GuidePedia

0
 
Θέμα ημερών θεωρούν την ανακατάληψη της Βεγγάζης Λίβυοι αξιωματούχοι. Τόσο ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Κάλεντ Καϊμ όσο και ο γιος του Μουαμάρ Καντάφι Σάιφ αλ Ισλάμ, με δηλώσεις τους σε διεθνή μέσα εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν τελειώσει κι ότι εντός των επόμενων ημερών ολόκληρη η χώρα θα τεθεί υπό τον πλήρη έλεγχο των κυβερνητικών δυνάμεων.
Φαίνεται έτσι ότι επιβεβαιώνεται η πρόβλεψη του διευθυντή επί θεμάτων εθνικής ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέιμς Κλάπερ, ο οποίος μιλώντας ενώπιον ομάδας γερουσιαστών υποστήριξε ότι οι καθεστωτικές δυνάμεις της Λιβύης θα επικρατήσουν έναντι των ανταρτών. Τι συνέβη όμως και ανετράπησαν οι αρχικές εκτιμήσεις που προεξοφλούσαν την κατάληψη ακόμη και της Τρίπολης από τις δυνάμεις των εξεγερμένων και τη βέβαιη πτώση του καθεστώτος Καντάφι; Ήταν απλώς η υποτίμηση από πλευράς τους της ικανότητας των πιστών στον Καντάφι δυνάμεων ή μήπως η στρατηγική που επελέγη από τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν ανώτερη αυτής των ανταρτών; Μέχρι και την 7η Μαρτίου οι δυνάμεις των ανταρτών έθεταν υπό τον έλεγχό τους τη μία μετά την άλλη τις σημαντικές πόλεις τη Λιβύης έχοντας εγκλωβίσει τον Μουαμάρ Καντάφι και τις πιστές σε αυτόν δυνάμεις στην Τρίπολη, την οποία υπέθεταν ότι αργά ή γρήγορα θα πολιορκούσαν και θα καταλάμβαναν. Μάλιστα, σε μία στρατηγικής και σημειολογικής σημασίας κίνηση οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών επιχείρησαν να προελάσουν προς την πόλη της Σύρτης, γενέτειρας του Λίβυου δικτάτορα. Θεωρούσαν δε ότι η κατάληψη της Σύρτης – τελευταίο εμπόδιο πριν την Τρίπολη – θα ήταν μία σχετικά εύκολη υπόθεση όπως αυτές της Βεγγάζης, της Ρας Λανούφ, της Ζαουίγια κ.α. Με μία ιδιοφυή στρατιωτικά κίνηση, οι δυνάμεις του Καντάφι έστησαν ενέδρα στις προελαύνουσες δυνάμεις των ανταρτών λίγο έξω από τη Σύρτη και τις αποδεκάτισαν. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεκινάει η αντεπίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων με αποτέλεσμα 10 ημέρες αργότερα να έχουν επανακτήσει τον έλεγχο σχεδόν ολόκληρης της χώρας και να βρίσκονται λίγο πριν από την ανακατάληψη της «πρωτεύουσας» της εξέγερσης Βεγγάζης. Η λιβυκή εξέγερση ακολούθησε τις «επιτυχείς» εξεγέρσεις στις γειτονικές Αίγυπτο και Τυνησία. Αφορμή στάθηκε μία διαδήλωση για την αποφυλάκιση του δικηγόρου Φατχί Τερμπέλ που χειριζόταν την υπόθεση της σφαγής στο Αμπού Σελίμ – της φυλακής όπου το 1996 ξέσπασε εξέγερση και κατεστάλη από τις δυνάμεις του Καντάφι με τραγικό απολογισμό τον θάνατο 1200 κρατουμένων και αρκετών ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας. Μπροστά στο ενδεχόμενο η εξέγερση στη Λιβύη να έχει τα αποτελέσματα που είχε σε Αίγυπτο και Τυνησία, το καθεστώς επέλεξε τη στρατηγική της εκμηδένισης δίνοντας εντολή στην αστυνομία και το στρατό να την καταστείλει εν τη γενέσει της. Εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς των δυνάμεων ασφαλείας όμως, υπήρξαν αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα κι έτσι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα  και εξελίχθηκαν σε εξέγερση για τη βελτίωση των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών του λαού. Ο Καντάφι, παράλληλα, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ανησυχία και τον φόβο της Δύσης για την αλ-Κάιντα και την ισλαμική τρομοκρατία, που σύμφωνα με την καθεστωτική προπαγάνδα,  θα κυριαρχούσε στη χώρα σε περίπτωση κατάρρευσης του καθεστώτος. Έτσι, επιδίωκε να κερδίσει την υποστήριξη ή μάλλον την ανοχή της Δύσης. Την ίδια στιγμή, στους ηγέτες των φυλών στο εσωτερικό της χώρας κράδαινε το «μαστίγιο» του εμφυλίου πολέμου και του διαμελισμού της χώρας στο ένα χέρι και το «καρότο» των εσόδων του πετρελαίου στο άλλο. Στο μεταξύ, όμως, οι ρωγμές στο καθεστώς, στον στρατό και το πολιτικό κατεστημένο ήταν ολοένα και περισσότερες. Διπλωμάτες, στενοί συνεργάτες του Καντάφι και ανώτατοι δικαστές αποκήρυξαν τον «αρχηγό της επανάστασης» και συντάχθηκαν με το μέρος του εξεγερμένου λαού. Σύντομα η λαϊκή οργή μετατράπηκε σε ένοπλη εξέγερση και μοιραία η στρατηγική του Καντάφι προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Το ζητούμενο πλέον για το καθεστώς ήταν η «άρνηση της νίκης» στον αντίπαλο προκειμένου να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος χρόνος για την ανασυγκρότηση του στρατού, τη στρατολόγηση περισσότερων μισθοφόρων και τον σχεδιασμό της τακτικής ανακατάληψης των πόλεων που βρίσκονταν στα χέρια των αντικαθεστωτικών, ιδιαίτερα εκείνων των κρίσιμων περιοχών όπου υπάρχουν σημαντικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και αγωγοί.Από την πλευρά των αντικαθεστωτικών δυνάμεων – είτε θεωρήσουμε την εξέγερση αυθόρμητη λαϊκή είτε προσχεδιασμένη (όπως υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές) – μετά τις πρώτες επιτυχίες έναντι των κυβερνητικών δυνάμεων επελέγη και από αυτή την πλευρά η στρατηγική της εκμηδένισης εφόσον διακηρυγμένος στόχος τους ήταν η πτώση του Καντάφι και η αλλαγή του status quo. Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα η στρατηγική αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη διότι μία τέτοια στρατηγική είναι υψηλού ρίσκου (παίγνιο μηδενικού αθροίσματος) και απαιτεί την ύπαρξη υπέρτερης του αντιπάλου δύναμης. Είναι σαφές πλέον ότι οι αντικαθεστωτικοί δεν υπερτερούσαν σε δύναμη. Καταρχάς, παρά τις προσπάθειές τους να συγκροτήσουν ένα επαναστατικό συμβούλιο που θα αναλάμβανε την καθοδήγηση της επανάστασης, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό λόγω της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων ομάδων στις τάξεις των εξεγερμένων και των εντελώς διαφορετικών αναγνώσεων περί της ισορροπίας δυνάμεων που είχαν τα ηγετικά στελέχη τους. Την ίδια στιγμή επιβεβαιώθηκε και σε αυτή την περίπτωση η άποψη του Θουκυδίδη ότι «στην αρχή κάθε πολέμου οι άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερο ενθουσιασμό». Πράγματι, στην αρχή του πολέμου οι εξεγερμένοι έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό να αναλάβουν ριψοκίνδυνες πολεμικές αποστολές. Μετά τη «σφαγή» στη Σύρτη ωστόσο, και με δεδομένη τη μεγάλη έλλειψη σε τρόφιμα, ιατροφαρμακευτικό και πολεμικό υλικό, ο αρχικός ενθουσιασμός μειώθηκε και το φρόνημα κάμφθηκε. Οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις στη Λιβύη δεν έκαναν σωστή διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, υποτίμησαν την ικανότητα του Καντάφι να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και να αντεπιτεθεί και έδωσαν πολύ μεγάλη βάση στην πιθανή βοήθεια από τη Δύση μέσω της επιβολής μίας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων και της προμήθειας πολεμικού υλικού. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων η Δύση κάθε άλλο παρά πρόθυμη ήταν να αναλάβει στρατιωτική δράση στη Λιβύη, ενώ ακόμη κι αν τελικά αποφασιστεί η επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη είναι αμφίβολο κατά πόσο το συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να έχει απτά αποτελέσματα για τη λιβυκή εξέγερση με δεδομένο ότι οι περισσότεροι θύλακες αντίστασης έχουν εξουδετερωθεί κι ότι υπάρχει υπεροπλία των κυβερνητικών δυνάμεων τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και καλύτερο επίπεδο οργάνωσης.Οι δυνάμεις του Καντάφι αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ και κατάφεραν να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Τρίπολη, ξεδίπλωσαν μία στρατηγική με συνδυασμό των εξής μέσων:
  1. Εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους: Σε αντίθεση με τους εξεγερμένους ο Καντάφι διέθετε υπεροπλία τόσο σε βαρέα όπλα (τανκς και πυροβολικό) όσο και αεροπορικές δυνάμεις που δεν διέθεταν καθόλου οι εξεγερμένοι. Οι στοχευμένες αεροπορικές επιθέσεις των μαχητικών του Καντάφι που ακολουθούνταν από μαζική συγκέντρωση πυρός βαρέως πυροβολικού και τεθωρακισμένων τελικά έγειρε την πλάστιγγα στο πεδίο των μαχών εξουδετερώνοντας τις δυνάμεις των αντικαθεστωτικών. Ένα δεύτερο πλεονέκτημα για τις κυβερνητικές δυνάμεις ήταν και οι μεγαλύτεροι οικονομικοί τους πόροι σε σχέση με τους αντικαθεστωτικούς. Χάρη στα χρήματα αυτά κατάφεραν να στρατολογήσουν ικανό αριθμό μισθοφόρων και να ισορροπήσουν την αριθμητική υπεροπλία των αντικαθεστωτικών.
  2. Διαμόρφωση του εσωτερικού περιβάλλοντος του αντιπάλου προς όφελός του: Εξ αρχής η κυβερνητική προπαγάνδα του καθεστώτος έπαιξε το χαρτί του εμφυλίου και του «δυτικού ιμπεριαλισμού» προς το εσωτερικό της χώρας. Πολλοί από το στρατόπεδο των αντιφρονούντων, παρά την επιθυμία τους να φύγει ο Καντάφι, δεν επιθυμούν μία εισβολή δυτικών δυνάμεων στη χώρα διότι αυτή ξυπνάει μνήμες της αποικιοκρατικής εποχής. Επιπλέον, η οργάνωση της Λιβύης με βάση το σύστημα των φυλών ενδέχεται, στη μετά Καντάφι εποχή, να οδηγηθεί σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και σε βαλκανοποίηση ή, ακόμη χειρότερα, σε σομαλοποίησή της. Αρκετοί αντικαθεστωτικοί άρχισαν να συνειδητοποιούν αυτό το ενδεχόμενο και έκαναν δεύτερες σκέψεις. Τέλος, η υπόσχεση του καθεστώτος για αμνηστία σε όσους καταθέσουν τα όπλα και δεν εμπλακούν περαιτέρω στην εξέγερση αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο της αντικαθεστωτικές δυνάμεις.
  3. Υπονόμευση της διεθνούς βάσης ισχύος του αντιπάλου: Ο Καντάφι επιστράτευσε προς το εξωτερικό και ιδιαίτερα τη Δύση το αφενός το χαρτί του πετρελαίου αφετέρου τον φόβο της αλ – Κάιντα και της ισλαμικής τρομοκρατίας. Κατηγορώντας την αλ – Κάιντα ότι βρίσκεται πίσω από την εξέγερση στη Λιβύη επιχείρησε να κερδίσει τουλάχιστον την ανοχή της Δύσης και να τρέψει σημαντικές δυνάμεις να κάνουν δεύτερες σκέψεις σχετικά με το ενδεχόμενο να υπάρχει όντως πιθανότητα επιβολής ισλαμικού καθεστώτος σε μία χώρα με τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου όπως η Λιβύη. Ταυτόχρονα, απειλώντας ότι θα δώσει τα συμβόλαια εξόρυξης πετρελαίου σε ρωσικές, κινεζικές και ινδικές εταιρείες, προσπαθεί να εκβιάσει την μη εμπλοκή της Δύσης στη Λιβύη, απόφαση που φαίνεται να υιοθετούν σημαντικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία.
Από την πλευρά της Δύσης η στρατηγική που επελέγη μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον καταστροφική. Με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας να στείλει τον φάκελο της Λιβύης προς διερεύνηση στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο «εγκλώβισε» τον Καντάφι σε μια στρατηγική όπου έπρεπε να δώσει μάχη μέχρις εσχάτων ειδάλλως θα αντιμετώπιζε την τύχη του Σαντάμ και του Μιλόσεβιτς και τον εξευτελισμό. Αρνούμενη να δώσει επιλογή διαφυγής στον Καντάφι και την οικογένειά του, τον ώθησε να υιοθετήσει τον πόλεμο μέχρι τέλους αφού είναι σαφές ότι πλέον μαχόταν όχι για την εξουσία αλλά για την ίδια τη ζωή του. Κι εφόσον η Δύση δεδομένα δεν είχε τη βούληση να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Λιβύη η πολιτική αυτή ήταν δεδομένο ότι θα έχει την κατάληξη που είχε.
ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top