Ολες οι πρόσφατες γεωστρατηγικές αναλύσεις έχουν ως βάση τη μετατόπιση του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ από τη Μ. Ανατολή προς την περιοχή της Απω Ανατολής, προφανώς λόγω της σημαντικής ανόδου της ισχύος της Κίνας. Τέτοιες «μετατοπίσεις» ενδιαφέροντος συνοδεύονται βέβαια με ανάλογες προετοιμασίες για υποστήριξη της εκάστοτε πολιτικής με στρατιωτικά μέσα από τη μία πλευρά, αλλά και αντίστοιχες προετοιμασίες της άλλης πλευράς.
Αν δει κανείς τις σχετικές προετοιμασίες των δύο πλευρών και κυρίως τη στρατηγική τους, που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη άκρως προηγμένων συμβατικών όπλων, η εντύπωση που αποκομίζει είναι τουλάχιστον παράδοξη, εκ του γεγονότος ότι και οι δύο πλευρές διαθέτουν ένα πανίσχυρο πυρηνικό οπλοστάσιο, το οποίο ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που η μία πλευρά βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Με άλλα λόγια, η περίφημη λογική της «βέβαιης αμοιβαίας καταστροφής» (MAD), η οποία εξασφάλισε την ειρήνη για δεκαετίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ισχύει ακόμη.
Χωρίς νόημα
Αν δει επίσης κανείς τις αμφοτέρωθεν στρατηγικές καθώς και τις προετοιμασίες σε επίπεδο συμβατικών εξοπλισμών, πάλι δεν βγαίνει νόημα. Η στρατηγική της Κίνας, για παράδειγμα, βασίζεται στη λογική της γνωστής Α2/ΑD (Anti-Access/Area Denial) ή, με απλά λόγια, αποτροπή προσβάσεως - απαγόρευση εισόδου σε μια περιοχή. Η στρατηγική αυτή εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1996, όταν οι ΗΠΑ έστειλαν δύο ναυτικές ομάδες κρούσεως, έκαστη με ένα αεροπλανοφόρο, ως ένδειξη υποστηρίξεως της Ταϊβάν κατά τη διάρκεια δοκιμών κινεζικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, οι οποίες είχαν σκοπό τον επηρεασμό των ψηφοφόρων των εκλογών της συγκεκριμένης νήσου. Στα χρόνια που πέρασαν έκτοτε, με τη στρατηγική αυτή να είναι πάντα βασική πτυχή της κινεζικής πολιτικής για έλεγχο της περιοχής, η εφαρμογή της έφερε αποτελέσματα που συνθέτουν ένα ιδιαίτερα δυσχερές στρατιωτικό πρόβλημα για επίλυση από την αμερικανική πλευρά.
Ενα από τα κεντρικά στοιχεία αυτής της στρατηγικής είναι η πρόσφατη αναφερόμενη επιτυχία της Κίνας να αναπτύξει βαλλιστικούς πυραύλους για την καταστροφή πλοίων επιφανείας από πρωτόγνωρη έως σήμερα μεγάλη απόσταση, μία πρωτοεμφανιζόμενη εφαρμογή των βαλλιστικών πυραύλων οι οποίοι έχουν ως ρόλο τους την προσβολή επίγειων στόχων. Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, οι πύραυλοι αυτοί, γνωστοί ως DF-21D, έχουν ήδη αναπτυχθεί και είναι σε κατάσταση αρχικής επιχειρησιακής ικανότητας (initial operational capability).
Αλλα προγράμματα, που έχουν σκοπό την υποστήριξη αυτής της κινεζικής στρατηγικής, είναι η ανάπτυξη πυραύλων και συστημάτων λέιζερ για την καταστροφή ή την αχρήστευση των αμερικανικών δορυφόρων που απαιτούνται για την αποτελεσματική επιτήρηση και στόχευση των αμερικανικών πυραύλων κ.λπ. Αλλο ένα πρόγραμμα είναι η ένταξη στο κινεζικό οπλοστάσιο «ραντάρ» εναντίον αεροσκαφών τεχνολογίας stealth, για την αντιμετώπιση της περιπτώσεως κατά την οποία η αμερικανική πλευρά θα χρησιμοποιούσε αεροσκάφη τεχνολογίας stealth, όπως τα βομβαρδιστικά μεγάλης ακτίνας δράσεως Β-2 καθώς και τα μαχητικά F-22 για την προσβολή κινεζικών στόχων μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένως, η Κίνα αναπτύσσει τις δυνατότητες αυτές στο πλαίσιο μία συνεργασίας με δύο ουκρανικά κέντρα επιστημονικών ερευνών (Lviv Radiotechnical Science and Research Institute), ενώ παράλληλα έχει ήδη προμηθευτεί από την Ουκρανία τα γνωστά παθητικά συστήματα εντοπισμού αεροσκαφών stealth «Kolchuga», ουκρανικά κινητά τρισδιάστατα ραντάρ 36D6-M1, και παράλληλα αναπτύσσει ένα άλλο παθητικό σύστημα εντοπισμού αεροσκαφών, που αναφέρεται ως αντίγραφο του γνωστού τσεχικού συστήματος VERA-E.
Στο πλαίσιο της ίδιας στρατηγικής, η Κίνα αναφέρεται ότι ενδιαφέρεται να προμηθευτεί το ρωσικό αντιαεροπορικό - αντιπυραυλικό σύστημα S-400, ενώ διαθέτει ήδη τα επίσης ρωσικά κινητά συστήματα S-300 καθώς και τα δικής της κατασκευής HQ-9. Το όλο πλαίσιο συμπληρώνεται από τη χρήση μίας πανάρχαιας αμυντικής μεθόδου, την κατασκευή, δηλαδή, ενός δικτύου υπόγειων στοών, οι οποίες εκτείνονται σε εκατοντάδες μίλια σε ολόκληρη την Κίνα, για την προστασία ζωτικών εγκαταστάσεων κ.λπ., σε περίπτωση που αμερικανικοί πύραυλοι θα επιτύγχαναν να ξεπεράσουν τα μέσα αντιπυραυλικής άμυνας.
Γνωστοί παράγοντες
Η αμερικανική στρατηγική για αντιμετώπιση αυτής της συνεκτικής κινεζικής στρατηγικής βασίζεται στους γνωστούς παράγοντες: την τεχνολογία stealth, τη διαστημική τεχνολογία και προηγμένες τεχνικές ηλεκτρονικού πολέμου και κυβερνοπολέμου, τα έξυπνα πυρομαχικά, τους πυραύλους Κρουζ κ.λπ. και την εισαγωγή ενός νέου παράγοντα, αυτόν της φανταστικής για τα σημερινά δεδομένα ταχύτητας νέων συμβατικών πυραύλων. Ενα τέτοιο όπλο, που είναι ακόμη υπό ανάπτυξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, είναι ο (πολλαπλώς) υπερηχητικός πύραυλος Χ-51 Wave Rider, που αναπτύσσει για την αμερικανική αεροπορία η Boeing. Πρόκειται για ένα βλήμα βάρους περίπου δύο τόνων, με βεληνεκές 400 ναυτικά μίλια και ταχύτητα Mach-3, δηλαδή έξι φορές την ταχύτητα του ήχου (!), με το οποίο μπορεί να πληγούν στόχοι σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου εντός μισής ώρας. Το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα θα μεταφέρεται από αεροσκάφη Β-2 και σε δεύτερη φάση από F-22 και θα αποτελεί έναν πρωτόγνωρο συνδυασμό τεχνολογίας stealth και ταχύτητας, που ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες και τον χρόνο αντιδράσεως του αντιπάλου, προσφέροντας έτσι σημαντικά πλεονεκτήματα στην Αμερική.
Στον κυβερνοχώρο η μόνη πιθανότητα
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις ή προσπάθειες για να αντιληφθεί κανείς ότι με βάση τα παραπάνω εν συντομία εκτεθέντα, τις αμφοτέρωθεν αντιπυραυλικές δυνατότητες, σε συνδυασμό με τις πανάρχαιες πρακτικές των σηράγγων κ.λπ. και κυρίως την ύπαρξη πυρηνικών όπλων και από τις δύο μεριές, το όλο θέμα δεν οδηγεί πουθενά. Κατά την άποψή μας, πρόκειται για μία σπάνια περίπτωση, όπου η τεχνολογία αδυνατεί να εξυπηρετήσει τη στρατηγική των δύο πλευρών και ως εκ τούτου οδηγεί σε μία κατάσταση στασιμότητας. Η μόνη εμπλοκή που μπορεί να εμφανισθεί είναι αυτή που θα γίνει στον κυβερνοχώρο, έχουσα ως στόχο την επίδειξη αποφασιστικότητας των δύο πλευρών και αυτή για περιορισμένη χρονική διάρκεια, μέχρι δηλαδή να προκληθούν τεράστιες ζημίες σε υποδομές κ.λπ. των δύο πλευρών.
Εξ ου και η αρχική απορία γιατί όλα αυτά, όταν είναι μάλλον προφανές ότι λύση δεν είναι δυνατόν να προκύψει με την υπάρχουσα μέχρι στιγμής κατάσταση.
Μάνος Ηλιάδης
πηγή
Δημοσίευση σχολίου