GuidePedia

0

Μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής κρίσης θέματα εξαιρετικά σοβαρά που αφορούν τη χώρα εξελίσσονται. Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει άποψη ,θέση και στρατηγική γι΄ αυτά αφού είναι δεδομένο ότι θα μας επηρεάσουν άμεσα. Ένα απ΄ αυτά είναι το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας. Θα έπρεπε να είναι πολύ ψηλά στην ατζέντα μας. Το γιατί εξηγεί με άρθρο της στο Onalert η Ευρωβουλευτής και Πανεπιστημικός Μαριλένα Κοππά.

Γράφει η Μαριλένα Κοππά
Ευρωβουλευτής

Ευρωπαϊκή Άμυνα: τι τελικά μας αφορά;

Η συζήτηση περί Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας δε φαίνεται να αγγίζει το μέσο πολίτη. Αυτό ίσως ν’ αλλάξει σύντομα.
Η Ευρώπη, όπως γνωρίζουμε, είναι εδώ και πολλές δεκαετίες «καταναλωτής» ασφαλείας. Οι ΗΠΑ προσφέρουν «ευρωπαϊκή ασφάλεια» και αντλούν διπλωματικά, στρατιωτικά και οικονομικά οφέλη. Στην Ευρώπη, όταν μιλάμε για ασφάλεια, μιλάμε για «εθνική ασφάλεια», που δεν παρέχουν οι ΗΠΑ. Αναφερόμαστε σε δυνητικές απειλές από συμμαχικές χώρες (βλ. Τουρκία), μια εθνική αμυντική βιομηχανία ή το status μιας Μεγάλης Δύναμης (Αγγλία, Γαλλία). Όλα αυτά είναι εθνικές υποθέσεις. Τα ευρωπαϊκά κράτη συνεισφέρουν στην Ευρωπαϊκή άμυνα, αλλά η πολιτική σύνθεση, οι περισσότεροι πόροι και υποδομές, προέρχονται από τη Ουάσιγκτον. Όμως, κάτι αλλάζει.

Αλλάζουν οι ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ μετατοπίζουν το στρατηγικό τους κέντρο βάρους από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Και προειδοποιούν την Ευρώπη να ετοιμάζεται, διότι όχι απλά πλησιάζει ο καιρός της αυτάρκειας, αλλά και ο καιρός παροχής ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, από την Μέση Ανατολή έως τον Καύκασο. Παρεμπιπτόντως, το 2011, για πρώτη φορά από το 1948, οι ΗΠΑ εξήγαγαν περισσότερη ενέργεια απ’ όση εισήγαγαν. Άρα, ποιος τώρα χρειάζεται περισσότερο τη Μέση Ανατολή; Με άλλα λόγια, εάν κάποιος ευχόταν να απογαλακτιστεί η Ευρώπη από τις ΗΠΑ, τώρα πρέπει να αναλογιστεί τι ακριβώς ευχόταν.

Ας πάμε πίσω στην περίφημη ρήση του Λόρδου Ισμαί περί της σημασίας του ΝΑΤΟ: «να κρατά τους Γερμανούς κάτω, τους Αμερικανούς μέσα και τους Ρώσους έξω». Ίσως, όλες αυτές οι βεβαιότητες, να έχουν ήδη τελειώσει. Σε μια Ευρώπη χωρίς βεβαιότητες, που δοκιμάζεται από μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες ενός απογαλακτισμού που πολλοί κάποτε ευχηθήκαμε. Αυτό το Δεκέμβριο, η Σύνοδος Κορυφής των 28 αρχηγών κρατών καλείται να συζητήσει την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, για πρώτη φορά από το 2003. Από τότε μέχρι σήμερα, οι βεβαιότητές μας εκφράζονται μόνο με «δεν»: η Γερμανία δεν είναι κάτω, η Ρωσία δεν είναι απόλυτα έξω και οι ΗΠΑ δεν είναι απόλυτα μέσα.


Στη συζήτηση με πολλά «δεν» και λίγα «πρέπει» συμμετέχει και το Ευρωκοινοβούλιο, με μια Έκθεση που έχω την τιμή να είμαι η εισηγήτρια. Η έκθεση ξεκινά από τη διαπίστωση, που δεν είναι προφανής, αλλά έγινε αποδεκτή με μεγάλη πλειοψηφία, ότι «μαζί» είμαστε περισσότερο ασφαλείς απ’ ότι ο καθένας ξεχωριστά. Με αφετηρία την κοινή αγορά, απ’ όπου ξεκινά κάθε συζήτηση στις Βρυξέλλες, προτάσσεται ένα επιχείρημα οικονομίας κλίμακας, αφού σε μια οικονομία που δοκιμάζεται, η έλλειψη αλληλοεπικαλύψεων, οι συνέργειες σε επίπεδο υποδομών και η κατανομή αρμοδιοτήτων σημαίνει τελικά ποιοτικότερη ασφάλεια με λιγότερους πόρους. Βέβαια, η μετάβαση από την άθροιση στη λειτουργική σύνθεση μιας ευρωπαϊκής βιομηχανίας σημαίνει εμπιςτοςύνη, σκληρή και επίπονη διαπραγμάτευση, στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, στην κατανομή χιλιάδων θέσεων εργασίας. Μέχρι εδώ είμαστε σε γνώριμο αλλά δύσκολο έδαφος: θέσεις εργασίας, ανταγωνιστικότητα, κ.ο.κ.

Ξέρουμε πώς αλλά όχι που θέλουμε να πάμε. Η συναίσθηση ότι έχουμε κοινούς κινδύνους υφίσταται, αλλά δεν έχει εμπεδωθεί το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας έχουν φτάσει σ’ ένα επίπεδο όσμωσης όπου η έννοια της εθνικής (μη ευρωπαϊκής) απειλής δεν υφίσταται. Εκεί η έκθεση αγγίζει πολλά θέματα (και) «εθνικού» ενδιαφέροντος: την ανάγκη να αποκτήσουν αξιοπιστία οι Συνθήκες περί αμοιβαίας συνδρομής και αλληλεγγύης σε περίπτωση επίθεσης, την ανάγκη ανάπτυξης μιας Ευρωπαϊκής Θαλάσσιας Στρατηγικής, εδρασμένης στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (που δεν έχει υπογράψει η Τουρκία), την ανάγκη προστασίας κρίσιμων ενεργειακών  υποδομών, και τη συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ (που η Τουρκία παρεμποδίζει επικαλούμενη το Κυπριακό). Ότι εκεί θέλουμε να πάμε, το συνομολογεί η πλειοψηφία που υιοθέτησε την έκθεση.

Τι σημαίνει όμως αυτή η «υιοθέτηση» πρακτικά; Όπως και σε κάθε διάσταση ευρωπαϊκής πολιτικής, συνομολογούμε ευρωπαϊκά συμφέροντα, αλλά διαθέτουμε εθνικούς πόρους. Όσοι πληρώνουν, θέλουν εθνικές θέσεις εργασίας και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Όμως, το πρόβλημα παραμένει επιτακτικά ευρωπαϊκό. Εάν η πολωνική ασφάλεια είναι πολωνικό πρόβλημα, ή η ελληνική ελληνικό, τότε ποιος μπορεί να επιβάλει ομογένεια και συμπληρωματικότητα σε λειτουργίες και υποδομές; Εάν η Ευρώπη δεν είναι μια «κοινότητα» ασφάλειας, τότε ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του, όπως το 1914 και το 1939. Τώρα τι να ευχηθούμε;
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top