Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Μετά από μήνες απραξίας και αβεβαιότητας η Κύπρος εισέρχεται, φαίνεται, στην εποχή του Μνημονίου. Επειδή όμως υπάρχει μία αρνητική ψυχολογία είναι καθοριστικής σημασίας να αναστραφεί. Θα πρέπει να προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα, πραγματισμό και προγραμματισμό. Την απογοήτευση και τη σύγχυση θα πρέπει να διαδεχθεί η σκληρή δουλειά και η ολοκληρωμένη στρατηγική. Η απραξία, η αναβλητικότητα και ο στρουθοκαμηλισμός δεν αποτελούν επιλογές. Αφού επίσης εμπεδώσουμε το γεγονός ότι εν πολλοίς οι αιτίες της κρίσης είναι ενδογενείς θα πρέπει να προχωρήσουμε ανάλογα. Δεν αρκούν πλέον τα μεγάλα λόγια άνευ περιεχομένου.
Πρώτο μέλημα της επόμενης κυβέρνησης θα πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα το οποίο ενώ θα ενσωματώνει το Μνημόνιο δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτό. Μέγιστος στόχος πρέπει να είναι να επαναφέρει το βιοτικό επίπεδο του λαού εκεί που ήταν πριν από την κρίση. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα. Από την άλλη δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος νέων μνημονίων και περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης αν δεν εργασθούμε ώστε να επιλύσουμε τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να καταστήσει σαφές και προς τα έσω και προς τα έξω ότι θα πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε να μην υπάρξει και δεύτερο μνημόνιο και νέες περικοπές μισθών και φορολογίες. Οποιαδήποτε επιπρόσθετη αποκοπή δαπανών μπορεί να προκρίνεται μόνον αν αυτή θα εγένετο ούτως ή άλλως ακόμα και σε περιόδους δημοσιονομικών πλεονασμάτων: δηλαδή, οποιεσδήποτε επιπρόσθετες περικοπές θα πρέπει να συμβάλλουν στον εξορθολογισμό και στη μείωση της σπατάλης. Η αποφασιστικότητα αυτή θα ανατρέψει το αρνητικό κλίμα και θα δοθεί νέα ώθηση στην οικονομία.
Ταυτόχρονα η προσέλκυση επενδύσεων και η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης θα οδηγήσει στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας και την παράλληλη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών. Προς αυτή την κατεύθυνση η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια.
Την ίδια ώρα είναι επίσης σημαντικό να κατανοηθεί ότι μια νέα αξιόπιστη κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί επαρκώς και με τρόπο αποτελεσματικό ούτως ώστε το δημόσιο χρέος να είναι βιώσιμο και διαχειρίσιμο, γεγονός που εν ολίγοις προϋποθέτει τη μερική τουλάχιστον ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απ’ ευθείας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι κυπριακές τράπεζες απώλεσαν περίπου €4.5 δισεκατομμύρια από το κούρεμα του ελληνικού χρέους.
Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό η επόμενη κυβέρνηση να πείσει για τις προθέσεις της: ότι πραγματικά κινείται προς τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και ότι μέσα στα πλαίσια αυτά τελικός της στόχος είναι, μακροπρόθεσμα, να μην ξεπερνούν το 40% του ΑΕΠ. Η οικονομική πολιτική όμως δεν εξαντλείται με το Μνημόνιο. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει δείγματα γραφής – ότι θα υπάρχει ένα αποτελεσματικό κράτος με σαφή στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό ρόλο.
Ούτως ή άλλως λαμβάνοντας όλα τα δεδομένα υπ’ όψιν και ανεξάρτητα από την Τρόικα και το Μνημόνιο η Κύπρος θα πρέπει να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει η ανάγκη για ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα. Στα πλαίσια αυτά απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό καθώς και ενθάρρυνση νέων μοχλών οικονομικής μεγέθυνσης. Εξ ίσου σημαντικό είναι η αναβάθμιση της αποδοτικότητας της δημόσιας υπηρεσίας και των ημικρατικών οργανισμών.
Καθοριστικής σημασίας στην προσπάθεια ανάκαμψης και επανάκτησης του βιοτικού επιπέδου είναι και η κοινωνική συνοχή. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να εμπεδωθεί η θέση ότι οι απεργιακές κινητοποιήσεις δεν θα βοηθήσουν. Αντίθετα θα εμβαθύνουν την κρίση. Η επαναφορά του βιοτικού επιπέδου στην κατάσταση πριν από την κρίση αλλά και η δημιουργία ακόμα περισσότερων ευκαιριών θα εξαρτηθεί και από την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που θα επιδείξει το συνδικαλιστικό κίνημα. Ως λαός και ως πολίτες ο καθένας ξεχωριστά θα πρέπει να κάνουμε τη δική μας αυτοκριτική για τυχόν λάθη και παραλήψεις. Συνειδητά θα πρέπει να εργασθούμε για τον παραμερισμό των στρεβλώσεων και τη δημιουργία των νέων πιο ελπιδοφόρων συνθηκών.
*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου