ΛΥΓΕΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Η ουκρανική εισβολή στην περιφέρεια του Κουρσκ, όποια κι αν θα είναι η κατάληξή της σε στρατιωτικό επίπεδο, έχει βαρύνουσες πολιτικές επιπτώσεις. Κι αυτό, διότι για μία ακόμα φορά διαψεύδει την ευρύτερη προσέγγιση του Κρεμλίνου για τον πόλεμο στην Ουκρανία, με οδυνηρές συνέπειες για τη Ρωσία. Όλα δείχνουν, πάντως, πως ο πόλεμος είναι ήδη σε τροχιά κλιμάκωσης κι ότι οι διαπραγματεύσεις για ειρήνευση έχουν διαγραφεί από την ατζέντα.
Η τωρινή ουκρανική εισβολή συνδέεται με τις δύο ρωσικές ήττες στην περιοχή του Χάρκοβο και στη Χερσώνα πριν από δύο χρόνια. Παρότι επώδυνες, μόνο εν μέρει αναθεώρησαν την αρχική ανεδαφική και γι’ αυτό αποτυχημένη στρατηγική του Κρεμλίνου. Αυτό ξεκίνησε με την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να επιτύχει τη γρήγορη ανατροπή του καθεστώτος Ζελένσκι ή τουλάχιστον να διαπραγματευτεί μαζί του μία συμφωνία που θα ικανοποιούσε –μεταξύ των άλλων– και τις απαιτήσεις της Μόσχας για τη μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Διακατεχόμενο από την αυταπάτη ότι ο λαός στην ανατολική, νότια και κεντρική Ουκρανία θα υποδεχόταν τις ρωσικές δυνάμεις σαν απελευθερωτές, το Κρεμλίνο χρησιμοποίησε περίπου 150.000 στρατιώτες, αριθμό δραματικά μικρότερο από αυτόν που απαιτούσε μία τέτοια αποστολή. Το γεγονός αυτό, μαζί με τα προβλήματα που προέκυψαν σε πολλά επίπεδα κατά τη διάρκεια της εισβολής, οδήγησαν και στην απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την περιοχή του Κιέβου και στη συνέχεια στις δύο προαναφερθείσες ήττες.
Είναι να απορεί κανείς για το γεγονός ότι η Μόσχα ήταν βουτηγμένη σε τόσο μεγάλες αυταπάτες. Λογικά κρίνοντας και από τις ιστορικές σχέσεις των δύο χωρών, θεωρώ δεδομένο πως διέθετε μεγάλο αριθμό Ουκρανών πληροφοριοδοτών, οι οποίοι είτε είχαν ρωσική εθνική συνείδηση, είτε ήταν φιλορώσοι, είτε τέλος είχαν υλικά κίνητρα. Με άλλα λόγια, η Μόσχα είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι από το 2014 μέχρι το 2022 οι Ουκρανοί είχαν οικοδομήσει ισχυρές αμυντικές γραμμές ειδικά στο Ντονμπάς, όπως κι ότι το κλίμα είχε αλλάξει στην ουκρανική κοινωνία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Οι αυταπάτες του Πούτιν
Προφανώς, επικράτησαν οι αυταπάτες του Πούτιν. Είναι, άλλωστε, διαπιστωμένο πως σε αυταρχικά καθεστώτα με γραφειοκρατική δομή και λειτουργία, αφενός οι υφιστάμενοι αποφεύγουν να εκφράζουν αντίθετη άποψη από αυτή του ηγέτη, αφετέρου εκδηλώνεται πολύ έντονα το σύνδρομο του group thinking, που εμμέσως πλην σαφώς υποτιμά, αν όχι εξοστρακίζει, την αντίθεση άποψη. Υποθέτω βασίμως ότι αυτό συνέβη εκείνες τις ημέρες στο Κρεμλίνο.
Και εάν οι ρωσικές δυνάμεις επέτυχαν στο αρχικό στάδιο της εισβολής να καταλάβουν πάνω από το 20% της ουκρανικής επικράτειας, αυτό συνέβη επειδή οι Ουκρανοί –παρά τις έντονες αμερικανικές προειδοποιήσεις– δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι να αντισταθούν στο πρώτο ρωσικό κύμα ειδικά στα ανατολικά και στα νότια. Με 150.000 περίπου στρατιώτες, όμως, ο ρωσικός στρατός δεν ήταν ικανός να εδραιώσει όλα τα εδαφικά κέρδη του, όταν, μετά τη μαζική επιστράτευση, οι Ουκρανοί απέκτησαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή έναντι των εισβολέων.
Οι ήττες στην περιοχή του Χάρκοβο και στη Χερσώνα έπρεπε να είχαν “σκοτώσει” και τις αυταπάτες του Κρεμλίνου και την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση, ως στρατηγική σύλληψη για μία ρωσική λύση του Ουκρανικού. Ήταν εξόφθαλμο πλέον αφενός ότι πίσω από το Κίεβο βρισκόταν στρατευμένη η Δύση, αφετέρου ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ουκρανών –περισσότερο ή λιγότερο πρόθυμα– πολεμούσαν εναντίον των Ρώσων εισβολέων.
Η τωρινή ουκρανική εισβολή συνδέεται με τις δύο ρωσικές ήττες στην περιοχή του Χάρκοβο και στη Χερσώνα πριν από δύο χρόνια. Παρότι επώδυνες, μόνο εν μέρει αναθεώρησαν την αρχική ανεδαφική και γι’ αυτό αποτυχημένη στρατηγική του Κρεμλίνου. Αυτό ξεκίνησε με την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να επιτύχει τη γρήγορη ανατροπή του καθεστώτος Ζελένσκι ή τουλάχιστον να διαπραγματευτεί μαζί του μία συμφωνία που θα ικανοποιούσε –μεταξύ των άλλων– και τις απαιτήσεις της Μόσχας για τη μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Διακατεχόμενο από την αυταπάτη ότι ο λαός στην ανατολική, νότια και κεντρική Ουκρανία θα υποδεχόταν τις ρωσικές δυνάμεις σαν απελευθερωτές, το Κρεμλίνο χρησιμοποίησε περίπου 150.000 στρατιώτες, αριθμό δραματικά μικρότερο από αυτόν που απαιτούσε μία τέτοια αποστολή. Το γεγονός αυτό, μαζί με τα προβλήματα που προέκυψαν σε πολλά επίπεδα κατά τη διάρκεια της εισβολής, οδήγησαν και στην απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από την περιοχή του Κιέβου και στη συνέχεια στις δύο προαναφερθείσες ήττες.
Είναι να απορεί κανείς για το γεγονός ότι η Μόσχα ήταν βουτηγμένη σε τόσο μεγάλες αυταπάτες. Λογικά κρίνοντας και από τις ιστορικές σχέσεις των δύο χωρών, θεωρώ δεδομένο πως διέθετε μεγάλο αριθμό Ουκρανών πληροφοριοδοτών, οι οποίοι είτε είχαν ρωσική εθνική συνείδηση, είτε ήταν φιλορώσοι, είτε τέλος είχαν υλικά κίνητρα. Με άλλα λόγια, η Μόσχα είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι από το 2014 μέχρι το 2022 οι Ουκρανοί είχαν οικοδομήσει ισχυρές αμυντικές γραμμές ειδικά στο Ντονμπάς, όπως κι ότι το κλίμα είχε αλλάξει στην ουκρανική κοινωνία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.
Οι αυταπάτες του Πούτιν
Προφανώς, επικράτησαν οι αυταπάτες του Πούτιν. Είναι, άλλωστε, διαπιστωμένο πως σε αυταρχικά καθεστώτα με γραφειοκρατική δομή και λειτουργία, αφενός οι υφιστάμενοι αποφεύγουν να εκφράζουν αντίθετη άποψη από αυτή του ηγέτη, αφετέρου εκδηλώνεται πολύ έντονα το σύνδρομο του group thinking, που εμμέσως πλην σαφώς υποτιμά, αν όχι εξοστρακίζει, την αντίθεση άποψη. Υποθέτω βασίμως ότι αυτό συνέβη εκείνες τις ημέρες στο Κρεμλίνο.
Και εάν οι ρωσικές δυνάμεις επέτυχαν στο αρχικό στάδιο της εισβολής να καταλάβουν πάνω από το 20% της ουκρανικής επικράτειας, αυτό συνέβη επειδή οι Ουκρανοί –παρά τις έντονες αμερικανικές προειδοποιήσεις– δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι να αντισταθούν στο πρώτο ρωσικό κύμα ειδικά στα ανατολικά και στα νότια. Με 150.000 περίπου στρατιώτες, όμως, ο ρωσικός στρατός δεν ήταν ικανός να εδραιώσει όλα τα εδαφικά κέρδη του, όταν, μετά τη μαζική επιστράτευση, οι Ουκρανοί απέκτησαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή έναντι των εισβολέων.
Οι ήττες στην περιοχή του Χάρκοβο και στη Χερσώνα έπρεπε να είχαν “σκοτώσει” και τις αυταπάτες του Κρεμλίνου και την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση, ως στρατηγική σύλληψη για μία ρωσική λύση του Ουκρανικού. Ήταν εξόφθαλμο πλέον αφενός ότι πίσω από το Κίεβο βρισκόταν στρατευμένη η Δύση, αφετέρου ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ουκρανών –περισσότερο ή λιγότερο πρόθυμα– πολεμούσαν εναντίον των Ρώσων εισβολέων.
Μερική στροφή
Μετά τις δύο ήττες ο Πούτιν υποχρεώθηκε να αλλάξει γραμμή πλεύσης, χωρίς όμως να απεγκλωβιστεί πλήρως από την αρχική στρατηγική του. Είναι ενδεικτικό ότι συνέχισε να μιλάει για Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση, ενώ ήταν εξόφθαλμο κι από αυτά που ο ίδιος έλεγε δημοσίως, ότι επρόκειτο για πόλεμο ευθέως με την Ουκρανία και εμμέσως πλην σαφώς με τη Δύση. Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα ορολογίας. Το Κρεμλίνο σκεφτόταν την επόμενη ημέρα του πολέμου και ήθελε να μην προκαλέσει εκτεταμένη αιματοχυσία, την οποία πολιτικά θα έβρισκε μπροστά του εάν κατάφερνε –όπως ήλπιζε– να αποκαταστήσει “αδελφικές” σχέσεις με το Κίεβο.
Ο Πούτιν όρισε διοικητή των δυνάμεων στην Ουκρανία στον στρατηγό Σουροβίκιν, ο οποίος και ζήτησε αλλαγή στρατηγικής. Απέσυρε τις ρωσικές μονάδες από την πόλη της Χερσώνας, όπου ουσιαστικά ήταν εγκλωβισμένες και οχύρωσε αμυντικά τη γραμμή του μετώπου, ειδικά στην περιοχή της Ζαπορίζια, όπου ανέμενε ότι θα εκδηλωνόταν η περιβόητη ουκρανική αντεπίθεση, όπως και συνέβη. Ταυτοχρόνως, ο Σουροβίκιν εγκαινίασε βομβαρδισμούς σε ουκρανικούς στρατιωτικούς στόχους και σε υποδομές – κυρίως σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρισμού. Με άλλα λόγια σ’ εκείνη τη φάση διέσωσε τη Ρωσία από δυσάρεστες εξελίξεις.
Ο Σουροβίκιν πίεζε για καταλυτική στρατιωτική δράση στην Ουκρανία, αλλά ο Πούτιν αποδέχθηκε μόνο τα απολύτως αναγκαία. Κήρυξε περιορισμένη επιστράτευση, προφανώς για να προκαλέσει τις λιγότερες δυνατές κοινωνικές αντιδράσεις, επιλέγοντας να στηριχθεί πολύ σε εθελοντές-μισθοφόρους, όπως και στη Βάγκνερ, η οποία είχε την άδεια να στρατολογεί καταδίκους. Σε ό,τι αφορά τους βομβαρδισμούς, αρνήθηκε π.χ. την κρίσιμη πρόταση για καταστροφή των γεφυρών που συνδέουν τη δυτική με την ανατολική Ουκρανία, καθώς και του σιδηροδρομικού δικτύου που χρησιμοποιεί ο ουκρανικός στρατός για να μεταφέρει στρατιώτες και οπλισμό στο ανατολικό μέτωπο.
Πως φτάσαμε στην ουκρανική εισβολή
Είναι προφανές πως ένας τέτοιος βομβαρδισμός θα είχε τουλάχιστον δυσχεράνει καταλυτικά τους Ουκρανούς στο ανατολικό μέτωπο και πιθανόν να είχε προκαλέσει την κατάρρευση των αμυντικών γραμμών τους ειδικά στο Ντονμπάς, όπου υφίστανται ασφυκτική ρωσική πίεση και συνεχώς χάνουν έδαφος. Το Κρεμλίνο, όμως, αρνήθηκε έναν τέτοιο βομβαρδισμό. Αρκέστηκε στο ναυάγιο της ουκρανικής αντεπίθεσης στο μέτωπο της Ζαπορίζια –που οφείλεται στον Σουρβίκιν– και στην αργή, αλλά σταθερή κατάληψη οικισμών και μικρών πόλεων στο μέτωπο του Ντονμπάς.
Με την πολιτική του Πούτιν μπορεί η Ρωσία να σημείωνε μικρές στρατιωτικές επιτυχίες, αλλά η δική του διστακτικότητα, σε συνδυασμό με την παράταση του πολέμου, εξώθησε τη Δύση στο να κλιμακώσει την εμπλοκή της στον πόλεμο, μεταξύ των άλλων, στέλνοντας προηγμένα οπλικά συστήματα και επιτρέποντας τη χρήση τους και εναντίον στόχων στη ρωσική επικράτεια. Οι αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις της Μόσχας αγνοήθηκαν, χωρίς αυτή ουσιαστικά να αντιδράσει, γεγονός που έπεισε τους Δυτικούς ότι μπλοφάρει.
Κάπως έτσι φτάσαμε στην ουκρανική εισβολή στην περιοχή του Κουρσκ, η οποία αναμφίβολα συνιστά καμπή. Εξέφρασα από την αρχή την απορία μου για το πώς είναι δυνατόν να αιφνιδιάστηκαν πλήρως οι Ρώσοι από μία επιχείρηση με τη συμμετοχή αρκετών ουκρανικών ταξιαρχιών, δυτικών “μισθοφόρων” και πολλών τεθωρακισμένων. Διαθέτουν drones επιτήρησης, δορυφόρους και προφανώς κατασκόπους. Το ρωσικό Γενικό Επιτελείο μπορεί να θεωρούσε απίθανη μία τέτοια ενέργεια, αλλά οι πληροφορίες θα έπρεπε να έχουν σημάνει συναγερμό. Προφανώς, “κάτι σάπιο υπάρχει” εκεί.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου