Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ζούμε, ακόμη, στον απόηχο των όσων διαδραματίσθηκαν στην πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη και όπως πάντα, επιχειρείται μία συνολική αξιολόγηση, με τα θετικά και τα αρνητικά, τα νέα δεδομένα, που διαμορφώνονται. Μία γενική θεώρηση για την Τουρκία, τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Το ζητούμενο είναι τι αναγνώσεις γίνονται και πρωτίστως εάν αυτές γίνονται σωστά. Τρεις, τουλάχιστον, λάθος αναγνώσεις μπορούν, μεταξύ άλλων, να καταγραφούν σε σχέση με την επόμενη ημέρα των αποφάσεων στη Μαδρίτη. Τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα ακολούθησαν.
Πρώτο λάθος, είναι η προσπάθεια να υποβαθμιστούν οι τουρκικές επιδιώξεις. Να θεωρούνται, δηλαδή, όλες οι κινήσεις της κατοχικής Τουρκίας προεκλογικές. Ως αποτέλεσμα, όπως αναφέρουν διάφοροι πολιτικοί και αναλυτές, της πίεσης που δέχεται ο Ερντογάν λόγω της οικονομικής κατάστασης στη χώρα του, αλλά και των… χαμηλών πτήσεών του στις δημοσκοπήσεις.
Η υποβάθμιση της τουρκικής συμπεριφοράς και η σύνδεσή της με την προεκλογική περίοδο, την οποία διανύει η Τουρκία, αδυνατίζει και τα επιχειρήματα της Αθήνας και της Λευκωσίας. Αλλά και αφήνει ελεύθερο πεδίο στην κατοχική δύναμη να προελάσει.
Δεύτερο λάθος είναι, γενικότερα η στάση Αθήνας και Λευκωσίας έναντι της Άγκυρας καθώς είτε από φοβία είτε από αδυναμία διαμόρφωσης πολιτικής, δεν αντιμετωπίζονται οι τουρκικές συμπεριφορές. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, Νίκος Δένδιας, αναφερόμενος στα αποτελέσματα της συνόδου του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη και απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσο Σουηδία και Φινλανδία ενέδωσαν στις τουρκικές πιέσεις, δήλωσε τα εξής:
«… Για τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα απαιτείται ομοφωνία από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., δηλαδή και από τη χώρα μας και την Κύπρο. Και βεβαίως, η στάση μας σε αυτό το θέμα, όπως και της Κύπρου, θα εξαρτηθεί από την τουρκική συμπεριφορά» ( συνέντευξη στον Μάκη Πολλάτο, εφ. «Πρώτο Θέμα», 3.7.2022).
Ποια είναι η θέση της Αθήνας; Ότι η στάση της είναι πως η συμμετοχή της κατοχικής δύναμης «θα εξαρτηθεί» από την εν γένει συμπεριφορά της. Δεν κρίθηκε η συμπεριφορά της Άγκυρας; Δεν είναι αρκετές οι απειλές, οι παραβιάσεις για να διαμορφωθεί η ελληνική στάση;
Δεν αρκεί, πρωτίστως, η συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου, για να σταθούν Αθήνα και Λευκωσία απέναντι από την όποια συμμετοχή της Άγκυρας; Προφανώς και όχι. Με τέτοιες προσεγγίσεις αδυνατίζουν ή και εξουδετερώνονται και τα όποια εργαλεία υπάρχουν για την Ελλάδα και την Κύπρο ως κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Τρίτο λάθος, είναι η λανθασμένη ανάγνωση κάποιων τοποθετήσεων του ηγέτη της κατοχικής δύναμης, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μιλώντας προ ημερών στο Ινστιτούτο Πολέμου του Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας, επιχείρησε να στείλει ένα απευθείας μήνυμα στον ελληνικό λαό:
«Ελπίζω ότι ο λαός της Ελλάδας θα δώσει δημοκρατικά το απαραίτητο μήνυμα και το μάθημα στην κυβέρνησή του, η οποία θα κυνηγήσει περιπέτειες που θα καταλήξουν σε καταστροφή για αυτούς».
Η τοποθέτηση αυτή αντιμετωπίστηκε στην Αθήνα μόνο ως παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδος ενώ κάποια (πολιτικά) σαΐνια έσπευσαν να αναφέρουν πως από τη στιγμή που ο Ερντογάν καλεί τον λαό να μην ψηφίσει την παρούσα κυβέρνηση, «οι πολίτες πρέπει να τη στηρίξουν». Κόντρα, δηλαδή, σε αυτά που λέγει ο Ταγίπ ως να υπάρχει νουνεχής Έλληνας πολίτης, που θα ακολουθήσει τις παραινέσεις του Τούρκου Προέδρου.
Επί της ουσίας, η τοποθέτηση Ερντογάν έχει σχέση με τη συστηματική προσπάθεια της κατοχικής δύναμης για φινλανδοποίηση της Ελλάδος αλλά και της Κύπρου. Είναι μία προσπάθεια ελέγχου σε όλα τα επίπεδα των δύο κρατών και έτσι μόνο θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτές οι τοποθετήσεις. Κι αντί να αξιοποιούνται εσωτερικά, θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι αποτροπής. Κι αυτό είναι το δύσκολο.
Δημοσίευση σχολίου