του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος
Πάγιος, διαχρονικός στόχος της τουρκικής πολιτικής ήταν και είναι η υποβάθμιση της πολιτειακής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας προς εκπλήρωση ευρύτερων γεωπολιτικών στοχεύσεων. Η Κυπριακή Δημοκρατία, όχι ως πληθυσμιακό μέγεθος ούτε ως στρατιωτική δύναμη αλλά ως ανεξάρτητη πολιτική οντότητα αποτελεί πρόσκομμα στην αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας περιορίζοντας ταυτόχρονα τους ορίζοντες της τελευταίας.
Η υπονόμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται, κατά πρώτον, με την άρνηση αναγνωρίσεως της. Η θεωρητική βάση αυτής της προσέγγισης συνίσταται στο επιχείρημα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έπαψε να υφίσταται ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1963-1964 και έχει αντικατασταθεί από δύο κράτη ( μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1984 ). Αλλά και πάλι η τουρκική πολιτική είναι ανακόλουθη κάνοντας, συχνά, λόγο όχι για ελληνοκυπριακό κράτος έστω, αλλά για « κυπρορωμέικη διοίκηση της Νοτίου Κύπρου».
Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση κάνει λόγο για ισότιμη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα οικονομικά οφέλη από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων λόγω της συνεταιρικής φύσης του κυπριακού κράτους, την ύπαρξη του οποίου αρνείται… Σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη θεώρηση η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να υφίσταται ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου αλλά λόγω της μη συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων και της μη εφαρμογής των προνοιών των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου στην άσκηση της διακυβέρνησης, δεν υφίσταται κυβέρνηση, η οποία να εκπροσωπεί νόμιμα το κράτος διότι καμία κοινότητα δεν μπορεί να εκπροσωπήσει μονομερώς το κράτος.
Εναλλακτικά, και σε άμεση συνάφεια με την παραπάνω δεύτερη προσέγγιση της τουρκικής πλευράς, λαμβάνουν χώρα προσπάθειες αναβάθμισης των κατεχόμενων περιοχών σε οντότητα, ίσου νομικού καθεστώτος, όπως άλλωστε διαλαμβάνει, για το συνιδρυτικό τουρκοκυπριακό κράτος, το πρόσφατο Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου. Μετά την εισβολή του 1974 Αθήνα και Λευκωσία προέκριναν, ως μοναδικό τρόπο ανατροπής των τετελεσμένων της εισβολής, την διεξαγωγή διακοινοτικών συνομιλιών. Αποτέλεσμα είναι ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής να υποβαθμίζεται σε διακοινοτικό και , παράλληλα, η υπόσταση και το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας να υπονομεύεται με υιοθέτηση θέσεων, οι οποίες την εξισώνουν με το ψευδοκράτος των κατεχομένων.
Μεταξύ άλλων, αυτό διεφάνη στην τελική μορφή του Σχεδίου Ανάν το 2004, όταν είχε αντικατασταθεί η λέξη component αναφερόμενη στα συστατικά μέρη του κυπριακού κράτους με την λέξη constituent, η οποία υποδηλώνει την ισότιμη συμμετοχή ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής οντότητας προς δημιουργία νέου πολιτειακού μορφώματος, το οποίο θα αντικαθιστούσε την Κυπριακή Δημοκρατία.
Σταδιακά, ακόμα και διεθνείς δρώντες, ο ρόλος των οποίων είναι να προστατεύουν τη διεθνή νομιμότητα, όπως ο ΟΗΕ, βλέποντας τη διαχρονική συμπεριφορά των κυπριακών κυβερνήσεων, διολίσθησαν σε ενέργειες αναβάθμισης των κατεχομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επίσκεψη του ΓΓ του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, την 1η Φεβρουαρίου 2010, στα κατεχόμενα, στο πλαίσιο επίσκεψης του στην Κυπριακή Δημοκρατία, και στο λεγόμενο «προεδρικό μέγαρο» για να συναντηθεί με τον Μ.Α.Ταλάτ, αγνοώντας τα ψηφίσματα 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας, περί μη αναγνώρισης του ψευδοκράτους.
Το Ψήφισμα 186 της 4ης Μαρτίου 1964
Tο νεοσύστατο κράτος των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου δεν εκπλήρωνε τους πόθους τού Κυπριακού Ελληνισμού και δεν ήταν αντάξιο των θυσιών του. Το Σύνταγμα του 1960 περιείχε πλείστες ρυθμίσεις, οι οποίες καθιστούσαν τη λειτουργία του κράτους δυσχερή.
Εντούτοις, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την απροθυμία/αδυναμία του ελλαδικού κράτους να αναλάβει τις ευθύνες του, το πολιτειακό μόρφωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί την ασπίδα προστασίας των Ελλήνων της Κύπρου. Θεμελιώδους σημασίας νομική πράξη, η οποία κατοχυρώνει την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας, της 4ης Μαρτίου 1964, κείμενο το οποίο αναγνώρισε την κυβέρνηση του Εθνάρχου Μακαρίου ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση του κυπριακού κράτους. Το εν λόγω ψήφισμα απέρριπτε τους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς περί συνεταιρικής φύσης της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τις δομές του κυπριακού κράτους ύστερα από την επεισόδια του 1963-1964. Την ανατροπή του εν λόγω ψηφίσματος, επιχείρησε η τουρκική πλευρά να επιτύχει με την εισβολή του 1974, την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983 και τις διαχρονικές προτάσεις της όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν στο σχέδιο Ανάν και επανήλθαν στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006, στο Κοινό Ανακοινωθέν του Προέδρου Χριστόφια-Ταλάτ στις 23 Μάιου 2008 και στο Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους.
Επίσκεψη Οζερσάι
Το Κοινό Ανακοινωθέν, με τη σύμφωνη γνώμη των Αθηνών, κατοχυρώνει πλείστες απαιτήσεις της Άγκυρας, απαιτήσεις οι οποίες υπονομεύουν την ενότητα του όποιου κυπριακού κράτους προκύψει στο μέλλον από μια υποθετική συμφωνία. Η εσωτερική ιθαγένεια, η διενέργεια ξεχωριστών δημοψηφισμάτων, το ισότιμο καθεστώς των συνιδρυτικών κρατών, ο σεβασμός της ξεχωριστής ταυτότητας και της ακεραιότητας των Τουρκοκυπρίων/εποίκων ( εντός του συνιδρυτικού τους κράτους ) και η κυριαρχία, η οποία θα πηγάζει εξίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους διαχωρίζουν την υπόσταση του συνιδρυτικού τουρκοκυπριακού κράτους από την υποθετική ενωμένη κυπριακή ομοσπονδία. Σκοπός της τουρκικής πολιτικής αποτελεί η ουσιαστική διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όχι η τυπική διότι το κυπριακό κράτος όπως υπάρχει τώρα διαθέτει το πλεονέκτημα της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, και ή άσκηση συνεχών απειλών για απόσχιση, εκ μέρους των συγκυρίαρχων Τουρκοκύπριων/εποίκων -πραγματοποιήσιμων λόγω των προνοιών του πρόσφατου Κοινού Ανακοινωθέντος - ώστε να επεκτείνουν συνεχώς τον έλεγχο τους επί του συνεταιρικού νέου κράτους. Μάλιστα, ο κ. Νταβούτογλου μιλώντας για τις επισκέψεις Οζερσάι στην Αθήνα και Μαυρογιάννη στην Άγκυρα τόνισε την συνεταιρική φύση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι αυτή ιδρύθηκε από τις δύο κοινότητες. Η επίσκεψη Οζερσάι, στην Αθήνα, ευκαιρία για να αρθούν οι …προκαταλήψεις κατά τον ίδιο, εντυπώνει στη διεθνή κοινή γνώμη την εικόνα της συνιδιοκτησίας του μελλοντικού κυπριακού κράτους μεταξύ των νομίμων Ελλήνων κατοίκων και των εποίκων, εικόνα την οποία η Αθήνα δείχνει να ασπάζεται πλήρως…
Ο κ. Σαμαράς ακολουθεί την καραμανλική προσέγγιση στο Κυπριακό. Η Κύπρος όταν δεν λογίζεται μακριά, αποτελεί μια άλλη χώρα, μια σύμμαχο χώρα, η οποία αποφασίζει μόνη της. Η Ελλάς, όταν δεν δηλώνει κουρασμένη, απλώς συμπαρίσταται ή συμπαρατάσσεται… Και, φυσικά, αποδέχεται την όποια απόφαση της κυπριακής ηγεσίας, υπό το βολικό επιχείρημα της άλλης χώρας. Το Κυπριακό, όμως, δεν είναι ανεξάρτητο ζήτημα σε σχέση με την συνολική αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας στην περιοχή Θράκη, Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος. Μετά την Κύπρο, έπεται το Αιγαίο, σύμφωνα με την διαχρονική και συνεχώς επαναλαμβανόμενη τουρκική στοχοθεσία. Η κυβέρνηση Σαμαρά αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της ελεύσεως του εκπροσώπου του ψευδοκράτους και των εποίκων στην Αθήνα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία ότι η Λευκωσία συναίνεσε. Οτιδήποτε λαμβάνει χώρα στην ελλαδική επικράτεια την ευθύνη φέρει η ελλαδική κυβέρνηση…
Δικαιολογίες πολλές. Οικονομική κρίση. Πιέσεις από τους συμμάχους. Η Αθήνα, όμως, τους έδωσε και συνεχίζει να τους δίνει το δικαίωμα. Όταν ακολουθούν τις εντολές των δανειστών για την οικονομία είναι ανώφελο να αναμένει κάποιος να προτάξουν αντίσταση στα εθνικά θέματα. Υπακοή και υποχωρήσεις στα οικονομικά ζητήματα και αντίσταση στα εθνικά δεν γίνεται. Η επίσκεψη των εκπροσώπων του ψευδοκράτους των εποίκων στην Αθήνα συνιστά όχι μόνο συμβολική ήττα ιστορικών διαστάσεων αλλά και ήττα ουσιαστική διότι ενδυνάμωσε την εντύπωση, την οποία η Άγκυρα επιθυμεί να καταστήσει κυρίαρχη στο εξωτερικό, περί υπάρξεως δύο λαών και δύο οντοτήτων στην Κύπρο. Ανεξάρτητα από την έκβαση του συγκεκριμένου γύρου συνομιλιών, η παρουσία του ψευδοκράτους των εποίκων στην Αθήνα αποτελεί σοβαρό ολίσθημα της κυβέρνησης Σαμαρά. Ιστορικά λάθη συμβολικής σημασίας μένουν στο θυμικό του Έθνους και ακολουθούν αυτόν που τα διέπραξε για πολύ καιρό μετά την αποχώρηση του από την πολιτική…
πηγή
πηγή
Δημοσίευση σχολίου