Για να μπορέσει η Τουρκία να επιτύχει την εξωτερική πολιτική που πρεσβεύει το «δόγμα Νταβούτογλου», θα πρέπει να διαδραματίζει αν όχι τον αποκλειστικό, τουλάχιστον το σημαντικότερο παράγοντα στις περιοχές που στοχεύει, ώστε να αποκτήσει την επιδιωκόμενη επιρροή. Για να το πετύχει αυτό, θα πρέπει να αντιπαρατεθεί με συμφέροντα δυνάμεων που ασκούν ήδη την επιρροή τους σε αυτές τις περιοχές, ή να διαπραγματευτεί μαζί τους, όπως για παράδειγμα στα Βαλκάνια.
Εξ άλλου η μεγαλύτερη προσέγγισή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την υποχρεώνει να ασκεί συγκεκριμένη πολιτική επί μιας σειράς θεμάτων, περιλαμβανόμενης και της αυτοτελούς εξωτερικής πολιτικής. Ο πληθωρικός εθνικισμός και το διογκωμένο “εθνικό εγώ” της Τουρκίας την καθιστούν αρνητική σε οτιδήποτε περιορίζει την εθνική κυριαρχία της. Σε αυτό άλλωστε οφείλεται και ο ασύμβατος προς την αρχή του εποικοδομητικού συμβιβασμού τρόπος με τον οποίο η Άγκυρα διαπραγματεύεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας είναι προϋπόθεση για να καταστεί εφικτή η χάραξη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής σε ορισμένους τομείς.
Κατά συνέπεια η Τουρκία, ως μέλος, θα ήταν εμπόδιο στις προσπάθειες ευρωπαικής ολοκλήρωσης και ειδικότερα πολιτικής ενοποίησης. Από την πλευρά της η Άγκυρα επιδιώκει να διαμορφώσει στην πράξη για τον εαυτό της ένα ειδικό καθεστώς υπό ένταξη χώρας, όσο όμως καθαρίζει το τοπίο τόσο γίνεται φανερό ότι ο πραγματικός εξευρωπαϊσμός έρχεται σε αντίθεση με τα κυρίαρχα στερεότυπα της Τουρκίας.
Παράλληλα, για να μπορέσει η Άγκυρα να ασκήσει την επιθυμητή επιρροή στις ισλαμικές χώρες θα πρέπει να επικρατήσει το θρησκευτικό στοιχείο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η Τουρκία, ως σουνιτικό κράτος, στην περίπτωση αυτή θα έρθει σε αντιπαράθεση με τους σιΐτες και ειδικά το Ιράν, αλλά και με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, όπου επικρατούν μεν οι σουνίτες, αλλά δεν θα επιθυμούσαν να δουν το ρόλο τους μειούμενο στον ισλαμικό κόσμο. Οι κινήσεις της Άγκυρας τόσο προς το Ιράν, όπου ο Τούρκος Πρόεδρος κ. Γκιούλ κατά την επίσκεψή του το Φεβρουάριο του 2011 δήλωσε τη στήριξή του στο θεοκρατικό καθεστώς, όσο και προς την Αίγυπτο, όπου κατά την επίσκεψη του το Σεπτέμβριο του 2011 ο κ. Ερντογάν έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής, ενδεχομένως να μην απηχούν απλώς και μόνο την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της αλλά και να αντανακλούν την αγωνία της σε ότι αφορά τις διαθέσεις και τη στάση των χωρών αυτών. Ιδιαίτερα όταν η λεγόμενη “αραβική άνοιξη” και οι εξελίξεις που αυτή έχει πυροδοτήσει, αλλάζουν το τοπίο και θέτουν ένα νέο πλαίσιο σε ότι αφορά τις διαμορφούμενες ισορροπίες στον ισλαμικό κόσμο.
Με την υιοθέτηση του «δόγματος Νταβούτογλου» και τη μετουσίωσή του σε εφαρμοσμένη πολιτική, πιστοποιείται με τον πλέον εμφαντικό τρόπο ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική του παρελθόντος αναπροσαρμόστηκε σε μια νέα πολιτική πλήρους αυτοπεποίθησης, η οποία αντλεί στοιχεία από το παρελθόν της χώρας λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το αλλαγμένο τοπίο της ευρύτερης περιοχής. Πολιτική βασισμένη σε στρατηγική σκέψη, που δρα συντονισμένα και βάσει μελετημένου σχεδίου. Ένα βασικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει είναι η σκόπιμη και σαφής απομάκρυνση από μια μονοδιάστατη πολιτική, επικεντρωμένη σε ένα αγώνα ή ένα στοίχημα, σε μια πολυδιάστατη γεωπολιτική στρατηγική, η οποία συνενώνει και στηρίζει τις επιμέρους πρωτοβουλίες. Εστιάζοντας σε συγκεκριμένες στοχεύσεις, και όχι περιοριζόμενη σε γενικότητες και ευχολόγια, η τουρκική στρατηγική σηματοδοτεί ανατροπές πολιτικών γραμμών του παρελθόντος.
Από την μετουσίωση στην πράξη του «δόγματος Νταβούτογλου» και με το σκεπτικό ότι σκόπιμο είναι να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης (εάν όχι πηγή έμπνευσης), μπορούν να εξαχθούν πολύτιμα διδάγματα. Η Τουρκία ασκεί διαχρονικά την εξωτερική της πολιτική (ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις) σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σχέδιο, την οποία αναπροσάρμοσε βάσει ενός φιλόδοξου οράματος και στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία καθοδηγείται από τους κατάλληλους ηγέτες. Στην – πιθανή – περίπτωση που ο κ. Ερντογάν μεταπηδήσει στη θέση του Προέδρου και ο κ. Νταβούτογλου στη θέση του Πρωθυπουργού, αυτοί θα εξακολουθήσουν να ηγούνται της Τουρκίας για αρκετά χρόνια ακόμα, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη γενικότερη διεθνή πολιτική σκηνή. Δεν πρέπει όμως να αγνοηθεί και η επιρροή του κινήματος του Γκιουλέν, που φαίνεται να επενδύει στην παραγωγή μιας ελίτ ηγετών, είδε στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το πολιτικό όχημα μέσω του οποίου θα μπορούσε να εκπληρώσει τους βαθύτερους στόχους του και ο ρόλος του φαίνεται να επηρεάζει τις εξελίξεις στην Τουρκία σε βαθμό που να μην είναι σαφές αν απλά στηρίζει το ΑΚΡ ή είναι η κυβερνώσα δύναμη πίσω από το ΑΚΡ.
Σε απάντηση στην ασκούμενη πολιτική από μέρους της Τουρκίας, είναι πλέον επιβεβλημένη η αναθεώρηση μιας πολιτικής που ασκείται κατά βάσει με διαβήματα και χαρακτηρίζεται από αντίδραση σε προκλήσεις και όχι από δράση με σκοπό την προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Η απαγκίστρωση από αντιλήψεις που είναι προσηλωμένες σε στερεότυπα και η προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην εγγύς και ευρύτερη περιοχή είναι απαραίτητη. Η δρομολόγηση του όποιου τυχόν απαιτούμενου συμβιβασμού, χωρίς αυτό να αποτελεί παραίτηση από πράγματα που είναι ήδη δικά μας, είναι αναγκαίο να υιοθετηθεί ως το απαραίτητο αντιστάθμισμα στις διεκδικήσεις της τουρκικής πλευράς.
Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα και με δραστικές πρωτοβουλίες την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε περίπτωση το “λελογισμένο ρίσκο” (calculated risk). Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποξενωμένη από τη φαντασία, πρέπει να σχεδιάζεται με θάρρος και να ασκείται με αυτοπεποίθηση.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου