την διατήρηση περιφερειακών ισορροπιών δυνάμεων σε περιοχές υψίστης σημασίας για τα συμφέροντά τους, θα επιθυμούσαν την ύπαρξη συμμάχων με τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας.
Το πρώτο όμως, δεν είναι σταθερό. Θα μπορούσε να μεταβληθεί αναλόγως των εσωτερικών περιστάσεων στην εν λόγω χώρα. Και σε περίπτωση που ο προσανατολισμός του πολιτικού καθεστώτος μεταβαλλόταν τότε η ισχύς του τουρκικού κράτους δεν θα είχε αξία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ίσως δε και να απέβαινε εις βάρος τους. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη παρά μόνον πενήντα ένα χρόνια μετά τη σύνταξη αυτού του εγγράφου.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989-1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν δύναμη αδιαμφισβήτητης παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας σε ένα μονοπολικό διεθνές σύστημα. Αναφορικά με την Τουρκία, υπήρξαν αναλύσεις οι οποίες προέβλεπαν την υποχώρηση της γεωστρατηγικής αξίας της χώρας για τη Δύση. Εν τούτοις, συνέβη το αντίθετο. Η συμμετοχή της στον Πόλεμο στον Περσικό Κόλπο μέσω της παραχώρησης της βάσης του Ιντσιρλίκ για τα αμερικανικά αεροσκάφη, παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει ικανό σύνδεσμο προώθησης των δυτικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή και κατά τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να τύχει παράλληλης θεώρησης με το γεγονός της μόλις προ μερικών ετών υποβολής της τουρκικής αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ, η οποία, όταν και εφ’ όσον θα συνέβαινε, θα ενδυνάμωνε περαιτέρω τη σχέση της Τουρκίας με το δυτικό κόσμο. Επιπλέον αναβάθμιση της γεωστρατηγικής αξίας της Τουρκίας προέκυπτε και λόγω της επιρροής της στις τουρκογενείς χώρες της Κεντρικής Ασίας, πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες πλούσιες σε ενεργειακούς πόρους, τις οποίες αναμενόταν ότι η Τουρκία θα μπορούσε να απομακρύνει από τυχόν ακραίες ισλαμικές επιρροές του Ιράν ή της Σαουδικής Αραβίας. Συνεπώς, όσο η Μέση Ανατολή παρέμενε σημαντική για τα αμερικανικά συμφέροντα τόσο η γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας (επαναλαμβάνω, δεδομένου του φιλο-δυτικού προσανατολισμού της χώρας) παρέμενε σταθερή, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη την απώλεια του σημαντικότερου συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή λίγα χρόνια προηγουμένως, του Ιράν, εξ αιτίας της αλλαγής του καθεστώτος με την πτώση του φιλο-Αμερικανού Σάχη και την ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Κατά τη δεύτερη μεταψυχροπολεμική δεκαετία, ο περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας ενισχύθηκε και ως αποτέλεσμα της ανόδου του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας, σε συνδυασμό με την άνοδο στην εξουσία του ΑΚΡ και του θεωρούμενου τότε ως ήπιου ισλαμιστή Ερντογάν. Το φιλελεύθερο ιδεολόγημα της «ισλαμοδημοκρατίας», του παντρέματος δηλαδή του ήπιου πολιτικού ισλάμ με τη δυτικού τύπου δημοκρατία, παρουσιαζόταν ως το μοντέλο που θα αναδιαμόρφωνε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, γεγονός που θα την καθιστούσε πιο σταθερή και πιο φιλική προς τη Δύση.
Πώς επηρεάστηκαν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επί ημερών Ερντογάν;
Εν τούτοις, το ιδεολόγημα της «ισλαμοδημοκρατίας» διαψεύστηκε σχετικά νωρίς. Υπό την ηγεσία του ΑΚΡ και του κ. Ερντογάν, κυρίως από το 2010 και εντεύθεν, η Τουρκία ανέπτυξε μια ιδιαιτέρως φιλόδοξη περιφερειακή ατζέντα η οποία αποσκοπούσε κατά το ελάχιστο στην αύξηση της επιρροής της χώρας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και κατά το μέγιστο στο να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας με παγκόσμιο εκτόπισμα. Η κινητήριος δύναμη των φιλοδοξιών της Άγκυρας και ο βασικός συντελεστής (μαλακής) ισχύος τον οποίο επιχείρησε να κινητοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση ήταν ο μουσουλμανικός χαρακτήρας της χώρας και η συγκεκριμένη διάσταση του πολιτικού ισλάμ την οποία ενστερνίζεται το ΑΚΡ.
Μέσω του θρησκευτικού στοιχείου και της ιδεολογικοποίησής του, η Άγκυρα φιλοδοξούσε να αυξήσει την αποδοχή της μεταξύ των μουσουλμανικών πληθυσμών της περιοχής, καλλιεργώντας την εικόνα της χώρας-προστάτιδάς τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτισμική (και όχι απλώς θρησκευτική) οπτική περί Ισλάμ την οποία ενστερνίζεται ο Ερντογάν (αλλά και ο πάλαι ποτέ μέντορας και στενός συνεργάτης του, Νταβούτογλου) καθιστούσε τη σύγκρουση με τον δυτικό πολιτισμό αναπόφευκτη, προκειμένου να προωθηθεί η εναλλακτική κοσμοθεωρία του Ισλάμ. Η δυναμική αυτή επηρέασε καταλυτικά μια σειρά από σύνθετες αλληλεξαρτήσεις, όπως οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ΕΕ, το Ισραήλ και άλλες περιφερειακές δυνάμεις (π.χ. Ιράν και Σαουδική Αραβία). Επιπλέον, οδήγησε σε ρήξεις με κυβερνήσεις μουσουλμανικών χωρών με διαφορετικά πολιτικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά, όπως το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και η κυβέρνηση Σίσι στην Αίγυπτο.
Όσο αυτή η δομική εξέλιξη στις περιφερειακές σχέσεις της Τουρκίας λάμβανε χώρα, η μερική υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την περιοχή της Μέσης Ανατολής (η οποία εκδηλώθηκε κυρίως με την μαζική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ το 2011 και με την αποτυχία του Προέδρου Ομπάμα να πραγματοποιήσει την απειλή του για στρατιωτική επέμβαση κατά του καθεστώτος Άσαντ σε περίπτωση χρήσης χημικών όπλων, το 2013) δημιούργησε αντιλήψεις περί της ύπαρξης ενός περιφερειακού κενού ισχύος. Οι αντιλήψεις αυτές ενήργησαν ενισχυτικά υπέρ των τουρκικών περιφερειακών σχεδιασμών, έδωσαν ώθηση στον περιφερειακό ηγεμονισμό του Ιράν, ενώ παρείχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στη Ρωσία να εισέλθει στον συριακό εμφύλιο και να καθορίσει την έκβασή του, καθιστώντας ταυτόχρονα τη Μόσχα παίχτη-κλειδί στην ευρύτερη περιοχή. Μέσα σε αυτό το σύνθετο περιφερειακό σκηνικό, μεσολαβούσης της «Αραβικής Άνοιξης» και της εμφάνισης του «Ισλαμικού Κράτους» με τα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματά τους, άρχισε να εξελίσσεται ένα σύμπλεγμα αναδιατάξεων και ανταγωνισμών προς αναζήτηση μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων. Ως εκ τούτου, παρά τις αρχικές τριβές στις σχέσεις τους εξ αιτίας των συγκρουόμενων αντιλήψεών τους για το μέλλον του καθεστώτος Άσαντ και, κυρίως, λόγω της κατάρριψης του ρωσικού μαχητικού SU-24 το 2015, η Μόσχα και η Άγκυρα ανέπτυξαν μια αξιοσημείωτη σύγκλιση συμφερόντων η οποία ενισχυόταν από την αλληλεξάρτηση των δύο χωρών στον ενεργειακό τομέα.
Εν μέσω της παράλληλης και ταυτόχρονης ανάπτυξης της έντασης στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως όμως εν μέσω της εντατικοποίησης του στρατηγικού ανταγωνισμού της Μόσχας με το ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή περίμετρο της Ρωσίας, η ρωσοτουρκική σύγκλιση αντιμετωπίστηκε με μεγάλη καχυποψία από την Ουάσιγκτον. Η παραγγελία του συστήματος S-400 από την Άγκυρα αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για την στρατηγική ασφαλείας του ΝΑΤΟ και θέτει ερωτηματικά για το βαθμό δέσμευσης της Τουρκίας έναντι της συμμαχίας. Την ίδια στιγμή, η ρήξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η οποία έχει τις ρίζες της στην μεταβολή του πολιτικού προσανατολισμού της χώρας και στις τεκτονικές περιφερειακές και διεθνείς αναδιατάξεις τις οποίες σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, τροφοδοτείται διαρκώς από διπλωματικά επεισόδια όπως η μη ανταπόκριση της Ουάσιγκτον στο αίτημα της Άγκυρας για παράδοση του Ιμάμη Γκιουλέν, αλλά και η δίωξη του Τούρκου τραπεζίτη Μεχμέτ Χακάν Ατίλα στις Ηνωμένες Πολιτείες και του Αμερικανού Πάστορα Άντριου Μπράνσον στην Τουρκία. Πιο σημαντική είναι ίσως η διαφωνία των δύο χωρών ως προς τη διαχείριση της συριακής κρίσης λόγω της ενίσχυσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες του κουρδικού στοιχείου της Συρίας, γεγονός που αντιμετωπίζεται από την Τουρκία ως υπαρξιακή απειλή.
Ποιο το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων;
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, αλλά και τις πρόσφατες εξελίξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η αμφισβήτηση του φιλο-δυτικού προσανατολισμού της Τουρκίας, η οποία προέρχεται πρωτίστως από το εσωτερικό της χώρας, σταδιακά εδραιώνεται ως κυρίαρχη αντίληψη στις Ηνωμένες Πολιτείες (και στην Ευρώπη). Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων επιτελούν και οι παλινδρομήσεις της Ουάσιγκτον ως προς τα συμφέροντα και τις επιλογές της στη Μέση Ανατολή. Από την μερική υποχώρηση του Προέδρου Ομπάμα και την προσπάθεια εναγκαλισμού του Μουσουλμανικού κόσμου και την προσέγγιση με το Ιράν οδηγηθήκαμε στην πολιτική Τραμπ με σλόγκαν «πρώτα η Αμερική», η οποία χαρακτηρίζεται από πλήρη ευθυγράμμιση με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία στα πλαίσια ενός συνασπισμού που επικεντρώνεται στην ανάσχεση της ιρανικής επιρροής στην περιοχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία βρέθηκε σταδιακά απέναντι από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πολλά ζητήματα.
Εν τούτοις, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τη γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας για τα αμερικανικά συμφέροντα. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, ο παράγοντας γεωγραφία είναι σταθερός και οι στρατηγικές του προεκτάσεις αναλλοίωτες. Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας εντάσσονται στα πλαίσια μιας στρατηγικής καρότου και μαστιγίου από πλευράς Ουάσιγκτον, η οποία αποσκοπεί στο να επαναφέρει την Άγκυρα διά του πειθαναγκασμού σε ευθυγράμμιση με τα αμερικανικά συμφέροντα. Προς αυτή την κατεύθυνση καταλυτική είναι και η πίεση την οποία δέχεται η τουρκική λίρα και η τουρκική οικονομία γενικότερα. Την ίδια στιγμή όμως υποβόσκει ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης των αντι-δυτικών αισθημάτων στην Τουρκία, ο οποίος θα αποτελεί τροχοπέδη στην όποια μελλοντική προσπάθεια επαναφοράς των αμερικανοτουρκικών σχέσεων στην προτέρα κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης ρήξη με την Άγκυρα δεν είναι καθόλου εύκολη και ανώδυνη επιλογή για την Ουάσιγκτον διότι σε περίπτωση μετουσίωσης της ρωσοτουρκικής προσέγγισης σε πλήρη στρατηγικό συνεταιρισμό, σε συνδυασμό με την άνοδο της κινεζικής επιρροής στην Αν. Μεσόγειο μέσω της προσπάθειας επαναφοράς του «Δρόμου του Μεταξιού», θα προκαλείτο μια μείζονα παγκόσμια ανακατανομή ισχύος με πολύ σοβαρές συνέπειες για τα αμερικανικά συμφέροντα. Από την άλλη, η διεθνής οικονομική αλληλεξάρτηση και οι μειωμένες αντοχές της τουρκικής οικονομίας περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια της Άγκυρας να πολιτεύεται ανεξαρτήτως του αμερικανικού παράγοντα. Κατά συνέπεια, η επαναφορά είναι πολύ πιθανόν να συμβεί, εν τούτοις πολύ δύσκολα θα μπορούσε να είναι ολική όσο ο κ. Ερντογάν ηγείται της Τουρκίας, καθ’ ότι δύσκολα θα μπορούσε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη της Ουάσιγκτον έναντι της Άγκυρας χωρίς προηγουμένως μια ουσιαστική μεταστροφή του τουρκικού πολιτικού προσανατολισμού.
* Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου