Γράφει ο Βασίλης Γιαννακόπουλος,
Πριν από την έναρξη των οικονομικών της μεταρρυθμίσεων και την απελευθέρωση του εμπορίου της, η Κίνα εφάρμοζε οικονομικές πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα μια οικονομία στάσιμη, κεντρικά ελεγχόμενη, αναποτελεσματική και σχετικά απομονωμένη από την παγκόσμια οικονομία. Περίπου πριν 33 χρόνια (1979), όταν αποφάσισε να επενδύσει στην ελεύθερη αγορά εφαρμόζοντας τις δέουσες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, κατέστη μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 10% έως το 2011.
Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Πρώτον, στην τεράστια επένδυση κεφαλαίων, που χρηματοδοτήθηκε τόσο από τα μεγάλα εγχώρια αποθέματα (το 1979, τα εγχώρια αποθέματα ανέρχονταν στο 32% του ΑΕΠ), όσο και από τις ξένες επενδύσεις. Δεύτερον, στην ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας. Οι δύο αυτοί παράγοντες συνέπεσαν χρονικά με την εφαρμογή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίοι λειτούργησαν καταλυτικά υπέρ της επίτευξης του εν λόγω κινεζικού «οικονομικού θαύματος».
Τα τελευταία χρόνια, η Κίνα κατάφερε να αναδειχθεί σε μια σημαντική οικονομική και εμπορική παγκόσμια δύναμη. Σήμερα, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας εμπορευμάτων, ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας εμπορευμάτων, ο δεύτερος μεγαλύτερος προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων (Foreign Direct Investment - FDI),[1] η μεγαλύτερη βιομηχανία και ο μεγαλύτερος κάτοχος συναλλαγματικών αποθεμάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι εμπορικές και επενδυτικές μεταρρυθμίσεις καθώς και τα διάφορα κίνητρα της κινεζικής κυβέρνησης οδήγησαν στην αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες με τη σειρά τους αποτέλεσαν μια σημαντική πηγή παραγωγικότητας, ταχείας οικονομικής ανάπτυξης και εμπορίου.
Αρκετοί οικονομολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν άλλος ένας σημαντικός παράγοντας για την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Οι βελτιώσεις στην παραγωγικότητα προκλήθηκαν κυρίως από την ανακατανομή των πόρων σε πιο παραγωγικές χρήσεις, όπως η γεωργία, το εμπόριο και οι υπηρεσίες. Για παράδειγμα, οι γεωργικές μεταρρυθμίσεις αύξησαν την παραγωγή, αποδεσμεύοντας και ταυτόχρονα ωθώντας εκατομμύρια εργαζόμενους προς τον πιο παραγωγικό τομέα της βιομηχανίας. Η αποκέντρωση της κινεζικής οικονομίας οδήγησε στην άνοδο των μη κρατικών επιχειρήσεων, οι οποίες προσανατολίσθηκαν προς τις περισσότερο παραγωγικές δραστηριότητες, σε σχέση με τις κεντρικά ελεγχόμενες κρατικές επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους ήταν θέμα χρόνου. Επιπρόσθετα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα εισήγαγαν αφενός τη νέα τεχνολογία, αφετέρου τις ενδεικνυόμενες διαδικασίες που συνολικά ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα της οικονομίας της. Εξάλλου, είναι κοινό μυστικό ότι η ταχεία ανάπτυξη της Κίνας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά της να έχει πρόσβαση και να χρησιμοποιεί την υφιστάμενη ξένη τεχνολογία και τεχνογνωσία.
Τα πρώτα σύννεφα
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την κινεζική οικονομία. Οι εξαγωγές, οι εισαγωγές και οι εισροές των FDIs μειώθηκαν, η οικονομική ανάπτυξη παρουσίασε επιβράδυνση και εκατομμύρια Κινέζων έμειναν άνεργοι. Η κινεζική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε άμεσα. Συγκεκριμένα, διέθεσε ένα τεράστιο πακέτο ύψους 586 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την τόνωση της οικονομίας της, ενθάρρυνε τον τραπεζικό δανεισμό και παρείχε διάφορα άλλα κίνητρα για την ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης.
Όλα αυτά επέτρεψαν στην Κίνα να ξεπεράσει αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της απότομης πτώσης της ζήτησης των κινεζικών προϊόντων, κάτι που δεν κατάφεραν αρκετές από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Έτσι, από το 2008 έως το 2011, ο μέσος όρος της κινεζικής οικονομικής ανάπτυξης παρέμεινε στο 9,6%, παρά το γεγονός ότι έχει επιβραδυνθεί το 2012. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι όπως η Κίνα έτσι και η Ιαπωνία γνώρισε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη στη μεταπολεμική εποχή, με το πραγματικό ΑΕΠ κατά μέσο όρο να εκτοξεύεται στο 11% τη δεκαετία 1960-1970, 5,4% τη δεκαετία 1970-1980, 4,1% από το 1980 έως το 1990, και μόλις 1,1% τη δεκαετία 1990-2000. Έκτοτε, η Ιαπωνία παρουσίασε μια σχετικά στάσιμη οικονομική ανάπτυξη, εν μέρει λόγω της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει μια σειρά από διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα.[2] Κάτι ανάλογο πιθανόν να αντιμετωπίσει και η Κίνα στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Είναι σαφές ότι η κινεζική κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα αλλαγής του υφιστάμενου οικονομικού μοντέλου. Για το λόγο αυτό, από τον Οκτώβριο του 2006 έθεσε επισήμως ως στόχο την οικοδόμηση μιας «αρμονικής σοσιαλιστικής κοινωνίας», με τη λήψη μέτρων (έως το 2020) για τη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, τη βελτίωση του κράτους δικαίου, την ενίσχυση της προστασίας του περιβάλλοντος, την αντιμετώπιση της διαφθοράς και τη βελτίωση της κοινωνικής ασφάλειας (π.χ. της επέκτασης της υγειονομικής περίθαλψης, της συνταξιοδοτικής κάλυψης στις αγροτικές περιοχές, κτλ). Επιπρόσθετα, ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει την τόνωση της καινοτομίας.
Βαδίζοντας προς το 2030
Η ταχεία ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές να προβληματισθούν για το αν και πότε η Κίνα θα ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η «μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο». Το πραγματικό μέγεθος της οικονομίας της Κίνας έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας μεταξύ των οικονομολόγων. Το 2011, το ΑΕΠ της Κίνας αποτιμήθηκε σε 7,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Δηλαδή, λιγότερο από το μισό του αντίστοιχου ΑΕΠ των ΗΠΑ (το 2010, η Κίνα κατάφερε να ξεπεράσει την Ιαπωνία και να καταστεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο). Την ίδια χρονική περίοδο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν 5.460 δολάρια, το οποίο αντιστοιχούσε στο 12% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιαπωνίας και στο 11% των Ηνωμένων Πολιτειών. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνιστά μέγεθος για τη μέτρηση του βιοτικού επιπέδου μιας χώρας, ωστόσο οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών διαφέρουν αισθητά από χώρα σε χώρα. Φυσικά, αυτές οι τιμές στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ είναι αρκετά υψηλότερες από τις αντίστοιχες στην Κίνα (περίπου το 41,5% των αντίστοιχων τιμών στις ΗΠΑ).[3] Για το λόγο αυτό, όταν απαιτείται πιο ακριβής σύγκριση των συγκεκριμένων οικονομικών μεγεθών, χρησιμοποιείται η ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity - PPP).
Σύμφωνα με την έκθεση του Αμερικανικού Συμβουλίου Πληροφοριών (National Intelligence Council - NIC) για τις παγκόσμιες τάσεις που θα επικρατήσουν το 2030, η Κίνα αναμένεται να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτοπίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες όμως θα υπερέχουν για αρκετά χρόνια ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.[4]
Σήμερα, η Κίνα αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις που θα επηρεάσουν το ρυθμό ανάπτυξής της, όπως η εκτεταμένη ρύπανση, οι αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες, η ανάγκη εφαρμογής μιας πιο κοινωνικής πολιτικής και φυσικά η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια (κυρίως σε πετρέλαιο και άνθρακα). Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (International Energy Agency - IEA), το 2009 η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κατανάλωση ενέργειας, ενώ από το 2008 έως το 2035, η ζήτηση της Κίνας για ενέργεια θα ανέλθει στο 30% της συνολικής παγκόσμιας ζήτησης.[5]
Καθώς η τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας αρχίζει να προσεγγίζει εκείνη των μεγάλων ανεπτυγμένων χωρών, το επίπεδο της αύξησης της παραγωγικότητας και η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσουν επιβράδυνση συγκριτικά με το ιστορικό μέσο όρο του 10%, εκτός εάν η Κίνα καταστεί ένα σημαντικό κέντρο ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και καινοτομίας ή εφαρμόσει μια σειρά νέων ολοκληρωμένων και πλέον αποτελεσματικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Στο ακόλουθο γράφημα παρουσιάζεται η πρόβλεψη του “Economist Intelligence Unit” για την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και των ΗΠΑ (2012-2030), όπου παρατηρείται ότι ο ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της Κίνας θα επιβραδυνθεί σημαντικά, με μέσο όρο 7% για τη χρονική περίοδο 2012-2020 και 3,7% για τη χρονική περίοδο 2021-2030.
Πρόβλεψη Οικονομικής Ανάπτυξης Κίνας και ΗΠΑ (2012-2030)
(ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ)
Σύνοδος για την οικονομική πολιτική του 2013
Πρόσφατα, ξεκίνησε η ετήσια Κεντρική Οικονομική Διάσκεψη, προκειμένου να αντιμετωπισθούν μείζονα προβλήματα, όπως το δημοσιονομικό έλλειμμα, η φορολογική πολιτική, η αστικοποίηση, αλλά και να τεθούν οι στόχοι που θα διατηρήσουν το ρυθμό ανάπτυξης σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα.
Πρόκειται για μια σύνοδο, που προγραμματίσθηκε ένα μήνα αφότου εξελέγησαν οι νέοι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας και η οποία αναμένεται να χαράξει την οικονομική πολιτική της Κίνας για το 2013. Όπως μάλιστα αναφέρουν τα διεθνή ΜΜΕ, η εν λόγω σύνοδος αναμένεται να δώσει απαντήσεις για το αν θα καταφέρει ο νέος ηγέτης και γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Xí Jìnpíng, να σπάσει το κρατικό οικονομικό μοντέλο του προκατόχου του, ωθώντας την Κίνα προς μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις.[6]
Αμερικανικές ανησυχίες
Ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας είναι προφανές ότι συνιστά μείζονα εν δυνάμει απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το Πεκίνο εφαρμόζει μια σειρά από μη ενδεδειγμένες οικονομικές πολιτικές, όπως για παράδειγμα η τεχνητή υποτίμηση του γουάν και οι πολιτικές προστατευτισμού στο βιομηχανικό τομέα, που υπονομεύουν τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα. Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι η προώθηση της καινοτομίας από την πλευρά της κινεζικής κυβέρνησης θα καταστούσε τις κινεζικές επιχειρήσεις όλο και περισσότερο ανταγωνιστικές απέναντι σε πολλές κορυφαίες αμερικανικές βιομηχανίες.
Πέρα από τα παραπάνω, η αυξανόμενη οικονομική ισχύς της Κίνας την έχει μετατρέψει σε ένα κρίσιμο και ισχυρό παίκτη στην παγκόσμια σκηνή, για μια σειρά από ζητήματα που είναι σημαντικά για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως η παγκόσμια οικονομική συνεργασία, η κλιματική αλλαγή, η διάδοση των πυρηνικών, η επιθετικότητα της Βόρειας Κορέας, κτλ. Επομένως, η Κίνα θα μπορούσε αφενός να λειτουργήσει ως ρυθμιστής των μειζόνων προκλήσεων που απασχολούν τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφετέρου να αυξήσει την αμυντική της ισχύ, ακόμη και να έρθει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
[1] Το 2010, έχουν καταγραφεί 445.244 ξένες επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Κίνα και απασχολούν 55,2 εκατομμύρια εργαζόμενους ή 15,9% του αστικού εργατικού δυναμικού.
China 2011 Statistical Yearbook
[2] William H. Cooper (Specialist in International Trade and Finance), CRS Report for Congress, “Japan’s “Economic Miracle”: What Happened?”, October 1, 2001
[3] Economist Intelligence Unit
[4] National Intelligence Council (CIN), “Global Trends 2030: Alternative Worlds”, December 2012, p. iv
http://www.fas.org/irp/nic/global_trends_2030.pdf
[5] International Energy Agency, 2011 World Energy Outlook, November 2011
[7] ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, «Κίνα: Σύνοδος για την οικονομική πολιτική του 2013», 15 Δεκεμβρίου 2012
http://www.naftemporiki.gr/news/redirstory.asp?id=2264251
πηγή
Δημοσίευση σχολίου