Με την πρόσφατη επίσκεψή του στο Πεκίνο, ο Τούρκος πρωθυπουργός Recep Tayyip Erdogan, συνεχίζει την προσπάθειά του να αναδείξει την γεωπολιτική ισχύ της χώρας του.
Η Τουρκία επιδιώκει διακαώς να (ξανα)γίνει γεωγραφικό και οικονομικό κέντρο της Ευρασίας. Έτσι, ο Erdogan ελπίζει να την καταστήσει τοπική υπερδύναμη, που μπορεί να καθορίζει την ατζέντα της ευρύτερης περιοχής.
Αν όμως κρίνουμε από την τελευταία αυτή επίσκεψη, η Τουρκία έχει ακόμη πολλή δουλειά. Μέχρι και η κορυφαία αγγλόφωνη εφημερίδα Hurriyet, μπέρδεψε το όνομα του Κινέζου πρωθυπουργού Wen Jiabao!
Στο ζήτημα της Συρίας, η Τουρκία γύρισε την πλάτη της στο καθεστώς Άσαντ, ενώ η Κίνα κινείται δραστήρια στην όλη ειρηνευτική διαδικασία. Ο Erdogan μάλιστα, άφησε να εννοηθεί πως το Πεκίνο αλλάζει τις θέσεις του σταδιακά. Την δήλωση αυτήν την έκανε στο αεροδρόμιο, πριν την αναχώρησή του, ίσως για να μην προλάβει τις αντιδράσεις των Κινέζων αξιωματούχων.
Η εφημερίδα Zaman φιλοξένησε τις απόψεις ενός Τούρκου ακαδημαϊκού, που υποστηρίζει ότι «η Ρωσία και η Κίνα άρχισαν να αναθεωρούν τη στάση τους και προσεγγίζουν αυτήν της Τουρκίας… δεν θέλουν να είναι αντιμέτωπες με την Δύση και με την Τουρκία…». Το Πεκίνο δεν απάντησε.
Γενικά, η κινεζική πρωτοβουλία στο ζήτημα της ειρήνευσης στη Συρία, αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές γεωπολιτικές κινήσεις της δεκαετίας. Είναι πολύ αμφίβολο όμως, αν το αν το Πεκίνο θα μοιράζονταν τις σκέψεις του με τον Erdogan.
Μάλιστα, λίγο μετά την αναχώρηση του Τούρκου πρωθυπουργού, η Κίνα υποδέχθηκε επίσημα τον υπουργό Εξωτερικών της Συρίας Walid Moallem, και επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να στηρίξει την αποστολή ειρήνης του Kofi Annan.
Το μήνυμα που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι προς την Άγκυρα, και μάλιστα της λέει πως το Πεκίνο χειρίζεται άμεσα το ζήτημα, χωρίς να χρειάζεται να συμβουλευτεί την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία είναι εντελώς εκτός φάσης αναφορικά με τη Συρία, και μάλιστα είναι τυχερή που η διεθνής κοινότητα δεν την έχει «μαλώσει» ακόμη.
Προς τα τέλη του 2011, ο Erdogan άρχισε να βλέπει την Συρία ως μια ακόμη Λιβύη. Η χώρα του είχε στραφεί εναντίον του Καντάφι, όταν το ΝΑΤΟ, ο Αραβικός Σύνδεσμος, και το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου αποφάσισαν να τον ανατρέψουν, με αποτέλεσμα ο Erdogan να πιστώνεται το γεγονός ότι οι αεροπορικές επιχειρήσεις ήταν του ΝΑΤΟ και όχι της Γαλλίας ή της Βρετανίας αποκλειστικά.
Όσο αυξάνονταν οι πιέσεις κατά του καθεστώτος Άσαντ, τόσο η Τουρκία άρχισε να προσδοκά σε μια αλλαγή του, ίσως με ένα νέο και πιο ισχυρό σουνίτικο στοιχείο, και πρόθυμη να αποτελέσει τον υποστηρικτή του. Για αυτό και η Άγκυρα ένωσε τη φωνή της με όλους όσους ήθελαν να φύγει ο Άσαντ.
Παρά τη διεθνή όμως άποψη, η Δύση δεν επενέβη στη Συρία. Ο Άσαντ παραμένει στη Δαμασκό, και η Τουρκία για μια ακόμη φορά επέλεξε λάθος πλευρά. Αντί να παραδεχτεί όμως το λάθος της, και να προσπαθήσει να μπαλώσει τα πράγματα, συντάσσεται με την συριακή αντιπολίτευση, που σε έναν βαθμό είναι καιροσκοπική. Μάλιστα, ο Erdogan δεν περιορίζει την άτσαλη ρητορική του, κατηγορώντας συνεχώς τον Άσαντ, σε σημείο που η όποια αναθέρμανση των σχέσεών τους να είναι στο μέλλον πολιτικά αδύνατη.
Η στάση του προκαλεί διπλωματικές επιπτώσεις. Το Ιράν, για παράδειγμα, που παραδοσιακά έβλεπε την Τουρκία ως υποστηρικτή του απέναντι στη Δύση σε σχέση με το πυρηνικό του πρόγραμμα, άρχισε να αλλάζει θέσεις εξαιτίας της φιλοδυτικής μεταστροφής της Άγκυρας, τόσο στο συριακό ζήτημα, όσο και σε αυτό της νατοϊκής πυραυλικής άμυνας. Οι γέφυρες με την Τεχεράνη κάηκαν, όταν ο Erdogan δήλωσε πως το Ιράν δεν είναι ειλικρινές, και πως έτσι χάνει το διεθνές του κύρος!
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Erdoganκατάφερε να αποξενώσει τη χώρα του από την Συρία, την Ρωσία, και το Ιράν. Και αφού η Τουρκία εξαρτάται ενεργειακά από τις δυο τελευταίες, το κατόρθωμά του είναι περίεργο! Και αν συνεχίσει έτσι, θα αποξενωθεί και από την Κίνα. Αυτό δεν αποτελεί καθόλου θετική εξέλιξη για τον Τούρκο πολιτικό, η ισχύς του οποίου βασίζεται στην οικονομική ανάπτυξη, και όχι στα διπλωματικά προβλήματα.
Η μεγάλη προτεραιότητα της επίσκεψης του Erdogan στην Κίνα ήταν η περαιτέρω ανάπτυξη οικονομικών και εμπορικών σχέσεων με το Πεκίνο που ανθεί οικονομικά. Παράλληλα, ήθελε να επιδείξει το διεθνές κύρος της χώρας του, για αυτό και επισκέφτηκε τη περιοχή Xinjiang, όπου κατοικούν 10 εκατ. Ουιγούροι, που έχουν πολιτισμικούς και γλωσσικούς δεσμούς με τους Τούρκους. Η πολιτική και πολιτισμική καταπίεση που υφίστανται οι εν λόγω μειονοτικοί, αποτελεί ένα ακόμη καυτό ζήτημα για τον Erdogan, που το 2009 εξόργισε το Πεκίνο, όταν με αφορμή την εξέγερση της περιοχής, ο Τούρκος πρωθυπουργός χαρακτήρισε την κινεζική αντίδραση ως ένα είδος γενοκτονίας!
Στην πρώτη όμως επίσκεψη των τελευταίων 27 ετών Τούρκου ηγέτη στη Κίνα, ο Erdogan προσπάθησε να μην συγχύσει τους οικοδεσπότες του. Το μόνο αξιοπρόσεκτο που έκανε, ήταν να φωτογραφηθεί με την εθνική στολή των Ουιγούρων, σουβλίζοντας αρνί…
Σε γενικές γραμμές, ο διεθνής ρόλος της Τουρκίας, περιορίζεται σημαντικά από μια κληρονομιά θεσμοθετημένου εθνικού σωβινισμού. Οι φυσικοί σύμμαχοι της χώρας βρίσκονται στην Κ. Ασία, ενώ στην Μ. Ανατολή η Τουρκία στέκεται μόνη της. Όταν αρχίζει να δείχνει μια επιθετική στάση, οι γείτονές της εκφράζουν δυσαρέσκεια. Η χώρα βρίσκεται στα μαχαίρια με κάθε έναν σχεδόν από τους γείτονές της, εκτός από την Γεωργία και την Βουλγαρία. Η Ελλάδα, η Συρία, το Ιράν, και η Αρμενία έχουν μια χρόνια κόντρα με την Άγκυρα. Αν προσθέσουμε και τους Σιίτες του Ιράκ, τότε η λίστα αυτή διευρύνεται.
Και επίσης υπάρχει η διαρκής εμπόλεμη κατάσταση με τους Κούρδους αυτονομιστές, που τα δυτικά ΜΜΕ δείχνουν να αγνοούν. Αυτό ίσως και να εξηγεί το γιατί οι Κούρδοι της Συρίας δεν συμμετέχουν στη προσπάθεια ανατροπής του Άσαντ.
Ούτε στον Περσικό Κόλπο είναι εύκολο για τον Erdogan να βρει φίλους. Οι αρτηριοσκληρωτικές, συντηρητικές, θεοκρατικές, και πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου, δεν βλέπουν με καλό μάτι την απόπειρα της Τουρκίας να ηγηθεί στη περιοχή, επικαλούμενη την δημοκρατία, την ελεύθερη αγορά, και την ισορροπία μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού κράτους. Η στάση της στην αραβική άνοιξη, αποξένωσε κάπως τους ολιγαρχικούς και εκτός πραγματικότητας Άραβες ηγέτες του Κόλπου.
Στην Ευρώπη, ο τουρκικός εθνικισμός έχει να αντιμετωπίσει ένα ευρύ και καλυμμένο ρατσισμό, και γενικά μια εχθρότητα. Ένας από τους πολλούς λόγους που η Τουρκία δεν έχει καταφέρει να ενταχθεί στην ΕΕ, είναι και το γενικό συναίσθημα που αρχίζει από τον Πάπα και που καταλήγει στα μικρά δεξιά κόμματα της Ευρώπης, και που θέλει τους Τούρκους να μην είναι αρκετά Ευρωπαίοι, για να ενσωματωθούν στην ΕΕ.
Όσον αφορά στις ΗΠΑ, η Τουρκία αποτελεί ένα ατού. Την βλέπουν ως μια μετριοπαθή ισλαμική χώρα, σε αντίθεση με την Αίγυπτο που πλέον ριζοσπαστικοποιείται, που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του Ισραήλ στη περιοχή, και που θα ανακόψει το ρωσικό μονοπώλιο στη προμήθεια της Ευρώπης με φυσικό αέριο.
Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε τα υποτιμητικά για τη Τουρκία λόγια ενός ανώνυμου Αμερικανού αξιωματούχου, όταν το 2003 ο Erdogan αποπειράθηκε να εκβιάσει χρηματοδότηση $25 δισεκατομμυρίων, προκειμένου να επιτρέψει σε 40.000 Αμερικανούς στρατιώτες να εισβάλλουν στο Ιράκ μέσω της Τουρκίας. Είχε πει λοιπόν, ότι «η Τουρκία νομίζει πως θα κρατήσουμε το παζάρι ανοιχτό όλη την νύχτα…».
Πάντως οι ΗΠΑ είναι ευγνώμονες με την «επίθεση» των Τούρκων στον Άσαντ, αφού η τουρκική οργή σκεπάζει την πλήρη αδράνεια των ΗΠΑ και της Δύσης στη Συρία.
Από την πλευρά του, ο Erdoganμοιάζει παγιδευμένος στην κόντρα του με την Συρία, στερούμενος πραγματικής γεωπολιτικής στήριξης, και δεν γνωρίζει πως μπορεί να κάνει πίσω, χωρίς να ρεζιλευτεί, ή χωρίς να εμπλακεί σε μια πολεμική σύγκρουση, η οποία θα διέλυε την περιοχή.
Αντί να εκτονώσει την πίεση στη Συρία, η Άγκυρα την ενισχύει. Και αντί να φέρεται ως ένας νηφάλιος μεσάζοντας διαπραγματευτής, ο Erdogan μετατρέπει την χώρα του σε «σκυλάκι» της Δύσης.
Το περιοδικό Economist διακρίνει αυτοκρατορικές τάσεις στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, και γράφει πως «όταν η Τουρκία είχε τη δυνατότητα να συνομιλεί με όλους τους παίκτες, ήταν αποτελεσματική… τώρα όμως έχει επιλέξει πλευρές».
Πρόκειται για μια εξαιρετική και συνάμα μελαγχολική διαπίστωση αναφορικά με την πολιτική στη Μ. Ανατολή, όπου η Τουρκία, τους τελευταίους 12 μήνες, έχασε το βασικό της όπλο, αυτό του «ειλικρινούς μεσολαβητή».
Τον ρόλο αυτό άρχισε να τον αναλαμβάνει πλέον η Κίνα, που συνεχίζει να έχει καλές σχέσεις τόσο με το Ιράν, όσο και με την Σαουδική Αραβία.
http://www.atimes.com/atimes/China/ND21Ad02.html
πηγή
Δημοσίευση σχολίου